Σάββατο 28 Απριλίου 2012

† Κυριακή 29 Απριλίου (Των Μυροφόρων)

Ευαγγελική Περικοπή,

Ἐκ τοῦ κατὰ Μάρκον
Κεφ. ιε' : 43-47,  ιστ' : 1-8

Τ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθὼν ᾿Ιωσὴφ ὁ ἀπὸ ᾿Αριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ ᾿Ιησοῦ.   Ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν, εἰ ἤδη τέθνηκε· καὶ προσκαλεσάμενος τὸν Κεντυρίωνα, ἐπηρώτησεν αὐτὸν εἰ πάλαι ἀπέθανε. Καὶ γνοὺς  ἀπὸ τοῦ Κεντυρίωνος, ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ ᾿Ιωσήφ. Καὶ ἀγοράσας σινδόνα, καὶ καθελὼν αὐτὸν, ἐνείλησε τῇ σινδόνι, καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ, ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καὶ προσεκύλισε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μημείου. Ἡ δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ, καὶ Μαρία ᾿Ιωσῆ ἐθεώρουν ποῦ τίθεται. Καὶ διαγενομένου τοῦ Σαββάτου, Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ, καὶ Μαρία ἡ τοῦ ᾿Ιακώβου, καὶ Σαλώμη, ἠγόρασαν ἀρώματα, ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν. Καὶ λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς Σαββάτων, ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου· καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς· Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; Καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν, ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γὰρ μέγας σφόδρα. Καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον, εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. Ὁ δὲ λέγει αὐταῖς· Μὴ ἐκθαμβεῖσθε· ᾿Ιησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. Ἀλλ᾿ ὑπάγετε  εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. Καὶ ἐξελθοῦσαι ταχύ, ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου· εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ.

Απόστολος,

Πράξεων τῶν Ἀποστόλων τὸ Ἀνάγνωσμα
Κεφ. στ' : 1-7

ν ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, πληθυνόντων τῶν μαθητῶν ἐγένετο γογγυσμὸς τῶν ῾Ελληνιστῶν πρὸς τοὺς ῾Εβραίους, ὅτι παρεθεωροῦντο ἐν τῇ διακονίᾳ τῇ καθημερινῇ αἱ χῆραι αὐτῶν. Προσκαλεσάμενοι δὲ οἱ δώδεκα τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν εἶπον· Οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡμᾶς καταλείψαντας τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ διακονεῖν τραπέζαις. Ἐπισκέψασθε οὖν, ἀδελφοί, ἄνδρας ἐξ ὑμῶν μαρτυρουμένους ἑπτά, πλήρεις Πνεύματος ῾Αγίου καὶ σοφίας, οὓς καταστήσομεν ἐπὶ τῆς χρείας ταύτης· ἡμεῖς δὲ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ διακονίᾳ τοῦ λόγου προσκαρτερήσομεν. Καὶ ἤρεσεν ὁ λόγος ἐνώπιον παντὸς τοῦ πλήθους· καὶ ἐξελέξαντο Στέφανον, ἄνδρα πλήρη πίστεως καὶ Πνεύματος ῾Αγίου, καὶ Φίλιππον καὶ Πρόχορον καὶ Νικάνορα καὶ Τίμωνα καὶ Παρμενᾶν καὶ Νικόλαον προσήλυτον ᾿Αντιοχέα, οὓς ἔστησαν ἐνώπιον τῶν ἀποστόλων, καὶ προσευξάμενοι ἐπέθηκαν αὐτοῖς τὰς χεῖρας. Καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ηὔξανε, καὶ ἐπληθύνετο ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν ἐν ῾Ιερουσαλὴμ σφόδρα, πολύς τε ὄχλος τῶν Ἰουδαίωνὑπήκουον τῇ πίστει.

Πέμπτη 26 Απριλίου 2012

Πώς και πότε κάνουμε τον Σταυρό μας ;


Πολλοί κάνουν τον Σταυρό τους συνέχεια, άλλοι καθόλου, άλλοι με τόση βιασύνη πού μοιάζει με παίξιμο λαϊκού οργάνου. Ο Τίμιος Σταυρός πρέπει να χαράσσεται κανονικά, χωρίς βιασύνη με τα τρία δάκτυλα (μέγας, λιχανός, μέσος) ενωμένα καλώς εις τύπον της Παναγίας Τριάδος, καί τα άλλα δύο (παράμεσος, μικρός) μέσα στην παλάμη, είς τύπον των δύο φύσεων του Κυρίου μας. Φέρομε τα τρία δάκτυλα στο μέτωπο, κατόπιν στην κοιλιά, μετά στον δεξιόν ώμο καί είτα στον αριστερό, κάνοντας συγχρόνως μικρή υπόκλιση της κεφαλής.
1.Χαράσσομε τον Τίμιο Σταυρό στο μέτωπο: ήγουν στην κεφαλή γιατί Χριστός εστίν η κεφαλή της Εκκλησίας καί δια να μας φωτίσει τον νουν.
2.Στήν κοιλιά γιατί ομολογούμε ότι ο Χριστός μας κατήλθεν έως Άδου ταμείων δια να σώσει τους απ’ αιώνος κεκοιμημένους, δια να μας λυτρώσει από τα πάθη της γαστρός καί των υπογαστρίων.
3.Στόν δεξιό ώμο γιατί ο Χριστός μας κάθηται εκ δεξιών του Πατρός καί διότι «προωρώμην τον Κύριον ενώπιον μου δια παντός, ότι εκ δεξιών μου εστίν, ίνα μη σαλευθώ» (Δαβίδ).
4.Τέλος εις τον αριστερόν ώμο, στο μέρος της καρδιάς διότι δια της Σταυρικής θυσίας του Κυρίου καθαιρόμεθα εκ των πονηριών αυτής, αλλά καί προασπιζόμεθα εκ των εφόδων του εχθρού, του διαβόλου δηλονότι, που εξ αριστερών προσπαθεί να μας υποσκελίσει.


