Τρίτη 21 Μαΐου 2013

Πρὸς τὸν Θεοδοῦλο, Λόγος περὶ νήψεως καὶ ἀρετῆς (ΙΙ)

[...]

71. Ποιὸς ἄραγε εἶναι ἐκεῖνος στὴν παροῦσα γενιά, ποὺ ἔχει ἀπαλλαγεῖ ἐντελῶς ἀπὸ ἐμπαθεῖς σκέψεις καὶ ἀξιώθηκε νὰ ἀποκτήσει καὶ νὰ ἔχει διαπαντὸς τὴν καθαρὴ καὶ μακριὰ ἀπὸ κάθε ὑλικὴ σκέψη προσευχή; Αὐτὸ εἶναι τὸ σημάδι τοῦ ἐσωτερικοῦ μοναχοῦ.

72. Πολλὰ πάθη εἶναι κρυμμένα μέσα στὶς ψυχές μας. Καὶ φανερώνονται τότε, ὅταν παρουσιάζονται οἱ αἰτίες τους.

73. Μὴν ἀφιερώνεις ὅλη σου τὴν ἀσχολία γύρω ἀπὸ τὴ σάρκα, ἀλλὰ ὅρισέ της ἄσκηση κατὰ δύναμη καὶ ὅλο σου τὸ νοῦ νὰ τὸν στρέφεις ἐντός σου. Γιατί ἡ σωματικὴ ἄσκηση λίγο ὠφελεῖ, ἐνῶ ἡ εὐσέβεια εἶναι σὲ ὅλα ὠφέλιμη.

74. Ὅταν τὰ πάθη πάψουν νὰ ἐνεργοῦν, εἴτε γιατί ἀποκόπτονται οἱ αἰτίες, εἴτε γιατί οἱ δαίμονες δολίως ὑποχωροῦν, ἀκολουθεῖ ἡ ὑπερηφάνεια.

75. Ἡ ταπείνωση καὶ ἡ ταλαιπώρηση τῆς σάρκας ἐλευθερώνουν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ κάθε ἁμαρτία. ἡ πρώτη καταργεῖ τὰ πάθη τῆς ψυχῆς, ἡ ἄλλη τὰ πάθη τοῦ σώματος. Γι’ αὐτὸ λέει ὁ Κύριος: «Μακάριοι ὅσοι ἔχουν καθαρὴ καρδιὰ διότι αὐτοὶ θὰ δοῦν τὸν Θεὸ». Θὰ δοῦν τὸν Θεὸ καὶ τοὺς θησαυρούς Του, ὅταν μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἐγκράτεια καθαρίσουν τὸν ἑαυτό τους. Καὶ τόσο περισσότερο θὰ Τὸν δοῦν, ὅσο ἐπιτείνουν τὴν κάθαρση.

76. Σκοπιὰ ἀπὸ τὴν ὁποία βλέπει κανεὶς τοὺς λόγους κάθε ἀρετῆς εἶναι ἡ τήρηση τοῦ νοῦ, ὅπως ὁ παλαιὸς ἐκεῖνος φρουρὸς τοῦ Δαβὶδ φανέρωνε τὴν «περιτομὴ τῆς καρδιᾶς».

77. Ὅπως ὅταν βλέπομε μὲ τὰ μάτια μᾶς ἐκεῖνα ποὺ βλάπτουν, βλαπτόμαστε, ἔτσι καὶ ὅταν συλλογιζόμαστε μὲ τὸ νοῦ μᾶς πονηροὺς λογισμούς.

78. Ὅπως ὅταν χτυπήσει κανεὶς τὴν ρίζα τοῦ φυτοῦ, τὸ ξεραίνει ὁλόκληρο, ἔτσι συμβαίνει καὶ ὅταν χτυπηθεῖ ἀπὸ τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Πρέπει νὰ προσέχομε κάθε στιγμή, γιατί οἱ δαίμονες ποτὲ δὲν κάθονται ἀργοί.

79. Ὁ Κύριος, θέλοντας νὰ δείξει ὅτι κάθε ἐντολὴ τὴν ἐκτελοῦμε ἀπὸ χρέος, ἐνῶ ἡ υἱοθεσία ποὺ προσφέρει, συντελεῖται στοὺς ἀνθρώπους μὲ τὸ αἷμα Του, λέει: «Ὅταν κάνετε ὅσα ἔχετε διαταχθεῖ, νὰ πεῖτε ὅτι εἴμαστε ἀχρεῖοι δοῦλοι καὶ κάναμε αὐτὸ ποὺ ὀφείλαμε». Γι’ αὐτὸ δὲν εἶναι μισθὸς ἔργων ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ἀλλὰ χάρη καὶ δωρεὰ τοῦ Κυρίου ποὺ ἔχει ἑτοιμάσει γιὰ τοὺς πιστοὺς δούλους Του. Δὲν ἀπαιτεῖ ὁ δοῦλος τὴν ἐλευθερία ὡς μισθό, ἀλλὰ εὐχαριστεῖ ὡς ὀφειλέτης καὶ τὴν περιμένει ὡς δωρεά.

80. Ὁ Χριστὸς πέθανε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, σύμφωνα μὲ τὶς Γραφὲς, καὶ σὲ ὅσους Τὸν ὑπηρετοῦν καλῶς, χαρίζει τὴν ἐλευθερία. Γιατί λέει: «Εὖγε δοῦλε χρήσιμε καὶ πιστέ. στάθηκες πιστὸς στὰ λίγα, θὰ σοὺ ἐμπιστευθῶ πολλά. Ἔλα μέσα στὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου σου». Ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀκόμη δοῦλος πιστὸς ἐκεῖνος ποὺ στηρίζεται στὴν ἁπλὴ καὶ ψιλὴ γνώση, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ δείχνει τὴν πίστη του μὲ τὴν ὑπακοὴ στὸν ἐντολοδότη Χριστό.

81. Ἐκεῖνος ποὺ τιμᾶ τὸν Κύριο, ἐκτελεῖ ὅσα διατάζει Ἐκεῖνος. Ὅταν κάνει σφάλμα ἢ παρακοή, ὑπομένει σὰν δίκαιες τὶς συμφορές. Ἂν εἶσαι φιλομαθής, νὰ γίνεις καὶ φιλόπονος. Γιατί ἡ ψιλὴ γνώση «φουσκώνει» τὸν ἄνθρωπο.

82. Οἱ πειρασμοὶ ποὺ μᾶς ἔρχονται ἀναπάντεχα, μᾶς διδάσκουν κατ’ οἰκονομία Θεοῦ νὰ γινόμαστε φιλόπονοι.

83. Τὸ ἄστρο ἔχει τὸ ἰδίωμα νὰ λάμπει. Καὶ ὁ θεοσεβὴς καὶ φοβούμενος τὸ Θεὸ ἔχει ὡς ἰδίωμα τὴ λιτότητα καὶ τὴν ταπείνωση, ἐπειδὴ κανένα ἄλλο δὲν εἶναι τὸ γνώρισμα τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ παρὰ τὸ ταπεινὸ φρόνημα καὶ τὸ λιτὸ παρουσιαστικό. Καὶ αὐτὸ μὲ ὅλους τους τρόπους τὸ φωνάζουν τὰ τέσσερα Εὐαγγέλια. Ἐκεῖνος ποὺ δὲ ζεῖ ἔτσι ταπεινά, ξεπέφτει ἀπὸ τὸ μέρος Ἐκείνου ποὺ ταπείνωσε τὸν ἑαυτὸ Τοῦ μέχρι σταυροῦ καὶ θανάτου, ὁ Ὁποῖος εἶναι καὶ τῶν θείων Εὐαγγελίων ὁ πρακτικὸς Νομοθέτης.

