Ἤμουν θλιμμένος μετὰ ἀπὸ πρόσφατο θάνατο προσφιλοῦς μου προσώπου. Σκεπτόμουν γιὰ μέρες τὸ θέαμα τοῦ ἐνταφιασμοῦ. Τὴν κάλυψη τοῦ νεκροῦ μὲ τὰ χώματα καὶ τὴν ἐπακόλουθη σήψη τοῦ σώματος. Πῶς θὰ ἦταν ὁ ἄνθρωπος, ἐὰν δὲν ὑπῆρχε ἡ πτώση τῶν πρωτοπλάστων; Διαρκὴς χαρά, κανένα ἐρώτημα γιὰ τὴν αἰώνια μακαριότητά μας. Τώρα «σκωλήκων βρώμα καὶ δυσωδία».
Ἐπάνω σ᾿ αὐτὲς τὶς μελαγχολικὲς σκέψεις μὲ πέτυχε ὁ παππούλης μ’ ἕνα τηλεφώνημά του.
– Γιωργάκη, κάνεις ἰατρεῖο αὐτὴ τὴν ὥρα;
– Ὄχι, Γέροντα, τελείωσα.
– Ἄνοιξε τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο στὸ Ε΄ Κεφάλαιο, στίχος 24 εἶναι τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ διαβάζουμε στὶς κηδεῖες καὶ διάβασέ το ἀργά.
Ἄρχισα νὰ διαβάζω: «Ἀμήν, Ἀμήν, λέγω ὑμῖν ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντί με ἔχει ζωὴν αἰώνιον καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται, ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν». Μὲ διέκοψε ἀπότομα: