Κυριακή ΙΕ' Λουκά [του Ζακχαίου]
(Λουκ. 19, 1-10)
Η ιστορία του Ζακχαίου του αρχιτελώνη, που μας διηγήθηκε σήμερα ο Ευαγγελιστής Λουκάς, είναι από τις πλέον γνωστές αλλά και από τις πλέον χαρακτηριστικές του τρόπου με τον οποίο ο Χριστός, ως Θεάνθρωπος, αντιμετωπίζει τον άνθρωπο, με γνώμονα την σωτηρία και τη διόρθωσή του.
Έμαθε ο Ζακχαίος ότι ο Χριστός θα βρισκόταν στην Ιεριχώ και ήθελε να Τον δει. Ωστόσο, από τη μια το πλήθος που είχε μαζευτεί στο δρόμο και από την άλλη το ιδιαίτερα μικρό ύψος του, τον εμπόδιζαν να εκπληρώσει την επιθυμία του. Ανέβηκε τότε επάνω σε μια συκομωρέα, για να δει τον Διδάσκαλο που θα περνούσε από εκεί.
Όταν ο Ιησούς έφτασε στο σημείο εκείνο, ανασήκωσε το βλέμμα Του και του είπε: “Ζακχαίε, κατέβα γρήγορα, γιατί σήμερα θα μείνω στο σπίτι σου”. Όλοι δυσαρεστήθηκαν που ο Διδάσκαλος επρόκειτο να καταλύσει στο σπίτι ενός αμαρτωλού, όμως τότε ακριβώς ο Ζακχαίος εκφράζει και δημοσιοποιεί την αλλαγή που συντελέστηκε μέσα του: “ορίστε, Κύριε”, λέει, “δίνω τη μισή περιουσία μου στους φτωχούς, και όποιον τυχόν αδίκησα του το επιστρέφω στο τετραπλάσιο”.
Και ο Χριστός, απαντώντας τόσο στον συνομιλητή Του όσο και στους ανθρώπους που δυσανασχέτησαν, αποκρίνεται: “σήμερα πραγματοποιήθηκε σωτηρία σε τούτο το σπίτι, καθότι και αυτός είναι παιδί του Αβραάμ. Γιατί ο υιός του ανθρώπου ήλθε στη γη να αναζητήσει και να σώσει το χαμένο πρόβατο”.