Κυριακή 31 Αυγούστου 2014

Εὐφραινέσθω τὰ οὐράνια


(Ζωντανή ηχογράφηση στον Ι.Ν. Παντανάσσης Κατερίνης
σήμερα, Κυριακή ΙΒ΄ Ματθαίου, 31 Αυγούστου 2014)


Στίχ. α´. Αὕτη ἡ ἡμέρα Κυρίου, ἀγαλλιασώμεθα καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’.

Εὐφραινέσθω τὰ οὐράνια, ἀγαλλιάσθω τὰ ἐπίγεια, ὅτι ἐποίησε κράτος, ἐν βραχίονι αὐτοῦ, ὁ Κύριος, ἐπάτησε τῷ θανάτῳ τὸν θάνατον, πρωτότοκος τῶν νεκρῶν ἐγένετο, ἐκ κοιλίας ᾅδου ἐῤῥύσατο ἡμᾶς, καὶ παρέσχε τῷ κόσμῳ τὸ μέγα ἔλεος.

Ανακοίνωση Εσπερινού


Εβδομαδιαίο Πρόγραμμα Ιερών Ακολουθιών


Κυριακάτικο Κήρυγμα


Κυριακή ΙΒ΄ Ματθαίου 
(Ματθ. ιθ΄, 16-26)



Ὁ νέος τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ ἀναζητεῖ τὸν τρόπο νὰ γίνει μέτοχος τῆς αἰωνίου ζωῆς, μένει προσκολλημένος στὴν ἄποψη τοῦ τί ὀφείλει νὰ πράξει καὶ ὄχι τοῦ τί ὀφείλει νὰ εἶναι. Εἶναι βεβαίως μεγάλη ἡ διαφορὰ μεταξὺ τοῦ τὶ πρέπει νὰ πράξει, ἐπειδὴ λογίζεται ὡς μία ἐνέργεια τύπου καὶ ἀνάγκης, καὶ τοῦ τί ἔχει ὑποχρέωση νὰ εἶναι, ποὺ ἀποκαλύπτει τὴν οὐσία τῆς ἐνέργειας.

Ὁ Χριστὸς ὅμως δὲν ἦλθε γιὰ νὰ ἀποδείξει ἕνα σχέδιο, ἢ νὰ κατασκευάσει ἕνα καλούπι πράξεων ἀγαθῶν. Μήτε νὰ πεῖ ὅτι ἔτσι ἢ ἄλλιῶς πρέπει νὰ πραγματωθοῦν. Δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ μιὰ τυπικὴ ἐκτέλεση ἀγαθῶν καὶ καλῶν πράξεων. Ἄλλωστε δὲν θὰ εἶχε θέση ὁ λόγος Του, ποὺ ἀπευθύνεται στὸ νέο ἄνθρωπο πώς, «ἐὰν θέλει νὰ εἶναι τέλειος νὰ πάει νὰ πουλήσει τὰ ὑπάρχοντά του, νὰ τὰ μοιράσει στοὺς πτωχοὺς καὶ νὰ τὸν ἀκολουθήσει».

Ὁ νέος μας δέ, ἐνῶ μένει σ᾿ αὐτὸ τὸ πνεῦμα, τοῦ τί πρέπει νὰ πράξει, καὶ ἐνῶ στηρίζει αὐτὴ τὴν ἄποψη, ἐντούτοις ἔχει κάνει κάποια βήματα πρὸς τὸ ὀρθρό καὶ σωστό. Ἔχει δηλαδὴ ἀναγνωρίσει πὼς δὲν εἶναι ἀρκετὸ τὸ νὰ ἀπέχει ἀπὸ τὶς κακὲς πράξεις· νὰ μὴν ἔχει διαπράξει παρανομίες. Γιατὶ μιὰ τέτοια ἄποψη ὁμιλεῖ γιὰ ἀποχὴ μὲν ἀπὸ τὸ κακό, ἔχει δὲ ἀπραξία τοῦ καλοῦ.

Ὁ Χριστὸς στὸ Εὐαγγέλιό Του δὲν θέτει ἀπαγορευτικὰ καὶ δὲν βάζει ἐμπόδια καὶ «μὴ» στὸν ἀνθρώπινο βίο. Δὲν σταματάει μὲ κατασταλτικὰ μέσα τὴν κακὴ καὶ παράνομη πορεία τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν διατάζει γιὰ τὸ πρακτέο καὶ φευκτέο. Ἂν τὸ ἔκανε αὐτό, τότε ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἐπιλέγει καὶ ν᾿ ἀποφασίζει ἐκεῖνος μόνος θὰ ἔσβηνε. Τέτοια ὅμως πρόθεση δὲν ἔχει ὁ Χριστός. Ἄλλωστε ὅλο τὸ οἰκοδόμημα τοῦ Χριστιανισμοῦ στηρίχθηκε ἐπάνω στὸ μεγάλο προνόμιο τοῦ ἀνθρώπου νὰ εἶναι ἐλεύθερος. Δὲν θὰ πρέπει βεβαίως νὰ λησμονοῦμε τὸ δικό Του λόγο «ὅποιος θέλει ἂς ἀκολουθήσει πίσω μου»· ποὺ πάει νὰ πεῖ ἁπλά, ὅποιος τὸ θελήσει μόνος του καὶ ἐλεύθερα, νὰ πάει κοντά Του καὶ νὰ τὸν ἀκολουθήσει.

Γι᾿ αὐτὸ οὐσιαστικὴ σημασία ἔχει τὸ τί εἴμαστε. Ἀπ᾿ αὐτὸ ἐξαρτᾶται καὶ τὸ τί πράττουμε ἢ τί ὀφείλουμε νὰ πράττουμε. Ὅταν λοιπὸν γνωρίζουμε καλὰ τὸν ἑαυτό μας· ὅταν γνωρίζουμε τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἀπευθύνεται στὸν ἑαυτόν μας καὶ ὅταν ταυτίσουμε μὲ τὸν Χριστὸ τὸν ἑαυτό μας, τότε γνωρίζουμε νὰ πράττουμε τὸ καλό.

Ἔτσι, ὁ νέος τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου γνώριζε μὲν τὶς ἐντολὲς καὶ τὶς φύλαγε. Ἄρα ἤξερε τί ἔπρεπε νὰ πράττει. Ὅμως ἐκεῖνο ποὺ τοῦ ἔλειπε ἦταν ἡ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ του. Κι αὐτὸ συμπεραίνεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς τυπικῆς ἐφαρμογῆς τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ἔμεινε στὸ γράμμα τους καὶ τοῦ διέφυγε ἡ οὐσία.

Γι᾿ αὐτό, παρ᾿ ὅτι ὑπάρχει σ᾿ αὐτὸν ἡ ἐπιθυμία γιὰ μείζονα ἀρετή, ὅπως ἐκφράζεται μὲ τὸ ἐρώτημά του «τί μοῦ λείπει ἀκόμη;», ἐντούτοις φαίνεται πὼς ἀνέμενε μὲ τὴν ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ, «νὰ τοῦ λεχθεῖ κάποιο δύσκολο ἔργο, τὸ ὁποῖο ὅμως μὲ τὰ μεγάλα του πλούτη, θὰ μποροῦσε νὰ τὸ φέρει εἰς πέρας».

Νὰ λοιπὸν, ποὺ διὰ τῆς προσδοκίας του αὐτῆς, μένει συνεχῶς προσηλωμένος στὴν ἐφαρμογὴ ἑνὸς τύπου, μιᾶς ἐντολῆς γιὰ κάτι σπουδαῖο καὶ μεγάλο. Μονάχα ποὺ τὸ σπουδαῖο καὶ τὸ μεγάλο δὲν διατάσσεται μήτε ἐπιτάσσεται, ἀλλὰ πραγματώνεται μέσα στὴν ἐλεύθερη βούληση τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἔρχεται ἡ θεία χάρη νὰ πλουτίσει εὐλογώντας το.

Καὶ τελικὰ ὁ νέος μας ἀπῆλθε λυπημένος, ὅταν ἄκουσε ἀπὸ τὸν Χριστὸ πὼς πρέπει ν᾿ ἀποχωριστεῖ τὰ ὑπάρχοντά του. Γιατί, ὅπως ἀκριβῶς σχολιάζει ὁ Ζιγαβηνός, «εἶναι ἀτελεῖς ἐκεῖνοι ποὺ γνωρίζουν καὶ ἐφαρμόζουν τὶς ἐντολές, ἐπειδὴ καὶ αὐτές εἶναι ἀτελεῖς διὰ τὴν ἀσθένεια τῶν ἀνθρώπων».

Θὰ προσθέταμε δὲ, ὅτι ἡ τυπικὴ τήρηση τῶν ἐντολῶν δὲν φτάνει, γιατὶ λογίζεται ὡς μία ἐνέργεια ἀνάγκης, κοινωνικῆς συμπεριφορᾶς καὶ προβολῆς. Πρέπει νὰ γίνονται μὲ ἐλεύθερη καὶ ἀγαθὴ προαίρεση καὶ ἀγάπη καὶ τέλος νὰ ἔχουν ὡς σκοπὸ τὴ δοξολογία τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι τὴν δόξα τοῦ ἀνθρώπου.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ νέος τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου, γνωρίζει τί πρέπει νὰ πράττει· καὶ τὸ κάνει. Δὲν γνωρίζει ὅμως τί ὀφείλει νὰ εἶναι· καὶ πελαγώνει, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Χριστό. Γιατὶ εἶναι δύσκολο νὰ ἐγκαταλείψει τὸν τυπικὸ τρόπο πράξεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἐνστερνιστεῖ τὴν προσωπικὴ μετοχὴ σ᾿ αὐτές.

Ἐμεῖς νὰ μὴν ἀποθαρρύνθουμε ἀπὸ τὴν στάση τοῦ νέου τοῦ Εὐαγγελίου. Καὶ νὰ μὴν ὑπολογίσουμε τὶς ἀδυναμίες μας, μὰ νὰ καταλάβουμε τὸ τίμημα τῆς προσωπικῆς συμμετοχῆς. Νὰ προσφέρουμε τὸν ἑαυτόν μας μὲ τὴ θέλησή μας καὶ νὰ ἐνθυμούμαστε πάντα τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ πώς, «ἐὰν στοὺς ἀνθρώπους αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο, στὸ Θεὸ ὅμως ὅλα εἶναι δυνατά. Γι᾿ αὐτὸ ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ τὸ δικό μας ἀδύνατο, τὸ κάνει δικό Του δυνατό».


Ἀρχιμ. Ν.Π.
imml.gr

Σάββατο 30 Αυγούστου 2014

† Κυριακή 31 Αυγούστου 2014 (ΙΒ' Ματθαίου)

† Ἡ κατάθεσις τῆς τιμίας Ζώνης
τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου


Ευαγγελική Περικοπή,

Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
Κεφ. ιθ΄ : 16-26

Τ
ῷ καιρῷ ἐκείνῳ, νεανίσκος τις προσῆλθε τ ᾿Ιησοῦ, γονυπετῶν αὐτῷ, καὶ λέγων· Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον; Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· Τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς, εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός. Εἰ δὲ θέλεις εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωήν, τήρησον τὰς ἐντολάς. Λέγει αὐτῷ· Ποίας; Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπε· Τὸ· Οὐ φονεύσεις· Οὐ μοιχεύσεις· Οὐ κλέψεις· Οὐ ψευδομαρτυρήσεις· Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα· καὶ· Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. Λέγει αὐτῷ ὁ νεανίσκος· Πάντα ταῦτα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου· τί ἔτι ὑστερῶ; Ἔφη αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε, πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα, καὶ δὸς πτωχοῖς· καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ· καὶ δεῦρο, ἀκολούθει μοι. Ἀκούσας δὲ ὁ νεανίσκος τὸν λόγον, ἀπῆλθε λυπούμενος· ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά. ῾Ο δὲ ῾Ιησοῦς εἶπε τοῖς Μαθηταῖς αὐτοῦ· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅτι πλούσιος δυσκόλως εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Πάλιν δὲ λέγω ὑμῖν, εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυπήματος ῥαφίδος διελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν. Ἀκούσαντες δὲ οἱ Μαθηταὶ αὐτοῦ, ἐξεπλήσσοντο σφόδρα, λέγοντες· Τίς ἄρα δύναται σωθῆναι; Ἐμβλέψας δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Παρὰ ἀνθρώποις τοῦτο ἀδύνατόν ἐστι, παρὰ δὲ Θεῷ πάντα δυνατά ἐστι.



