Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2013

Ο Άγιος Ιωσήφ ο Σαμάκος


 [ Ένας ασκητικός και φιλάνθρωπος άγιος της Κρήτης θαυματουργεί με το άφθαρτο σκήνωμά του στη Ζάκυνθο - 22 Ιανουαρίου ].

Ανάμεσα στο πλήθος των αγίων, που έλαμψαν με τη φιλόθεη βιοτή και την αγιαστική τους χάρη στην ιστορική μεγαλόνησο της Κρήτης, συγκαταλέγεται και ο τιμώμενος στις 22 Ιανουαρίου Άγιος Ιωσήφ ο Σαμάκος, ο οποίος έζησε ασκητικά, απέκτησε τη φήμη αγίου ανδρός και μέχρι σήμερα θαυματουργεί αδιάλειπτα με το άφθαρτο ιερό σκήνωμά του στο ευλογημένο νησί της Ζακύνθου. 

Ο Άγιος Ιωσήφ, ο επονομαζόμενος Σαμάκος, γεννήθηκε το 1440, λίγα χρόνια δηλαδή πριν την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, στο χωριό των Κεράμων, που είναι το σημερινό χωριό Αζωκέραμο της επαρχίας Σητείας της Κρήτης. Όταν απέκτησε την κατάλληλη ηλικία, παραδόθηκε από τους ευσεβείς γονείς του σε ένα σεβάσμιο πνευματικό γέροντα, που κατοικούσε στο μονύδριο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, του επονομαζομένου Δερματάνου, το οποίο βρισκόταν στον Χάνδακα, το σημερινό Ηράκλειο Κρήτης. Εκεί ο Ιωσήφ μελετούσε τα ιερά γράμματα και εξασκούσε την καλλιγραφία.

Μετά από λίγο καιρό απεβίωσαν οι θεοσεβείς γονείς του και έγινε κληρονόμος της περιουσίας τους, την οποία διένειμε στους φτωχούς. Στη συνέχεια επιδόθηκε σε σκληρότερους πνευματικούς αγώνες ποθώντας τα αιώνια και άφθαρτα αγαθά του Ουρανού. Η νηστεία, η προσευχή και οι αγρυπνίες ήταν η διαρκής ενασχόλησή του σε τέτοιο βαθμό, ώστε έφθασε σε ανώτατο ύψος αρετής αντιμετωπίζοντας με επιτυχία τις παγίδες του διαβόλου. Βλέποντας ο γέροντας την πνευματική πρόοδο του Ιωσήφ, ο οποίος διακρίθηκε για τη σεμνότητα, την ταπεινοφροσύνη και το σπάνιο ήθος του, τον έκειρε μοναχό και αφού δοκιμάσθηκε για αρκετό χρονικό διάστημα, χειροτονήθηκε ιερέας. Μετά όμως από λίγο καιρό αρρώστησε ο σεβάσμιος γέροντας και αφού τον ενουθέτησε πνευματικά, εγκατέλειψε την επίγεια ζωή. Του άφησε όμως την εντολή να μοιράσει την περιουσία του σε τρία μερίδια. Σύμφωνα με την επιθυμία του το ένα πήγε στο Άγιο Όρος, το άλλο στο Θεοβάδιστο Όρος Σινά και το τρίτο έμεινε για τη συντήρηση τη δική του και των φτωχών.

Μετά τον θάνατο του γέροντός του ανέλαβε ηγούμενος του μονυδρίου του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου και στη συνέχεια επισκέφθηκε τα πανάγια ιερά προσκυνήματα των Αγίων Τόπων. Επιστρέφοντας στο μοναστήρι του, αφιέρωσε όλη τη ζωή του στον Θεό και αφού έδωσε και το δικό του μερίδιο στους φτωχούς, επιδόθηκε ακόμη περισσότερο στην αρετή της φιλανθρωπίας. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι μετά από κάθε Θεία Λειτουργία μοίραζε τα πρόσφορα στους φτωχούς και συχνά επισκεπτόταν κρυφά τα σπίτια τους για να τους αφήσει τροφή, ενώ ποτέ δεν ξεχνούσε τους ασθενείς και τους φυλακισμένους. Μάλιστα μία φορά κατά την εορτή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου οι χριστιανοί είχαν φέρει στον ναό κεριά και θυμιάματα, αλλά δεν υπήρχε ούτε ένα πρόσφορο για την τέλεση της Θείας Λειτουργίας. Τότε ο Άγιος έστειλε τον διακονητή στο Άγιο Βήμα και καθʼ υπόδειξη του βρήκε όχι μόνο ένα, αλλά πολλά και μεγάλα πρόσφορα κατόπιν της θαυματουργικής επέμβασης του Θεού.



Άλλη μία φορά ο Άγιος έπρεπε να πάει σε κάποιον τόπο και στην πορεία του συνάντησε μερικούς Εβραίους, οι οποίοι έβαζαν κρασί από το ένα δοχείο στο άλλο. Οι Εβραίοι σκέφθηκαν να γελοιοποιήσουν τον Άγιο και να του προσφέρουν ένα ποτήρι κρασί. Τότε ο Άγιος πήρε το ποτήρι και αφού το ευλόγησε με το σημείο του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού, ήπιε λίγο κρασί και το υπόλοιπο το έριξε μέσα στο δοχείο. Τότε οι Εβραίοι εξαγριώθηκαν από το γεγονός και ζήτησαν να πληρώσει ο Άγιος όλο το κρασί. Ο Άγιος τους καθησύχασε και τους είπε, ότι όχι μόνο δεν τους προκάλεσε κάποιο κακό, αλλά απεναντίας θα πρέπει και να τον ευχαριστήσουν, αφού ευλόγησε το κρασί τους. Τότε οι Εβραίοι αισθανόμενοι την προσβολή, απευθύνθηκαν στον δούκα της πόλεως, ο οποίος κάλεσε τον Άγιο να απολογηθεί. Ο Άγιος εξιστόρησε το γεγονός και κατόρθωσε να κερδίσει την εύνοια και συγκατάθεση του δούκα. Οι Εβραίοι έφυγαν τότε απογοητευμένοι και εξαγριωμένοι, αφού δεν μπορούσαν να πιούν το κρασί, που είχε χριστιανική ευλογία. Γιʼ αυτό και το ευλογημένο κρασί δόθηκε στους φτωχούς χριστιανούς προς δόξαν Θεού.

Μετά από εβδομήντα χρόνια αδιάλειπτης προσευχής, πλούσιας φιλανθρωπικής προσφοράς και θαυμαστής αγιαστικής χάριτος ο ελεήμων και φιλάνθρωπος Άγιος Ιωσήφ εκοιμήθη οσιακώς εν ειρήνη στις 22 Ιανουαρίου 1511. 

Ενταφιάστηκε στο αγαπημένο του μοναστήρι και μετά από χρόνια πραγματοποιήθηκε η ανακομιδή του ιερού λειψάνου του, το οποίο βρέθηκε ακέραιο και ευωδιάζον. Το σκήνωμα του Αγίου κατατέθηκε στο καθολικό της μονής και αναρίθμητα είναι τα θαύματα, που τέλεσε ο Άγιος με τη χάρη του Θεού σε πλήθος ασθενών, που προσέτρεχαν σʼ αυτόν με πίστη και ευλάβεια.

 

Το 1669 οι Αγαρηνοί κατέλαβαν τον Χάνδακα και ο ευλαβής ιερέας Αντώνιος Αρμάκης μετέφερε στις 29 Αυγούστου 1669 το ιερό και σεβάσμιο λείψανο του θαυματουργού Αγίου Ιωσήφ του Σαμάκου στη Ζάκυνθο. Αρχικά το τοποθέτησε στην Ιερά Μονή του Αγίου Ιωάννου του Μαντινειού στα Ξηροβούνια Γαϊτανίου, όπου έμεινε μέχρι το 1915. Το 1915 μεταφέρθηκε στον Ιερό Ενοριακό Ναό του Παντοκράτορος στο χωριό Γαϊτάνι της Ζακύνθου, όπου φυλάσσεται μέχρι σήμερα ως αδιάλειπτος πηγή αγιασμού και χάριτος. Στην ιστορική και φιλόξενη Κρήτη ο Άγιος Ιωσήφ ο Σαμάκος τιμάται στο ομώνυμο περικαλλές παρεκκλήσιο στο χωριό Αζωκέραμο της επαρχίας Σητείας, που είναι και η γενέτειρά του, στον Ιερό Ενοριακό Ναό του Αγίου Γεωργίου Σητείας, όπου το δεξιό κλίτος του ναού είναι αφιερωμένο προς τιμήν του και στον Ιερό Ενοριακό Ναό της Αγίας Τριάδος Ηρακλείου, ο οποίος βρίσκεται στον χώρο του παλαιού μονυδρίου του Αγίου.