Κάνουμε το σταυρό μας: 

1. Μόλις ανάψουμε το κερί μας.
2. Όταν μπαίνουμε στους Ιερούς Ναούς και όταν βγαίνουμε από αυτούς.
3. Στην αρχή κάθε ακολουθίας.
4. Σε κάθε Τριαδική εκφώνηση.
Δηλαδή κάθε φορά πού θα λέγεται ή θα ψάλλεται το: «Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι»,ή όταν ακούγεται το «... του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος...».
5. Σε κάθε εκφώνηση της Παναγίας:
«Της Παναγίας, αχράντου, υπερευλογημένης, ενδόξου, Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας...» που υπάρχει στα Ειρηνικά, Πληρωτικά και Μικρές Συναπτές.
6. Στα Απολυτίκια ή Τροπάρια όταν και όπου ακούγεται το όνομα του Αγίου ή της Αγίας της ημέρας, του Ναού κλπ.
7. Στον Όρθρο, όταν ψάλλεται, επαναλαμβανόμενο, το Μεγαλυνάριο της Παναγίας: «Την τιμιωτέραν των Χερουβείμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ…». Το σταυρό μας είναι προτιμότερο να τον κάνουμε , όταν φθάνει η ψαλμωδία στο: «...την όντως Θεοτόκον ...», για να τονίζεται η πίστη ότι εγέννησε Θεόν.
8. Στη Μικρή και Μεγάλη Είσοδο, όταν περνούν από μπροστά μας το Ευαγγέλιο και τα Τίμια Δώρα.
9. Στον Τρισάγιο ύμνο: «Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος, ελέησον ημάς».
10. Στο «Δεύτε προσκυνήσωμεν και προσπέσωμεν...» το όποιο επαναλαμβάνεται τρις. Μαζί με το σταυρό μας σ' αυτήν την περίπτωση κάνουμε κάθε φορά και μία μικρή μετάνοια.
11. Πριν από το τέλος του Εσπερινού, όταν ο Ιερέας λέγει το «Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα, κατά τό ρήμα σου έν ειρήνη ότι είδον οί οφθαλμοί μου τό σωτήριόν σου…».
12. Στις απολύσεις των ακολουθιών (Εσπερινού, Όρθρου και λοιπών ακολουθιών), καθώς και στην απόλυση της Θείας Λειτουργίας.
13. Κάθε άλλη φορά, κατά τις διάφορες αιτήσεις του Ιερέα, έφ' όσον αυτό αναπαύει ή ευχαριστεί τον πιστό.
14. Όταν προσκυνούμε τις άγιες Εικόνες ή άγια Λείψανα.
15. Πριν κοινωνήσουμε και μετά τη Θεία Κοινωνία.

 

ΔΕΝ κάνουμε το σταυρό μας:

1. Όταν μας θυμιάζει ο Ιερέας. Στις περιπτώσεις αυτές αντί Σταυρού, κάνουμε μια υπόκλιση της κεφαλής ευχαριστούντες τον Ιερέα για την τιμή πού μας κάνει: Μετά τις άγιες Εικόνες να θυμιάζει και εμάς, ως εικόνες του Θεού! Εάν καθόμαστε, πρέπει να σηκωνόμαστε.
2. Όταν στην αρχή του Όρθρου αναγινώσκεται ο Εξάψαλμος.
Το σταυρό μας μπορούμε να κάνουμε στην αρχή και στο τέλος του Εξάψαλμου. Σ' όλη όμως τη διάρκεια αυτού, ακόμη και στο μέσον του, όταν λέγουμε τα «Δόξα... Και νυν... Αλληλούια...» ΔΕΝ κάνουμε το σταυρό μας, αλλά παρακολουθούμε «εν πάση σιωπή και κατανύξει» τον Αναγνώστη, ο όποιος «μετ' ευλάβειας και φόβου Θεού», διαβάζει τον Εξάψαλμο. Διότι ό χρόνος αυτός τής αναγνώσεως προεικονίζει το χρόνο τής Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου, κατά τη διάρκεια του οποίου με φόβο και τρόμο θα αναμένουμε την τελική κρίση Του για εμάς. Και, όπως τότε, έτσι και τώρα θα πρέπει σιωπώντες, όρθιοι, ακίνητοι, χωρίς μετακινήσεις ή, προπαντός, χωρίς και τούς παραμικρούς θορύβους, να παρακολουθούμε την ανάγνωση αυτή. (Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται στις εσπερινές ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας, οι οποίες είναι ό Όρθρος της επομένης. Διότι τότε, αφηρημένοι, μπαίνουμε στους Ναούς χωρίς να προσέχουμε, εάν εκείνη την ώρα διαβάζεται ο Εξάψαλμος. Σ' αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να παραμένουμε ακίνητοι στην είσοδο του Κυρίως Ναού και μετά το πέρας της αναγνώσεως να μετακινούμαστε για να καταλάβουμε τη θέση μας).
3. Όταν φιλάμε το χέρι Ιερωμένου.
Η συνήθεια ορισμένων να κάνουν το σταυρό τους πριν φιλήσουν το χέρι του Επισκόπου ή Ιερέα ή οποιουδήποτε ρασοφόρου είναι λανθασμένη. Το σταυρό μας τον κάνουμε, όταν ασπαζόμαστε τις άγιες Εικόνες και όχι όταν ασπαζόμαστε το χέρι του Ιερωμένου. Όταν λοιπόν πρόκειται να επικοινωνήσουμε ή να συναντηθούμε με Ιερωμένο, μπορούμε να πούμε «Ευλόγησον, Δέσποτα ή Πάτερ» ή «Την ευχή σας, Σεβασμιώτατε ή Αγιε Καθηγούμενε ή Πάτερ και κάνοντας μία μικρή υπόκλιση της κεφαλής να ασπαστούμε το δεξί του χέρι, όποτε συνεχίζουμε το διάλογο μαζί του, όπως επιθυμεί ό καθένας. Το ίδιο κάνουμε και φεύγοντας από κοντά του. Λέμε, «Την ευχή σας ή Ευλογείτε, Πάτερ», κάνουμε μικρή υπόκλιση, προτείνοντας τις παλάμες μας σταυροειδώς, ασπαζόμαστε τη δεξιά του και φεύγουμε.
4. Όταν λαμβάνουμε το αντίδωρο από το χέρι του Ιερέα, το οποίο (χέρι) στη συνέχεια το ασπαζόμαστε.

Τετάρτη 25 Απριλίου 2012

Ὁ ῎Αγγελος ἐβόα



Ὁ ῎Αγγελος ἐβόα τῇ Κεχαριτωμένῃ· 
῾Αγνή, Παρθένε χαῖρε, καί πάλιν ἐρῶ χαῖρε, 
ὁ σός Υἱός ἀνέστη, τριήμερος ἐκ τάφου.

Φωτίζου, φωτίζου, ἡ νέα Ἱερουσαλήμ, 
ἡ γὰρ δόξα Κυρίου ἐπὶ σὲ ἀνέτειλε, 
Χόρευε νῦν, καὶ ἀγάλλου Σιών, 
σὺ δὲ ἁγνή, τέρπου Θεοτόκε, 
ἐν τῇ ἐγέρσει τοῦ τόκου σου.

Τρίτη 24 Απριλίου 2012

Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστής

 
Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος, ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν καὶ Ἰωάννης, ἦταν Ἰουδαῖος Ἑλληνιστὴς καὶ ἡ μητέρα του ὀνομαζόταν Μαρία. Καταγόταν ἀπὸ εὔπορη οἰκογένεια καὶ κατὰ τὴν συνήθεια τῆς ἐποχῆς νὰ παίρνουν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ ἕνα δεύτερο ὄνομα ἑλληνικὸ ἢ ρωμαϊκό, ὀνομάσθηκε καὶ Μᾶρκος. Ἡ οἰκογένειά του διέθετε τὸ προφανῶς εὐρύχωρο σπίτι της στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ τὶς συνάξεις τῶν Χριστιανῶν. Ὁρισμένοι παλαιότεροι ἐρευνητὲς δέχονται ὅτι στὸ σπίτι αὐτὸ ἔλαβε χώρα τὸ τελευταῖο δεῖπνο τοῦ Ἰησοῦ μὲ τοὺς Μαθητές Του καὶ ὅτι ὁ ἄνθρωπος, «ὁ κεράμιον ὕδατος βαστάζων», ὁ ὁποῖος θὰ ἔδειχνε στοὺς δύο Μαθητὲς ποὺ ἔστειλε ὁ Ἰησοῦς γιὰ τὴν προετοιμασία τοῦ δείπνου τὸ «ἀνώγαιον μέγα ἐστρωμένον ἕτοιμον», ἦταν ὁ Ἰωάννης Μᾶρκος.

Ἡ καταγωγὴ τοῦ Ἀποστόλου Μάρκου ἦταν μᾶλλον ἀπὸ τὴν Κύπρο. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἄρχισε τὴν διακονία τῆς κηρύξεως τοῦ Εὐαγγελίου, συνοδεύοντας τὸν θεῖο του Ἀπόστολο Βαρνάβα καὶ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο στὶς διάφορες περιοδεῖες τους.