84. Λέει ἡ Γραφή: «Ὅσοι διψᾶτε, πηγαίνετε στὸ νερὸ». Ὅσοι ὅμως διψᾶτε τὸ Θεό, βαδίζετε μὲ τὴν καθαρότητα τοῦ νοῦ σας. Πρέπει ὅμως, ἐκεῖνος ποὺ μὲ τὴν καθαρότητα αὐτὴ πετᾶ ψηλά, νὰ βλέπει καὶ κάτω τὴ γῆ τῆς μηδαμινότητάς του. Γιατί κανεὶς δὲν εἶναι ὑψηλότερός του ταπεινοῦ. Ὅπως ὅταν δὲν ὑπάρχει φῶς εἶναι ὅλα σκοτεινὰ καὶ ζοφερά, ἔτσι καὶ ὅταν δὲν ὑπάρχει ταπεινοφροσύνη, ὅλα μας τὰ κατὰ Θεὸν ἔργα εἶναι μάταια καὶ ἄχρηστα.

85. Ἄκου τώρα τὴν κατακλείδα τοῦ λόγου μου. Νὰ φοβᾶσαι τὸν Θεὸ καὶ νὰ φυλάγεις τὶς ἐντολὲς Τοῦ, καὶ νοερὰ καὶ αἰσθητά. Γιατί ἂν βιάσεις τὸν ἑαυτό σου νὰ τηρεῖ τὶς θεῖες ἐντολὲς νοερά, λίγες φορὲς θὰ χρειαστεῖς αἰσθητοὺς κόπους γιὰ τὴν τήρησή τους, ὅπως λέει καὶ ὁ Δαβίδ: «Θέλησα ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά μου νὰ πράξω τὸ θέλημά Σου καὶ τὸ νόμο Σου».

86. Ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν κάνει τὸ θέλημα καὶ τὸ νόμο τοῦ Κυρίου μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά του, οὔτε ἐξωτερικῶς μπορεῖ νὰ τὸ κάνει εὔκολα. Καὶ θὰ πεῖ πρὸς τὸ Θεὸ ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει νήψη καὶ εἶναι ἀδιάφορος: «Δὲν θέλω νὰ ξέρω τοὺς δρόμους Σου», ὁπωσδήποτε ἀπὸ ἔλλειψη θείου φωτισμοῦ. Ἐκεῖνος ποὺ μετέχει στὸ θεῖο φωτισμό, δὲ μένει χωρὶς ἐσωτερικὴ πληροφορία, ἀλλὰ θὰ γίνει στερεὸς καὶ ἀμετακίνητος σχετικὰ μὲ τὰ θεία.

87. Ὅπως τὸ ἁλάτι κάνει νόστιμο τὸ ψωμὶ καὶ κάθε φαγητὸ καὶ διατηρεῖ τὰ κρέατα νὰ μὴ σαπίζουν, τὸ ἴδιο σκέψου καὶ γιὰ τὴ νοητὴ γλυκύτητα καὶ τὴ θαυμαστὴ ἐργασία τῆς φυλάξεως τοῦ νοῦ. Γιατί γλυκαίνει μὲ θεῖο τρόπο τὸν ἐσωτερικὸ καὶ τὸν ἐξωτερικὸ ἄνθρωπο, διώχνει τὴν δυσωδία τῶν πονηρῶν λογισμῶν καὶ μᾶς διατηρεῖ σταθεροὺς στὰ καλά.

88. Ἀπὸ τὴν προσβολὴ γεννιοῦνται πολλοὶ πονηροὶ λογισμοί. Ἀπὸ αὐτοὺς γεννιέται ἡ ἁμαρτωλὴ πράξη. Ἐκεῖνος ὅμως ὁ ὁποῖος εὐθὺς μόλις φανεῖ ἡ πονηρὴ προσβολὴ τὴ σβήνει ἀμέσως μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Ἰησοῦ, αὐτὸς ξέφυγε καὶ τὰ ἑπόμενα καὶ θὰ γεμίσει πλουσιοπάροχα ἀπὸ γλυκιὰ θεία γνώση, μὲ τὴν ὁποία θὰ βρεῖ τὸν Θεό, τὸν πανταχοῦ παρόντα. Στρέφοντας πρὸς Αὐτὸν σταθερὰ τὸν καθρέφτη τοῦ νοῦ του, φωτίζεται ἀκατάπαυστα, ὅπως φωτίζει ὁ ἥλιος τὸ καθαρὸ γυαλί. Καὶ τότε ἀναπαύεται ὁ νοῦς ἀπὸ κάθε ἄλλη θεωρία, γιατί ἔφτασε στὸ ἔσχατο ἀπὸ ὅλα τὰ ἐπιθυμητὰ πράγματα.

89. Ἐπειδὴ κάθε λογισμὸς μὲ τὴ φαντασία κάποιων αἰσθητῶν μπαίνει στὴν καρδιά, τότε καταυγάζει τὸ νοῦ τὸ μακάριο φῶς τῆς θεότητας, ὅταν ἀδειάσει ἀπὸ ὅλα τὰ αἰσθητὰ καὶ μείνει χωρὶς σχήματα καὶ μορφές. Γιατί βέβαια, ἡ θεία ἐκείνη λαμπρότητα φαίνεται στὸν καθαρὸ νοῦ, ὅταν στερηθεῖ αὐτὸς ὅλα τὰ νοήματα.

90. Ὅσο πιὸ τέλεια προσέχεις τὴν διάνοια, τόσο περισσότερο μὲ πόθο θὰ προσευχηθεῖς στὸν Ἰησοῦ. Ὅσο πάλι ἀμελεῖς τὴν διάνοιά σου, τόσο περισσότερο θὰ ἀπομακρυνθεῖς ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ. Καὶ ὅπως τὸ πρῶτο φωτίζει τέλεια τὸν ἀέρα (τὸν χῶρο) τῆς διάνοιας, ἔτσι καὶ ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴ νήψη καὶ ἀπὸ τὴν γλυκιὰ ἐπίκληση τοῦ Ἰησοῦ τὸν σκοτίζει ἀπόλυτα. Τὸ πράγμα εἶναι τέτοιο ἀπὸ τὴ φύση του καὶ δὲ γίνεται διαφορετικά. Καὶ αὐτὸ θὰ τὸ ἀντιληφθεῖς μὲ τὴν πείρα, δοκιμάζοντας τὸ στὴν πράξη. Γιατί καμιὰ ἀρετὴ καὶ ξεχωριστὰ ἡ φωτογεννήτρα αὐτὴ κι εὐχάριστη πνευματικὴ ἐργασία, δὲ συμβαίνει νὰ διδάσκεται ἀλλιῶς, παρὰ ἀπὸ τὴν πείρα.

91. Αἰτία τῆς ἀδιάκοπης ἐπικλήσεως τοῦ Ἰησοῦ, μ’ ἕνα πόθο γεμάτο γλυκύτητα καὶ χαρά, εἶναι ἡ χαρὰ καὶ ἡ γαλήνη ἀπὸ τὴν ὁποία εἶναι γεμάτος ὁ ἀέρας τῆς καρδιᾶς, ἐξαιτίας τῆς ἄκρας προσοχῆς. Αἰτία τῆς τέλειας καθάρσεως τῆς καρδιᾶς εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεός, ὁ ὁποῖος εἶναι ὅλων τῶν καλῶν αἴτιος καὶ ποιητής. ὅπως λέει: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεὸς ποὺ φέρνω τὴν εἰρήνη».