Η τήρηση των εντολών

του Μητρ. Μεσογαίας κ. Νικολάου

Είναι αλήθεια ότι η εποχή μας, αδικεί μια μεγάλη ευλογία που έχει δώσει ο Θεός. Την ευλογία των εντολών. Θεωρεί ότι η τήρηση των εντολών αποτελεί μια μηχανική, επιφανειακή ηθική και ότι ο λόγος περί τηρήσεως των εντολών είναι μια ηθικολογία που προάγει τον ευσεβισμό.

Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Αν προσέξουμε, θα δούμε ότι και το Ευαγγέλιο και η πατερική γραμματολογία και η εμπειρία της Εκκλησίας, είναι γεμάτα από προτροπές για τήρηση των εντολών και προσδιορίζουν την αγιότητα- μεταξύ άλλων- και ως έκφραση της τηρήσεως των εντολών • «εάν αγαπάτε με, τάς εντολάς τάς εμάς τηρήσατε», λέει ο ίδιος ο Κύριος. Η προσπάθεια τηρήσεως των εντολών, μας μεταφέρει από την αμφιβολία και τους επικίνδυνους ακροβατισμούς των «βιωμάτων», στην πραγματικότητα των αδυναμιών μας.

Διαβάζουμε συχνά ένα βιβλίο, κάνουμε μια ωραία συζήτηση, μιλάμε για τον πλατυσμό της καρδιάς, για τις αναρριχήσεις του νοός, για τις πνευματικές αναβάσεις, και μετά από λίγο μας διακόπτει ο άντρας ή η γυναίκα μας στο σπίτι, και αντιδρούμε με ένταση και εκνευρισμό. Τι έννοια έχουν τότε όλες αυτές οι συζητήσεις; 

Κρατάμε το κομποσχοίνι στο χέρι, τηρούμε ίσως τις νηστείες • επειδή έτσι μάθαμε, αλλά δεν μπορούμε να τηρήσουμε τις εντολές της αγάπης, της υπομονής. Και της αμοιβαίας ανοχής, της συγχωρητικότητας• νοείται το εξής φαινόμενο: Ενώ εμφανιζόμαστε με μια μοναχικού χαρακτήρα παραδοσιακότητα είμαστε πολύ σκληρόκαρδοι άνθρωποι. Αυτό πού μαλακώνει την ψυχή σαν σφυρί πού τη χτυπάει, είναι οι εντολές και ο αγώνας τους.

Οι εντολές υπάρχουν για δύο λόγους: Πρώτον, για να μας ταπεινώνουν καί, δεύτερον, για να μας δείχνουν την πορεία μας.

Πόσο αγώνα έχει μια εντολή! Πόση προσπάθεια! Είναι πιο εύκολο να διαβάσουμε ένα κομμάτι από τη Φιλοκαλία ή τα Ασκητικά του Άββά Ισαάκ, να νομίσουμε ότι το καταλάβαμε και να αισθανθούμε ότι φτάσαμε σε μια δήθεν «πνευματική κατάσταση», από το να προσπαθήσουμε να μην πούμε ένα ψέμα από αυτά πού αποκαλούμε συμβατικά ψέματα, ή από το να δεχθούμε το παιδί μας όπως είναι, ή να ανεχθούμε τους γονείς μας ή αμοιβαία ο ένας τον άλλο. 


Ο Μητρ. Μεσογαίας κ. Νικόλαος

Βλέπουμε λοιπόν, ότι όταν προσπαθούμε να τηρήσουμε τις εντολές δυσκολευόμαστε πολύ. Κι έτσι, ταπεινωνόμαστε ενώπιον τους.

Οι εντολές όμως πέρα από το γεγονός ότι μας ταπεινώνουν, λειτουργούν και ως οδοδείκτες στην πορεία μας. Βλέπει κανείς πολλές φορές στους ορεινούς δρόμους να υπάρχουν στα δεξιά και αριστερά της ασφάλτου, πάσσαλοι με φθορίζουσα ύλη πάνω τους, ώστε να δείχνουν το δρόμο, όταν αυτός καλύπτεται από τα χιόνια. 

Το ίδιο κάνουν κι οι εντολές• μας δείχνουν που πορευόμαστε. Γι' αυτό είναι πολύ σημαντικό να αναζητήσει κανείς, με τη συμπαράσταση του πνευματικού του, να προσδιορίσει τις εντολές για τις όποιες πρέπει να αγωνιστεί στη ζωή του. Με αυτό τον τρόπο μαθητεύει συνεχώς στο συγκεκριμένο αγώνα του. Δεν δικαιολογεί εύκολα τον εαυτό του όταν δεν τα καταφέρνει , δεν αδιαφορεί. Στέκεται με τιμιότητα απέναντι στην αλήθεια. Δεν ψεύδεται, ούτε ξεγελά τον εαυτό του , αλλά κοιτάζει ποιες από αυτές τις εντολές θα εφαρμόσει και σε ποιο βαθμό. Έτσι, διακρίνει το δρόμο και την πορεία του, και στη συνέχεια ζητάει με την προσευχή του την ενέργεια του Θεού και την ευλογία Του ώστε, αν κάποια από τις εντολές μπορεί να μεταμορφωθεί σε εμπειρία προσωπική , αυτό να γίνει μόνο με τη χάρι του Θεού.

Στην πνευματική ζωή, οι αρετές δεν αποτελούν κατάκτηση ή επίτευγμα, αλλά δώρο Θεού και καρπό του Αγίου Πνεύματος. Σε μας ανήκει η συναίνεση και η εμπιστοσύνη στη χάρι Του.

Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013

Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με!



- Προσπαθούμε νά λέμε συνέχεια τήν ευχή αλλά ο νούς μας περισπάται.

- Όταν λέμε τήν ευχήν όσο μπορούμε, ζορίζουμε και τό μυαλό νά καταλαβαίνουμε τί λέμε. Αυτό όμως γιά νά τό πετύχουμε θέλει πολλήν βίαν.

Όμως όταν δουλεύεις, λέγε συνέχεια μέ τό στόμα “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με“.

Ό νούς σίγουρα φεύγει, πάει στήν δουλειά, ταξιδεύει εδώ ή εκεί, όμως τό αυτί ακούει, κάτι πιάνει, και σιγά σιγά τό κατεβάζει στήν καρδιάν.

Αλλά και νά μήν καταλαβαίνεις εσύ τήν ευχήν, όμως ο σατανάς καταλαβαίνει πολύ καλά και τρέμει μόνο που ακούει τ’ όνομα του Χριστού.

Γέροντας Αρσένιος ο Σπηλαιώτης

Δέν εἶναι δύσκολο νά πεῖτε τήν εὐχή· ἀλλά δέν μπορεῖτε νά τήν πεῖτε σωστά, γιατί κλωτσάει ὁ παλαιός ἑαυτός σας !


Γέροντος Πορφυρίου

Γιά νά λεχθεῖ σωστά ἡ εὐχή πρέπει σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους Πατέρες, νά ὑπάρχει ὑπακοή, γιά νά βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος μέσα στήν Χάρι. Ἡ εὐχή γιά νά λεχθεῖ σωστά πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά κάνει ὑπακοή. Ἡ ὑπακοή ὁδηγεῖ στήν ταπείνωση, ἡ δέ ταπείνωση φέρνει τήν θεία χάρη. Μόνο τότε μπορεῖ νά πεῖ σωστά ὁ ἄνθρωπος τήν εὐχή. 