Στὴν πρώτη περιοδεία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου διακόπτει τὴν συνεργασία, ὅταν ὁ Παῦλος καὶ οἱ συνεργάτες του ἔφθασαν ἀπὸ τὴν Κύπρο στὴν Πέργη τῆς Παμφυλίας καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐπιστρέφει στὰ Ἱεροσόλυμα. Στὴν ἀρχὴ τῆς δεύτερης περιοδείας, μετὰ τὴν Ἀποστολικὴ Σύνοδο, κατὰ τὸν «παροξυσμό» ποὺ παρατηρήθηκε μεταξὺ Παύλου καὶ Βαρνάβα, ὁ τελευταῖος μὲ τὸν Μᾶρκο ἀπέπλευσαν στὴν Κύπρο καὶ ὁ Παῦλος μὲ τὸν Σίλα ξεκίνησαν γιὰ τὴ νοτιοδυτικὴ Μικρὰ Ἀσία. Ἀργότερα ὁ Μᾶρκος βρίσκεται πάλι κοντὰ στὸν Παῦλο κατὰ τὸν χρόνο ποὺ γράφει ὁ Ἀπόστολος τὶς Ἐπιστολὲς τῆς αἰχμαλωσίας καὶ τέλος μνημονεύεται στὴν Α’ Ἐπιστολὴ τοῦ Πέτρου, ὡς συνεργάτης αὐτοῦ καὶ στὴν Β’ πρὸς Τιμόθεον Ἐπιστολή.

Διάφορες παραδόσεις γιὰ τὸν Ἀπόστολο Μᾶρκο ἀπηχοῦνται σὲ ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς ἢ σὲ ἀρχαία λατινικὰ χειρόγραφα τοῦ Εὐαγγελίου του. Ὁ Ἰππόλυτος τὸν ὀνομάζει «κολοβοδάκτυλον», εἴτε γιατί εἶχε δυσανάλογα μικρὰ δάχτυλα σὲ σχέση πρὸς τὸ σῶμα του, εἴτε γιατί ἀπέκοψε ὁ ἴδιος ἕνα ἀπὸ τὰ δάχτυλά του ὅταν ἔγινε Χριστιανός, γιὰ νά μὴν θεωρεῖται ἄρτιος καὶ ἱκανὸς νὰ τελεῖ τὰ καθήκοντά του ὡς λευΐτης ποὺ ἦταν, εἴτε τέλος, σύμφωνα μὲ ἄλλη, ἀλληγορικὴ αὐτὴ τὴ φορὰ ἑρμηνεία, γιατί τὸ Εὐαγγέλιό του στερεῖται εἰσαγωγῆς καὶ ἐπιλόγου. Ὁ Ἐπιφάνιος διασώζει τὴν πληροφορία ὅτι ὁ Μᾶρκος ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἑβδομήκοντα Μαθητὲς τοῦ Κυρίου καὶ ὅτι ἀνῆκε σὲ ἐκείνους ποὺ σκανδαλίσθηκαν ἀπὸ τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Ἰησοῦς στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο γιὰ τὴ βρώση τῆς Σάρκας Του καὶ τὸν ἐγκατέλειψαν. Ἄλλοι ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ Εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος ἵδρυσε καὶ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀκηλυΐας τῆς Ἰταλίας καὶ ἐργάσθηκε ἀποστολικὰ στὴ Δύση, στὴ Ρώμη καὶ στὰ Μεδιόλανα. Τέλος, ἡ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση γενικότερα θεωρεῖ τὸν Ἀπόστολο Μᾶρκο ἱδρυτὴ καὶ πρῶτο Ἐπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξάνδρειας.

Ὁ Ἀπόστολος Μᾶρκος μετέβη στὴν Αἴγυπτο περὶ τὰ τέλη τοῦ ἔτους 62 μ.Χ., ἡμέρα τοῦ Πάσχα, οἱ Ἐθνικοὶ τὸν συνέλαβαν, τὸν ὑπέβαλαν σὲ φρικτὰ βασανιστήρια καὶ τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή. Τὴν ἑπόμενη, δεύτερη ἡμέρα τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα, τὸν ἔσυραν ἀνὰ τὶς ὁδοὺς τῆς Ἀλεξάνδρειας καὶ μαρτύρησε, εὐχαριστώντας τὸν Θεὸ διότι ἀξιώθηκε νὰ μαρτυρήσει ὑπὲρ τοῦ Ἁγίου Ὀνόματος Αὐτοῦ. Οἱ εἰδωλολάτρες θέλησαν νὰ κάψουν τὸ ἅγιο λείψανό του σὲ τόπο ποὺ ὀνομαζόταν «εἰς τοὺς Ἀγγέλους», ὅπου ἀργότερα ἱδρύθηκε καὶ ναός, τὸ «Ἀγγέλιον», ἀλλὰ λόγῳ τῆς θύελλας ποὺ ξέσπασε μὲ βροχὴ καὶ χαλάζι, ἐγκατέλειψαν τὸ ἱερὸ λείψανο καὶ ἔφυγαν. Οἱ Χριστιανοὶ ἀφοῦ παρέλαβαν τὸ τίμιο σκήνωμα τοῦ Ἁγίου τὸ κατέθεσαν σὲ μνημεῖο, ἐπὶ τοῦ ὁποίου οἰκοδομήθηκε ναὸς πρὸς τιμήν του.

Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου, ἀργότερα μετακομίσθηκε στὴ Βενετία ἀπὸ Βενετοὺς ναυτικούς. Ἡ πράξη δικαιολογήθηκε πολὺ ἀργότερα μὲ ἀναφορὰ σὲ κάποια προφητεία ποὺ Ἄγγελος Κυρίου ἔδωσε στὸν Ἀπόστολο Μᾶρκο, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία τὸ σκήνωμά του θὰ ἀναπαυόταν κάποτε στὴ Βενετία. Ἡ γενικῶς ἀποδεκτὴ ἄποψη τῆς ἱστορίας αὐτῆς ἀπὸ τοὺς Βενετοὺς ἀπεικονίσθηκε σὲ ψηφιδωτὰ μέσα στὴ βασιλικὴ τοῦ Ἁγίου Μάρκου. Ἐκεῖ ἱστορεῖται τὸ ἐπιχείρημα δύο Βενετῶν ἐμπόρων οἱ ὁποῖοι, μὲ τὴν βοήθεια δύο Ἑλλήνων μοναχῶν, ἀφαίρεσαν τὸ ἱερὸ λείψανο ἀπὸ τὸ προσκύνημά του στὴν Ἀλεξάνδρεια, δωροδοκώντας τὴν φρουρὰ καὶ ἀντικαθιστώντας τὸ ἱερὸ λείψανο μὲ τὸ σκήνωμα ἑνὸς ἀγνώστου Ἁγίου. Ὅταν ἀνέβασαν τὸ ἱερὸ λείψανο πάνω στὸ πλοῖο, φρόντισαν νὰ τὸ προστατεύσουν ἀπὸ τὰ ἐρευνητικὰ βλέμματα τῶν Ἀράβων λιμενικῶν, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν εὐωδία ἁγιότητος ποὺ ἀνέδυε, κρύβοντάς το κάτω ἀπὸ τεμαχισμένα χοιρινὰ κρέατα. Οἱ Ἄραβες, ὡς εὐλαβεῖς Μουσουλμάνοι, ἔνιωσαν φρίκη στὴ θέα καὶ τὴ δυσωδία τῶν χοίρων. Ἔτσι τὸ πλοῖο μὲ τὸν πολύτιμο θησαυρὸ ἀναχώρησε ἄμεσα. Στὸ ἐκπληκτικὰ ταχὺ ταξίδι ἐπιστροφῆς στὴ Βενετία, τὸ πλοῖο παραλίγο νὰ συντριβεῖ ὁλοσχερῶς. Ὅμως ὁ Ἅγιος ἦταν ἐκεῖ, γιὰ νὰ ξυπνήσει τὸν κυβερνήτη καὶ νὰ ἀποφευχθεῖ ἡ συμφορά.

Τὸ γεγονὸς αὐτὸ εἶναι σίγουρα ἐμπλουτισμένο μὲ πλασματικὲς λεπτομέρειες. Ὅμως, ἡ κλοπὴ ἦταν ἀδιαμφισβήτητη. Τὰ ἐλατήρια τῆς κλοπῆς ἦταν τόσο πολιτικὰ ὅσο καὶ θρησκευτικά. Στὴν ἀρχὴ τὸ ἱερὸ λείψανο τοποθετήθηκε καὶ φυλάχθηκε σὲ μία κρυφὴ αἴθουσα δίπλα στὸ παλάτι τοῦ δόγη. Στὴ διαθήκη του, ὁ δόγης Ἰουστινιανὸς ὅρισε, ἡ σύζυγός του νὰ οἰκοδομήσει ναὸ πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Μάρκου ἀνάμεσα στὸ παλάτι καὶ τὸ παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου. Ἡ ἀνέγερση τοῦ κτίσματος ἄρχισε τὸ ἔτος 832 μ.Χ. καὶ τελείωσε μετὰ ἀπὸ 34 ἔτη.
Στὸ κατὰ Μᾶρκον Εὐαγγέλιο βρίσκουμε μόνο μερικὰ χαρακτηριστικὰ ἐπεισόδια ἀπὸ τὸ βίο καὶ τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, σταχυολογημένα ἀπὸ τὴν πλούσια παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἀποσπασματικὲς αὐτὲς πληροφορίες ἔχουν ἕνα βαθύτερο θεολογικὸ σύνδεσμο μεταξύ τους καὶ ἀποσκοποῦν στὸ νὰ δείξουν ὅτι στὸ Πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πραγματοποιήθηκαν οἱ ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ἀνθρωπότητας. Οἱ θαυματουργικὲς πράξεις τοῦ Κυρίου στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Μάρκου μαρτυροῦν γιὰ τὴ μεσσιανικὴ ἐξουσία τοῦ Κυρίου, μὲ τὴν ὁποία ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ κατανικᾶ τὶς δαιμονικὲς δυνάμεις καὶ ἐλευθερώνει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν κυριαρχία τους. Τὰ πραχθέντα ἀποκορυφώνονται στὸν Σταυρὸ τοῦ Ἰησοῦ, ὅπου θριαμβεύει μὲ τὴν Ἀνάσταση ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἔναντι τῶν δαιμονικῶν δυνάμεων. Γιὰ τὸ γεγονὸς τοῦ Σταυροῦ προετοιμάζει ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστὴς τὸν ἀναγνώστη ἤδη ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ Εὐαγγελίου του. Ἡ θεολογικὴ σκέψη τοῦ Ἀποστόλου Μάρκου κινεῖται μεταξὺ τωρινῶν παθημάτων τῶν πιστῶν καὶ μέλλουσας δόξας μὲ ἀποκορύφωμα τὴ μέλλουσα δόξα.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τοῦ Πέτρου συνέκδημος, καὶ κοινωνὸς ἱερός, τοῦ Λόγου διάκονος, καὶ ὑποφήτης σοφός, ἐδείχθης Ἀπόστολε· ὅθεν τὸ τοῦ Σωτῆρος, Εὐαγγέλιον θεῖον, Μᾶρκε διαχαράττεις, ὡς οὐράνιος μύστης· διὸ Εὐαγγελιστά σε, πόθῳ γεραίρομεν.