Απόστολος,

Πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολῆς Παύλου
Κεφ. θ΄ : 1-7

δελφοί, εἶχεν ἡ πρώτη σκηνὴ δικαιώματα λατρείας τό τε ῞Αγιον κοσμικόν. Σκηνὴ γὰρ κατεσκευάσθη ἡ πρώτῃ ἐν ᾗ ἥ τε λυχνία καὶ ἡ τράπεζα καὶ ἡ πρόθεσις τῶν ἄρτων, ἥτις λέγεται ῞Αγια. Μετὰ δὲ τὸ δεύτερον καταπέτασμα σκηνὴ ἡ λεγομένη ῞Αγια ῾Αγίων, χρυσοῦν ἔχουσα θυμιατήριον καὶ τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης περικεκαλυμμένην πάντοθεν χρυσίῳ, ἐν ᾗ στάμνος χρυσῆ ἔχουσα τὸ μάννα καὶ ἡ ῥάβδος ᾿Ααρὼν ἡ βλαστήσασα καὶ αἱ πλάκες τῆς διαθήκης, ὑπεράνω· δὲ αὐτῆς Χερουβὶμ δόξης κατασκιάζοντα τὸ ἱλαστήριον· περὶ ὧν οὐκ ἔστι νῦν λέγειν κατὰ μέρος. Τούτων δὲ οὕτω κατεσκευασμένων εἰς μὲν τὴν πρώτην σκηνὴν διὰ παντὸς εἰσίασιν οἱ ἱερεῖς τὰς λατρείας ἐπιτελοῦντες, εἰς δὲ τὴν δευτέραν ἅπαξ τοῦ ἐνιαυτοῦ μόνος ὁ ἀρχιερεύς, οὐ χωρὶς αἵματος, ὃ προσφέρει ὑπὲρ ἑαυτοῦ καὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων.



Εἰς τόν Ὄρθρον
Τὸ Α΄ Ἑωθινόν Εὐαγγέλιον

Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
Κεφ. κη΄ : 16-20

Τ
ῷ καιρῷ ἐκείνῳ, οἱ ἕνδεκα μαθηταὶ ἐπορεύθησαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, εἰς τὸ ὄρος οὗ ἐτάξατο αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς. Καὶ ἰδόντες αὐτὸν προσεκύνησαν αὐτῷ, οἱ δὲ ἐδίστασαν. Καὶ προσελθὼν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἐλάλησεν αὐτοῖς λέγων· Ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς. Πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν· καὶ ἰδοὺ, ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν.

Για την ομόνοια των αδελφών

Αγίου Μακαρίου τού Αιγυπτίου


«Οφείλουν λοιπόν οι αδελφοί ο,τιδήποτε και αν κάνουν να συναναστρέφονται μεταξύ τους με αγάπη και χαρά. 

Και αυτός που ασχολείται με κάποιο έργο να λέγει αυτά τα λόγια για εκείνον που προσεύχεται ότι, ‘’Το θησαυρό που θα αποκτήσει ο αδελφός μου, επειδή είναι κοινός, τον κατέχω και εγώ’’· και αυτός που προσεύχεται να λέγει αυτά τα λόγια για τον αδελφό που διαβάζει· ‘’η ωφέλεια που αποκομίζει εκείνος από την ανάγνωση είναι κέρδος και για μένα’’· και εκείνος πάλι που προσφέρει κάποια εργασία ας λέγει αυτό· ‘’την διακονία που προσφέρω, την προσφέρω για κοινή ωφέλεια’’. 

Διότι, όπως ακριβώς ‘’είναι ένα το σώμα, αλλά έχει πολλά μέλη’’, και βοηθάει το ένα το άλλο και το κάθε ένα εκτελεί το δικό του έργο, και όπως το μάτι βλέπει για όλο το σώμα, και το χέρι εργάζεται για όλα τα μέλη, και το πόδι περπατάει κουβαλώντας όλα τα μέλη του σώματος, και άλλο πάλι μέλος υποφέρει μαζί με κάποιο άλλο, έτσι να είναι και οι αδελφοί μεταξύ τους. 

Και ούτε αυτός που προσεύχεται να επικρίνει εκείνον που εργάζεται και να λέει· ‘’γιατί δεν προσεύχεται;’’. Ούτε αυτός που εργάζεται να κατακρίνει εκείνον που προσεύχεται, λέγοντας· ‘’εκείνος κάθεται και εγώ εργάζομαι’’, ούτε αυτός που διακονεί να κρίνει τον άλλο. 

Αλλά ό,τι κάνει ο κάθε ένας, να το κάνει ‘’για τη δόξα του Θεού’’. Αυτός που διαβάζει να αισθάνεται αγάπη και χαρά για αυτόν που προσεύχεται και να σκέφτεται αυτό, ότι δηλαδή ‘’για μένα προσεύχεται’’, και αυτός που προσεύχεται να σκέφτεται για αυτόν που εργάζεται αυτό, ότι ‘’αυτό που κάνει, το κάνει για την ωφέλεια όλων’’.

Και έτσι είναι δυνατό να επικρατεί μεταξύ σας μεγάλη ομοφωνία και γαλήνη και συμφωνία ‘’έχοντας ως σύνδεσμο την ειρήνη’’, και να ζείτε όλοι μαζί με αγνότητα και ειλικρίνεια και ευλογία Θεού. 

Το κυριότερο όμως από όλα είναι η επιμονή με καρτερία στην προσευχή. Πλην όμως ένα και μοναδικό να επιζητείτε, το να έχει κανείς θησαυρό στην ψυχή και την αληθινή ζωή στο νου που είναι ο ίδιος ο Κύριος, και είτε εργάζεται κανείς, είτε προσεύχεται, είτε διαβάζει, να έχει κάνει δικό του απόκτημα αυτό που δεν χάνεται, δηλαδή το Άγιο Πνεύμα.

Υπάρχουν όμως μερικοί που λένε αυτό, ότι δηλαδή ο Κύριος ζητάει από τους ανθρώπους μόνο φανερούς καρπούς, ενώ τα απόκρυφα ο Θεός τα πραγματοποίησε. Όμως δεν έχουν έτσι τα πράγματα, αλλά όπως ακριβώς προφυλάσσει κάποιος με τη συμπεριφορά του τον έξω άνθρωπο, δηλαδή το σώμα, έτσι οφείλει να κάνει αγώνα και πόλεμο και με τους διαλογισμούς του. Διότι απαιτεί από σένα ο Κύριος να οργισθείς με τον εαυτό σου και να πολεμήσεις μαζί με το πνεύμα, ώστε ούτε να συμφωνήσεις, ούτε και να αισθανθείς ηδονή με τους λογισμούς της κακίας».


Πηγή: Έργα αγίου Μακαρίου του Αιγυπτίου, Φ. ΕΠΕ 7, σελ. 51-53

Η προσευχή για τους κεκοιμημένους αιρετικούς ή απίστους


Οσίου Θεοφάνους 
του Εγκλείστου



Για τους γονείς σας που πέθαναν μέσα στην αίρεση, μπορείτε να προσεύχεστε, παραδίνοντάς τους στο άπειρο έλεος του Θεού.

Στις εκκλησιαστικές ακολουθίες, όμως, και στη Θεία Λειτουργία δεν μπορούν να μνημονεύονται.

Η Εκκλησία προσεύχεται για τα παιδιά της στον Κύριο, ικετεύοντάς Τον να τα στερεώσει στην ορθή πίστη και να τα καθοδηγήσει στο δρόμο της ευσέβειας. 

Για τους απίστους, τους αιρετικούς, τους πλανεμένους και, γενικά, όλους όσοι βρίσκονται έξω από τους κόλπους της, προσεύχεται να επιστρέψουν, γνωρίζοντας τον αληθινό Θεό.

Και επειδή δεν μπορούν να επιστρέψουν παρά μόνο εδώ, στη γη, και σ’ αυτή τη ζωή, η προσευχή της περιορίζεται στους ζωντανούς. Οι «κεκοιμημένοι» άπιστοι ή αιρετικοί έχουν χάσει οριστικά κάθε δυνατότητα επιστροφής.

Η Εκκλησία είναι το θεανθρώπινο σώμα του Χριστού και οι χριστιανοί, ζωντανοί και «κεκοιμημένοι», μέλη του σώματος. Όλοι όσοι δεν ανήκουν σ’ αυτό, καλούνται να πιστέψουν, να βαπτιστούν και να ενσωματωθούν στην Εκκλησία, γιατί μόνο έτσι θα σωθούν.

«Ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται, ο δε απιστήσας κατακριθήσεται» (Μαρκ. 16, 16), είπε ο Κύριος. Και πάλι: «Εάν μη τις γεννηθή εξ ύδατος και Πνεύματος» – και αυτό μόνο στη γη μπορεί να συντελεστεί – ου δύναται εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού» (Ιω. 3, 5). 

Στους μαθητές Του, επίσης, είπε: «Όσα εάν λύσητε επί της γης, έσται λελυμένα εν τω ουρανώ» (Ματθ. 18, 18). Όσα, δηλαδή, θα συγχωρήσετε στη γη, θα είναι συγχωρημένα και στον ουρανό. Έτσι, όσα δεν συγχωρήθηκαν στη ζωή αυτή, δεν μπορούν να συγχωρηθούν στην άλλη. 

Γι’ αυτό η Εκκλησία δεν προσεύχεται ούτε για τους αυτόχειρες, έστω κι αν είναι βαπτισμένοι, επειδή, θανατώνοντας τον εαυτό τους, δεν έχουν πια τη δυνατότητα να μετανοήσουν και να συγχωρηθούν για το φοβερό τους αμάρτημα.

Καταλαβαίνω πως όλα τούτα σας πικραίνουν, γιατί έρχονται σε αντίθεση με τα αισθήματα και τους πόθους σας. Θα σας παρηγορήσω, όμως, λέγοντας σας, ότι μπορείτε να προσεύχεστε εσείς για τους γονείς σας, παραδίνοντάς τους με ελπίδα στην άπειρη φιλανθρωπία του Θεού. Αυτό κάνουμε, άλλωστε, και για τα βρέφη που πεθαίνουν αβάπτιστα.

Εύχομαι ο Κύριος να ελεήσει τις ψυχές τους κατά την ευσπλαχνία Του και κατά την πίστη σας.



 

Από το βιβλίο «Χειραγωγία στην πνευματική ζωή», Οσίου Θεοφάνους του Εγκλείστου, εκδ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, σελ. 74-75/

πηγή
http://www.proskynitis.blogspot.gr/

Παρασκευή 29 Αυγούστου 2014

Οι ιερές εικόνες βοηθούν στην προσευχή

- Γέροντα, όταν είμαι στενοχωρημένη, πώς θα βρω παρηγοριά;

- Να καταφύγης στην προσευχή. Και μόνον το κεφάλι σου να ακουμπήσης σε μια εικόνα, θα βρης παρηγοριά. Κάνε το κελλί σου σαν εκκλησάκι με εικόνες που σε αναπαύουν και θα δης, θα βρίσκης μέσα σε αυτό πολλή παρηγοριά.

- Μερικές φορές, Γέροντα, κατά την ώρα της προσευχής ασπάζομαι τις εικόνες. Είναι σωστό;

- Σωστό είναι. Κανονικά έτσι πρέπει να ασπαζώμαστε τις εικόνες: Να ξεχειλίζη η καρδιά μας από αγάπη προς τον Χριστό, την Παναγία και τους Αγίους, και να πέφτουμε, να προσκυνούμε τις άγιες εικόνες τους.

Μια χρονιά, στις 26 Μαρτίου, που γιορτάζουμε την Σύναξη του Αρχαγγέλου Γαβριήλ , προσευχόμουν όρθιος μπροστά στις εικόνες του Χριστού και της Παναγίας. Για μια στιγμή βλέπω τον Χριστό και την Παναγία να κινούνται σαν ζωντανοί! «Χριστέ μου, είπα, ευλόγησέ με». Και, καθώς έπεφτα να προσκυνήσω, μια έντονη ευωδία γέμισε το κελλί.

Με έπιασε τρέλλα! Το χαλάκι που είχα στρωμένο κάτω, αν και ήταν γεμάτο χώμα, ακόμη και αυτό ευωδίαζε. Έμεινα γονατιστός και ασπαζόμουν αυτό το χαλάκι. Τέτοια ευωδία!

- Γέροντα, όταν προσεύχωμαι, βοηθάει να φέρω στον νου μου την εικόνα του Χριστού;

- Κοίταξε, όταν προσεύχεσαι μπροστά σε μια εικόνα, η εικόνα βοηθάει, γιατί από την εικόνα περνάς στο εικονιζόμενο πρόσωπο. Όταν όμως προσεύχεσαι νοερώς και είσαι σκυμμένη με κλειστά τα μάτια, δεν πρέπει να φέρνης στην φαντασία σου εικόνες, γιατί μπορεί να το εκμεταλλευθή το ταγκαλάκι και να σου τα παρουσιάση σαν οράματα, για να σε πλανήση και να σου κάνει κακό.

Ιδίως η ευχή καλά είναι να γίνεται με καθαρό νου, χωρίς λογισμούς ή παραστάσεις, έστω κι αν αυτές είναι εικόνες του Χριστού ή παραστάσεις από την Αγία Γραφή, γιατί αυτό είναι επικίνδυνο, ιδιαίτερα για όσους έχουν πολλή φαντασία και υπερηφάνεια. 

Μόνον όταν έρχωνται ρυπαροί ή βλάσφημοι λογισμοί , μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε παραστάσεις από την Αγία Γραφή. Η καλύτερη όμως «παράσταση» είναι η συναίσθηση της αμαρτωλότητός μας και της αχαριστίας μας.