Ἔλεγε χαρακτηριστικά ὁ Γέρων Πορφύριος: «Δέν εἶναι δύσκολο νά πεῖτε τήν εὐχή· ἀλλά δέν μπορεῖτε νά τήν πεῖτε σωστά, γιατί κλωτσάει ὁ παλαιός ἑαυτός σας. Ἄν δέν μπεῖτε στήν ἀτμόσφαιρα τῆς χάριτος, δέν θά μπορέσετε νά κάνετε τήν εὐχή. Μόλις ἀκούσετε προσβλητικό λόγο, λυπᾶσθε καί μόλις σᾶς ποῦν καλό λόγο, χαίρεσθε καί λάμπετε;

Μ’ αὐτό δείχνετε ὅτι δέν εἶστε ἕτοιμοι, δέν ἔχετε τίς προϋποθέσεις. Γιά νά ἔλθει ἡ θεία χάρις, πρέπει ν’ ἀποκτήσετε τίς προϋποθέσεις, τήν ἀγάπη καί τήν ταπείνωση, διαφορετικά δημιουργεῖται ἀντίδραση. Γιά νά μπεῖτε σ’ αὐτή τή «φόρμα», θά ξεκινήσετε ἀπ’ τήν ὑπακοή. Πρέπει πρῶτα νά δοθεῖτε στήν ὑπακοή, γιά νά ἔλθει ἡ ταπείνωση. Βλέποντας τήν ταπείνωση ὁ Κύριος στέλνει τή θεία χάρι κι ἔπειτα ἔρχεται μόνη, ἀβίαστα ἡ προσευχή. Ἄν δέν κάνετε ὑπακοή καί δέν ἔχετε ταπείνωση, ἡ εὐχή δέν ἔρχεται καί ὑπάρχει καί φόβος πλάνης. Νά ἑτοιμάζεσθε σιγά σιγά, ἁπαλά ἁπαλά καί νά κάνετε τήν εὐχή μέσα στό νοῦ. Ὅ,τι εἶναι στό νοῦ, εἶναι καί στήν καρδιά».
Ἡ ταπείνωση πού προέρχεται ἀπό τήν ὑπακοή φέρνει τήν προσευχή. Δέν συμβαίνει τό ἀντίθετο δηλ. ἡ προσευχή δέν ὁδηγεῖ στήν ὑπακοή ἀλλά ἡ ὑπακοή στήν ἀληθινή προσευχή. Ἡ ὑπακοή καθιστᾶ τό νοῦ καθαρό ἀπό μέριμνες καί λογισμούς. Ὁ καθαρός νοῦς μπορεῖ νά προσεύχεται καθαρά. Αὐτή εἶναι ἡ κοινή πατερική θέση. «Θέλεις ν΄ ἀποκτήσεις προσευχή; Θέλεις, ὅταν λές τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ» νά τρέχουν τά δάκρυα ποτάμι ἀπό τά μάτια σου; Θέλεις νά ζήσεις τή ζωή τῶν ἀγγέλων; «Εὐλόγησον», «νά ‘ναι εὐλογημένο». Ὑπακοή» διδάσκει, ἀκολουθώντας τούς Ἁγίους Πατέρας, ὁ μακαριστός σύγχρονος ἁγιασμένος Γέροντας π. Ἐφραίμ Κατουνακιώτης.


Ἡ προσευχή πού γίνεται μέ ταπείνωση ἑλκύει ἀμέσως τήν θεία χάρη, σύμφωνα ἄλλωστε, μέ τό Γραφικό: «ὁ Θεός ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν».«Ἡ προσευχή γίνεται μόνο μέ τό Ἅγιον Πνεῦμα (δίδασκε ὁ Γέροντας). Αὐτό διδάσκει τήν ψυχή πῶς νά προσεύχεται. «Τό γάρ τί προσευξόμεθα, καθ’ ὅ δεῖ, οὐκ οἴδαμεν, ἀλλ’ αὐτό τό Πνεῦμα ὑπερεντυγχάνει ὑπέρ ἡμῶν στεναγμοῖς ἀλαλήτοις» (Ρωμ. 8, 26). 

Ἐμεῖς δέν χρειάζεται νά κάνομε καμία προσπάθεια. Ν’ ἀπευθυνόμασθε στόν Θεό μέ ὕφος ταπεινοῦ δούλου, μέ φωνή παρακλητική καί ἱκετευτική. Τότε ἡ προσευχή μας εἶναι εὐάρεστη στόν Θεό. Νά στεκόμαστε μέ εὐλάβεια ἐνώπιον τοῦ Ἐσταυρωμένου καί νά λέμε: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Αὐτό τά λέει ὅλα. Ὅταν κινηθεῖ γιά προσευχή ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, στό δευτερόλεπτο τοῦ δευτερολέπτου ἔρχεται ἡ θεία χάρις. Τότε ὁ ἄνθρωπος γίνεται χαριτωμένος καί βλέπει μέ ἄλλα μάτια τά πάντα. 

Τό πᾶν εἶναι ν’ ἀγαπήσομε τόν Χριστό, τήν προσευχή, τή μελέτη. Παίρνομε ἕνα ἑκατομμύριο καί τό κόβομε κομματάκια. Τοῦ ἀνθρώπου ἡ προσπάθεια εἶναι τό ἕνα ἑκατομμυριοστό. Πρίν ἀπ’ τήν προσευχή ἡ ψυχή πρέπει νά προετοιμάζεται μέ προσευχή. Προσευχή γιά τήν προσευχή.

Σέ ἄλλη περίπτωση πάλι ὁ Γέροντας ἔλεγε: ««Πῶς ἔρχεται ἡ Θεία Χάρις; Μέ τήν ταπείνωση καί τήν προσευχή. Ἀλλά ἡ προσευχή μας πρέπει νά εἶναι δυνατή καί ζωντανή. Ὅταν προσευχώμαστε μέ πίστη καί ὑπομονή, πάντοτε ἔχουμε ἀποτελέσματα».

Ἡ προσευχή πρέπει νά γίνεται μέ ὕφος ταπεινό καί φωνή παρακλητική. Ὅταν παρουσιαζόμαστε μπροστά στόν Θεό πρέπει νά παρουσιαζόμαστε σάν τόν κατάδικο στό δικαστήριο, σάν τό μυρμήγκι· σάν τόν ἐλεεινότερο καί ἀθλιώτερο ὅλων τῶν ἀνθρώπων καί τῶν δαιμόνων καί τῶν κτισμάτων. Ἔλεγε ὁ Γέροντας: «Ὅταν παιδί μου, ἀπευθυνόμεθα στό Θεό, δέν παίρνουμε ὕφος στράτιωτικοῦ, πού διατάσσει τά φανταράκια. Ἀλλά ὕφος ταπεινοῦ δούλου καί φωνή ἱκετευτική καί πολύ παρακλητική. Μόνο αὐτή ἡ φωνή φθάνει στό θρόνο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος σάν φιλόστοργος Πατέρας πού εἶναι, ἱκανοποιεῖ τό αἴτημά μας καί «ἀντικαταπέμπει ἡμῖν τήν θείαν χάριν καί τήν δωρεάν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος!»». (Στό βιβλίο Ἀν. Καλλιάτσου, Ὁ πατήρ Πορφύριος. Ἀθῆναι 2000, σελ. 205).

Οἱ προσευχές μας δέν εἰσακούονται, ἐπεσήμαινε, ὅταν δέν ἀγαπᾶμε τόν πλησίον μας ὅπως τόν ἑαυτό μας καί δέν τηροῦμε τίς ἐντολές Του. Ἔλεγε ὁ Γέροντας τῆς διπλῆς ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης: «Οἱ προσευχές μας δέν εἰσακούονται, διότι δέν εἴμαστε ἄξιοι. Πρέπει νά γίνεις ἄξιος, γιά νά προσευχηθεῖς. Δέν εἴμαστε ἄξιοι, διότι δέν ἀγαπᾶμε τόν πλησίον μας ὡς ἑαυτόν…Ἄξιοι γίνονται ὅσοι ἐπιθυμοῦν καί λαχταροῦν νά γίνουν τοῦ Χριστοῦ, ὅσοι δίνονται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Νά μήν ἔχεις κανένα θέλημα, αὐτό ἔχει μεγάλη ἀξία, εἶναι τό πᾶν. Ὁ σκλάβος δέν ἔχει κανένα θέλημα. Τό νά μήν ἔχουμε κανένα θέλημα μπορεῖ νά γίνει μ’ ἕναν τρόπο ἁπαλό· μέ τήν ἀγάπη στόν Χριστό καί τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν Του».

Ἀνιδιοτέλεια στήν προσευχή καί ἀγάπη, ὄχι σφίξιμο εἶναι αὐτά πού τόνιζε ὁ Γέροντας. «Τά πάντα (δίδασκε) νά τά κάνεις μέσα στήν ἀγάπη. Νά κινεῖσαι μέσα στήν ἀγάπη. Ἀπό ἀγάπη στόν Θεό νά κάνεις τόν κόπο, τόν κάθε κόπο. Νά αἰσθάνεσαι ἀγάπη, εὐγνωμοσύνη πρός τόν Θεό, χωρίς νά ἔχεις στό νοῦ σου νά ἐπιτύχεις κάτι. Ἀξία ἔχει νά λέεις τήν εὐχή μέ τρυφερότητα ψυχῆς, μέ ἀγάπη, μέ λαχτάρα, καί τότε δέν θά σοῦ φαίνεται κουραστική· ὅπως ὅταν λέεις, «μητέρα μου…πατέρα μου», καί νιώθεις πλήρη ἀνάπαυση.Ὄχι λοιπόν βία, γιά ν’ ἀποκτήσεις τήν εὐχή. 