92. Ἡ ψυχὴ ποὺ εὐεργετεῖται καὶ γλυκαίνεται ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ, ἀνταμείβει τὸν Εὐεργέτη της μὲ τὴν δοξολογία πρὸς Αὐτόν, γεμάτη ἀγάπη καὶ ἀγαλλίαση. εὐχαριστεῖ καὶ ἐπικαλεῖται μὲ χαρὰ καὶ εὐφροσύνη Αὐτὸν ποὺ τῆς χαρίζει τὴν εἰρήνη καὶ Τὸν βλέπει νοητῶς μέσα της νὰ διαλύει τὶς φαντασίες τῶν πονηρῶν πνευμάτων.

93. «Καὶ ἀτένισε – λέγει ὁ Δαβὶδ – ὁ νοητὸς ὀφθαλμός μου τοὺς νοητοὺς ἐχθρούς μου καὶ τὸ αὐτί μου θὰ ἀκούσει αὐτοὺς ποὺ ξεσηκώνονται πονηρὰ ἐναντίον μου». «Καὶ εἶδα νὰ γίνεται ἀπὸ τὸ Θεὸ ἀνταπόδοση στοὺς ἁμαρτωλοὺς γιὰ χάρη μου». Ὅταν δὲν ὑπάρχουν φαντασίες μέσα στὴν καρδιά, τότε ὁ νοῦς βρίσκεται στὴ φυσική του κατάσταση καὶ εἶναι ἕτοιμος νὰ κινεῖται σὲ κάθε θεωρία τερπνή, πνευματικὴ καὶ ἀγαπημένη ἀπὸ τὸ Θεό.

94. Ἔτσι λοιπόν, ὅπως εἶπα, εἶναι ἐκ φύσεως συστατικὰ τὸ ἕνα του ἄλλου ἡ νήψη καὶ ἡ εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ ἄκρα προσοχὴ συντελεῖ στὴν ἀδιάκοπη εὐχή. ἡ εὐχὴ πάλι στὴν τέλεια νήψη καὶ προσοχὴ τοῦ νοῦ.

95. Ὠφέλιμος παιδαγωγὸς καὶ τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ἀδιάκοπη μνήμη τοῦ θανάτου. ἀφήνοντας δηλαδὴ ὅλα ὅσα συμβαίνουν στὸ μεταξύ, αὐτὸν πάντοτε νὰ ἔχομε ἐμπρὸς στὰ μάτια μας, αὐτὸ τὸ κρεβάτι νὰ φανταζόμαστε ὅπου ξαπλωμένοι θὰ ψυχομαχοῦμε καὶ ὅλα τὰ ὑπόλοιπα.

96. Δὲν πρέπει, ἀδελφοί, νὰ ἀποκοιμηθεῖ ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ εἶναι διαπαντὸς ἀπλήγωτος. Ἀλλὰ εἶναι ἀνάγκη νὰ γίνει ἕνα ἀπὸ τὰ δύο: ἢ νὰ πέσει καὶ νὰ χαθεῖ ἀφοῦ γυμνωθεῖ ἀπὸ τὶς ἀρετές, ἢ νὰ στέκεται πάντοτε μὲ τὸ νοῦ τοῦ ὁπλισμένο. Γιατί καὶ ὁ ἐχθρὸς διάβολος πάντοτε στέκεται ὁπλισμένος, μαζὶ μὲ ὅλη τὴν παράταξή του.

97. Ἀπὸ τὴ συνεχῆ μνήμη καὶ ἐπίκληση τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἂν δὲν ἀμελοῦμε τὴν ἀδιάκοπη νοερὴ δέησή μας πρὸς Αὐτὸν καὶ τὴν ἀδιάσπαστη νήψη καὶ τὴν ἐργασία τῆς προσοχῆς, δημιουργεῖται στὸ νοῦ μᾶς μία θεία κατάσταση. Ἑπομένως ἂς ἔχομε πραγματικό μας ἔργο ποὺ θὰ ἐκτελοῦμε πάντοτε καὶ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο τὴν ἐπίκληση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας, κράζοντας πρὸς Αὐτὸν μὲ πυρπολημένη καρδιὰ ὥστε νὰ γίνομε μέτοχοί του ἁγίου ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ συνεχὴς ἐργασία καὶ στὴν ἀρετὴ καὶ στὴν κακία εἶναι μητέρα τῆς συνήθειας. Καὶ αὐτὴ εἶναι δεύτερη φύση. Ὅταν φτάσει ὁ νοῦς σὲ τέτοια κατάσταση, τότε ζητάει τοὺς ἐχθροὺς δαίμονες, ὅπως τὸ λαγωνικὸ ζητάει τὸ λαγὸ μέσα στὶς λόχμες. καὶ αὐτὸ ζητάει τὸν λαγὸ γιὰ νὰ τὸν φάει, ἐνῶ ὁ ἀγωνιστὴς νοῦς τὸν ἐχθρὸ γιὰ νὰ τὸν ἀφανίσει.

98. Ὅταν λοιπὸν συμβαίνει νὰ πληθύνονται στὸ νοῦ μας οἱ πονηροὶ λογισμοί, νὰ βάζομε ἀνάμεσά τους τὴν ἐπίκληση τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἀμέσως θὰ τοὺς δοῦμε νὰ διαλύονται σὰν καπνὸς στὸν ἀέρα, ὅπως μᾶς δίδαξε ἡ πείρα. Καὶ τότε ἀφοῦ μείνει μόνος του ὁ νοῦς, χωρὶς τοὺς πονηροὺς λογισμούς, ἂς ἀρχίζομε πάλι τὴ συνεχῆ προσοχὴ καὶ ἐπίκληση. Καὶ ὅσες φορὲς τὸ πάθομε αὐτὸ ἀπὸ πειρασμό, ἔτσι νὰ κάνομε.

99. Ὅπως δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ μπεῖ κανεὶς στὸν πόλεμο μὲ γυμνό, ἄοπλο σῶμα, ἢ νὰ κολυμπήσει σὲ μεγάλο πέλαγος μὲ τὰ ροῦχα του, ἢ νὰ ζήσει χωρὶς νὰ ἀναπνέει, ἔτσι εἶναι ἀδύνατο χωρὶς ταπείνωση καὶ συνεχῆ δέηση πρὸς τὸν Χριστό, νὰ μάθει κανεὶς τὸ νοητὸ καὶ κρυφὸ πόλεμο καὶ νὰ καταδιώκει καὶ νὰ χτυπᾶ μὲ τέχνη τὸ νοητὸ ἐχθρό.

100. Ὁ μέγας κατὰ τὴν πρακτικὴ ἀρετὴ Δαβὶδ λέει πρὸς τὸν Κύριο: «Τὸ κράτος μου πρὸς σὲ φυλάξω». Ὥστε τὸ νὰ φυλαχθεῖ μέσα μας τὸ «κράτος», δήλ. ἡ δύναμη τῆς καρδιακῆς καὶ νοερὴς ἡσυχίας, ἀπὸ τὴν ὁποία γεννιοῦνται ὅλες οἱ ἀρετές, αὐτὸ ἐπέρχεται σ’ ἐμᾶς μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος ἔδωσε τὶς ἐντολὲς καὶ διώχνει ἀπὸ μᾶς τὴν σιχαμερὴ λήθη ὅταν συνεχῶς τὸν καλοῦμε νὰ μᾶς βοηθήσει, καὶ ἡ ὁποία (λήθη) φθείρει ὑπερβολικὰ τὴν καρδιακὴ ἡσυχία, ὅπως τὸ νερὸ σβήνει τὴ φωτιά. Γι’ αὐτό, μοναχέ, μὴν κοιμᾶσαι ἀπὸ ἀμέλεια τὸν ὕπνο τοῦ θανάτου, ἀλλὰ μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ μαστίγωνε τοὺς ἐχθρούς. καί, ὅπως κάποιος σοφὸς ἔχει πεῖ, τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ ἂς ἑνωθεῖ μὲ τὴν πνοή σου καὶ τότε θὰ μάθεις τὴν ὠφέλεια τῆς ἡσυχίας.