Από το βιβλίο: « ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ 
ΛΟΓΟΙ ζ΄ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ» 
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ 
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ» 
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Η άσκηση, οδηγεί πάντα το παιδί στην ωριμότητα

«Η ψυχή πρέπει να οδηγείται στη άσκηση κάθε αγαθού έργου. Από τα πρώτα βήματα της ζωής του ανθρώπου, οπότε είναι ακόμη εύπλαστη κι απαλή και μαλακή σαν το κερί. 

Κι εύκολα διαμορφώνεται, σύμφωνα με τις μορφές και τα σχήματα που παρουσιάζονται σε αυτήν, από τους πνευματικούς οδηγούς της. 

Ώστε, όταν ωριμάσει το λογικό και η ικανότητα της διακρίσεως, να μπορεί να βρει το δρόμο της, με βάση τα πρώτα στοιχεία, τα πρώτα μαθήματα και τα παραδείγματα της ευσεβείας που τους έχουν παραδοθεί. 

Αφού το μεν λογικό θα της υπαγορεύει να επιδιώκει το ωφέλιμο. Ενώ η συνήθεια θα κάνει εύκολη την επιτυχία. Μετά από αυτήν την παιδεία, έρχεται το παιδί σε μια ωριμότητα. 

Η άσκηση, οδηγεί πάντα το παιδί στην ωριμότητα. Πρέπει να δεχόμαστε την υπόσχεση κι ομολογία του νέου ότι θέλει να ακολουθήσει - μάλιστα κι αυτό είναι μεγάλη μας ευθύνη - νου παρθενικό».


Μέγας Βασίλειος

Ο Χριστός μας ελευθέρωσε από τους μύθους

Άγιος Νικόδημος



Τι κάνεις, ασύνετε Χριστιανέ, όποιος και αν είσαι εσύ που κάθεσαι και λες τέτοιες μυθολογίες; 

Ο Χριστός ήρθε στον κόσμο και εξαφάνισε τους μύθους και τα ψέματα και εσύ ανακαινίζεις πάλι εκείνα που ο Χριστός τα κατάργησε; 
Ο Χριστός σε ελευθέρωσε από τις μυθολογίες και εσύ υποδουλώνεσαι πάλι σε αυτές; 
Ο Χριστός σε έφερε στην αλήθεια και σε αναγέννησε με το λόγο της αληθείας, όπως λέει ο αδελφόθεος Ιάκωβος· «Επειδή εκείνος το θέλησε, μας έφερε στην καινούρια ζωή με το λόγο της αληθείας» (Ιακώβου 1:18), και εσύ γυρίζεις πάλι στο ψέμα και στην απάτη; 
Ο Χριστός σε έφερε στο θαυμάσιο φως της θεότητάς του και εσύ αγαπάς το σκοτάδι και τις φαντασίες των ανόητων ανθρώπων; 
Ο Χριστός σου έδειξε τον ίσιο και απλανή δρόμο της σωτηρίας και εσύ θέλεις να τρέχεις στους μύθους, οι οποίοι σε οδηγούν στην πλάνη και στην απώλεια;

Ω, της αγνωσίας! Ένα από τα δύο πρέπει να κάνεις, αν πιστεύεις πως ο Χριστός, ο δάσκαλός σου και αρχηγός και τελειωτής της σωτηρίας σου είναι η αλήθεια, όπως είπε μόνος του· «Εγώ είμαι η οδός, η αλήθεια, και η ζωή» (Ιωάννης 14:6), πρέπει, για να μη αναφέρεις στο στόμα σου μυθολογίες και ψέματα ούτε να τις σκέφτεσαι ούτε να τις διαβάζεις ποτέ, αλλά πάντοτε να λες αληθινά και θεϊκά λόγια και αυτά να σκέφτεσαι και να διαβάζεις, όπως σε προστάζει ο μακάριος Παύλος· «Τέλος, αδελφοί μου, ό,τι είναι αληθινό, σεμνό, δίκαιο, καθαρό, αξιαγάπητο, καλόφημο, ό,τι έχει σχέση και είναι άξιο επαίνου, αυτά να έχετε στο μυαλό σας» (Φιλιππισίους 4:8), αλλά εάν δεν πιστεύεις πως ο Χριστός είναι η μόνη αλήθεια, δεν είσαι λοιπόν ούτε Χριστιανός, ούτε πρέπει να ονομάζεσαι με το όνομα του Χριστού.

Ο Απόστολος Παύλος γνωρίζοντας πόση βλάβη προξενούν στις ψυχές εκείνων που προσέχουν ή διηγούνται τους ακαθάρτους μύθους και τα πλανεμένα και γραώδη παραμύθια των Εθνικών, σε πολλά μέρη παραγγέλλει οι Χριστιανοί να αποστρέφονται αυτές τις μυθολογίες και μόνο να γυμνάζονται και να ασχολούνται στα θεία λόγια της ευσέβειας και του Ευαγγελίου. 

Για αυτό στον μεν Τιμόθεο γράφει· «Κόψε κάθε σχέση με τους ανίερους μύθους, που είναι για γριούλες. Εσύ να γυμνάζεσαι στην ευσέβεια» (Ά Τιμοθέου 4:7), και πάλι του λέει να παραγγέλλει στους πιστούς να μην προσέχουν στις μυθολογίες και στις μακρές γενεαλογίες, οι οποίες δεν προξενούν καμία οικοδομή και ωφέλεια στην πίστη· 

«Όπως σε παρακάλεσα, όταν έφευγα για την Μακεδονία, το ίδιο σε παρακαλώ και τώρα να μείνεις στην Έφεσο, για να παραγγέλλεις σε μερικούς να μην διαδίδουν αιρετικές διδασκαλίες, ούτε να ασχολούνται με μύθους και με απέραντες γενεαλογίες. Αυτά φέρνουν περισσότερο εριστικές συζητήσεις, παρά την εκπλήρωση του σχεδίου του Θεού, σύμφωνα με την πίστη μας» (Α΄ Τιμοθέου 1:3). 

Στον Τίτο γράφει να ελέγχει αυστηρά τους Χριστιανούς στην Κρήτη, για να μην προσέχουν στους Ιουδαϊκούς μύθους και σε εντολές ανθρώπων, που αποστρέφονται την αλήθεια. (Προς Τίτο 1:13). Γιατί λέω για τον Παύλο; Και αυτός ακόμα ο Σολομώντας γνωρίζοντας πόσο βλαβεροί είναι οι μύθοι και οι ψευδολογίες, παρακαλούσε τον Θεό να τον λυτρώσει από αυτούς· γι’ αυτό και έλεγε· «Φύλαξέ με από το να χρησιμοποιήσω δόλο ή ψευτιά» (Παροιμίες 30:8).

Οι σημερινοί Χριστιανοί όμως είναι κουφοί και δεν ακούν αυτές τις παραγγελίες του αποστόλου, ούτε τα λόγια του Σολομώντα· αλλά, τα άγια και αληθινά λόγια του Αγίου Πνεύματος και των θείων Γραφών, ούτε στο χέρι δεν θέλουν να τα πιάσουν και να τα διαβάσουν, ενώ τους μολυσμένους και ψεύτικους και διαβολικούς μύθους προσπαθούν να τους διαβάζουν κάθε μέρα και να τους διηγούνται στους άλλους με μεγάλη ηδονή και ευχαρίστηση. 

Πολλοί από τους Χριστιανούς γνωρίζουν από στήθους όλες τις αραβικές μυθολογίες της Χαλιμάς και ένα ρητό από το άγιο Ευαγγέλιο δεν ξέρουν. Πολλοί από τους Χριστιανούς, εάν ρωτηθούν για τους μύθους, των Ιουδαίων και των Εθνικών, είναι έτοιμοι να απαντούν με ελευθεροστομία· και αν τους ρωτήσει κάποιος τι πιστεύουν, πόσα είναι τα άρθρα της πίστεως, πόσα τα μυστήρια της Εκκλησίας, πόσες οι εντολές, τι είναι ο Χριστός, τι είναι το μυστήριο της θεολογίας, τι είναι το μυστήριο της ένσαρκης οικονομίας, πόσα είναι τα Ευαγγέλια, πόσες είναι οι επιστολές του αποστόλου Παύλου, εάν, λέω, τους ρωτήσει κανείς αυτά και άλλα παρόμοια, τα οποία είναι αναγκαία να τα γνωρίζει κάθε Χριστιανός, που αγαπά να σωθεί, τότε σιωπούν, βουβαίνονται και δεν γνωρίζουν να αποκριθούν καθόλου. 

Ω! και ποιος να μην κλάψει για την ελεεινή κατάσταση των σημερινών Χριστιανών; 
Ω και ποιος να μην θρηνήσει γι’ αυτήν την μεγάλη πλάνη του διαβόλου, η οποία κυρίευσε τους σημερινούς Χριστιανούς;

Για αυτό λοιπόν είχε δίκιο και ο Χρυσορρήμων να απορεί για αυτούς τους Χριστιανούς και να λέει· «Τι χριστιανοί είναι αυτοί, που προσέχουν στα ιουδαϊκά και εθνικά παραμύθια και γενεαλογίες;» (Λόγος περί ψευδοπροφητών).

Οι Χριστιανοί έχουν υποχρέωση να είναι έτοιμοι να απολογούνται για την πίστη τους, όπως παραγγέλλει ο Απόστολος και κορυφαίος Πέτρος· 

«Να είστε πάντοτε έτοιμοι να δώσετε την σωστή απάντηση σε όλους όσοι ζητούν να τους δικαιολογήσετε την χριστιανική σας ελπίδα» (Α΄ Πέτρου 3:15), και οι σημερινοί Χριστιανοί θεωρούν ως χρέος τους το να γνωρίζουν να δίνουν απόκριση για τους μύθους και τις ψευδολογίες. 

Στους Χριστιανούς πρέπει να κατοικεί πλούσιος ο λόγος και η σοφία του Χριστού, όπως γράφει ο Παύλος· «Ο λόγος του Χριστού, με όλο του τον πλούτο, ας μένει μόνιμα ανάμεσά σας» (Προς Κολοσσαείς 3:16), και στους σημερινούς Χριστιανούς κατοικεί πλουσιότατος ο λόγος και η σοφία των αραβικών μυθολογιών. 

Οι Χριστιανοί πρέπει πάντοτε να έχουν όλη την μελέτη και την ανάγνωσή τους στον νόμο του Κυρίου, όπως λέει ο Δαβίδ· «Αντίθετα στο νόμο του Κυρίου θα εντρυφήσει μέρα και νύχτα» (Ψαλμός 1:2)· και οι σημερινοί Χριστιανοί έχουν ηδονική μελέτη και ανάγνωσή τους τα μυθολογικά βιβλία. 

Οι Χριστιανοί δεν πρέπει να διηγούνται κάτι άλλο παρά θεϊκά διηγήματα και τα θαυμάσια και τις ιστορίες του νόμου του Θεού, όπως προστάζει ο σοφός Σειράχ· 

«Κάθε σου διήγησις, ας αναφέρεται στον νόμο του Υψίστου» (Σοφία Σειράχ 9:20)· και οι Χριστιανοί αυτού του καιρού διηγούνται με κάθε ευχαρίστηση τις απέραντες γενεαλογίες των Ιουδαίων, τις δευτερώσεις των ραββίνων, τα πλάσματα των Καβαλλιστών και τα μυθάρια των Χαλδαίων.


(Απόσπασμα από το «Χρηστοήθεια Χριστιανών», λόγος έβδομος).

Πέμπτη 28 Αυγούστου 2014

Η δύναμη της πίστης και η αδυναμία της απιστίας

Οι άνθρωποι έχουν στην καρδιά τους μεγάλο φόβο μήπως απομείνουν απροστάτευτοι και φτωχοί στη ζωή τους, και για τούτο, ο νους και ο λογισμός τους είναι στο να μαζέψουν χρήματα ή να αποκτήσουν κτήματα κι΄ άλλα πλούτη, για να τα έχουνε στην ανάγκη τους. 

Και καλά για εκείνους που δεν πιστεύουν στον Θεό, και κρεμούν την ελπίδα τους στα χρήματα και στα άλλα πλούτη. Αλλά τι να πει κανένας για εκείνους που λέγονται χριστιανοί, που πάνε στην εκκλησία και παρακαλούν τον Θεό να τους βοηθήσει στη ζωή και που λένε πως έχουνε την ελπίδα τους στον Χριστό, στην Παναγία και στους Αγίους, κι από την άλλη μεριά είναι φιλάργυροι, δεν δίνουνε τίποτα στα αδέρφια τους, τους φτωχούς, κι ολοένα μαζεύουν χρήματα και πλούτη; 

Στη ζωή μου είδα πως οι τέτοιοι λεγόμενοι χριστιανοί είναι οι περισσότεροι, κι απορεί κανένας πώς μπορούνε να συμβιβάσουν μια ζωή συμφεροντολογική, με τα λόγια του Χριστού, που λέει και ξαναλέει : 

'' Μη φροντίζετε για το τι θα φάτε και για το τι θα πιείτε και για το τι θα ντυθείτε. Κοιτάξετε τα πουλιά, μήτε κοπιάζουν, μήτε μαζεύουν, κι΄ όμως ο Πατέρας τους ο ουράνιος τα θρέφει. Κοιτάξετε με πόση μεγαλοπρέπεια είναι ντυμένα τα αγριολούλουδα, που κι ο ίδιος ο Σολομώντας δεν στολίστηκε σαν αυτά τα τιποτένια λουλούδια. 