Ὄχι, «θ’ ἀγωνισθῶ, γιά ν’ ἀποκτήσω τήν εὐχή καί νά κερδίσω τόν Παράδεισο». Νά μήν σκέπτεσαι ὅτι στόν οὐρανό θά λάβεις ἑκατονταπλασίονα. Νά λέεις τήν εὐχή χωρίς ὑπολογισμούς, χωρίς ὑστεροβουλίες, ὄχι γιά νά κερδίσεις κάτι. Κι ἄν κάνεις χίλιες μετάνοιες, γιά νά μπεῖς στόν Παράδεισο, δέν ἔχει ἀξία. Νά τό κάνεις ἀπό ἀγάπη κι ἄν ὁ Θεός θέλει νά σέ βάλει στήν κόλαση, ὅ,τι θέλει ἄς κάνει. Αὐτό σημαίνει ἀνιδιοτέλεια. Δέν ἔχει ἀξία νά κάνεις ἑκατό μετάνοιες καί νά μή νιώθεις τίποτα. Ἄς κάνεις εἴκοσι μόνο ἤ δεκαπέντε, ἀλλά νά γίνονται μέ συναίσθηση καί ἀγάπη στόν Κύριο καί μέ συμμόρφωση στίς θεῖες ἐντολές Του. 

Ἔτσι σιγά σιγά φεύγουν τά πάθη, ὑποχωροῦν οἱ ἁμαρτίες καί ἁπαλά ἁπαλά, χωρίς νά σφιγγόμαστε, μπαίνομε στή προσευχή. Ἅμα εἶσαι ἄδειος, πού σημαίνει, ὅτι δέν ἔχεις ἀγάπη, καί μετάνοιες καί προσευχή νά κάνεις, τίποτα δέν κάνεις. Καί ὅταν γιά ὁποιονδήποτε λόγο ἔρχεσαι σέ κατάνυξη, νά μή χάνεις τήν εὐκαιρία νά λέεις τήν εὐχή κι ἔτσι σιγά σιγά σοῦ γίνεται βίωμα. Ὅταν προχωρήσεις, δέν εἶναι ἡ σκέψη τῆς εὐχῆς, πού ἀκούγεται στό νοῦ, ἀλλά εἶναι κάτι ἄλλο. Εἶναι κάτι πού τό αἰσθάνεσαι μέσα σου, ἀλλά χωρίς ἐσύ νά κάνεις προσπάθεια. Αὐτό τό «κάτι» εἶναι ἡ θεία χάρις, πού σοῦ χαρίζει ὁ Χριστός».


Ἡ εὐχή ὅπως καί κάθε πνευματική ἐργασία, ἐπεσήμαινε, πρέπει νά γίνεται ἁπλά καί ἁπαλά, χωρίς σφίξιμο καί ἄγχος. Ἐπίσης πρέπει νά λέγεται χωρίς κανένα ἄλλο λογισμό, χωρίς νά σκεφτόμαστε τίποτα ἄλλο· καί ὄχι συνέχεια ἀλλά ὅταν ὑπάρχει διάθεση καί ἀτμόσφαιρα κατανύξεως. Εἶχε ἐργαστεῖ πάρα πολύ πάνω στήν εὐχή καί μποροῦσε νά συμβουλεύει ἀποτελεσματικά καί αὐθεντικά ἐξ ἐμπειρίας: «Ἡ νοερά προσευχή γίνεται μόνο ἀπό ἐκεῖνον πού ἔχει ἀποσπάσει τήν χάρι τοῦ Θεοῦ. Δέν πρέπει νά γίνεται μέ τή σκέψη, «νά τή μάθω, νά τήν καταφέρω, νά τήν φθάσω», γιατί μπορεῖ νά ὁδηγηθοῦμε στόν ἐγωισμό καί στήν ὑπερηφάνεια. Χρειάζεται πείρα, λαχτάρα, ἀλλά καί σύνεση, προσοχή καί φρόνηση, γιά νά εἶναι ἡ προσευχή καθαρή καί θεάρεστη. Ἕνας λογισμός, «εἶμαι προχωρημένος», τά χαλάει ὅλα. 

Τί νά ὑπερηφανευθοῦμε; Δέν ἔχομε τίποτα δικό μας. Αὐτά τά θέματα εἶναι λεπτά. Νά προσεύχεσθε χωρίς νά σχηματίζετε στό νοῦ σας εἰκόνες. Νά μή φαντάζεσθε τόν Χριστό. Οἱ Πατέρες ἐτόνιζαν τό ἀνεικόνιστον στήν προσευχή. Μέ τήν εἰκόνα ὑπάρχει τό εὐόλισθον, διότι ἐνδέχεται στήν εἰκόνα νά παρεμβληθεῖ ἄλλη εἰκόνα. Ἐνδέχεται καί ὁ πονηρός νά κάνει παρεμβολές καί νά χάσομε τήν χάρι. Ἡ εὐχή νά γίνεται μέσα μας μέ τό νοῦ καί ὄχι μέ τά χείλη, γιά νά μή δημιουργεῖται διάσπαση καί ὁ νοῦς νά πηγαίνει ἀπό δῶ καί ἀπό κεῖ. Μέ ἕναν ἁπαλό τρόπο ἐμεῖς νά βάλομε στό νοῦ μας τόν Χριστό, λέγοντας ἁπαλά ἁπαλά: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».

Νά μή σκέπτεσθε τίποτα, παρά μόνο τά λόγια «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Τίποτ’ ἄλλο.. Τίποτα. Ἥρεμα, μέ τά μάτια ἀνοικτά, γιά νά μήν κινδυνεύετε ἀπό φαντασίες καί πλάνες, μέ προσοχή καί ἀφοσίωση νά στρέφεσθε στόν Χριστό. Νά λέτε τήν εὐχή μέ τρόπο ἁπαλό καί ὄχι συνέχεια, ἀλλά ὅταν ὑπάρχει διάθεση καί ἀτμόσφαιρα κατανύξεως, ἡ ὁποία εἶναι δῶρο τῆς θείας χάριτος. Χωρίς τήν χάρι αὐτόϋπνωτίζεσαι καί μπορεῖ νά πέσεις σέ φῶτα καί πλάνη καί παράκρουση. Νά μή γίνεται ἡ εὐχή ἀγγάρια. Ἡ πίεση μπορεῖ νά φέρει μία ἀντίδραση μέσα μας, νά κάνει κακό. Ἔχουν ἀρρωστήσει πολλοί μέ τήν εὐχή, γιατί τήν ἔκαναν μέ πίεση».


Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης

Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2013

Δόξα σοι ὁ Θεὸς


Γέροντας Παΐσιος: 
«Νὰ λέμε τὸ “δόξα σοι ὁ Θεὸς”, ὄχι μόνο ὅταν εἴμαστε καλά, ἀλλὰ καὶ ὅταν περνᾶμε δοκιμασίες»

Τὸ «δόξα σοι ὁ Θεὸς» νὰ μὴ λείπη ποτὲ ἀπὸ τὰ χείλη σας. 
Ἐγώ, ὅταν πονάω, τὸ «δόξα σοι ὁ Θεὸς» ἔχω γιὰ χάπι τοῦ πόνου· τίποτε ἄλλο δὲν μὲ πιάνει. Τὸ «δόξα σοι ὁ Θεὸς» εἶναι ἀνώτερο καὶ ἀπὸ τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον μέ».

Ἔλεγε ὁ Πάπα-Τύχων: «Τὸ “Κύριε ἐλέησον” ἔχει ἑκατὸ δραχμές, τὸ “δόξα σοι ὁ Θεὸς” ἔχει χίλιες δραχμές· εἶναι δηλαδὴ πολὺ πιὸ ἀκριβό». Ἤθελε νὰ πῆ ὅτι ὁ ἄνθρωπος ζητάει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἀπὸ ἀνάγκη, ἐνῶ δοξολογεῖ τὸν Θεὸ ἀπὸ φιλότιμο, καὶ αὐτὸ ἔχει μεγαλύτερη ἀξία.

Συνιστοῦσε μάλιστα νὰ λέμε τὸ «δόξα σοι ὁ Θεὸς», ὄχι μόνο ὅταν εἴμαστε 
καλά, ἀλλὰ καὶ ὅταν περνᾶμε δοκιμασίες, γιατί καὶ τὶς δοκιμασίες τὶς ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς γιὰ φάρμακα τῆς ψυχῆς.

