Ἕνας ἀδελφὸς ἐξομολογήθηκε στὸν Ἀββᾶ Σισώη:
- Ἔπεσα, Πάτερ. Τί νὰ κάνω τώρα;
- Σήκω, τοῦ εἶπε μὲ τὴ χαρακτηριστική του ἁπλότητα ὁ Ἅγιος Γέροντας.
- Σηκώθηκα, Ἀββᾶ, μὰ πάλι ἔπεσα στὴν καταραμένη ἁμαρτία, ὁμολόγησε μὲ θλίψη ὁ ἀδελφός.
- Καὶ τί σὲ ἐμποδίζει νὰ ξανασηκωθῇς;
- Ὡς πότε; ρώτησε ὁ ἀδελφός.
- Ἕως ὅτου σὲ βρῇ ὁ θάνατος ἢ στὴν πτώση ἢ στὴν ἔγερση.
- Ἔπεσα, Πάτερ. Τί νὰ κάνω τώρα;
- Σήκω, τοῦ εἶπε μὲ τὴ χαρακτηριστική του ἁπλότητα ὁ Ἅγιος Γέροντας.
- Σηκώθηκα, Ἀββᾶ, μὰ πάλι ἔπεσα στὴν καταραμένη ἁμαρτία, ὁμολόγησε μὲ θλίψη ὁ ἀδελφός.
- Καὶ τί σὲ ἐμποδίζει νὰ ξανασηκωθῇς;
- Ὡς πότε; ρώτησε ὁ ἀδελφός.
- Ἕως ὅτου σὲ βρῇ ὁ θάνατος ἢ στὴν πτώση ἢ στὴν ἔγερση.
Δὲν εἶναι γραμμένο «ὅπου εὑρῶ σε ἐκεῖ καὶ κρινῶ σε»; ἐξήγησε ὁ Γέροντας.
Μόνο εὐχήσου στὸν Θεὸ νὰ βρεθεῖς τὴν τελευταία σου στιγμὴ σηκωμένος μὲ τὴν ἁγία μετάνοια.