Κοντάκιον. Ἦχος β. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἐξ ὕψους λαβών, τὴν χάριν τὴν τοῦ Πνεύματος, ῥητόρωνά, διέλυσας Ἀπόστολε, καὶ τὰ ἔθνη ἅπαντα, σαγηνεύσας, Μᾶρκε παναοίδιμε, τῷ σῷ Δεσπότῃ προσήγαγες, τὸ θεῖον κηρύξας Εὐαγγέλιον.

Μεγαλυνάριον.
Πέτρῳ τῷ θεόπτῃ μαθητευθείς, τῶν ὑπερκοσμίων, ἐχρημάτισας μυητής· ὅθεν τοῦ Σωτῆρος, ἡμῖν εὐηγγελίσω, ὦ Μᾶρκε θεηγόρε, τὴν συγκατάβασιν.

Δευτέρα 23 Απριλίου 2012

Αναστάσεως Ημέρα




Δόξα... Και νυν...
Αναστάσεως ημέρα, και λαμπρυνθώμεν τη πανηγύρει,
και αλλήλους περιπτυξώμεθα. 
Είπωμεν, αδελφοί, και τοις μισούσιν ημάς˙ 
Συγχωρήσωμεν πάντα τη Αναστάσει, 
και ούτω βοήσωμεν˙ 
Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας, 
και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος.

Κυριακή 22 Απριλίου 2012

† Kυριακή τοῦ Θωμᾶ



Τήν περασμένην Κυριακήν τῆς Λαμπρῆς ἀνέστη ὁ Κύριος γε-
νόμενος ἀπαρχή τῆς ἀφθαρσίας τῶν κεκοιμημένων. Σήμερον δέ ὁπού εἶναι νέα Κυριακή, προεορτάζομε τήν ἀφθαρσίαν καί ἀνακαίνισιν ὅλου τοῦ ἀνθρωπίνου πλάσματος, διότι ἡ λαμπρά Κυριακή ὡς πρώτη, τήν πρώτην Παρουσίαν τοῦ Χριστοῦ συμβολικῶς ἐσημείωσεν, αὐτή δέ ἡ νέα Κυριακή σαφέστατα εἰκονίζει τήν δευτέραν αὐτοῦ Παρουσίαν.

Τήν πρώτην λοιπόν φοράν πού ἐφάνη ὁ Χριστός πρός τούς
λοιπούς Ἀποστόλους, δέν εὑρέθη παρών ὁ Θωμᾶς καί δέν ἐπί-
στευσεν, ἀλλά ὅταν ἐφάνη δεύτερον, εὑρέθη καί αὐτός ἐκεῖ μέ
τούς ἄλλους Μαθητάς καί βλέπων τούς τύπους τῶν ἤλων στάς ἀχράντους χεῖρας καί πόδας τοῦ Χριστοῦ, τήν πρώην ἀπιστίαν εἰς  πίστιν μετέβαλεν.

«Οὔσης ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων, ὅπου
ἦσαν οἱ Μαθηταί συνηγμένοι διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων, ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς, καί ἔστη στό μέσον, καί λέγει αὐτοῖς· Εἰρήνη ὑμῖν». Ἐπειδή ἡ Μαγδαληνή Μαρία ἀνήγγειλε στούς Μαθητάς τά χαρμόσυνα ἐκεῖνα μηνύματα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, τά ὁποῖα ἦσαν ἱκανά νά τούς παρηγορήσουν, ἀλλά εἶχαν καί ὀλίγην λύπην καί παράπονον, πώς δέν ἠξιώθησαν καί αὐτοί νά ἰδοῦν τήν γλυκυτάτην ὄψιν τοῦ Χριστοῦ.

«Οὔσης ὀψίας», λέγει, τό βράδυ ὅταν ἐνύκτωσε, διότι τήν ἡ-
μέραν ἦσαν διασκορπισμένοι οἱ Ἀπόστολοι γιά τόν φόβον τῶν
μιαιφόνων Ἑβραίων. Ἐπερίμενεν ὁ Κύριος ἕως νά συναχθοῦν ἅπαντες, καί τότε παραδόξως καί ἔξαφνα, καί ἐνῶ ἦσαν οἱ πόρτες καλά κλειστές, εὑρέθη στό μέσον αὐτῶν, γιά νά δείξη ὅτι εἶναι κατά φύσιν Θεός παντοδύναμος, καί μέ τήν φωνήν του κατεπράϋνε τίς καρδιές των, λέγων σ’ αὐτούς· «εἰρήνη ὑμῖν», δηλαδή νά εἶναι ἡ ἀγάπη εἰς ἐσᾶς καί μή φοβῆσθε, μηδέ ποσῶς δειλιάσητε, ἀλλά ἔχετε εἰς ἐμέ τό θάῤῥος σας· διότι ἐγώ ἐνίκησα τόν κόσμον καταργήσας τόν θάνατον καί χαρισάμενος ζωήν τήν αἰώνιον. Ὁ Κύριος δέν κατέπαυσε μόνον τόν φόβον τῶν Μαθητῶν ἀλλά τούς ἔδειξε καί τά σύμβολα τοῦ Σταυροῦ γιά νά πληροφορηθοῦν τήν ἔνδοξόν του Ἀνάστασιν.