-Γέροντα, μερικὲς φορές, ὅταν λέω «δόξα τῷ Θεῶ», νιώθω μέσα μου 
ἕνα φτερούγισμα. Τί εἶναι αὐτό;

-Ἀγαλλίαση πνευματικὴ εἶναι. Τώρα, ἐπειδή μοῦ ἔδωσες χαρὰ ποὺ λὲς 
«δόξα τῷ Θεῶ», ἀπὸ τὴν χαρά μου θὰ ἀρχίσω νὰ...γράφω «δόξα τῷ Θεῶ, δόξα τῷ Θεῶ», καὶ θὰ γεμίσω μία κόλλα χαρτὶ μὲ τὸ «δόξα τῷ Θεῶ»! 
Ὁ Θεὸς νὰ σὲ ἀξιώση στὴν ἄλλη ζωὴ νὰ εἶσαι μαζὶ μὲ τοὺς Ἀγγέλους ποὺ δοξολογοῦν συνέχεια τὸν Θεό. 

Ἀμήν.

Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Περὶ προσευχῆς», Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, 
Λόγοι ΣΤ΄ (σελ. 235-236). 
Ἐκδόσεις Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον
«Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος» Σουρωτὴ Θεσσαλονίκης.

Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2013

† Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2013 (ΙΒ' Λουκά)

Ευαγγελική Περικοπή,

Ἐκ τοῦ κατά Λουκᾶν 
Κεφ. ιζ' : 12-19

Τ
ῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἰσερχομένου τοῦ ᾿Ιησοῦ εἴς τινα κώμην, ἀπήντησαν αὐτῷ δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἳ ἔστησαν πόῤῥωθεν, καὶ αὐτοὶ ἦραν φωνὴν, λέγοντες· ᾿Ιησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς. Καὶ ἰδὼν, εἶπεν αὐτοῖς· Πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς τοῖς Ἱερεῦσι. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς, ἐκαθαρίσθησαν. Εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψε μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν Θεόν, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ, εὐχαριστῶν αὐτῷ· καὶ αὐτὸς ἦν Σαμαρείτης. Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ; οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ, εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος; Καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἀναστὰς πορεύου· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε.


Απόστολος,

Πρὸς Κορινθίους Β’ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀναγνωσμα
Κεφ. δ' : 6-15

δελφοί, ὁ Θεὸς ὁ εἰπὼν ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὃς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ῎Εχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν, ἵνα ἡ ὑπερβολὴ τῆς δυνάμεως ᾖ τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ ἐξ ἡμῶν, ἐν παντὶ θλιβόμενοι ἀλλ᾿ οὐ στενοχωρούμενοι, ἀπορούμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἐξαπορούμενοι, διωκόμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἐγκαταλειπόμενοι, καταβαλλόμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἀπολλύμενοι, πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ. Ἀεὶ γὰρ ἡμεῖς οἱ ζῶντες εἰς θάνατον παραδιδόμεθα διὰ ᾿Ιησοῦν, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ φανερωθῇ ἐν τῇ θνητῇ σαρκὶ ἡμῶν.Ὥστε ὁ μὲν θάνατος ἐν ἡμῖν ἐνεργεῖται, ἡ δὲ ζωὴ ἐν ὑμῖν. Ἔχοντες δὲ τὸ αὐτὸ πνεῦμα τῆς πίστεως κατὰ τὸ γεγραμμένον, «Ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα», καὶ ἡμεῖς πιστεύομεν, διὸ καὶ λαλοῦμεν, εἰδότες ὅτι ὁ ἐγείρας τὸν Κύριον ᾿Ιησοῦν καὶ ἡμᾶς διὰ ᾿Ιησοῦ ἐγερεῖ καὶ παραστήσει σὺν ὑμῖν.Τὰ γὰρ πάντα δι᾿ ὑμᾶς, ἵνα ἡ χάρις πλεονάσασα διὰ τῶν πλειόνων τὴν εὐχαριστίαν περισσεύσῃ εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ.


Εἰς τόν Ὄρθρον
Τὸ ΙΑ΄ Ἑωθινόν Εὐαγγέλιον

Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
Κεφ. κα' : 14-25

Τ
ῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν ὁ ᾿Ιησοῦς τοῖς Μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν, καί λέγει τῷ Σίμωνι Πέτρῳ· Σίμων ᾿Ιωνᾶ, ἀγαπᾷς με πλεῖον τούτων; Λέγει αὐτῶ· Ναί, Κύριε, σὺ οἶδας ὅτι φιλῶ σε. Λέγει αὐτῷ· Βόσκε τὰ ἀρνία μου. Λέγει αὐτῷ πάλιν δεύτερον· Σίμων ᾿Ιωνᾶ, ἀγαπᾷς με; Λέγει αὐτῷ· Ναί, Κύριε, σὺ οἶδας ὅτι φιλῶ σε. Λέγει αὐτῷ· Ποίμανε τὰ πρόβατά μου. Λέγει αὐτῷ τὸ τρίτον· Σίμων ᾿Ιωνᾶ, φιλεῖς με; Ἐλυπήθη ὁ Πέτρος ὅτι εἶπεν αὐτῷ τὸ τρίτον, φιλεῖς με, καὶ εἶπεν αὐτῷ· Κύριε, σὺ πάντα οἶδας, σὺ γινώσκεις ὅτι φιλῶ σε. Λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· Βόσκε τὰ πρόβατά μου. Ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι· Ὅτε ἦς νεώτερος, ἐζώννυες σεαυτὸν καὶ περιεπάτεις ὅπου ἤθελες· ὅταν δὲ γηράσῃς, ἐκτενεῖς τὰς χεῖράς σου, καὶ ἄλλος σε ζώσει, καὶ οἴσει ὅπου οὐ θέλεις. Τοῦτο δὲ εἶπε σημαίνων ποίῳ θανάτῳ δοξάσει τὸν Θεόν. Καὶ τοῦτο εἰπὼν, λέγει αὐτῷ· Ἀκολούθει μοι. Ἐπιστραφεὶς δὲ ὁ Πέτρος, βλέπει τὸν Μαθητὴν ὃν ἠγάπα ὁ ᾿Ιησοῦς ἀκολουθοῦντα, ὃς καὶ ἀνέπεσεν ἐν τῷ δείπνῳ ἐπὶ τὸ στῆθος αὐτοῦ καὶ εἶπε· Κύριε, τίς ἐστιν ὁ παραδιδούς σε; Τοῦτον ἰδὼν ὁ Πέτρος λέγει τῷ ᾿Ιησοῦ· Κύριε, οὗτος δὲ τί; Λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· Ἐὰν αὐτὸν θέλω μένειν ἕως ἔρχομαι, τί πρὸς σέ; σὺ ἀκολούθει μοι. Ἐξῆλθεν οὖν ὁ λόγος οὗτος εἰς τοὺς ἀδελφοὺς, ὅτι ὁ Μαθητὴς ἐκεῖνος οὐκ ἀποθνήσκει· καὶ οὐκ εἶπεν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς, ὅτι οὐκ ἀποθνήσκει, ἀλλ᾿ Ἐὰν αὐτὸν θέλω μένειν ἕως ἔρχομαι, τί πρὸς σέ; Οὗτός ἐστιν ὁ Μαθητὴς ὁ μαρτυρῶν περὶ τούτων καὶ γράψας ταῦτα· καὶ οἴδαμεν ὅτι ἀληθής ἐστιν ἡ μαρτυρία αὐτοῦ. Ἔστι δὲ καὶ ἄλλα πολλὰ ὅσα ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἅτινα ἐὰν γράφηται καθ᾿ ἕν, οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία. Ἀμήν.

Φωτογραφίες από την κοπή της πίτας του Κατηχητικού Σχολείου της ενορίας Παντανάσσης Κατερίνης

Πολλά παιδιά και σήμερα στο μάθημα


του Κατηχητικού Σχολείου της ενορίας Παντανάσσης Κατερίνης,


κατά τη διάρκεια του οποίου κόπηκε και η Πρωτοχρονιάτικη πίτα.


Τα παιδιά που κέρδισαν το φλουρί είναι οι :




Δανιηλίδης Ανδρέας,
Πούλιου Παρασκευή




Πρόσφορο

EYXH ΕΠΙ ΤΩ ΠΡΟΣΦΟΡΩ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΖΕΙΝ

Δι ευχών των Αγ. Πατέρων ημών Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον και σώσον ημάς.

Βασιλεύ Ουράνιε... 

Τρισάγιον... 

Δόξα Πατρί... Και νυν... 

Παναγία Τριάς... 

Πάτερ ημών... και το τροπάριον:

«Τον άρτον της ζωής το ουράνιον μάννα, Σωτήρ μου αγαθέ, ο πιστοίς εδωρήσω, το σώμα Σου το άγιον το δεξάμενον σταύρωσιν, και το αίμα Σου το της καινής διαθήκης, το εις άφεσιν αμαρτιών αναβλύσαν, λαβείν καταξίωσον».