101. Ὅταν ἀξιωθοῦμε οἱ ἀνάξιοι νὰ κοινωνήσομε τὰ θεία καὶ ἄχραντα μυστήρια τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ μας καὶ Βασιλιά, τὰ φοβερὰ καὶ φρικτά, ἂς ἐπιδείξομε τότε περισσότερο τὴ νήψη καὶ τὴ φύλαξη τοῦ νοῦ καὶ τὴν ἀκρίβεια, γιὰ νὰ καταφλέξει τὶς ἁμαρτίες μας καὶ τὶς μικρὲς καὶ μεγάλες ἀκαθαρσίες μας τὸ θεϊκὸ πῦρ, δηλαδὴ τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γιατί ὅταν αὐτὸ μπαίνει μέσα μας, εὐθὺς διώχνει τὰ πονηρὰ πνεύματα ἀπὸ τὴν καρδιά μας καὶ συγχωρεῖ τὶς ἁμαρτίες ποὺ κάναμε πρωτύτερα. καὶ ἀφήνεται ὁ νοῦς τότε χωρὶς τὴν ἐνόχληση τῶν πονηρῶν λογισμῶν. Καὶ ἂν στὴν συνέχεια φυλάξομε μὲ ἀκρίβεια τὸ νοῦ μας καὶ φρουρήσομε τὴν καρδιά μας, ὅταν ἀξιωθοῦμε πάλι νὰ κοινωνήσομε, τότε ἀκόμη περισσότερο τὸ θεῖο Σῶμα καταλάμπει τὸ νοῦ καὶ τὸν κάνει ὅμοιο μὲ ἀστέρι.

102. Ἡ λήθη ἔχει τὴν ἰδιότητα νὰ σβήνει τὴ φύλαξη τοῦ νοῦ ὅπως τὸ νερὸ σβήνει τὴ φωτιά. Ἡ ἀδιάκοπη εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἡ ἀδιάσπαστη νήψη ἐξαφανίζει τελείως τὴ λήθη ἀπὸ τὴν καρδιά. Γιατί ἡ εὐχὴ ἔχει ἀνάγκη τῆς νήψεως ὅπως τὸ λυχνάρι γιὰ νὰ φωτίσει ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ φυτίλι.

103. Πρέπει νὰ κοπιάζομε γιὰ νὰ φυλάξομε τὰ πολύτιμα. Καὶ πολύτιμα πράγματι εἶναι ἐκεῖνα ποὺ μᾶς προφυλάγουν ἀπὸ κάθε αἰσθητὴ καὶ νοητὴ κακία. κι αὐτὰ εἶναι ἡ φύλαξη τοῦ νοῦ καὶ ἡ ἐπίκληση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸ νὰ βλέπομε πάντοτε στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς καὶ νὰ ἠσυχάζομαι ἀκατάπαυστα στὴ διάνοια - γιὰ νὰ πῶ ἔτσι - ἀκόμα καὶ ἀπὸ ἐκείνους τοὺς λογισμοὺς ποὺ μᾶς φαίνονται ὅτι εἶναι καλοί, καὶ νὰ φροντίζομε νὰ βρισκόμαστε ἄδειοι ἀπὸ λογισμούς. ἔτσι δὲν θὰ μπαίνουν στὴν διάνοιά μας ἀπαρατήρητοι οἱ κλέφτες δαίμονες. Ἂν καὶ κοπιάζομε ὅταν παραμένομε στὸ ἔργο αὐτὸ τῆς καρδιᾶς, ὅμως κοντὰ εἶναι ἡ παρηγοριά.

104. Ἐκ φύσεως ἡ καρδιά, ὅταν φυλάγεται ἀδιάκοπα καὶ δὲν τῆς ἐπιτρέπεται νὰ δέχεται τὶς μορφὲς καὶ τὶς εἰκόνες καὶ τὶς φαντασίες τῶν σκοτεινῶν καὶ πονηρῶν πνευμάτων, γεννᾶ ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ τῆς λογισμοὺς ποὺ φεγγοβολοῦν. Ὅπως τὸ κάρβουνο γεννᾶ φλόγα, ἔτσι πολὺ περισσότερο ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος κατοικεῖ μέσα στὴν καρδιὰ μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα, ἂν βρίσκει τὸν ἀέρα τῆς διάνοιάς μας καθαρὸ ἀπὸ τοὺς ἀνέμους τῆς πονηρίας καὶ φρουρούμενο ἀπὸ τὴν τήρηση τοῦ νοῦ, ἀνάβει τὴν διάνοιά μας γιὰ νὰ δοθεῖ σὲ θεωρίες, ὅπως ἡ φλόγα τὸ κερί.

105. Πρέπει πάντοτε νὰ στρέφομε μέσα στὸ χῶρο τῆς καρδιᾶς μας τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἡ ἀστραπὴ στρέφεται στὸ στερέωμα, ὅταν πρόκειται νὰ πέσει ἡ βροχή. Αὐτὸ τὸ γνωρίζουν ἀκριβῶς ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν πείρα τοῦ νοῦ καὶ τοῦ ἐσωτερικοῦ πολέμου. Ἔτσι θὰ διευθύνομε μὲ τάξη στρατηγικὴ τὸν νοητὸ αὐτὸ πόλεμο: Πρῶτα, προσοχή. κατόπιν, ὅταν δοῦμε ὅτι ἦρθε ὁ ἐχθρὸς λογισμὸς στὴν καρδιά μας, νὰ τὸν χτυπήσομε ὀργισμένοι μὲ λόγια κατάρας. Τρίτον, ἀμέσως νὰ προσευχηθοῦμε ἐναντίον του, συγκεντρώνοντας τὴν καρδιὰ μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ γιὰ νὰ καταπέσει ἀμέσως ἡ δαιμονικὴ φανταστικὴ εἰκόνα, ὥστε νὰ μὴν ἀκολουθήσει ὁ νοῦς τὴν φαντασία, σὰν νήπιο ποὺ πλανιέται ἀπὸ κάποιον ψευδοθαυματοποιό.

106. Ἂς κοπιάσομε σὰν τὸν Δαβίδ, κράζοντας τὸ "Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ". Ἂς βραχνιάσει ὁ λάρυγγάς μας καὶ ἂς μὴν κουράζονται τὰ μάτια τοῦ νοῦ μας ἀπὸ τὸ νὰ ἐλπίζομε στὸν Κύριο τὸ Θεό μας.

107. Ἂς θυμόμαστε πάντοτε τὴν παραβολὴ τοῦ ἄδικου κριτῆ, ποὺ εἶπε ὁ Κύριος γιὰ νὰ διδάξει ὅτι πρέπει νὰ προσευχόμαστε πάντοτε καὶ νὰ μὴν ἀποθαρρυνόμαστε, καὶ θὰ βροῦμε τὸ κέρδος καὶ τὴν προστασία ἀπὸ τοὺς πονηροὺς δαίμονες.

108. Ὅπως ἐκεῖνος ποὺ ἀτενίζει πρὸς τὸν ἥλιο, εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴν φωτίζεται πλουσιοπάροχα τὸ πρόσωπό του, ἔτσι κι ἐκεῖνος ποὺ σκύβει μέσα στὸν ἄερα τῆς καρδιᾶς, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ μὴν φωτίζεται.