Λοιπόν, αν για το χορτάρι του χωραφιού, που σήμερα λουλουδίζει κι αύριο το καίνε στο φούρνο, φροντίζει ο Πατέρας σας που είναι στον ουρανό, πόσο περισσότερο θα φροντίσει για εσάς ολιγόπιστοι; Αυτά είναι λόγια καθαρά, απλά, σίγουρα, και δείχνουν πώς πρέπει να είναι η βάση και το θεμέλιο της διδασκαλίας του Χριστού. 

Γιατί πως μπορεί να έχει πίστη στον Χριστό ένας άνθρωπος, και μαζί να είναι κολλημένος στα χρήματα και στο συμφέρον, πολλές φορές μάλιστα περισσότερο κι από τους άθεους; Θα πεί πως νομίζει πως θα ξεγελάσει τον Θεό. 

Αλλά ''Θεός ού μυκτηρίζεται'', δηλαδή ο Θεός δεν περιπαίζεται. Κι όμως η πονηρή γνώμη του ανθρώπου όλα μπορεί να τα συμβιβάσει: Να είναι καλά γαντζωμένος στο χρήμα, δηλαδή στο διάβολο, που τον λέγει ο Χριστός Μαμωνά, θεό της φιλαργυρίας, και τον ίδιο καιρό να παρουσιάζεται για χριστιανός, να πηγαίνει στην εκκλησία, να κάνει σταυρούς και μετάνοιες, να κλαίει πολλές φορές από την αγάπη του για τον Χριστό, αλλά να μην μπορεί να ξεγαντζωθεί από τα λεφτά κι από την μανία του παρά. 

Λογική δεν χωρά καθόλου σ΄αυτούς. Είναι ολότελα πονηροί κι ότι κάνουν το κάνουν για να το έχουν δίπορτο, κι ό,τι κερδίσουν. "Βάστα γερά", σου λέει , τα λεφτά , που είναι χειροπιαστά, άναβε και κανένα κερί, κάνε και καμιά μετάνοια, για να έχεις το μέσο και με τον Χριστό. "Αν βγούνε αληθινά τα λόγια του για παράδεισο και για κόλαση, έχουμε κι από εκεί την σιγουριά. Ό,τι και να γίνει, είναι κανένας κερδισμένος ". 

Ο Απόστολος Παύλος λέει:
 
" Αν πιστεύουμε στον Χριστό μοναχά για τούτη την ζωή, είμαστε οι πιο ελεεινοί άνθρωποι ". Γιατί οι ψευτοχριστιανοί παρακαλούν τον Χριστό προπάντων για τις υποθέσεις τούτου του κόσμου, για τις δουλειές τους, για τη σωματική υγεία τους, για τα παιδιά τους, και μόλις σκοτεινιάσει η κατάσταση, αρχίζουν τα παράπονα γιατί ο Χριστός και η Παναγία δεν τρέξανε να τους βοηθήσουν στις δουλειές τους, πολλές φορές σε τέτοιες δουλειές που είναι απάνθρωπες και που τους κάνουν να κακουργούν καταπάνω στα αδέρφια τους. 

Ο Απόστολος Παύλος λέει πάλι αλλού: 

" Είναι καλό να στερεώνετε την καρδιά σας με την ελπίδα στη χάρη του Θεού, κι όχι με φαγητά ( δηλαδή με σαρκικά και υλικά πράγματα ) που μ΄αυτά δεν ωφεληθήκανε όσοι αφιερώσανε την ζωή τους σ΄αυτά, δηλαδή στο να μαζέψουν χρήματα, ξεγελώντας τον εαυτό τους πως μ΄αυτά εξασφαλίζονται ". 

Γιατί "επελθών γαρ ο θάνατος, ταύτα πάντα εξηφάνισται". Δεν υπάρχει κανένα πράγμα πιο σίγουρο απο την ματαιότητα του κόσμου, κανένα. Όλη η ιστορία της ανθρωπότητας φανερώνει αυτή την απελπιστική ματαιότητα. 

Και όμως, πόσοι άνθρωποι στον κόσμο κάθισαν και σκεφθήκανε πάνω σ΄αυτό το φανερότατο και σιγουρότατο φαινόμενο, στη ματαιότητα, που θα έπρεπε ο κάθε άνθρωπος να το έχει μέρα νύχτα μπροστά του; 

Μα εμείς κάνουμε σαν την στρουθοκάμηλο, που χώνει το κεφάλι της στην άμμο, για να μην βλέπει τον φονιά της, και νομίζει ότι κρύφτηκε απ΄αυτόν. Πόσο αξιολύπητοι σ΄ αυτό απάνω είναι οι σπουδαίοι άνθρωποι της γής. Ενώ βλέπουν καθαρά πως το βάραθρο που κατάπιε όλους τους σπουδαίους από καταβολής κόσμου, και πως τ΄ ανοιχτό στόμα του περιμένει να τους καταπιεί κι αυτούς, εκείνοι δώστου και καταγίνονται με μάταια και ψευδή, με πολιτικές πονηριές, με πολέμους, με ψευτομεγαλεία και με ανοησίες, που διαλαλώνται σ΄όλη την οικουμένη. 

Ανοησία εκείνων που τους λέει ο κόσμος σοβαρούς, μυαλωμένους, τετραπέρατους, μεγαλοφυείς! Τι φτώχεια αληθινά από κρίση κι από γνώση! Κι από τέτοιους κυβερνιέται ο κόσμος. 

Ή οι άλλοι που καταγίνονται με μανία στις μάταιες φιλοσοφίες και στις τέχνες, και τους αποθεώνουν οι άλλοι οι πολλοί που δεν έχουν κουκούτσι κρίση, ενώ ξέρουν καλά πως δεν θα περάσει πολύς καιρός που θα σβήσουν όλοι από τον κόσμο!


Βιβλίο του Φώτη Κόντογλου - Ασάλευτο Θεμέλιο

Η προσευχή είναι µία διαρκής συνομιλία με τον Θεό, ένας ζωντανός διάλογος και µία αδιάσπαστη σχέση μαζί του

Μ. Βασίλειος

Μιλώντας ο Μ. Βασίλειος στη γιορτή της Μάρτυρος Ιουλίττας για τη σύσταση του Απ. Παύλου, «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» — να προσεύχεσθε αδιάλειπτα — αφήνει ευδιάκριτα να διαφανεί ότι με αυτό το λόγο ο Απόστολος των Εθνών δεν καλεί το Χριστιανό να σταματάει τη δουλειά του και να τρέχει κάθε τρεις και λίγο στο εικονοστάσι του σπιτιού του ή σε μια εκκλησία και ν’ αρχίζει τις προσευχές, πράγμα και πρακτικά αδύνατο, ιδιαίτερα στις μέρες µας. 

Τον καλεί να ζει όλο το εικοσιτετράωρο σε αναφορά, διάλογο και σχέση με τον Θεό για κάθε τι, να νιώθει την προσευχή σαν ζωτική ατμόσφαιρα! 

Αν δεν ενοχλούσε κάποιους, θα παρέπεμπα στο κινηματογραφικό έργο «Ο βιολιστής στη στέγη», όπου ο σκηνοθέτης βάζει τον πρωταγωνιστή να σηκώνει κάθε τόσο το βλέµµα στον ουρανό και να μιλάει με τον Θεό, όπως ένα παιδί με τον Πατέρα του. Και άλλοτε να τον ευχαριστεί, άλλοτε να τον παρακαλεί και άλλοτε να του… παραπονιέται!

Όντας πάντα πρακτικός και συγκεκριμένος στη διδαχή ο Μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας, γράφει:

«Όταν λοιπόν κάθεσαι στο τραπέζι, προσευχήσου, ευχαρίστησε τον Θεό που σου χάρισε την αναγκαία για τη ζωή τροφή. Με το κρασί που πίνεις για να υποστηρίξεις την αδυναμία του σώματος, θυμήσου Εκείνον που σου δίνει αυτό το δώρο για να ευφρανθεί η καρδιά σου και να τονωθεί η διάθεσή σου. Τέλειωσε το φαγητό; Ας μην τελειώσει μαζί του και η θύμηση του Ευεργέτη. 

Ντύνεσαι τα καθημερινά ρούχα· να ευχαριστείς τον Θεό που σου τα έδωσε. Ντύνεσαι εκείνα της εξόδου· να αυξάνεις την αγάπη σου στον Θεό, που µας χαρίζει κατάλληλα ρούχα και για το χειμώνα και το καλοκαίρι που προστατεύουν τη ζωή µας και κρύβουν την ασκήµια της γύμνιας µας. 

Τέλειωσε η μέρα; Ευχαρίστησε τον Θεό που µας χάρισε τον ήλιο να µας υπηρετεί στα ημερήσια έργα µας, το φως να φωτίζει τη νύχτα και να υπηρετεί άλλες ανάγκες της ζωής µας.

»Η νύχτα πάλι, πόσες αφορμές για προσευχή μπορεί να µας δώσει… Υψώνεις το βλέµµα στον ουρανό και γοητεύεσαι από το κάλλος της αστρικής πληµµυρίδας που ατενίζεις· πες ένα λόγο δοξολογίας στον Κύριο των όλων, προσκύνησε τον άριστο τεχνίτη όλης αυτής της σοφίας που αποκαλύπτεται στη δημιουργία. Κοιτάζεις ένα γύρω και βλέπεις να ησυχάζουν όλα τα όντα· δόξασε αυτόν που, κι αν ακόμα δεν θέλουμε, με τον ύπνο µας αναπαύει από τους κόπους της ημέρας, και με νέες δυνάμεις μετά µας επαναφέρει στις υποχρεώσεις της επομένης. 

»Ακόμα, μη θεωρήσεις ότι ολόκληρη η νύχτα έγινε αποκλειστικά για τον ύπνο. Μην το δεχτείς αυτό και αχρηστέψεις το μισό χρόνο της ζωής σου παραδίνοντάς τον σ’ αυτή την ιδιότυπη αναισθησία, μοίρασέ τον ανάμεσα σε ύπνο και προσευχή. Αφήνω ότι και αυτός ο ύπνος μπορεί να γίνει κάτι σαν σπουδή στην ευσέβεια. Τα όνειρα από τη φύση τους απηχούν συνήθως τις φροντίδες και τα ενδιαφέροντα της ημέρας. Ό,τι λογής είναι τα έργα της ζωής µας τη μέρα, ανάλογα είναι και τα όνειρά µας. 

Αυτό σημαίνει ότι και την ώρα που θα κοιμάσαι και δε θα προσεύχεσαι με λόγια, η προσευχή σου θα συνεχίζεται με τις εικόνες που θα απηχούν την ατμόσφαιρα σχέσης με τον Θεό που ανέπτυξες στη διάρκεια της ημέρας. Με τον τρόπο αυτό η ζωή σου θα εκτυλίσσεται σαν μια συνεχής και αδιάλειπτη προσευχή».

Δεν ξέρω πόσοι κινούμε τη μέρα µας σε τέτοια ατμόσφαιρα προσευχής, πόσοι λέμε έστω ένα λόγο, µία µόνο λέξη ευχαριστίας, δοξολογίας του Θεού, παράκλησης για κάτι δικό µας ή των άλλων, ιδιαίτερα όσων συναντούμε να είναι σε ανάγκη. Φαντάζoµαι όμως ότι καθένας µας διακρίνει εδώ καθαρά το εικoσιτετράωρo διάγραµµα ατμόσφαιρας και στάσης προσευχής του Μ. Bασιλείoυ, κάτι από εκείνο το, «µνηµονευτέον Θεοῦ µᾶλλον ἤ ἀναπνευστέον», που θα έλεγε ο αυτάδελφος Γρηγόριος ο Θεολόγος, «η άλλη μισή των δύο τους σωμάτων ψυχή»!

Σε ό,τι αφορά τώρα στην ουσία της προσευχής, αφού πρώτα την ορίζει ως «αἴτημα αγαθοῦ παρά τῶν εὐσεβῶν εἰς Θεόν γινομένη» — παράκληση των ευσεβών στο Θεό για κάτι καλό — υπoγραµµίζει ότι αυτή δεν εντοπίζεται τόσο στα λόγια που αναφέρει κανείς — «τήν αἴτησιν οὐκ ἐν ρήµασιν ὁριζόµεθα πάντως». 