Κύριε Ιησού Χριστέ, ο ενανθρωπήσας Λόγος του Θεού Πατρός, ο Άρτος ο εκ του ουρανού καταβάς και δια της Σης παρουσίας ανακαινίσας την φθαρείσαν υπό της αμαρτίας φύσιν του γένους ημών, Σύ είπας: «ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ», και «η σάρξ μου αληθώς εστί βρώσις και το αίμα μου αληθώς εστί πόσις».

Εν δε τω μυστικώ Δείπνω μετά των μαθητών λαβών άρτον και ευλογήσας αυτόν διεδίδους αυτοίς λέγων: «Λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το σώμα μου» και ενέπλησας αυτούς ζωής αιωνίου.

Τούτο ούν και ποιούσα εις την σην ανάμνησιν, καθώς τοις Αποστόλοις προσέταξας, η Αγία Σου Εκκλησία εν εκάστη θεία λειτουργία προσφέρει τοις πιστοίς τον άρτον της ζωής, Σε τον Κύριον «εις άφεσιν αμαρτιών και ζωήν αιώνιον» υπό τα στοιχεία του άρτου και του οίνου.

Διο και παρακαλούμεν Σε αξίους ποιήσαι ημάς τω αλεύρω τούτω χρήσθαι του παρασκευάζειν τον άρτον τούτον ευλογήσαι τε αυτόν όπως ζημωθή, τελειωθεί και γένηται άρτος ο επιούσιος ταις χρείαις του σώματος. Μέρος δε αυτού τω ναώ προσφέρητε τίμιον Σον Σώμα, δια των ευχών των ιερέων γενέσθαι, και τοις πιστοίς δίδοται εις Θείαν Κοινωνίαν. 

Κατανοούντες ουν της ευεργεσίας το μέγεθος, Κύριε, όλη ψυχή τε και καρδία τον άρτον τούτον, τα Σα εκ των Σων, προσφέρομεν, ίνα τη μετοχή των αθανάτων μυστηρίων αγιαζόμεθα και συζώμεν Σοι, δοξάζοντες τον Πατέρα, τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα, την ομοούσιον και ζωοποιόν Τριάδα εις τους αιώνας των αιώνων. 

Αμήν.

Δι' ευχών των αγίων πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.

Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2013

Βυζαντινή μουσική


Ἡ βυζαντινή μουσική, ἔλεγε, ἁγιάζει τόν ἄνθρωπο ἀναίμακτα. Ἕνα σπουδαῖο θεραπευτικό μέσο γιά τήν ταλαίπωρη ψυχή τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου, τοῦ ἐμπαθοῦς, εἶναι πράγματι ἡ Βυζαντινή μουσική. Διά τοῦτο δίδασκε ὁ σοφός ἰατρός τῆς ψυχῆς-Γέρων : «Ἡ βυζαντινή μουσική εἶναι πάρα πολύ ὠφέλιμη. Κανένας χριστιανός δέν πρέπει νά ὑπάρχει χωρίς νά ξέρει βυζαντινή μουσική. Πρέπει ὅλοι νά μάθομε. Ἔχει ἄμεση σχέση μέ τήν ψυχή.

Ἡ μουσική ἁγιάζει τόν ἄνθρωπο ἀναίμακτα. Χωρίς κόπο, ἀγαλλόμενος, 
γίνεσαι ἅγιος». Εἰδικά γιά τήν θεραπεία τῆς κατάθλιψης ἡ βυζαντινή μουσική εἶναι ἕνα πολύ ἀποτελεσματικό μέσο.

Ἡ Βυζαντινή μουσική, δίδασκε, θεραπεύει τήν κατάθλιψη. «Μιά φορά 
(διηγεῖται ὁ Γέροντας) εἶχε κάποιος δαιμόνιο, ὁ βασιλιάς Σαούλ, καί πήγαινε ὁ Δαβίδ καί τοῦ ἔψαλλε καί ὁ δαίμονας ἔφευγε. Πήγαινε μέ τό ψαλτήρι-τό ψαλτήρι ἦταν ὄργανο.

Ὅταν τόν ἔπιανε τό δαιμόνιο τῆς μελαγχολίας, πήγαινε ὁ Δαβίδ καί τοῦ 
'παιζε τό ψαλτήρι κι ἔτσι ἔφευγε ὁ δαίμονας. Ποῦ 'ναι αὐτοί πού τρέχουνε νά βροῦνε θεραπεία γιά τήν κατάθλιψη. Ὅταν μάθουνε βυζαντινή μουσική καί ἰδοῦνε τή μαυρίλα νά 'ρχεται, πάπ! ἕνα δοξαστικό κι ἡ μαυρίλα πού ἔρχεται νά σέ καταλάβει, ὡς ἕνα εἶδος ψυχικῆς μελαγχολίας, γίνεται ὕμνος πρός τόν Θεό.

Ἐγώ τό πιστεύω αὐτό. Ἀπόλυτα τό πιστεύω. Σᾶς τό λέω ὅτι ἕνας μου
σικός, πού ἀγαπάει τή μουσική, πού εἶναι εὐσεβής, μπορεῖ μιά δυσκολία του νά τήνε κάνει ἔργο μουσικό ἤ ἕνα ἕτοιμο ἔργο νά τό ψάλει, νά τό ἀποδώσει.

Ἔτσι, προκειμένου νά κλαίει καί νά καταπιέζεται, προσφέρει μιά δοξολογία 
στόν Θεό».

Ὁ ὑγιής ἄνθρωπος ζεῖ μέσα στήν ἁρμονία. Ἡ ἀρετή εἶναι ἁρμονία.

Ἔλεγε ὁ Γέροντας: «Ἡ βυζαντινή μουσική εἶναι πάρα πολύ εὔκολη, ὅταν τήν 
ἐρωτευθεῖ ἡ ψυχή. Εἶναι τόση ἡ ὠφέλεια τῆς ἁρμονίας στήν ψυχή!.

Αὐτός πού ξέρει μουσικά καί ἔχει ταπείνωση, ἔχει τήν χάρι τοῦ Θεοῦ.

Πάει νά θυμώσει, νά ἐκραγεῖ, ἀλλά φοβᾶται τή δυσαρμονία, διότι καί ὁ θυ
μός καί ὅλες αὐτές οἱ ἁμαρτωλές καταστάσεις δέν εἶναι μέσα στήν ἁρμονία.

Κι ἔτσι μισεῖ σιγά σιγά τήν κακία καί ἐγκολπώνεται τήν ἀρετή, πού εἶναι 
ἁρμονία. Ὅλες οἱ ἀρετές ἔχουν ἁρμονία.

Οὔτε στενοχώριες μπορεῖ νά ἔχεις, οὔτε... Μπορεῖς νά ζεῖς μέσα στή 
χαρά. Ἅμα καταλάβεις πώς ἔρχεται καμιά μαυρίλα στόν ὁρίζοντα τῆς ψυχῆς σου, λέεις ἕνα ὡραῖο τροπάριο καί ἡ μαυρίλα γίνεται ὕμνος στόν Θεό. Τή δύναμη αὐτή πού θά σέ στενοχωροῦσε καί θά σέ καταπίεζε, τήν ἴδια δύναμη τή βουτᾶς καί τήν ἁγιάζεις».

Ἀπόσπασμα ἀπό τή μελέτη: Ἡ ἀνθρωπολογία τοῦ Γέροντος Πορφυρίου τοῦ Ἁγιορείτου

Μετάνοιες

Ἀπόσπασμα ἀπό τή μελέτη : Ἡ ἀνθρωπολογία τοῦ Γέροντος Πορφυρίου τοῦ Ἁγιορείτου

Μέ τήν μετάνοιες, δίδασκε ὀ π. Πορφύριος, ἔρχεται μεγάλη εἰρήνη καί 
χαρά στήν ψυχή καθώς καί ὑγεία στό σῶμα. Διηγεῖται πνευματικό παιδί τοῦ Γέροντα: «Μία νέα ψηλή πήγαινε κάθε τόσο στό Γέροντα, νά τόν συμβουλευθεῖ...

Ὅπως μᾶς ἔλεγε τῆς ἄρεσε ἡ γυμναστική ἄσκηση, πράγμα πού τήν 
ξεκούραζε, μετά ἀπό τό φόρτο τῶν μαθημάτων. Ὁ Γέροντας Πορφύριος... τῆς ὑπέδειξε ὅτι δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει καλύτερη ἄσκηση ἀπό τίς μετάνοιες τῶν χριστιανῶν, ὅταν μετά πού κάνουμε τό σταυρό μας γονατίζουμε κι ἀφοῦ
ἀγγίσουμε μέ τό πρόσωπο τή γῆ, σηκωθοῦμε ὄρθιοι καί τό ἐπαναλάβουμε αὐτό καί πάλιν καί πάλιν, ἐνῶ ἐσωτερικά ἡ ψυχή ἀναστενάζει πρός τόν Θεό, προφέροντας τά λόγια τοῦ τελώνη, «ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ».