109. Ὅπως εἶναι ἀδύνατο νὰ ζήσει κανεὶς στὴ ζωὴ αὐτὴ χωρὶς νὰ τρώει καὶ νὰ πίνει, ἔτσι εἶναι ἀδύνατο, χωρὶς φύλαξη τοῦ νοῦ καὶ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, δηλαδὴ χωρὶς ἐκεῖνο ποὺ λέγεται νήψη, νὰ φτάσει ἡ ψυχὴ σὲ κάτι πνευματικὸ καὶ ἀρεστὸ στὸ Θεό, ἢ νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὴν κατὰ διάνοια ἁμαρτία, ἀκόμη καὶ ἂν βιάζει κανεὶς τὸν ἑαυτό του νὰ μὴν ἁμαρτάνει ἀπὸ τὸν φόβο τῶν κολάσεων.

110. Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἀπέχουν μὲ κάποια βία ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, εἶναι μακάριοι ἐνώπιόν του Θεοῦ, τῶν Ἀγγέλων καὶ τῶν ἀνθρώπων, γιατί λογαριάζονται ὡς "βιαστὲς" τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.

111. Ἡ θαυμαστὴ ὠφέλεια τοῦ νοῦ ἀπὸ τὴν ἡσυχία εἶναι ὅτι ὅλα τὰ ἁμαρτήματα, τὰ ὁποῖα πρωτύτερα χτυποῦσαν τὴν πόρτα τοῦ νοῦ μόνο μὲ λογισμούς, ὥστε ἂν γίνονταν δεκτοὶ αὐτοὶ ἀπὸ τὴν διάνοια, νὰ γίνουν αἰσθητὰ καὶ χοντρὰ ἁμαρτήματα, ὅλα αὐτὰ τὰ κόβει ἡ διανοητικὴ καὶ νηπτικὴ ἀρετή, γιατί τὰ ἐμποδίζει νὰ μποῦν στὸν ἐσωτερικό μας ἄνθρωπο καὶ νὰ γίνουν ἔργα πονηρά. καὶ αὐτό, μὲ τὴν δύναμη καὶ τὴ βοήθεια τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ.

112. Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι εἰκόνα τῆς ἐξωτερικῆς καὶ αἰσθητὴς σωματικῆς ἀσκήσεως. Τὸ Ἅγιο Εὐαγγέλιο, ἡ Καινὴ Διαθήκη, εἶναι εἰκόνα τῆς προσοχῆς, δηλαδὴ τῆς καθαρότητας τῆς καρδιᾶς. Ἡ Παλαιὰ δὲν τελειοποιοῦσε οὔτε ὁλοκλήρωνε τὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο στὴ θεοσέβεια, -ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος: "Κανένα δὲν τελειοποίησε ὁ Νόμος"- ἀλλὰ ἐμπόδιζε μόνο τὰ χοντρὰ ἁμαρτήματα, Γιατί ἀπὸ τὸ νὰ ἐμποδίσει νὰ βγάζει κάποιος τὸ μάτι καὶ τὸ δόντι τοῦ πλησίον, ἀκόμη καὶ τὸ νὰ κόβει κανεὶς τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς καὶ τὶς πονηρὲς ἐνθυμήσεις ἀπὸ τὴν καρδιὰ - ποὺ εἶναι διάταξη τοῦ Εὐαγγελίου- εἶναι ἀνώτερο καὶ συντελεῖ περισσότερο στὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς. Ἔτσι καὶ τὰ σχετικὰ μὲ τὴν σωματικὴ ἀρετὴ καὶ ἄσκηση, ἐννοῶ τὴ νηστεία, τὴν ἐγκράτεια, τὴ χαμαικοιτία. τὴν ὀρθοστασία, τὴν ἀγρυπνία καὶ τὰ λοιπὰ ποὺ ἀναφέρονται στὸ σῶμα καὶ κάνουν νὰ ἡσυχάζει τὸ παθητικὸ μέρος τοῦ σώματος ἀπὸ τὴν ἔμπρακτη ἁμαρτία, ὅπως εἶπα καὶ γιὰ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, εἶναι καλὰ καὶ αὐτά. Γιατί ὅλα αὐτὰ εἶναι παιδαγωγία τοῦ ἐξωτερικοῦ ἀνθρώπου καὶ φρούρηση τῶν παθῶν ποὺ ἐνεργοῦνται σωματικά, ἀλλὰ καὶ τὰ κατὰ διάνοια ἁμαρτήματα φρουροῦν, δηλαδὴ ἐμποδίζουν, ὅπως γιὰ παράδειγμα μποροῦν νὰ μᾶς ἀπαλλάξουν μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὸ φθόνο, τὴν ὀργὴ καὶ τὰ λοιπά.

113. Ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, δηλαδὴ ἡ φύλαξη καὶ τήρηση τοῦ νοῦ, τύπος τῆς ὁποίας εἶναι ἡ Καινὴ Διαθήκη, ἂν τὴν φυλάγομε ὅπως πρέπει, ξεριζώνει καὶ κόβει ὅλα τὰ πάθη καὶ ὅλα τὰ κακὰ ἀπὸ τὴν καρδιά, καὶ εἰσάγει χαρά, καλὴ ἐλπίδα, κατάνυξη, πένθος, δάκρυα, ἀκριβῆ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ τῶν ἁμαρτιῶν μας, μνήμη θανάτου, ταπείνωση ἀληθινή, ἀγάπη ἄπειρη πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἐγκάρδιο θεῖο ἔρωτα.

114. Ὅπως δὲν εἶναι δυνατό, ἐκεῖνος ποὺ βαδίζει, νὰ μὴν κόβει τὸν ἀέρα γιὰ νὰ περπατήσει, ἔτσι εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴν πολεμεῖται ἀκατάπαυστα ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τοὺς δαίμονες ἢ νὰ ἐπηρεάζεται κρυφὰ ἀπὸ αὐτούς, καὶ ἂν ἀκόμη ἔχει μεγάλη σωματικὴ ἄσκηση.

115. Ἂν θέλεις ὄχι μόνο νὰ νομίζεσαι μοναχὸς ἐνάρετος καὶ ἐπιεικὴς καὶ ἑνωμένος πάντοτε μὲ τὸ Θεό, ἀλλὰ καὶ νὰ εἶσαι στὴν πραγματικότητα τέτοιος, τότε νὰ ἐξασκεῖς μὲ ὅλη σου τὴν δύναμη τὴν ἀρετὴ τῆς νοερῆς προσοχῆς, ἡ ὁποία εἶναι φύλαξη καὶ τήρηση τοῦ νοῦ καὶ τέλεια καρδιακὴ γλυκειὰ ἡσυχία, μία ψυχικὴ κατάσταση μακάρια καὶ χωρὶς φαντασία ποὺ δὲν βρίσκεται σὲ πολλούς.

116. Αὐτὴ λέγεται νοητὴ φιλοσοφία. Βάδιζε τὴν μὲ μεγάλη νήψη καὶ θερμὴ προθυμία μαζὶ μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ, μὲ ταπείνωση καὶ ἀδιάκοπη δέηση καὶ μὲ σιωπὴ τῶν αἰσθητῶν καὶ νοητῶν χειλέων, μὲ ἐγκράτεια φαγητῶν καὶ ποτῶν καὶ κάθε ἁμαρτωλοῦ πράγματος. Βάδιζε τὴν πάνω στὸ δρόμο τῆς διάνοιας μὲ συναίσθηση καὶ μὲ φρόνηση. Καὶ αὐτὴ θὰ σὲ διδάξει, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖνα ποὺ δὲν τὰ γνώριζες καὶ θὰ σοὺ φανερώσει καὶ θὰ σὲ φωτίσει καὶ θὰ σὲ συνετίσει καὶ θὰ σὲ μάθει πράγματα, τὰ ὁποῖα πρωτύτερα ἦταν ἀδύνατο νὰ τὰ βάλεις στὸ νοῦ σου, καθὼς περπατοῦσες μέσα στὸ σκοτάδι τῶν παθῶν καὶ τῶν σκοτεινῶν ἔργων καὶ ἤσουν σκεπασμένος ἀπὸ τὴν λήθη καὶ τὴν ἄβυσσο τῆς συγχύσεως.