Λέγων ὁ Κύριος τό «εἰρήνη ὑμῖν», εἰσάγει τρόπον τινά τόν
νόμον τῆς ἀγάπης στά τέκνα τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή νά ἀγαποῦμε τόν Θεόν καί ὁ ἕνας τόν ἄλλον, διότι δέν εἶναι ἕτερον ψυχωφελέστερον ἀπό τήν ἀγάπην καί τήν ὁμόνοιαν. «Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί», καί ἡ κατά Θεόν εἰρήνη ὑπερβαίνει πάντα νοῦν καί διάνοιαν.

Λοιπόν, ἔχετε εἰς ἐμέ τό θάῤῥος σας, διότι ἐγώ εἶμαι μαζί
σας καί μήν ἔχετε καμμίαν δυσκολίαν στήν πνευματικήν ὑπηρεσίαν, διότι καθώς ἐγώ ἐτελείωσα ὅλα ἐκεῖνα τά ἀναγκαῖα γιά τήν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων· ἐκαταδέχθην νά σταυρωθῶ γιά τήν ἀγάπην των καί κατέλυσα τήν τυραννίδα τοῦ θανάτου· ἔτσι πρέπει καί ἐσεῖς, ὁπού σᾶς ἀποστέλλω στό σωτήριον κήρυγμα, νά ὑπάγετε πρόθυμα σ’ ὅλον τόν κόσμον νά εὐαγγελίσητε τούς ἀνθρώπους καί νά ἀγωνισθῆτε ἕως θανάτου γιά τήν ὑπόθεσιν αὐτήν.

«Καί τοῦτο εἰπών, ἐνεφύσησεν αὐτοῖς: Λάβετε Πνεῦμα ῞Α-
γιον, ἄν τινων ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων
κρατῆτε, κεκράτηνται». Ὁ Κύριος ἐλάμπρυνε τούς Μαθητάς του μέ τό ὕψιστον ἀξίωμα τῆς ἀποστολῆς καί τούς ἔκαμεν Οἰκονόμους τῶν θείων μυστηρίων, ἱερουργούς καί κήρυκας, τούς ἁγιάζει καί τούς δίδει ἐξουσίαν καί Πνεῦμα ῞Αγιον, ὄχι μόνον νά ἀνιστοῦν νεκρούς καί ἄλλα τινά θαυμάσια, ἀλλά τό ἀνώτερον πάντων νά συγχωροῦν ἁμαρτήματα.

Ἐνεφύσησεν ὁ Χριστός φανερώνων ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Δημιουργός τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Ἐπειδή δέ διά τῆς παρακοῆς ὁ Ἀδάμ ἐξέπεσεν ἀπό ἐκείνην τήν ἀρχαίαν τιμήν καί ἦλθεν εἰς θάνατον, ἀνεκαίνισεν πάλιν αὐτός ὁ Χριστός τόν ἄνθρωπον, καταργήσας τόν θάνατον καί ἀναβιβάζων αὐτόν στήν προτέραν τιμήν μέ τό θεῖον αὐτοῦ φύσημα.

«Θωμᾶς δέ εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν
μετ’ αὐτῶν ὅτε ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς». Ὁ Χριστός ἦλθεν καί ἐφάνη
στούς Μαθητάς καί ὁ Θωμᾶς δέν ἦταν παρών. Ἐδίδετο ἡ εἰρήνη καί ὁ μαθητής δέν εὑρίσκετο ἐκεῖ· οἱ ἄλλοι ἐχάρησαν ἰδόντες τόν ποθούμενον καί αὐτός ἐπικραίνετο ὅλοι ἦσαν ἐκεῖ συνηγμένοι καί αὐτός μόνον ἔλιπεν. Ἀλλά ἦταν οἰκονομία καί πρόνοια τοῦ Θεοῦ, διά νά πιστωθῆ βεβαιότερον μέ τήν ἀπιστίαν τοῦ Θωμᾶ ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ, διότι ἐάν εὑρίσκετο καί αὐτός παρών, δέν θά ἐδίσταζε νά ἀπιστήση. Λοιπόν, ἡ ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ ἔγινεν αἰτία τῆς ἰδικῆς μας πίστεως.

«Καί μεθ’ ἡμέρας ὀκτώ, πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ Μαθηταί αὐτοῦ
καί Θωμᾶς μετ’ αὐτῶν ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων καί ἔστη εἰς τό μέσον καί εἶπεν· εἰρήνη ὑμῖν· εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ· φέρε τόν δάκτυλόν σου ὧδε καί ἴδε τάς χεῖρας μου, καί φέρε τήν χεῖρα σου καί βάλε εἰς τήν πλευράν μου καί μή γίνου ἄπιστος ἀλλά πιστός». Πάλιν ἐπέλαμψѱεν ὁ Κύριος στούς Μαθητάς παραδόξως καί τούς ἐχαιρέτισε, δίδων κατά τό σύνηθες τήν εἰρήνην.