Ἐπίσης λέγουμε κι ὅποια ἄλλη αὐτομεμψία θά μᾶς φώτιζε τό Πνεῦμα 
τό Ἅγιο. Ἔτσι, τῆς ἔλεγε ὁ Γέροντας, θά μποροῦσε νά ἀντικαταστήσει ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ χρόνου, πού σπαταλοῦσε στίς γυμναστικές ἀσκήσεις, μέ τίς μετάνοιες.

Μετά ἀπό τίς μετάνοιες ἔρχεται μεγάλη χαρά, ἀνακούφιση πολλή καί 
εἰρήνη στήν ψυχή, στό δέ σῶμα δέν παραμένει οὔτε τό τελευταῖο μέλος του νά μήν τεθεῖ σέ λειτουργία καί ἄσκηση. Ὁ Χριστός γιά νά τονίσει τή σημασία τῶν μετανοιῶν, ὁ ἴδιος, ὅπως διηγεῖται ὁ εὐαγγελιστής, ὅταν βρισκόταν μέσα στόν κῆπο τῆς Γεσθημανή, ἀποτραβήχτηκε ἀπό κοντά τους ὅσο νά ρίξει ἕνας μία πέτρα κι ἐκεῖ ἄρχισε νά κάνει μετάνοιες, πίπτοντας ἐπί τοῦ ἐδάφους κατ' ἐπανάληψη.

Οἱ μετάνοιες κάνουν καί στό σῶμα τό ἀντίστοιχο φυσικό καλό, ὅπως 
καί στήν ψυχή. Γι' αὐτό οἱ ἀσκητές δέν παθαίνουν εὔκολα ἐμφράγματα, καρδιακά νοσήματα, ἐγκεφαλικά, γιατί οἱ ἀρτηρίες τους, τά διάφορα ἀγγεῖα διά τῶν μετανοιῶν, συντηροῦνται ἄριστα, τά λίπη διαλύονται, ἡ ψυχή κι αὐτή
ἡρεμεῖ κι ἔτσι ὁ ἄνθρωπος, μετά ἀπό τίς ἀσκήσεις αὐτές, μποροῦμε νά ποῦμε, δέν διαφέρει ἀπό ἕνα αὐτόκίνητο, πού πέρασε ἀπό τό συνεργεῖο, κι ἔκανε ἕνα καλό σέρβις.

Οἱ μετάνοιες δέν εἶναι ἀνθρώπινη, ἀλλά θεία ἀποκάλυψη, κι εἶναι δυ
στυχής ὅποιος ἄνθρωπος δέν ἔχει ἀνακαλύψει τό μυστήριο πού τίς περικλείει. Οἱ δέ πολυπράγμονες, ὅταν τή νύκτα πρίν κοιμηθοῦν, κάνουν τίς καθιερωμένες μετάνοιες, κι ἀπό τίς καθημερινές σκέψεις θά ξεφύγουν καί θά εἰρηνεύσουν, γιά νά ἔρθει γρήγορα κι ὁ ὕπνος» [1]. 

(Στό βιβλίο Ὁ Γέρων Πορφύριος, Ἔκδ. Ἀπ. Βαρνάβας. Ἀθήνα σελ. 14).

 -------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

1 Γέροντος Πορφυρίου ἱερομονάχου, Ἀνθολόγιο συμβουλῶν, Α' ἔκδοση,
2002, σελ. 255-6

Περί ὑπομονῆς


Γέροντος Πορφυρίου

Ὁ Γέροντας τόνιζε τήν σπουδαιότητα τῆς ὕπαρξης τῆς ὑπομονῆς προ
κειμένου νά θεραπευθεῖ ὁ ἄνθρωπος καί νά καρποφορήσει τήν σωτηρία. Ἡ ὑπομονή εἶναι ἀγάπη, ἀλλά καί θέμα πίστεως. Ἰδού ἀκριβῶς τά λόγια του:

«Εἶναι μεγάλο πράγμα, μεγάλη ἀρετή ἡ ὑπομονή. Ὁ Χριστός εἶπε: «Ἅ
μα δέν ἔχετε ὑπομονή, θά χάσετε τίς ψυχές σας· γιά νά τίς κερδίσετε, πρέπει νά ἔχετε ὑπομονή». (Λουκ. 21, 19).

Ἡ ὑπομονή εἶναι ἀγάπη καί χωρίς ἀγάπη δέν μπορεῖς νά ἔχεις ὑπο
μονή. Εἶναι, ὅμως, καί θέμα πίστεως. Στήν πραγματικότητα, εἴμαστε ἄπιστοι, γιατί δέν ξέρομε πῶς τά φέρνει ὁ Θεός καί μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπ' τίς δυσκολίες καί τίς στενοχώριες» [1].

Ὅλα πρέπει, σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους Πατέρας, νά τά ἀντιμετωπίζομε 
μέ ὑπομονή καί ταπείνωση. Οἱ θλίψεις καί οἱ ἀντιδράσεις πού ἀντιμετωπίζουμε ἀπό τούς γύρω μας εἶναι ἡ γυμναστική τῆς ψυχῆς γιά τήν ἀπόκτηση τῆς ὑπομονῆς. «Ὅλα (ἔλεγε ὁ Γέροντας), νά τ' ἀντιμετωπίζετε μέ ἀγάπη, μέ
καλοσύνη, μέ πραότητα, μέ ὑπομονή καί μέ ταπείνωση. Νά εἶστε βράχοι.

Ὅλα νά ξεσπᾶνε πάνω σας καί σάν τά κύματα νά γυρίζουν πίσω· ἐσεῖς νά 
εἶστε ἀτάραχοι.

Ἀλλά θά πεῖτε: «Ἔ, γίνεται αὐτό;». Ναί, μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ γίνεται 
πάντοτε. Ἄν τά παίρνομε ἀνθρώπινα, δέν γίνεται. Ἀντί ὅμως, νά σᾶς ἐπηρεάζουν δυσμενῶς, μποροῦν ὅλα νά σᾶς κάνουνε καλό, νά σᾶς στερεώνουνε στήν ὑπομονή, στήν πίστη. Διότι γυμναστική εἶναι γιά μᾶς ὅλες οἱ ἀντιδράσεις τοῦ περιβάλλοντος καί οἱ δυσκολίες γύρω μας. Γυμνάζομε τόν ἑαυτό μας πάνω στήν ὑπομονή, στήν καρτερία» [2].


Σωματικός κόπος: Ἕνα σπουδαῖο πνευματικό ὅπλο.

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κοπιάζει σωματικά ταπεινώνει τό σῶμα. Μαζί μέ τό 
σῶμα συνταπεινώνεται καί ἡ ψυχή, ἐπειδή αὐτά τά δύο εἶναι ἀλληλένδετα.

Ἡ κατάσταση τοῦ σώματος διαμορφώνει καί τήν κατάσταση τῆς ψυχῆς. 
«Διαφορετικά αἰσθάνεται ὅποιος κάθεται σέ θρόνο καί διαφορετικά ὅποιος κάθεται στήν κοπριά» [3], λέγει ὁ Ἀββᾶς Ἰωάννης τῆς Κλίμακος στήν «Κλίμακα».

Ὁ σωματικός κόπος ἑπομένως εἶναι ἀγώνας πνευματικός. Ἔλεγε, ὁ πολύ κοπιάσας σωματικά Γέροντας: «Ἄν ζεῖτε μέσα στή θεία χάρι, δέν θα σᾶς προσβάλλει τό κακό. Ἄν δέν ζεῖτε τό θεῖον, θά σᾶς κυκλώσει τό κακό, θά σᾶς πιάσει ἡ νωθρότης καί θά παιδεύεσθε.

Ἅμα βλέπετε νωθρότητα, ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι καλά στήν ψυχή. Ἐμεῖς 
πολλές φορές, ὅταν δοῦμε ἕναν ἄνθρωπο ἥσυχο, ἐχέμυθο, κάπως διακριτικό, λέμε: «Πολύ καλός ἄνθρωπος, ἅγιος ἄνθρωπος. Κι ὅμως, μπορεῖ νά εἶναι νωθρός. Οἱ νωθροί, οἱ ὀκνηροί καί οἱ τεμπέληδες δέν εἶναι ἐντάξει ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ. Ἡ τεμπελιά εἶναι πολύ κακό πράγμα. Ἡ νωθρότητα εἶναι ἀρρώστια, εἶναι ἁμαρτία.