117. Ὅπως οἱ κοιλάδες παράγουν ἄφθονο σιτάρι, ἔτσι καὶ ἡ νοητὴ αὐτὴ ἐργασία γεμίζει τὴν καρδιὰ μὲ ὅλα τὰ ἀγαθά. Ἢ μᾶλλον θὰ σοὺ τὰ δώσει ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ποὺ χωρὶς τὴν βοήθειά Του δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε τίποτα. Καὶ πρῶτα θὰ βρεῖς τὴ νοητὴ αὐτὴ ἐργασία ὡς σκάλα. Ἔπειτα ὡς βιβλίο ποὺ διαβάζεται. Κατόπιν, ὅταν προκόψεις σ' αὐτήν, θὰ τὴν βρεῖς ὡς ἐπουράνια πόλη Ἱερουσαλήμ, καὶ τὸν βασιλιὰ Χριστὸ τῶν δυνάμεων τοῦ Ἰσραὴλ θὰ τὸν δεῖς καθαρὰ μὲ τὸν νοῦ μαζὶ μὲ τὸν Ὁμοούσιο Πατέρα Του καὶ τὸ προσκυνητὸ Ἅγιο Πνεῦμα.

118. Μὲ μία ψεύτικη φαντασία πάντοτε οἱ δαίμονες μᾶς ὁδηγοῦν στὸ νὰ ἁμαρτάνομε. Μὲ μία φαντασία σχετικὴ μὲ τὴν φιλαργυρία καὶ τὸ κέρδος ὁδήγησαν τὸν ἄθλιο Ἰούδα νὰ παραδώσει τὸν Κύριο καὶ Θεὸ τῶν ὅλων. Καὶ μὲ τὸ ψεῦδος μίας τιποτένιας ἀναπαύσεως καὶ τιμῆς καὶ κέρδους καὶ δόξας τὸν ὁδήγησαν στὴν ἀγχόνη καὶ τοῦ προξένησαν αἰώνιο θάνατο, ἀνταμείβοντας τὸν οἱ ἄθλιοιμε τὰ ἀντίθετα ἀπ' ὅσα τοῦ εἶχαν παρουσιάσει μὲ τὴν ψεύτικη φαντασία τους, ἐννοῶ τὴν προσβολὴ τῶν πονηρῶν λογισμῶν.

119. Κοίταξε, πῶς μὲ φαντασία καὶ ψεῦδος καὶ κούφιες ὑποσχέσεις μᾶς κατανικοῦν οἱ ἐχθροί της σωτηρίας μας. Καὶ αὐτὸς ὁ σατανᾶς μὲ τὸν ἴδιο τρόπο κατακρημνίσθηκε ἀπὸ τὸ οὐράνιο ὕψος ὡς ἀστραπή, ἐπειδὴ ἔβαλε στὴ φαντασία του νὰ γίνει ἴσος μὲ τὸν Θεό. Καὶ τὸν Ἀδὰμ τὸν χώρισε ὁ σατανᾶς ἀπὸ τὸ Θεό, παρουσιάζοντάς του τὴ φαντασία ὅτι θὰ γινόταν ἴσος μὲ τὸν Θεό. Καὶ ἔτσι συνηθίζει νὰ ἐξαπατᾶ ὅλους ὅσοι ἁμαρτάνουν ὁ ψεύτης καὶ δόλιος ἐχθρός.

120. Πικραίνεται ἡ καρδιά μας ἀπὸ τὸ δηλητήριο καὶ τοὺς πονηροὺς λογισμούς, ὅταν ἀπὸ τὴν ἀμέλειά μας καὶ τὴ λήθη μᾶς ἀπομακρυνόμαστε πολὺ ἀπὸ τὴν προσοχὴ καὶ τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ. γλυκαινόμαστε ὅμως πάλι μὲ τὴν αἴσθηση μίας γλυκύτητας ἢ μίας μακάριας ἀγαλλιάσεως, ὅταν ὅσα ἀναφέραμε πιὸ πάνω τὰ ἐκτελοῦμε σταθερὰ καὶ πρόθυμα μέσα στὸ ἐργαστήριο τῆς διάνοιάς μας, μ' ἐπιμέλεια καὶ μὲ θεῖο ἔρωτα. Τότε, προθυμοποιούμαστε νὰ βαδίζομε τὸ δρόμο τῆς καρδιακῆς ἡσυχίας ὄχι γιὰ ἄλλο τίποτε, ἀλλὰ γιὰ χάρη τῆς γλυκιᾶς ἡδονῆς καὶ εὐχαριστήσεως ποὺ ἔρχεται ἀπὸ αὐτὴν στὴν ψυχή.

121. Ἐπιστήμη τῶν ἐπιστημῶν καὶ τέχνη τῶν τεχνῶν εἶναι ἡ ἀντιμετώπιση τῶν κακούργων καὶ πονηρῶν λογισμῶν. Ἄριστος τρόπος λοιπὸν καὶ τέχνη ἀντιμετωπίσεώς τους εἶναι τὸ νὰ βλέπομε τὴν φαντασία μὲ τὴν ὁποία γίνεται ἡ προσβολή, βοηθημένοι ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Κυρίου, καὶ νὰ φυλάγομε τὸ νοῦ μας ὅπως προφυλάγομε τὸ μάτι μας καὶ μ' αὐτὸ παρακολουθοῦμε ἄγρυπνα ὅποιον τύχει νὰ ἔρχεται νὰ μᾶς τὸ χτυπήσει, καὶ μὲ ὅλη μας τὴ δύναμη ἐμποδίζομε νὰ μπεῖ σ' αὐτὸ ἡ παραμικρὴ ἀγκίδα.

122. Δὲν μπορεῖ νὰ γεννήσει τὸ χιόνι φλόγα ἢ τὸ νερὸ φωτιά, οὔτε ὁ θάμνος σύκα. Ἔτσι δὲν μπορεῖ νὰ ἐλευθερωθεῖ ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ δαιμονικοὺς λογισμοὺς καὶ λόγια καὶ ἔργα, ἂν δὲν καθαρίσει τὸ ἐσωτερικό της καὶ δὲ φυλάξει τὴ νήψη ἑνωμένη μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ καὶ δὲν κατορθώσει τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ψυχικὴ ἡσυχία καὶ δὲ σπεύδει νὰ βαδίζει ἔτσι μὲ μεγάλη προθυμία. Ἡ ἀπρόσεκτη ὅμως ψυχὴ ἀναγκαστικὰ θὰ γίνει στεῖρα ἀπὸ κάθε ἀγαθὸ καὶ τέλειο νόημα, σὰν ἄκαρπο μουλάρι, χωρὶς σύνεση καὶ πνευματικὴ φρόνηση. Ἡ πραγματικὴ εἰρήνη τῆς ψυχῆς εἶναι τὸ γλυκὸ πράγμα καὶ ὄνομα Ἰησοῦς καὶ τὸ ἄδειασμα ἀπὸ ἐμπαθεῖς σκέψεις.