Γιατί σε τελική ανάλυση ο Θεός δε χρειάζεται τα λόγια µας, αφού και χωρίς να του ζητήσουμε, ξέρει τι µας συμφέρει και τι µας ωφελεί — «οὐδέ γάρ ἡγούµεθα τόν Θεόν τῆς διά τῶν λόγων ὑποµνήσεως δεῖσθαι, ἀλλ’ εἰδέναι, καί µή αἰτούντων ἡµῶν τά χρήσιµα». 

Επομένως δεν πρέπει να νομίζουμε ότι είπαμε από συνήθεια μερικά ξερά λόγια προσευχής και τελειώσαμε, ούτε ότι αραδιάσαμε, χωρίς να καταλαβαίνουμε τι λέμε, μια σειρά από Ψαλμούς και προσευχηθήκαμε. 

Εκείνο που προέχει και μετράει στην προσευχή, η ουσία της, είναι η προαίρεση, η διάθεση ψυχής και καρδιάς που εκφράζουν αυτά που λέμε στην προσωπική προσευχή ή διαβάζουμε στις εκκλησιαστικές Ακολουθίες — «ὅτι χρή ἡµᾶς µή ἐν συλλαβαῖς τήν προσευχήν ἀποπληροῦν,ἀλλά τῇ προαιρέσει µᾶλλον ψυχῆς». Που σημαίνει ότι ο Θεός μετράει πόση ψυχή και καρδιά καταθέτουμε με κάθε λέξη προσευχής που βγαίνει από τα χείλη µας! Πόσο νιώθουμε αληθινά, πόσο ζούμε ό,τι του λέμε, ό,τι του ζητούμε.

Αλλά, θα επισημάνει, ούτε κι αυτό φτάνει για να είναι η προσευχή µας προσευχή! Είναι απαραίτητο να έχει και προεκτάσεις, να τη συνοδεύουν και να τη στολίζουν πράξεις αρετής σε όλη τη ζωή µας! Πράξεις αρετής, που θα τη σφραγίζουν και θα αποτελούν τη δύναμη και την ολοκλήρωσή της — «καί πράξεσι ταῖς κατ’ ἀρετήν παντί βίῳ συµπαρεκτεινομέναις, τήν δύναµιν πληροῦσθαι τῆς πρoσευχῆς»! 

Που σημαίνει, ο Θεός βλέπει και εξετάζει αν η προσευχή γεννάει αρετή, αν γεννάει αγάπη! Ή αλλιώτικα, ο Μ. Βασίλειος δεν καταλαβαίνει τι προσευχή μπορεί να είναι μια προσευχή, που δε σφραγίζεται και δεν ολοκληρώνεται με πράξεις αρετής, τουτέστιν δεν εκφράζεται και δεν επιβεβαιώνεται με μια ζωή χριστιανική, με πράξεις αγάπης.

Με άλλα λόγια και πολύ απλά. Η προσευχή είναι µία διαρκής συνομιλία με τον Θεό, ένας ζωντανός διάλογος και µία αδιάσπαστη σχέση μαζί του. Μπορεί να είναι ένας µόνο λόγος, μιας και μόνης στιγμής, και ύστερα ένας άλλος κάποιας άλλης. Ένας λόγος δοξολογίας, ευχαριστίας, ένας λόγος παράκλησης στον Θεό για µας ή για όσους ιδιαίτερα βλέπουμε και συναντάμε να είναι σε ανάγκη. 

Αυτονόητο και πολύ περισσότερο ο λειτουργικός λόγος του Ευχαριστιακού Σώματος της Εκκλησίας! Πάντα όμως ένας λόγος κατάθεση ψυχής, ένας λόγος άγγιγμα καρδιάς! Αλλά και ένας λόγος που θα σφραγίζεται από µία ζωή αρετής, μιας αρετής που θα αποτελεί τη δύναμη και την ολοκλήρωσή της!

Αυτά που λέει ο Μ. Βασίλειος αποτελούν μια συγκροτημένη και αδιάσπαστη ενότητα, απηχούν αγία προσωπική εμπειρία και πρακτική του. Μία εμπειρία και πρακτική που μπορεί να ψηλαφήσει κανείς στη ζωή όλων των Αγίων της Εκκλησίας µας, των γνωστών και όσων αγνώστων σ’ εμάς, όχι στον Θεό βέβαια! 

Κι αν η προσευχή ως ατμόσφαιρα ζωής και κατάθεση ψυχής είναι κάτι που εύκολα κατανοείται, οι προεκτάσεις της σε ζωή αρετής, που πιο δύσκολα κατανοούνται από πολλούς, κι ακόμα πιο δύσκολα προσεγγίζονται από όλους µας, είναι κάτι που χρειάζεται να προσεχθεί πολύ, καθώς τελευταία ιδιαιτέρα διαχέεται όχι λίγη θολούρα στο Ορθόδοξο εκκλησιαστικό τοπίο γύρω από αυτό το βασικό θέμα.

Τετάρτη 27 Αυγούστου 2014

Ὁ Χριστὸς προσκαλεῖ τὴν ἁμαρτωλὴ ψυχή

Ἅγιος Τύχων Ζαγκόρσκ


Γιατὶ μὲ ἐγκατέλειψες, ἄνθρωπε; 
Γιατὶ ἀποστράφηκες ἀπὸ τὸν ἀγαπήσαντά σε; 
Γιατὶ πάλιν ἑνώθηκες μὲ τὸν ἐχθρό μου;


Θυμήσου πώς κατέβηκα γιά σένα ἀπὸ τοὺς οὐρανούς. Θυμήσου πώς ἔγινα γιά σένα σάρκα. 
Θυμήσου πώς γεννήθηκα γιά σένα ἀπὸ τὴν Παρθένο. Θυμήσου πώς ἔγινα γιά σένα βρέφος. 
Θυμήσου πώς ταπεινώθηκα γιά σένα. 
Θυμήσου πώς ἐφτώχυνα γιά σένα. 
Θυμήσου πώς ἔζησα γιά σένα ἐπὶ τῆς γῆς. 
Θυμήσου πώς ὑπέμεινα γιά σένα διωγμούς.
Θυμήσου πώς ἀποδέχτηκα, γιά σένα, τὶς κακολογίες,τὶς ὕβρεις, τὶς ἀτιμώσεις, τὶς πληγές, τοὺς ἐμπτυσμούς,τοὺς κολαφισμούς, τὶς κοροϊδίες καὶ τὶς καταδίκες. 
Θυμήσου πώς γιά σένα «μετὰ ἀνόμων ἐλογίσθην». 
Θυμήσου πώς γιά σένα ἔλαβα τὸν ἀτιμωτικὸ θάνατο. Θυμήσου πώς γιά σένα ἐνταφιάστηκα. 

Κατέβηκα ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς γιά νά σὲ ἀνεβάσω στούς οὐρανούς. Ταπεινώθηκα γιά νά σὲ ὑψώσω. Ἐπτώχευσα γιά νά σὲ πλουτίσω. Ἀτιμάστηκα γιά νά σὲ δοξάσω. Πληγώθηκα γιά νά σὲ ζωντανέψω.

Ἐσὺ ἔκανες τὴν ἁμαρτία, καὶ Ἐγὼ πῆρα αὐτὴ τὴν ἁμαρτία ἐπάνω μου. Ἐσὺ φταῖς, καὶ Ἐγὼ ἐκτελέστηκα. Ἐσὺ εἶσαι ὀφειλέτης, καὶ Ἐγὼ πλήρωσα τὸ χρέος. 

Ἐσὺ...καταδικάστηκες σὲ θάνατο, καὶ Ἐγὼ πέθανα γιά σένα.
Μὲ προσέλκυσε νά τὸ κάνω ἡ ἀγάπη μου καί ἡ εὐσπλαχνία μου. Δέν μπόρεσα νά ἀντέξω νά ὑποφέρεις, εὑρισκόμενος σὲ τόση δυστυχία. Καὶ ἐσὺ περιφρονεῖς αὐτὴν τὴν ἀγάπη μου;

Ἀντὶ ἀγάπης μοῦ ἀνταποδίδεις τὸ μῖσος. Ἀντὶ Ἐμένα ἀγαπᾶς τὴν ἁμαρτία. Ἀντὶ νά μὲ ὑπηρετεῖς, λειτουργεῖς τὰ πάθη σου. Ἀλλὰ τὶ βρῆκες σὲ Μένα πού θὰ ἔπρεπε νά ἀποφύγεις;
Γιατὶ δέν θέλεις νά ἔρθεις σ΄ Ἐμένα; 

Ἀναζητᾶς καλὸ γιά τὸν ἑαυτὸ σου; Κάθε καλὸ τὸ ἔχω Ἐγώ.
Ἀναζητᾶς τὴν μακαριότητα; Κάθε μακαριότητα τὴν ἔχω Ἐγώ. 
Ἀναζητᾶς τὴν ὀμορφιά; Τὶ ὑπάρχει πιὸ ὄμορφο ἀπὸ Μένα; 
Ἀναζητᾶς τὴν εὐγένεια; Ποιός εἶναι πιὸ εὐγενὴς ἀπὸ τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν Παρθένο; 
Ἀναζητᾶς τὸ ὑψηλό; Τὶ εἶναι πιὸ ὑψηλὸ ἀπὸ τὸ Βασιλέα τῶν οὐρανῶν;
Ἀναζητᾶς τὴν δόξα; Ποιός εἶναι πιὸ ἔνδοξος ἀπὸ Μένα; Ἀναζητᾶς τὸν πλοῦτο; Ὅλα τὰ πλούτη βρίσκονται σὲ Μένα. 
Ἀναζητᾶς τή σοφίᾳ; Ἐγὼ εἶμαι ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ. 
Ἀναζητᾶς τὴν φιλία; Ποιός εἶναι φιλικότερος ἀπὸ Μένα, πού ἔδωσα τὴν ψυχή μου γιά ὅλους σας; 
Ἀναζητᾶς τὴν βοήθεια; Ποῖος μπορεῖ νά σὲ βοηθήσει ἐκτὸς ἀπὸ Μένα;
Ἀναζητᾶς τὸν γιατρό; Ποιός μπορεῖ νά σὲ θεραπεύσει ἐκτὸς ἀπὸ Μένα; 
Ἀναζητᾶς τὴν ἀγαλλίαση; Ποιός θὰ σοῦ τὴν δώσει ἐκτὸς ἀπὸ Μένα; 
Ἀναζητᾶς τὴν παρηγορία μέσα στίς θλίψεις σου; Ποιός θὰ σὲ παρηγορήσει ἐκτὸς ἀπὸ Μένα; 
Ἀναζητᾶς τὴν ἡσυχία; Σ’ ἐμένα θὰ βρεῖς τὴν ἡσυχία γιά τὴν ψυχή σου. 
Ἀναζητᾶς τὴν εἰρήνη; Ἐγὼ εἶμαι ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς.
Ἀναζητᾶς τή ζωή; Ἐγὼ ἔχω πηγὴ ζωῆς. 
Ἀναζητᾶς τὸ φῶς; Ἐγὼ εἶμαι τὸ φῶς τοῦ κόσμου. 
Ἀναζητᾶς τὴν ἀλήθεια; Ἐγὼ εἶμαι ἡ ἀλήθεια. 
Ἀναζητᾶς τὴν ὁδό; Ἐγὼ εἶμαι ἡ ὁδός. 
Ἀναζητᾶς τὸν ὁδηγὸ στόν Οὐρανό; Ἐγὼ εἶμαι ὁ πιστὸς ὁδηγός. 

Λοιπόν, γιατὶ δέν θέλεις νά ἔρθεις σ’ Μένα; Δέν τολμᾶς νά μὲ πλησιάσεις; Ποιός, ἀλήθεια, εἶναι πιὸ εὐπρόσιτος ἀπὸ Μένα; Φοβᾶσαι νά Μὲ παρακαλεῖς; Πότε, ἀλήθεια, ἀρνήθηκα νά πραγματοποιήσω κάτι, ὅταν Μὲ παρακαλέσαν μὲ πίστη;

Δέν σοῦ ἐπιτρέπουν οἱ ἁμαρτίες; Ὅμως Ἐγὼ πέθανα γιά τοὺς ἁμαρτωλούς. Στενοχωριέσαι γιά τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν σου; Ἀλλὰ ἡ εὐσπλαχνία μου εἶναι πιὸ μεγάλη. «Δεῦτε πρὸς Μὲ πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς».

Δέν εἶναι τόσο ἀπό ἁγίους Γεροντάδες πού ἔχουμε ἀνάγκη, ὅσο ἀπό ἁγία ὑπακοή

Ὡς πρός τήν ἐκλογή Πνευματικου ἄς παραθέσουμε πρῶτα τήν ἄποψη τοῦ π. Ἐπιφανίου: 

«Γνωστός θεολόγος, τοῦ εἶπε μιά φορά ὅτι δυσκολευόταν νά βρῆ κατάλληλο Γέροντα. 

Τότε ὁ π. Ἐπιφάνιος ἀπάντησε:

— Ἀγαπητέ μου, δέν ἔχεις πρόβλημα Γέροντα. Πρόβλημα μέ τόν ἑαυτό σου ἔχεις. Ἄν εἶχες πρόβλημα Γέροντα, θά ἔβγαινες στό δρόμο, θά ἔστριβες δεξιά, θά περπατοῦσες ἑκατό μέτρα, θά ἔστριβες ἀριστερά, θά βάδιζες ἄλλα πενῆντα μέτρα, θά σταματοῦσες καί θά περίμενες ἐκεῖ μέχρι πού νά περνοῦσε ὁ πρῶτος Πνευματικός. 