Ὁ Θεός δέν μᾶς θέλει νωθρούς. Ρέμπελα θά ζεῖτε; «Ἐξέχασα νά κάνω 
αὐτή τή δουλειά, παραδείγματος χάριν, νά κλείσω τήν πόρτα, ὅταν βγῆκα ἀπ’ τό δωμάτιο».

Τί θά πεῖ «ἐξέχασα;» Νά θυμηθεῖς! Νά προσέξεις! Ἐνῶ ἡ πολλή προ
σπάθεια, ἡ κίνηση, ὁ κόπος, ἡ δράση εἶναι ἀρετή. Ὁ σωματικός κόπος εἶναι ἀγώνας, ἀγώνας πνευματικός. Ὅσο ἀπερίσκεπτοι εἶστε, τόσο θά βασανίζεσθε. Ἀντίθετα, ὅσο εὐλαβεῖς καί προσεκτικοί, τόσο εὐτυχεῖς» [4].

___________________________________________________________

1 Ὅ. π. σελ. 307.

2 Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 306- 307.

3 Ἁγ. Ἰω. Σιναϊτου, Κλίμαξ, Λόγος 25ος Περί Ταπεινοφροσύνης, στ. 56.

4 Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 299.

Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2013

Ο Όσιος Αντώνιος ο Νέος, Πολιούχος Βεροίας (σύντομος βίος)


Η μνήμη του εορτάζεται την 17η Ιανουαρίου και την 1η Αυγούστου. 


Ο Όσιος Αντώνιος καταγόταν από ευσεβείς και πλούσιους γονείς και έζησε κατά τον 9
ο αιώνα. Νέος ακόμα, έγινε μοναχός στην σκήτη της Βέροιας, κοντά στην κοιλάδα του ποταμού Αλιάκμονα. Οι πνευματικοί του αγώνες κράτησαν είκοσι χρόνια στην σκήτη. Πνευματικά ώριμος, με την ευχή του ηγουμένου της Σκήτης, αποσύρθηκε σε σπήλαιο, όπου έζησε ακόμα πενήντα τέσσερα χρόνια ασκητικών γυμνασμάτων. Η Εκκλησία τιμώντας τον θεώρησε Μέγα και γιʼ αυτό τον ονόμασε Νέο σε σχέση με τον παλαιότερο διδάσκαλο της ερήμου Άγιο Αντώνιο τον Μέγα. Ο Όσιος Αντώνιος κοιμήθηκε με ειρήνη σε ηλικία 94 ετών.

Μοναδικές απολαύσεις του ήταν η εγκράτεια και η εξαντλητική νηστεία, με την οποία κατανικούσε τα πάθη του σώματος. Έτρωγε μόνο μία φορά την εβδομάδα τα λίγα χόρτα που φύτρωναν γύρω από το σπήλαιό του, αποφεύγοντας με τον τρόπο αυτό την υπερηφάνεια, με την οποία προσπαθούσε ο διάβολος να τον παρασύρει στην πτώση.

Προσπαθώντας λοιπόν ο πονηρός να πραγματοποιήσει τον στόχο του εμφανιζόταν στον όσιο πολλές φορές, άλλες φορές για να τον τρομάξει και να σταματήσει τους πνευματικούς του αγώνες και άλλοτε καλοπιάνοντάς τον και επαινώντας τον για να τον ρίξει στην υπερηφάνεια. Έτσι λοιπόν μία φορά, ο διάβολος εμφανίστηκε και πάλι κατά τη διάρκεια της νύκτας μέσα στο σπήλαιο που έμενε ο όσιος, ως άγγελος φωτός επαινώντας τον για τις αρετές του. Έχοντας πείρα ο όσιος από τις πονηρίες του διαβόλου τον απέκρουσε για πολλοστή φορά, κι ενώ αυτός διαλυόταν με ισχυρό θόρυβο, θείο φως κάλυψε τον όσιο και πλημμύρισε το σπήλαιο. Η χάρη του Θεού σκέπασε από τότε τον εκλεκτό ασκητή και η φήμη του διαδόθηκε τόσο πολύ, ώστε πλήθη λαού προσέτρεχαν προς αυτόν για να απολαύσουν την ευλογία του.

Ο όσιος όμως επιθυμούσε και επεδίωκε να απολαύσει την απόλυτη ησυχία, αυτή που ανεβάζει τον άνθρωπο προς τον Θεό. Θέλοντας, λοιπόν, να αποφύγει τους πολλούς επισκέπτες που του στερούσαν την γλυκύτητα της ησυχίας και της απρόσκοπτης αφοσιώσεως στον Θεό, εγκατέλειψε το σπήλαιό του και αποσύρθηκε σε έναν ερημικό τόπο κοντά στο ποτάμι. Εκεί ζούσε μέσα στις λόχμες υπομένοντας για χάρη του Θεού τον καύσωνα της ημέρας και το ψύχος της νύκτας.

Η ταλαιπωρία της μακροχρόνιας και αυστηρής ασκήσεως τον καταπόνησαν τόσο, ώστε αναγκάσθηκε να επιστρέψει στο σπήλαιο, στο οποίο είχε ζήσει τα πρώτα χρόνια, και εκεί δεχόταν μέχρι τα βαθειά του γηρατειά τις επισκέψεις των πιστών.

Όταν κατάλαβε ότι εγγίζει το τέλος του, λίγο πριν από την εορτή των Χριστουγέννων, παρακάλεσε τους ευσεβείς χριστιανούς που τον επισκεπτόταν να τον αφήσουν μόνο του και ειδοποίησε έναν ιερέα, για να του μεταδώσει τα άχραντα μυστήρια για τελευταία φορά ως εφόδιο Ζωής Αιωνίου.

Την πρώτη Ιανουαρίου ξάπλωσε στο έδαφος και αφού έψαλε επίκαιρους ύμνους, σταύρωσε τα χέρια του και παρέδωσε το πνεύμα του στα χέρια του Θεού.

Δεκαέξι ημέρες παρέμεινε ο όσιος νεκρός μέσα στο σπήλαιο και μία υπερφυσική λυχνία έκαιε πάνω από το λείψανό του, μέχρις ότου ένας πλούσιος Βεροιεύς ανέβηκε με μεγάλη συνοδεία στο βουνό, όπου ήταν το σπήλαιο του οσίου Αντωνίου για να κυνηγήσει. Οδηγούμενοι από τα γαυγίσματα των σκύλων και από ένα χέρι που φαινόταν επάνω από το σπήλαιο και τους καλούσε προς το μέρος του, ανακάλυψαν οι κυνηγοί τον όσιο πλημμυρισμένο από το θείο φως, αλώβητο και γεμάτο από ευωδία.

Κάποιοι από τους κυνηγούς ειδοποίησαν τότε τον αρχιερέα της πόλης, ο οποίος συγκέντρωσε κλήρο και λαό και με λαμπάδες και μύρα έφθασαν στο σπήλαιο. Επειδή υπήρχε διαφωνία για το που θα έπρεπε να ενταφιαστεί το τίμιο λείψανο του το τοποθέτησαν πάνω σε ένα κάρο το οποίο το σέρνανε βόδια και το άφησαν ελεύθερο ώστε ο άγιος να αποφασίσει που θέλει να ενταφιαστεί.

Έτσι λοιπόν άρχισε το κάρο αυτό με το λείψανο του αγίου να περιδιαβαίνει τα πλησιόχωρα χωριά της Βέροιας (Κουλούρα, Διαβατός, Ραψομανίκη, Ξεχασμένη, Σταυρός) τα ονόματα των οποίων σχετίζονται με το πέρασμα του αγίου.

Το κάρο τελικά σταμάτησε στον προαύλιο χώρο του ιερού ναού Παναγίας Καμαριωτίσσης στην Βέροια, εκεί που βρισκόταν και η πατρική οικεία του οσίου Αντωνίου (στην μουριά). Εκεί λοιπόν ο όσιος πατήρ ημών Αντώνιος ο Νέος ετάφη. Μετά την ανακομιδή του λειψάνου του, τοποθετήθηκε σε λάρνακα μέσα στον ιερό ναό Παναγίας Καμαριωτίσσης όπου άρχισε να τιμάτε ο όσιος ως πολιούχος της Βέροιας. Κατά τα μέσα του 19
ου αιώνα στην θέση του ναού της Παναγίας Καμαριωτίσσης η ευσέβεια των Βεροιέων ανήγειρε τον περιφανή ναό του Οσίου Αντωνίου του Νέου.