123. Ὅταν συμφωνήσει ἡ ψυχὴ μὲ τὶς ἐπιθυμίες τοῦ σώματος, τότε κτίζουν μαζὶ μία πόλη κενοδοξίας καὶ ἕναν πύργο ὑπερηφάνειας καὶ βάζουν ὡς κατοίκους τοὺς ἀσεβεῖς λογισμούς, Ὁ Κύριος μὲ τὸν φόβο τῆς κολάσεως συγχέει καὶ διασπᾶ αὐτὴ τὴ συμφωνία, ἀναγκάζοντας τὴν κυρίαρχη ψυχὴ νὰ μιλᾶ καὶ νὰ φρονεῖ διαφορετικὰ καὶ ἀντίθετα ἀπὸ τὸ σῶμα. Ἀπὸ τὸ φόβο τῆς κολάσεως ἐπέρχεται ὁ διαμερισμὸς αὐτός, ἐπειδὴ τὸ σαρκικὸ φρόνημα εἶναι ἔχθρα τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ὑποτάσσεται στὸ νόμο τοῦ Θεοῦ.

124. Τὰ καθημερινά μας ἔργα, πρέπει νὰ τὰ ζυγίζομε κάθε στιγμὴ καὶ νὰ τὰ προσέχομε, καὶ τὸ βράδυ νὰ τὰ ἐλαφρώνομε ὅσο μποροῦμε περισσότερο μὲ τὴ μετάνοια, ἂν θέλομε, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Χριστοῦ, νὰ νικήσομε τὴν κακία. Καὶ πρέπει νὰ παρατηροῦμε προσεκτικά, ἂν ἐκτελοῦμε ὅλα τὰ αἰσθητὰ καὶ φανερὰ ἔργα μᾶς σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐνώπιόν του Θεοῦ καὶ μόνο γιὰ τὸ Θεό, γιὰ νὰ μὴν παρασυρόμαστε παράλογα ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις μας.

125. Ἄν, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, κάθε ἡμέρα κερδίζομε ἀπὸ τὴ νήψη μας, δὲν πρέπει νὰ συμπεριφερόμαστε μὲ ἀδιαφορία καὶ νὰ ζημιωνόμαστε μὲ πολλὲς ἐπιβλαβεῖς συνομιλίες. ἀλλὰ μᾶλλον πρέπει νὰ καταφρονοῦμε τὰ μάταια γιὰ τὸ ἀξιαγάπητο καὶ γλυκὸ κέρδος τῆς ἀρετῆς αὐτῆς καὶ τὴν ὀμορφιά της.

126. Δίκαια καὶ κατὰ φύση, ὅπως τὰ δημιούργησε ὁ Θεός, ὀφείλουμε νὰ κινοῦμε τὰ τρία μέρη τῆς ψυχῆς. Τὸ θυμικὸ ἐναντίον τοῦ ἐξωτερικοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ τοῦ σατανᾶ γιατί λέει: "Νὰ ὀργίζεστε κατὰ τῆς ἁμαρτίας, δηλαδὴ νὰ ὀργίζεστε ἐναντίον σας καὶ ἐναντίον τοῦ διαβόλου, γιὰ νὰ μὴν ἁμαρτάνετε στὸ Θεό". Τὸ ἐπιθυμητικὸ νὰ τὸ στρέφομε πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τὴν ἀρετή. Τὸ λογιστικὸ νὰ τὸ βάλομε ἐπικεφαλῆς τῶν δύο ἄλλων μὲ σοφία καὶ ἐπιτηδειότητα, ὥστε νὰ δίνει σ' αὐτὰ διαταγές, νὰ τὰ συμβουλεύει, νὰ τὰ τιμωρεῖ καὶ νὰ τὰ ἐξουσιάζει, ὅπως ὁ βασιλιὰς τοὺς δούλους. καὶ τότε αὐτὰ θὰ τὰ κυβερνᾶ τὸ λογικό μας σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἂν καὶ τὰ πάθη ἐπαναστατοῦν ἐναντίον τοῦ λογικοῦ. Καὶ νὰ βάλομε ἐπιστάτη πάνω στὰ πάθη τὸ λογικὸ νὰ τὰ ἡγεμονεύει. Γιατί λέει ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος: "Ἂν τὸ λογικὸ κάποιου δὲ σφάλλει, αὐτὸς εἶναι τέλειος , καὶ ἔχει τὴ δύναμη νὰ χαλιναγωγήσει καὶ ὅλο τὸ σῶμα". Ἐπειδή, γιὰ νὰ ποῦμε τὴν ἀλήθεια, κάθε ἀνομία καὶ ἁμαρτία μὲ τὰ τρία αὐτὰ μέρη τῆς ψυχῆς ἐπιτελεῖται, ὅπως καὶ κάθε ἀρετὴ καὶ δικαιοσύνη πάλι ἀπὸ αὐτὰ τὰ τρία γίνεται.

127. Τότε ὁ νοῦς σκοτίζεται καὶ μένει ἄκαρπος, ὅταν ἢ διατυπώσει λόγους κοσμικούς, ἢ τοὺς δεχτεῖ στὴ διάνοιά του καὶ τοὺς συζητήσει, ἢ ἀσχοληθεῖ μάταια μὲ πράγματα αἰσθητὰ μὲ τὸ σῶμα καὶ μὲ τὸ νοῦ, ἢ παραδώσει τὸν ἑαυτό του σὲ ματαιότητες. Ἀμέσως τότε χάνει τὴ θέρμη καὶ τὴν κατάνυξη καὶ τὴν παρρησία πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τὴ θεία γνώση. Ἐπειδὴ ὅσο προσέχομε στὸ νοῦ, φωτιζόμαστε. καὶ ὅσο δὲν προσέχομε, σκοτιζόμαστε.

128. Ἐκεῖνος ποὺ κάθε μέρα ἐπιδιώκει καὶ ζητεῖ τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἡσυχία τοῦ νοῦ, αὐτὸς εὔκολα θὰ καταφρονήσει κάθε αἰσθητὸ πράγμα, γιὰ νὰ μὴ κοπιάζει μάταια. Ὅποιος ὅμως ξεγελάει τὴ συνείδησή του, θὰ κοιμηθεῖ πικρὰ τὸν θάνατο τῆς λήθης, τὸ ὁποῖο ὁ Δαβὶδ παρακαλεῖ νὰ μὴν πάθει. Λέει καὶ ὁ Ἀπόστολος: "Ὅποιος ξέρει τὸ καλὸ καὶ δὲν τὸ κάνει, ἔχει ἁμαρτία".

129. Ὁ νοῦς ἐπιστρέφει στὴν τάξη του καὶ στὴν νήψη, ἀπὸ ὅπου εἶχε ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ ἀμέλεια, ἂν τὸν ἐπιμεληθοῦμε καὶ ἂν μὲ θερμὴ προθυμία τὸν ἐπαναφέρομε στὴν πρακτικὴ ἐργασία τῆς νήψεως.

130. Ὁ ὄνος ποὺ γυρίζει τὸ μύλο, δὲν μπορεῖ νὰ βγεῖ παραπέρα ἀπὸ τὸν κύκλο τοῦ μύλου, ὅπου εἶναι δεμένος. Οὔτε ὁ νοῦς μπορεῖ νὰ προχωρήσει στὴν ἀρετὴ ποὺ φέρνει στὴν τελειότητα, ἂν δὲν τακτοποιήσει τὸ ἐσωτερικό του. Γιατί εἶναι τυφλὸς στὰ ἐσωτερικά του μάτια καὶ δὲν μπορεῖ νὰ βλέπει τὴν ἀρετὴ καὶ τὸν Ἰησοῦ ποὺ ἀκτινοβολεῖ.