Θά τοῦ ἔκανες ἀδιάκριτη ὑπακοή καί δέν θά εἶχες οὔτε πρόβλημα Γέροντα οὔτε πρόβλημα σωτηρίας. Δέν εἶναι τόσο ἀπό ἁγίους Γεροντάδες πού ἔχουμε ἀνάγκη, ὅσο ἀπό ἁγία ὑπακοή. Αὐτή μᾶς λείπει. 

Μήπως ὅλοι οἱ μεγάλοι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας εἶχαν κάποιον ἅγιο Γέροντα; Ὄχι! Αὐτό τό ὁποῖο εἶχαν ἦταν ἡ ἁγία ταπείνωσι καί ἡ ἁγία ὑπακοή. Γι᾽ αὐτό καί ἁγίασαν».

Μη προσεύχεσαι να γίνουν τα θελήματά σου, γιατί οπωσδήποτε δεν συμφωνούν με το θέλημα του Θεού

Αγωνίσου να κρατήσης τον νου σου, κατά την ώρα της προσευχής. Αν επιθυμής να προσευχηθής σωστά, μη λυπήσης κανέναν άνθρωπο. Διαφορετικά προσεύχεσαι μάταια. Μη προσεύχεσαι να γίνουν τα θελήματά σου, γιατί οπωσδήποτε δεν συμφωνούν με το θέλημα του Θεού. Καλύτερα, καθώς έχεις διδαχθεί, λέγε στην προσευχή σου: «Γενηθήτω το θέλημά Σου εν εμοί»

Και σε κάθε πράγμα έτσι να ζητάς από Εκείνον, να γίνη το θέλημά Του, γιατί ο Θεός θέλει το αγαθόν και συμφέρον της ψυχής σου. Ενώ εσύ δεν ζητείς πάντοτε το συμφέρον σου.

Όταν προσεύχεσαι φύλαγε δυνατά την μνήμη σου, να μην βάζη εμπρός σου τα δικά σου, αλλά να παρακινής τον εαυτό σου να εννοή και να αντιλαμβάνεται μπροστά σε ποιόν βρίσκεται. Γιατί ο νους έχει στην φύση του να παρασύρεται παρά πολύ από την μνήμη στον καιρό της προσευχής. 

Μη φαντασθής κανένα σχήμα για τον Θεό όταν προσεύχεσαι, ούτε να επιτρέπης στον νου σου να μορφωθή σύμφωνα με κάποιαν μορφή, αλλά πλησίασε με άϋλον τρόπον τον Άϋλον και θα εννοήσης.



Άγιος Νείλος ο Ασκητής

Προσευχητάριον Ορθοδόξου Χριστιανού,
εκδόσεις «ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΑΡΝΑΒΑΣ» ΑΘΗΝΑ 1999

Ὁ ὑπερήφανος πάντοτε ζεῖ μέ λύπες, πάντοτε ἀγανακτεῖ, πάντοτε ἀδημονεῖ

“Ἀρχή τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ πρώτη προσβολή καί παρακίνηση πρός τό κακό, καί ὁπωσδήποτε εἶναι ἡ ρίζα καί τό ὑπόβαθρο τοῦ κακοῦ. 

Γιατί ἡ ἀρχή δηλώνει ἤ τήν πρώτη κίνηση πρός τό κακό ἤ τή σύσταση. Ὅπως θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς, ἀρχή τῆς σωφροσύνης εἶναι ἡ ἀποχή ἀπό ἄτοπη θέα, δηλαδή ἡ πρώτη ὁρμή, ἄν ὅμως ποῦμε ὅτι ἀρχή τῆς σωφροσύνης εἶναι ἡ νηστεία, δηλαδή τό θεμέλιο καί ἡ συγκρότηση, ἔτσι καί ἡ ἀρχή τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ ἀλαζονεία, γιατί ἀπό αὐτήν ἀρχίζει κάθε ἁμαρτία κι ἀπ’ αὐτήν συγκροτεῖται.

Τό ὅτι λοιπόν ὅσες καλές πράξεις κι ἄν κάνουμε, δέν τίς ἀφήνει ἡ κακία νά παραμείνουν καί νά μή διασαλευθοῦν, γίνεται φανερό ἀπό τό ἐξῆς· πρόσεχε πόσες καλές πράξεις ἔκαμε ὁ Φαρισαῖος, ἀλλά τίποτε δέν τόν ὠφέλησε, γιατί δέν ἔκοψε τή ρίζα τῆς ἀλαζονείας κι αὐτή κατέστρεψε τά πάντα.

Ἀπό τήν ἀλαζονεία γεννιέται ἡ ὑπεροψία τῶν φτωχῶν, ἡ ἐπιθυμία γιά τά χρήματα, ἡ ἀγάπη γιά ἐξουσία, ὁ πόθος γιά δόξα. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕτοιμος νά ἀποκρούσει κάθε ἐνόχληση. Γιατί ὁ ἀλαζόνας δέν ἀνέχεται νά τόν προσβάλλουν οὔτε οἱ ἰσχυρότεροι οὔτε οἱ ἀσθενέστεροι. Κι αὐτός πού δέν ἀνέχεται νά τόν προσβάλλουν οὔτε τά δεινοπαθήματα ἀνέχεται.

Πρόσεξε πῶς ἀρχή τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ ἀλαζονεία. Πῶς ἀρχή τῆς ὑπερηφάνειας εἶναι τό νά μή γνωρίζεις τόν Κύριο; Καί πολύ σωστά γιατί αὐτός πού γνωρίζει τό Θεό, ἔτσι ὅπως πρέπει νά τόν γνωρίζει αὐτός πού γνωρίζει ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔφθασε σέ τέτοιο σημεῖο ταπεινοφροσύνης, δέν ὑπερηφανεύεται. Αὐτός πού δέν γνωρίζει αὐτά, ὑπερηφανεύεται. Καί ἡ ὑπερηφάνεια σέ ὁδηγεῖ στήν ἀλαζονεία.

Πές μου ὅλοι αὐτοί πού πολεμοῦν τήν Ἐκκλησία ἀπό ποῦ ἰσχυρίζονται ὅτι γνωρίζουν τό Θεό; Ὄχι ἀπό ἀλαζονεία; Νά σέ ποιό γκρεμό τούς ἔσπρωξε τό ὅτι δέν γνωρίζουν τόν Κύριο. 

Ἄν λοιπόν ὁ Κύριος ἀγαπᾶ τό συντετριμμένο πνεῦμα, ἀντίθετα ἐναντιώνεται στούς ὑπερηφάνους καί δίνει χάρη στούς ταπεινούς. 

Κανένα κακό λοιπόν δέν εἶναι ἴσο μέ τήν ὑπερηφάνεια. Κάμνει τόν ἄνθρωπο δαίμονα, ἀλαζόνα, βλάσφημο, ἐπίορκο, καί νά ἐπιθυμεῖ φόνους καί θανάτους. Ὁ ὑπερήφανος πάντοτε ζεῖ μέ λύπες, πάντοτε ἀγανακτεῖ, πάντοτε ἀδημονεῖ. Δέν ὑπάρχει τίποτε πού νά μπορέσει νά ἱκανοποιήσει τό πάθος του. 

Κι ἄν ἀκόμα ἔβλεπε τό βασιλιά νά σκύβει καί νά τόν προσκυνᾶ, δέν θά χόρταινε, ἀλλά περισσότερο θά ἄναβε. Ὅπως οἱ φιλάργυροι, ἔτσι κι οἱ ἀλαζόνες ὅση τιμή κι ἄν ἀπολαύσουν ἐπιθυμοῦν ἀκόμη περισσότερη. Μεγαλώνει σέ αὐτούς τό πάθος (πραγματικά εἶναι πάθος), καί τό πάθος δέ γνωρίζει ὅρια, ἀλλά τότε μόνο σταματᾶ, ὅταν σκοτώσει αὐτόν πού τό ἔχει. 

Δέ βλέπεις τούς μεθυσμένους πού πάντα διψοῦν γιά ποτό; Γιατί εἶναι πάθος. Δέν εἶναι φυσική ἐπιθυμία, ἀλλά μιά ἀρρώστια διεστραμμένη. Δέ βλέπεις ἐκείνους πού τούς ὀνομάζουν “βουλιμιῶντες”, γιατί πάντα πεινοῦν; Εἶναι πάθος, ὅπως λένε οἱ γιατροί, γιατί ξέφυγε ἀπό τά φυσικά ὅρια. Ἔτσι κι οἱ πολυπράγμονες καί περίεργοι, ὅσα κι ἄν πληροφορηθοῦν δέν σταματοῦν, γιατί εἶναι πάθος καί ὅρια δέν ἔχει.

...Πῶς εἶναι δυνατόν νά σβήσουν τήν ἀλαζονεία; Ἄν γνωρίσεις τό Θεό. Γιατί, ἄν τό πάθος ἐμφανίζεται ἐξ αἰτίας τῆς ἄγνοιας πού ἔχουμε γιά τό Θεό, ἄν γνωρίσουμε αὐτόν, κάθε ἀλαζονεία ἀπομακρύνεται. 

Σκέψου καλά τή γέεννα, σκέψου τούς πολύ καλύτερους ἀπό σένα, σκέψου πόσα ὀφείλεις στό Θεό νά πληρώσεις. Ἄν αὐτά τά καταλάβεις, γρήγορα ταπείνωσες τό φρόνημα, γρήγορα τό ἔκαμψες. Ἀλλά δέν μπορεῖς νά τά κάμεις αὐτά; Εἶσαι πιό ἀδύναμος; Σκέψου τόν παρόντα βίο, τήν ἴδια τήν ἀνθρώπινη φύση, πώς ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι τίποτα. 

Ὅταν δεῖς κάποιον νά μεταφέρεται νεκρός στήν ἀγορά καί νά ἀκολουθοῦν παιδιά ὀρφανά, χήρα γυναίκα νά ὀδύρεται, τούς φίλους καταλυπημένους, σκέψου τή μηδαμινότητα τῶν παρόντων πραγμάτων καί ὅτι δέν διαφέρουν σέ τίποτε ἀπό τή σκιά καί τά ὄνειρα.

... ἀναλογίσου τή φύση μας, ἀπό ποῦ πλάσθηκε καί ποῦ τελειώνει. Σκέψου ὅταν κοιμᾶσαι τί ἀξία ἔχεις, δέν μπορεῖ καί τό μικρό θηρίο νά σέ σκοτώσει; Πολλούς συχνά κι ἕνα μικρό ζωΰφιο πού ἔπεσε ἀπό τό ταβάνι τούς ἔβγαλε τό μάτι ἤ ἔγινε αἰτία κάποιου ἄλλου κινδύνου. Τί δηλαδή; Δέν εἶσαι ἀπό ὅλα τά θηρία ὁ πιό ἀδύναμος; Ἀλλά τί λές; Ὅτι ὑπερέχεις ὡς πρός τό λογικό; Μά νά, δέν ἔχεις λογικό, γι’ αὐτό ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἀπόδειξη τοῦ παραλογισμοῦ σου. 

Γιατί πές μου, γιά ποιό πρᾶγμα καμαρώνεις; Γιά τή σωματική σου εὐεξία; Ἀλλά ἡ νίκη ἀνήκει στά ἄλογα ζῶα. Αὐτό τό ἔχουν καί οἱ ληστές καί οἱ φονιάδες καί οἱ τυμβωρύχοι. Μήπως γιά σύνεση; Ἀλλά δέν εἶναι γνώρισμα τῆς σύνεσης ἡ μεγαλοφρόνηση. Μέ αὐτό λοιπόν πρῶτα στερεῖς τόν ἑαυτό σου ἀπό τό νά γίνεις συνετός.

Ἄς καταστείλουμε τά φρονήματά μας, ἄς γίνουμε μετριόφρονες, ταπεινοί καί ἐπιεικεῖς. Γιατί αὐτούς πρό πάντων τούς μακάρισε ὁ Χριστός, λέγοντας “μακάριοι οἱ ταπεινόφρονες στό πνεῦμα” καί πάλι φώναζε λέγοντας “μάθετε ἀπό μένα ὅτι εἶμαι πρᾶος καί ταπεινός στήν καρδιά”. Γι’ αὐτό ἔπλυνε τά πόδια τῶν μαθητῶν, δίδοντας σέ μᾶς παράδειγμα ταπεινοφροσύνης.”

“Γιατί τέτοια εἶναι ἡ φύση τῆς ὑπερηφάνειας, σπάει τό δεσμό τῆς ἀγάπης, ἀποκόπτει τόν πλησίον καί κάνει τόν ὑπερήφανο νά ζεῖ ἀπομονωμένος. Καί ὅπως ἕνας τοῖχος ὅταν φουσκώσει γκρεμίζει τήν οἰκοδομή, ἔτσι ἀκριβῶς καί ἡ ψυχή ὅταν φουσκώσει ἀπό ὑπερηφάνεια δέν ἀνέχεται τή συναναστροφή μέ ἄλλον, πρᾶγμα πού ἔπαθε καί ἡ Κόρινθος τότε. 

Καί μεταξύ τους συγκρούστηκαν καί κομμάτιασαν τήν ἐκκλησία καί ὅρισαν στόν ἑαυτό τους πάρα πολλούς ἄλλους δασκάλους καί ἀφοῦ χωρίσθηκαν σέ φατρίες καί ὁμάδες κατέστρεψαν τό κύρος τῆς ἐκκλησίας. (Α΄ Κορ. α΄ 10-13). Γιατί τό κύρος τῆς ἐκκλησίας τό διατηροῦν οἱ πιστοί ὅταν εἶναι ἑνωμένοι μεταξύ τους σάν ἕνα σῶμα”.


Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Τρίτη 26 Αυγούστου 2014

Γιατί είμαι έτοιμος να πάθω και πάλι και πολλές φορές ακόμα για τη σωτηρία των ανθρώπων!

Βρέθηκα κάποτε στην Κρήτη- γράφει ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης - όπου με φιλοξένησε ο ιερός Κάρπος. Άνθρωπος περισσότερο από κάθε άλλον ικανός στην θεοπτία, για την πολλή καθαρότητα του νου του. Δεν τολμούσε μάλιστα να τελέσει τα ιερά μυστήρια, αν προηγουμένως, κατά τις προκαταρτικές ευχές, δεν του παρουσιαζόταν κάποια ιερή κι ευνοϊκή όραση.

Έλεγε λοιπόν ο Κάρπος, πως κάποτε τον είχε λυπήσει ένας άπιστος. Και αιτία της λύπης ήταν ότι ο άπιστος χώρισε απο την Εκκλησία κι έσυρε στην αθεΐα ένα χριστιανό, όταν ακόμα τελούνταν οι ιλάριες ημέρες του δηλαδή η εβδομάδα που μόλις είχε βαπτισθή.

Σ' αυτή την περίπτωση ο Κάρπος όφειλε να προσευχηθεί με αγαθότητα και για τους δύο, και παίρνοντας έτσι βοηθό το Σωτήρα Θεό, τον ένα να επαναφέρει στην Εκκλησία και τον άλλο να κερδίσει με την καλοσύνη του, μη σταματώντας να τον νουθετεί σ' όλη του τη ζωή. Μ' αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να τους οδηγήσει στη γνώση του αληθινού Θεού.

Αυτός όμως, δεν ξέρω πως, έπαθε κάτι που δεν είχε ξαναπάθει. Άφησε δηλαδή να γλιστρήσει μέσα στην ψυχή του μεγάλη αγανάκτηση και πικρία, κι έπεσε να κοιμηθεί- μια και ήταν βράδυ- βρισκόμενος σ' αυτή την άσχημη ψυχική κατάσταση.

Γύρω στα μεσάνυχτα σηκώθηκε- γιατί συνήθιζε να ξυπνάει μόνος του αυτή την ώρα, για να ψέλνει τους ιερούς ύμνους. Καθώς όμως στεκόταν στην προσευχή, ένιωθε εμπαθή λύπη και στεναχώρια, κι έλεγε πως δεν είναι δίκαιο να ζούν ανθρώποι άθεοι, που διαστρέφουν τους ίσιους δρόμους του Κυρίου. Και λέγοντας αυτά, παρακαλούσε τον Θεό να ρίξει κεραυνό και να δώσει μεμιάς τέλος στη ζωή και των δύο απίστων.

Δεν τελείωσε τα λόγια του, και του φάνηκε, λέει, πως είδε ξαφνικά το σπίτι, όπου βρισκόταν, να σείεται πρώτα, κι έπειτα να χωρίζεται στα δυό, από την οροφή μέχρι τα θεμέλια, ενώ μια υπέρλαμπρη πύρινη φλόγα κατέβαινε από τον ουρανό μέχρι τον ίδιο. Ο τόπος του φαινόταν τώρα πια σαν υπαίθριος. Το ουράνιο στερέωμα ήταν ανοικτό και πάνω του καθόταν ο Ιησούς, ενώ απειράριθμοι ανθρωπόμορφοι άγγελοι παράστεκαν δίπλα Του. Κοιτάζοντας ο Κάρπος προς τα πάνω, έβλεπε όλα αυτά και θαύμαζε.

Όταν όμως έσκυψε και προς τα κάτω, είδε, λέει, και το έδαφος σκισμένο σ' ένα απύθμενο και σκοτεινό χάσμα. Είδε κι εκείνους τους ανθρώπους που καταριόταν, να στέκονται μπροστά του, στο άνοιγμα του χάσματος, τρομοκρατημένοι, ελεεινοί, έτοιμοι να γκρεμιστούν από στιγμή σε στιγμή, γιατί έτρεμαν τα πόδια τους. 

Κάτω από το χάσμα έβγαιναν φίδια, που σέρνονταν μέχρι τα πόδια τους, άλλοτε πασχίζοντας να τους παρασύρουν, κουλουριάζοντας τα σώματα και πιέζοντας και τραβώντας τους, και άλλοτε ερεθίζοντας και γαργαλίζοντας με τα δόντια και τις ουρές. 

Με λίγα λόγια, με κάθε τρόπο τα φίδια προσπαθούσαν να τους ρίξουν μέσα στο χάος. Είδε ακόμη ανάμεσα στα φίδια μερικούς αγριανθρώπους, που ορμούσαν μαζί μ' αυτά εναντίον των δύο δυστυχισμένων, ταρακουνώντας και σπρώχνοντας και χτυπώντας τους. Και φαίνονταν έτοιμοι να πέσουν και οι δυό- ζητώντας το από τη μιά, αλλά αλλάζοντας γνώμη από την άλλη. Εξαναγκάζονταν σ' αυτό από το κακό, αλλά και πείθονταν, θαρρείς, σιγά σιγά.

Ο Κάρπος ευχαριστιόταν, καθώς έλεγε, να βλέπει ότι γινόταν κάτω, κι έτσι αδιαφορούσε για τα πάνω. Ανυπομονούσε να πέσουν, και στεναχωριόταν που δεν είχαν πέσει ακόμα! Πολλές φορές μάλιστα προσπάθησε κι αυτός να τους ρίξει, μα δεν τα κατάφερε, και γι' αυτό αγανάκτησε κι άρχισε τις κατάρες.

Όταν τελικά σήκωσε το βλέμμα ψηλά, είδε πάλι τον ουρανό, όπως ακριβώς τον είχε δεί και πρίν. Είδε και τον Ιησού, γεμάτο έλεος για τα γινόμενα, να κατεβαίνει μέχρι τους δυό ανθρώπους και να τους προσφέρει το πανάγαθο χέρι Του σε βοήθεια. Έτρεξαν και οι άγγελοι να βοηθήσουν.

Άπλωσε τότε ο Ιησούς το άλλο χέρι Του και είπε στον Κάρπο:

- Χτύπα εμένα, λοιπόν! Γιατί είμαι έτοιμος να πάθω και πάλι και πολλές φορές ακόμα για τη σωτηρία των ανθρώπων! Και θα το κάνω με χαρά, αν πρόκειται να μην αμαρτήσουν άλλοι.

Πρόσεχε όμως, μην τυχόν την παραμονή σου μαζί με το Θεό και τους αγαθούς και φιλανθρώπους αγγέλους την ανταλλάξεις δίκαια με την παραμονή μέσα στο χάσμα, μαζί με τα φίδια!


Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης

Ο ευαίσθητος είναι ψυχικά αδύνατος, είναι άρρωστος;

- Γέροντα, ο ευαίσθητος είναι ψυχικά αδύνατος, είναι άρρωστος; 

- Όχι, τό φιλότιμο και η ευαισθησία είναι φυσικά χαρίσματα, άλλα κατορθώνει δυστυχώς ο διάβολος να τα εκμεταλλεύεται. 

Έναν ευαίσθητο άνθρωπο τον κάνει συχνά νά μεγαλοποιή τά πράγματα, γιά νά μήν μπορεί να σηκώση κάποια δυσκολία ή νά τήν σηκώνη γιά λίγο καί μετά να κάμπτεται, νά απογοητεύεται, να ταλαιπωρήται, καί τελικά νά σακατεύεται.

Άν αξιοποίηση τήν κληρονομική ευαισθησία, θα γίνει ουράνια. Άν άφήση να την εκμεταλλευθή ο διάβολος, θα πάει χαμένη.

Γιατί, αν δεν αξιοποιή ο άνθρωπος τα χαρίσματα του, τα εκμεταλλεύεται ο διάβολος. Έτσι πετάει τα δώρα του Θεού.

Αντί νά εύγνωμονή τον Θεό, τα παίρνει όλα ανάποδα. Ό ευαίσθητος, όταν πιστεύη στον λογισμό του, μπορεί νά κατάληξη ακόμη και στο ψυχιατρείο, ενώ ο αδιάφορος με τό «δέν βαριέσαι» δέν πάει βέβαια καλά, άλλα τουλάχιστον δεν καταλήγει καί στο ψυχιατρείο. Γι' αυτό τό ταγκαλάκι κυνηγάει τους ευαίσθητους ανθρώπους. 

Άλλοι πάλι βάζουν έναν λογισμό, ή μάλλον τό ταγκαλάκι τους φέρνει έναν λογισμό, ότι έχουν κληρονομική επιβάρυνση, και προσπαθεί να τους πείση νά πιστέψουν ότι κάτι έχουν. Τους φοβίζει, για νά τους ζαλίση και να τους αχρηστέψη στά καλά καθούμενα. Άλλα και κάτι κληρονομικό άν υπάρχη, μπροστά στην Χάρη του Θεού τίποτε δεν μπορεί να σταθή.


Γέροντας Παΐσιος

Όταν πικραίνεσαι και αγανακτείς

Όλοι γνωρίζουμε τον πόλεμο των λογισμών, τον οποίο μας κάμνει ο διάβολος. 

Όταν, λοιπόν, κάποια φορά ρωτήσαμε για το πρόβλημα αυτό τον Γέροντα Πορφύριο, μας είπε: 

"Εσείς προχωράτε στο δρόμο σας. Ο διάβολος έρχεται με τους λογισμούς και σας τραβά από το μανίκι, για να σας αποπροσανατολίσει. Εσείς να μη γυρίζετε να πιάνετε κουβέντα μαζί του ή ν' αντιδικείτε μαζί του. Εσείς να προχωράτε στο δρόμο σας. Αυτός θα σας τραβά από το μανίκι, αλλά εσείς να προχωράτε στο δρόμο σας και κάπου θα βαρεθεί και θα σας αφήσει".

Μια μέρα, που σκέψεις πικρίας με κατέκλυζαν για κάποιους ανθρώπους, που με κατέκριναν αδίκως, ο Γέροντας έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για την επιθετική μου, όπως είπε, στάση. Του αντέτεινα, ότι ούτε είπα, ούτε έκανα οτιδήποτε εναντίον των επικριτών μου, αλλά μόνο σκεπτόμουν αρνητικά, χωρίς να εξωτερικεύομαι, χωρίς να θίγω κανέναν.

Τότε ο Γέροντας μου φανέρωσε ακόμη ένα μυστικό του πνευματικού αγώνος, λέγοντάς μου: 

"Για οποιαδήποτε άδικη κατηγορία εις βάρος σου να μην αγανακτείς, ούτε από μέσα σου. Είναι κακό! Το κακό αρχίζει από τις κακές σκέψεις. Όταν πικραίνεσαι και αγανακτείς, έστω μόνο με τη σκέψη, χαλάς την πνευματική ατμόσφαιρα. Εμποδίζεις το Άγιο Πνεύμα να ενεργήσει και επιτρέπεις στο διάβολο να μεγαλώσει το κακό. Εσύ πάντοτε να προσεύχεσαι, να αγαπάς και να συγχωρείς, διώχνοντας από μέσα σου κάθε κακό λογισμό".

Δίδασκε δηλαδή ο Γέροντας Πορφύριος ότι η κακή σκέψη μας για κάποιο συνάνθρωπό μας από τη μια μεριά μολύνει την ψυχή μας ως αμαρτία, από την άλλη μεριά κάνει ή μπορεί να κάνει κακό σ' αυτόν. 

Η κακή σκέψη εκπέμπει μία κακή δύναμη, που επηρεάζει τον άλλον, όπως η προσευχή τον βοηθά. Βέβαια όλα αυτά πρέπει να κατανοηθούν σωστά μέσα στη διδασκαλία της Εκκλησίας για την ύπαρξη πονηρών και αγαθών πνευμάτων και το έργο τους, που είναι για τα πονηρά μεν η διαβολή, το ψεύδος, η ταραχή, η διχόνοια κ.λπ., για τα αγαθά δε η διακονία εκείνων που μέλλουν να κληρονομήσουν τη βασιλεία του Θεού. 