131. Ἕνα ζωηρὸ καὶ ὑπερήφανο ἄλογο ὁρμᾶ χαρούμενο ὅταν δεχτεῖ ἀναβάτη στὴ ράχη του. Καὶ ἕνας δεκτικὸς νοῦς τέρπεται, ὅταν δεχτεῖ τὸ φῶς τοῦ Κυρίου καὶ εἰσέλθει σ' αὐτό, ἀφοῦ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὰ νοήματά του. Θὰ βαδίσει ἀπὸ τὴ δύναμη τῆς πρακτικῆς φιλοσοφίας τοῦ νοῦ, μὲ ἄρνηση τοῦ ἴδιου του ἑαυτοῦ του, σὲ ἄρρητη δύναμη ποὺ θεωρεῖ τὰ ἄρρητα καὶ τὶς ἀρετές. Καὶ ἀφοῦ δεχτεῖ τὸ βάθος τῶν θείων καὶ ὑψηλῶν ἐννοιῶν τοῦ ἀπείρου, θὰ φανερωθεῖ σ' αὐτόν, ὅσο εἶναι δυνατὸ στὴν καρδιά, ὁ Θεὸς τῶν θεῶν. Ὁ νοῦς ἀπὸ ἔκπληξη δοξάζει μὲ ἀγάπη τὸ Θεὸ ποὺ βλέπεται καὶ βλέπει, καὶ ποὺ τόσο γιὰ τὸ ἕνα ὅσο καὶ γιὰ τὸ ἄλλο σώζει ἐκεῖνον ποὺ στρέφει τὸ βλέμμα τοῦ σ' Αὐτόν.

132. Ἡ καρδιακὴ ἡσυχία, ὅταν πραγματοποιεῖται, θὰ δεῖ μὲ μυστικὴ γνώση τὸν ὑψηλὸ βυθό. καὶ θ' ἀκούσει ἐξαίρετα πράγματα ἀπὸ τὸ Θεὸ τὸ αὐτὶ τοῦ νοῦ ποὺ ἡσυχάζει.

133. Ὁ ὁδοιπόρος ποὺ πρόκειται νὰ περάσει μακρὺ καὶ δύσβατο καὶ δύσκολο δρόμο καὶ φοβᾶται νὰ μὴν παραπλανηθεῖ στὴν ἐπιστροφή, βάζει σημάδια στὸ δρόμο γιὰ νὰ ὁδηγεῖται καὶ νὰ ἐπιστρέψει εὔκολα. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ βαδίζει μὲ νήψη καὶ προσευχή, βάζει γιὰ σημάδια λόγους, ἐπειδὴ φοβᾶται κι αὐτὸς νὰ μὴν πλανηθεῖ στὸν δρόμο.

134. Στὸν ὁδοιπόρο, τὸ νὰ γυρίσει πίσω ἐκεῖ ποὺ ξεκίνησε, γίνεται πρόξενο χαρᾶς. Γιὰ τὸν ἀγωνιστὴ ὅμως, τὸ νὰ γυρίσει πίσω, εἶναι καταστροφὴ ψυχῆς καὶ σημάδι ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τὰ ἔργα, τοὺς λόγους καὶ τὶς σκέψεις ποὺ ἀρέσουν στὸ Θεό. Καὶ στὸν καιρὸ τοῦ θανατηφόρου ὕπνου τῆς ψυχῆς θὰ ἔχει τοὺς λογισμοὺς νὰ τὸν κεντοῦν καὶ νὰ τὸν ξυπνοῦν μὲ τὴν ὑπόμνηση τοῦ βαριοῦ ὕπνου καὶ τῆς ραθυμίας ποὺ τοῦ ἦρθε ἀπὸ τὴν ἀμέλειά του.

135. Ὅταν περιπέσομε σὲ θλίψη, σὲ ἀπόγνωση καὶ ἀπελπισία, τότε πρέπει νὰ κάνομε ὅ,τι ἔκανε καὶ ὁ Δαβίδ, δηλαδὴ νὰ ξεχύνομε τὴ δέησή μας μπροστὰ στὸ Θεὸ καὶ νὰ ἀναγγέλομε τὴ θλίψη μας στὸν Κύριο. Πρέπει νὰ ἐξομολογούμαστε στὸ Θεό, ἐπειδὴ μπορέι μὲ σοφία νὰ ρυθμίσει τὶς ὑποθέσεις μας καὶ νὰ ἐλαφρώσει τὴ θλίψη μας, ἂν μᾶς συμφέρει, καὶ νὰ μᾶς γλυτώσει ἀπὸ τὴν ὀλέθρια καὶ καταστρεπτικὴ λύπη.

136. Ὁ θυμὸς ποὺ στρέφεται παρὰ φύση ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων, ἡ λύπη ἡ ὄχι κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀκηδία, εἶναι ἐξίσου καταστρεπτικὰ τῶν καλῶν λογισμῶν καὶ τῶν λογισμῶν τῆς μυστικῆς γνώσεως. τὰ ὁποία διασκορπίζει ὁ Κύριος ὅταν τοῦ ἐξομολογούμαστε τὶς θλίψεις μας καὶ μᾶς ἐμπνέει χαρά.

137. Λογισμοὺς ποὺ ἔχουν στερεωθεῖ μέσα στὴν καρδιὰ μᾶς παρὰ τὴ θέλησή μας καὶ παραμένουν ἐκεῖ, ἔχει τὸ ἰδίωμα νὰ τοὺς ἐξαφανίζει ἡ εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ ὅταν τὴ λέμε μὲ νήψη ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας.

138. Ὅταν μᾶς θλίβουν πολλοὶ καὶ παράλογοι λογισμοί, θὰ βροῦμε ἀνακούφιση καὶ χαρὰ ὅταν μεμφθοῦμε καὶ κατηγορήσουμε τοὺς ἑαυτούς μας μὲ εἰλικρίνεια καὶ ἀβίαστα ἢ ὅταν τοὺς ἀναγγείλομε στὸν Κύριο, ὅπως ἀκριβῶς θὰ τοὺς λέγαμε σὲ ἄνθρωπο. Καὶ ὁπωσδήποτε μὲ τοὺς δύο αὐτοὺς τρόπους θὰ βροῦμε ἀνάπαυση σὲ κάθε περίπτωση.

139. Οἱ Πατέρες θεωροῦν τὸν Μωυσῆ εἰκόνα τοῦ νοῦ. Γιατί ὁ Μωυσῆς βλέπει τὸ Θεὸ στὴν βάτο, καὶ λάμπει τὸ πρόσωπό του, καὶ θεὸς Φαραὼ γίνεται ἀπὸ τὸ Θεὸ τῶν θεῶν. μαστιγώνει τὴν Αἴγυπτο καὶ ἐλευθερώνει τὸν Ἰσραὴλ καὶ νομοθετεῖ. Αὐτὰ ὅταν τὰ θεωρήσομε ἀλληγορικὰ καὶ πνευματικά, εἶναι ἐνέργειες καὶ πλεονεκτήματα τοῦ νοῦ.

140. Εἰκόνα τοῦ ἐξωτερικοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ Ἀαρῶν, ὁ ἀδελφός του νομοθέτη. Ἔτσι κι ἐμεῖς, ὅταν κατηγοροῦμε μὲ θυμὸ τὸν ἐξωτερικό μας ἄνθρωπο, ὅπως ὁ Μωυσῆς, ἔκανε στὸν Ἀαρῶν ὅταν αὐτὸς ἔσφαλλε, τοῦ λέμε: "Σὲ τί σὲ ἀδίκησε ὁ Ἰσραὴλ καὶ βιάστηκες νὰ τὸν ἀπομακρύνεις ἀπὸ τὸν ζῶντα Θεό, τὸν Παντοκράτορα Κύριο;".

(Συνεχίζεται...)