Η κακή σκέψη δεν κρύβεται. Επηρεάζει δυσμενώς για μας εκείνον για τον οποίον σκεπτόμαστε άσχημα, ακόμη και από μακριά, ακόμη και όταν δεν συνειδητοποιεί αυτός τα λόγο για τον οποίο έρχεται σε αντίθεση μαζί μας. Οφείλουμε, λοιπόν, να είμεθα "καθαροί τη καρδία", καθαροί όχι μόνο από κακά έργα, αλλά και από κακές σκέψεις, ιδιαίτερα δε από τη μνησικακία ή την πίκρα.


Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης

Δευτέρα 25 Αυγούστου 2014

Έλα, Παρθένε Θεοτόκε, μέσα στη καρδιά μου...


Μεγάλη μου Μητέρα. 
Σένα που αγάπησα από τόσο μικρός.
Σε που υπηρέτησα έστω με άγνοια τότε. 
Σε, Παναγία μου, και τώρα θέλω να Σ' έχω συντροφιά.

Έλα, Παρθένε Θεοτόκε, μέσα στη καρδιά μου. Συ είσαι η Θεοτόκος και η Πλατυτέρα που κρατείς Τον τα σύμπαντα κρατούντα.

Έλα μέσα μου, γίνε ο πρόδρομος Συ, για να έλθει και ο Υιός Σου με όλη την Παναγία Τριάδα μέσα μου.

Συ Παρθένε περιπατούσες με τον Ιησού Σου στα ακρογιάλια της Τιβεριάδος. Κάνε τον περίπατο αυτό και στη δική μου Τιβεριάδα.

Η παρουσία και των δυό σας πόσο απαραίτητη μου είναι.
Το ξέρω ότι μ' αγαπάς. Είδα την προστασία Σου τόσες φορές. Σ΄ευχαριστώ γιατί θα μου τη χαρίσεις και σήμερα και αύριο μέχρι τέλους.
Αμήν.

Μητροπολίτης Χαλκίδος
+ Νικόλαος Σελέντης

Σώμα και σαρκικό φρόνημα

«Πνεύματι περιπατείτε και επιθυμίαν σαρκός ου μη τελέσητε. Η γαρ σαρξ επιθυμεί κατά του Πνεύματος, το δε Πνεύμα κατά της σαρκός ταύτα δε αντίκειται αλλήλοις, ίνα μη α αν θελητε, ταύτα ποιήτε» (Γαλ. 5, 16-17). 
(Να καθορίζει το Πνεύμα τη διαγωγή σας και τότε δεν θ' ακολουθείτε τις αμαρτωλές επιθυμίες σας γιατί οι αμαρτωλές επιθυμίες είναι αντίθετες με το Πνεύμα και το Πνεύμα αντίθετο με τις αμαρτωλές επιθυμίες).

Εδώ μερικοί εκφράζουν αντίθετη γνώμη, υποστηρίζοντας ότι έτσι ο Απόστολος χωρίζει στα δύο τον άνθρωπο, γιατί τον παρουσιάζει σαν να είναι δημιουργημένος από αντιμαχόμενα στοιχεία και δείχνει έτσι ότι υπάρχει διαμάχη ανάμεσα στο σώμα και στη ψυχή.

Αυτά όμως δεν είναι σωστά· δεν είναι, γιατί εδώ σάρκα δεν ονομάζει το σώμα· αν με τη λέξη σάρκα εννοούσε το σώμα, τότε τί σημαίνει το «επιθυμεί κατά του πνεύματος», αφού το σώμα δεν ανήκει σ' αυτά που κινούν, αλλά σ' αυτά που κινούνται, δεν ανήκει σ' αυτά που ενεργούν, αλλά που ενεργούνται;

Πώς λοιπόν μπορεί να λέει για το σώμα ότι αυτό «επιθυμεί», αφού η επιθυμία είναι ενέργεια της ψυχής και όχι του σώματος; Γιατί και σε άλλα γραφικά χωρία λέγεται: 

«Κατεπίθυμός εστιν η ψυχή μου», και «τί επιθυμεί η ψυχή σου και ποιήσω σοι» και «μη πορεύου κατά την επιθυμίαν της ψυχής σου» και αλλού πάλι «ούτως επιποθεί η ψυχή μου». Τί εννοεί λοιπόν ο Παύλος λέγοντας «η σαρξ επιθυμεί κατά του Πνεύματος»;

Με επίγνωση ονομάζει σάρκ
α όχι τη σωματική φύση αλλά την πονηρή προαίρεση, όπως όταν λέει: «Υμείς ουκ εστέ εν σαρκί, αλλ' εν πνεύματι» και πάλι «οι δε εν σαρκί όντες Θεώ αρέσαι ου δύνονται» (Ρωμ. 8, 8). Τί σημαίνουν λοιπόν όλα αυτά; Ότι πρέπει να αφανίσουμε το σώμα; Και αυτός ο ίδιος που λέει αυτά δεν περιβάλλεται με σώμα; Τέτοιες διδασκαλίες δεν ταιριάζουν στο σώμα, αλλά είναι διδασκαλίες του διαβόλου. «Εκείνος γαρ ανθρωποκτόνος ην απ' αρχής» (Ιωαν. 8, 44).

Τί εννοεί λοιπόν; Εδώ σάρκα ονομάζει το γήινο φρόνημα, τον ράθυμο και ακατάστατο λογισμό. Αυτό όμως δεν αποτελεί μομφή κατά του σώματος, αλλά κατηγόρια εναντίον της ράθυμης ψυχής· γιατί το σώμα είναι όργανο, και το όργανο δεν το αποστρέφεται κανείς ούτε το μισεί, αλλά μισεί εκείνον που κακώς το μεταχειρίζεται. 

Όπως και το μαχαίρι δεν το μισούμε ούτε το τιμωρούμε, αλλά τιμωρούμε το φονιά. Ωστόσο -επιμένουν να ισχυρίζονται- και αυτό ακόμα αποτελεί κατηγόρια του σώματος, το ότι δηλαδή χαρακτηρίζονται τα αμαρτήματα της ψυχής με την ονομασία της σάρκας.

Όμως εγώ, αν και το σώμα είναι κατώτερο από τη ψυχή, ομολογώ ότι επίσης και αυτό είναι καλό. Γιατί το λιγότερο καλό είναι και αυτό καλό -το κακό όμως δεν είναι απλά και μόνο μια κατώτερη βαθμίδα του καλού, αλλά είναι αντίθετο προς αυτό. 

Εσύ βέβαια, αν είσαι σε θέση ν' αποδείξεις, ότι η κακία δημιουργείται από το σώμα, τότε μπορείς να κατηγορείς το σώμα, εάν όμως μόνο και μόνο από την ονομασία επιχειρείς να τα διαβάλλεις, τότε θα πρέπει να κατηγορείς και τη ψυχή· αφού και αυτός που είναι στερημένος από την αλήθεια ονομάζεται «ψυχικός άνθρωπος» (Α' Κορ. 2, 14) και τα πλήθη των δαιμόνων λέγονται «πνεύματα πονηρίας» (Εφεσ. 6, 12).

Και πάλι με το όνομα της σάρκας συνηθίζει να ονομάζει η Γραφή και τα μυστήρια και ολόκληρη την Εκκλησία όταν λέει ότι είναι «σώμα του Χριστού» (Εφεσ. 1,23). Και εάν θέλεις ακόμα να θεωρείς επιτεύγματα αποκλειστικά της ψυχής αυτά που γίνονται με αυτή, διάγραψε με το νου τις αισθήσεις και τότε θα δεις τη ψυχή να μένει έρημη από κάθε γνώση, χωρίς να μπορεί να γνωρίσει τίποτε. 

Γιατί, εάν «τα αόρατα του Θεού από κτίσεως κόσμου τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται η τε αΐδιος αυτού δύναμις και θειότης» (Ρωμ. 1, 20), πώς θα μπορούσαμε να δούμε χωρίς τα μάτια;

Και, εάν «η πίστις εξ ακοής» (Ρωμ. 10, 17), πώς θα μπορούσαμε να ακούσουμε χωρίς τα αυτιά; Αλλά μήπως και το κήρυγμα και η περιοδεία δεν κατορθώνονται με τη γλώσσα και με τα πόδια; «Πώς γαρ κηρύξουσιν, εάν μη αποσταλώσι» (Ρωμ. 10, 15); Ακόμα και το γράψιμο γίνεται με το χέρι· βλέπεις λοιπόν ότι η υπηρεσία του σώματός μας γίνεται αιτία μυριάδων αγαθών;

Όταν λοιπόν λέει, «η σάρξ επιθυμεί κατά του Πνεύματος», μιλάει για δύο φρονήματα· αυτά είναι που έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους, δηλαδή η αρετή και η κακία, όχι η ψυχή και το σώμα. Γιατί αν αυτά ήταν αντίθετα μεταξύ τους, τότε θα έπρεπε και να αφανίζει το ένα το άλλο, όπως η φωτιά αφανίζει το νερό και το σκοτάδι το φως.

Η ψυχή όμως φροντίζει για το σώμα και με πολλούς τρόπους προνοεί γι' αυτό και μύρια υποφέρει, ώστε να μη το εγκαταλείψει και προβάλλει αντίσταση, όταν αποχωρίζεται απ' αυτό. 

Και το σώμα πάλι υπηρετεί την ψυχή και της προσκομίζει πολλή γνώση και από την κατασκευή του είναι προσαρμοσμένο στην ενέργειά της. 

Άρα πως θα μπορούσαν αυτά τα δύο να ήταν ενάντια μεταξύ τους και να αντιμάχεται το ένα το άλλο; εγώ αντίθετα όχι μόνο δεν τα βλέπω να είναι ενάντια, αλλά τα βλέπω να ομονοούν πάρα πολύ μεταξύ τους και πάνω στη πράξη να υποστηρίζει το ένα το άλλο.

Δεν λέει λοιπόν γι' αυτά ότι βρίσκονται σε αντίθεση μεταξύ τους, αλλά παρουσιάζει τη διαμάχη ανάμεσα στο πονηρό και στο αγαθό φρόνημα. Γιατί το «να θέλεις» και το «να μη θέλεις» είναι ενέργειες της ψυχής. Και γι' αυτή είναι που είπε «ταύτα δε αντίκειται αλλήλοις» (Γαλ. 5,16), για να μη επιτρέψεις στη ψυχή να πορεύεται κατά τις πονηρές της επιθυμίες. Μίλησε λοιπόν γι' αυτά ο Απόστολος με ακρίβεια δάσκαλου και παιδαγωγού[...].

«Φανερά δε εστί τα έργα της σαρκός, άτινά έστι πορνεία, μοιχεία, ακαθαρσία, ασέλγεια, φαρμακεία, ειδωλολατρία, έχθραι, έρεις, ζήλοι, θυμοί, εριθεΐαι, διχοστασίαι, αιρέσεις, φθόνοι, φόνοι, μέθαι, κώμοι, και τα όμοια τούτοις, α προλέγω υμίν, καθώς και προείπον, ότι οι τα τοιαύτα πράσσοντες, βασιλείαν Θεού ου κληρονομήοουσιν» (Γαλ. 5, 21).

Πες μου λοιπόν συ, που κατηγορείς το ίδιο σου το σώμα και νομίζεις ότι αυτά έχουν λεχθεί σαν να ήταν αυτό εχθρός και αντίπαλος, (γιατί έστω ότι σύμφωνα με την αντίληψή σας η μοιχεία και η πορνεία είναι έργα της σάρκας), εδώ, σ' αυτό το χωρίο, οι εχθρότητες και οι φιλονικίες και οι ζηλοτυπίες και οι ραδιουργίες και οι αιρέσεις και οι μαγείες πως θα μπορούσαν να ήταν έργα του σώματος, αφού αυτά, όπως βέβαια και τα υπόλοιπα, είναι έργα μόνο διεφθαρμένης προαιρέσεως;

Βλέπεις λοιπόν ότι δεν μιλάει εδώ για το σώμα αλλά για το χοϊκό φρόνημα που σέρνεται χαμηλά, γι' αυτό το λόγο και φοβερίζει λέγοντας, ότι «οι τα τοιαύτα πράσσοντες βαοιλείαν Θεού ου κληρονομήσουσι (Γαλ. 5, 21). 

Αν όμως αυτά ήταν έργα διεφθαρμένης φύσεως και όχι διεστραμμένης προαιρέσεως, τότε δεν θα έπρεπε να πει «πράττουν αλλά «πάσχουν. Να για ποιό λόγο αυτοί που κάνουν τέτοιες πράξεις ξεπέφτουν και από τη Βασιλεία· γιατί τα στεφάνια και οι τιμωρίες δεν ταιριάζουν σ' ό,τι γίνεται εκ φύσεως (και επομένως αναγκαστικά) αλλά εκ προαιρέσεως, και άρα ελεύθερα. Γι' αυτό ακριβώς και προαναγγέλλει ο Παύλος βραβεία και τιμωρίες.


Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
Υπόμνημα στην προς Γαλατάς. Κεφ. Ε.
(Απόδοση: Ιάκωβος Μάινας)