῎Επειτα παρατρέχει τούς ἄλλους Μαθητάς ὡς Πατήρ ἀγαθός καί φιλόστοργος καί ἔρχεται εἰς τόν Θωμᾶν ὁπού δέν ἐπίστευσεν, γιά νά τόν πληροφορήση καί ἐκεῖνον, νά πιστεύση τήν ἐκ νεκρῶν αὐτοῦ ἁγίαν Ἀνάστασιν. ῎Οντως μεγάλη ἡ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου, πῶς γιά μίαν ψυχήν καταδέχεται καί δείχνει τάς πληγάς καί τά τραύματα, γιά νά σώση τόν διστάζοντα Μαθητήν, θέλοντας νά
φανερώση ὅτι ἐγνώριζεν ὅλα τά λόγια τῆς ἀπιστίας τοῦ Θωμᾶ,
πού ἐλάλησε πρός τούς ἄλλους, ὡς προγνώστης Θεός.

Αὐτός προλαμβάνει σοφώτατα καί ἐκπληρώνει τήν αἴτησιν
τοῦ δούλου λέγων· «ἔγγισον μου καί καθώς θέλεις ψηλάφησον, νά γνωρίσης ὅτι αὐτός ὁ Χριστός εἰμί, καί μήν εἶσαι πλέον ἄπιστος, ἀλλά πιστός καί εὐχάριστος».

«Καί ἀπεκρίθη ὁ Θωμᾶς καί εἶπεν αὐτῷ ὁ Κύριος μου καί ὁ
Θεός μου». Ἀκούσας ὁ Θωμᾶς τά δεσποτικά λόγια, ἐπλησίασεν μετά φόβου καί τρόμου καί, βάνοντας τάς χεῖρας του εἰς τήν ἄχραντον πλευράν, ἐνεπλήσθη Πνεύματος Ἁγίου καί ἀγαλλιάσεως· ἀποῤῥίψας δέ τήν προτέραν ἀπιστίαν του καί πιστεύσας ἐβόησε μέ τελείαν θεολόγησιν· «ὁ Κύριος μου καί ὁ Θεός μου». Ἀποκαλῶν αὐτόν Κύριον ἐδήλωσεν τήν ἀνθρωπότητα, καί Θεόν, τήν θείαν αὐτοῦ οὐσίαν καί μεγαλειότητα.

Κανείς, λοιπόν ἀδελφοί, ἄς μή ἀπουσιάζη ἀπό τοῦτες τίς ἱερές καί θεοπαρόδοτες συνάξεις εἴτε ἀπό ῥαθυμίαν εἴτε ἀπό τήν συνεχῆ ἀσχολίαν τῶν γηΐνων, ὥστε νά μή ἐγκαταλειφθῆ δικαίως ἀπό τόν Θεόν καί πάθη κάτι ἀνάλογον μέ τόν Θωμᾶν, ὁπού δέν ἦλθεν στήν ὥραν του. Ἑπομένως ἄς συναθροιζώμεθα συχνά στήν Ἐκκλησίαν, διότι κάθε πραγματικά εὐλαβής παρευρίσκεται καί παραμένει σ’ αὐτήν χωρίς ἀπουσίες, γιά νά δεχθοῦμε τήν εἰρήνην μέσα στό λογικόν τῆς ψυχῆς, νά μᾶς αὐξήση τήν πίστιν καί χάριτι Θεοῦ νά τύχουμε τῶν αἰωνίων δωρεῶν· ἐν Χριστῷ τῷ Ἀναστάντι Θεῷ ἡμῶν. Ἀμήν.

π. Πορφύριος (Ι.Μ. Φιλοθέου, Άγιον Όρος)

Σάββατο 21 Απριλίου 2012

† Κυριακή 22 Απριλίου (Του Θωμά)

Ευαγγελική Περικοπή,


Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
Κεφ. κ' : 19-31

Ο
ὔσης ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ Μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν ᾿Ιουδαίων, ἦλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον, καὶ λέγει αὐτοῖς· Εἰρήνη ὑμῖν. Καὶ τοῦτο εἰπὼν, ἔδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ. Ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον. Εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς πάλιν· Εἰρήνη ὑμῖν· καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ Πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς. Καὶ τοῦτο εἰπὼν, ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς· Λάβετε Πνεῦμα ῞Αγιον. Ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς· ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται. Θωμᾶς δὲ, εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ᾿ αὐτῶν ὅτε ἦλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς. Ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθηταί· Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω. Καὶ μεθ᾿ ἡμέρας ὀκτὼ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ Θωμᾶς μετ᾿ αὐτῶν· ἔρχεται ὁ ᾿Ιησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν· Εἰρήνη ὑμῖν. Εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ· Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε, καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου· καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός· Καὶ ἀπεκρίθη ὁ Θωμᾶς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου. Λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· Ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες. Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ. Ταῦτα δὲ γέγραπται, ἵνα πιστεύσητε, ὅτι ᾿Ιησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύοντες, ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ.

Απόστολος,

Πράξεων τῶν Ἀποστόλων τὸ Ἀνάγνωσμα
Κεφ. ε' : 12-20

ν ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, διὰ τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων ἐγίνετο σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τῷ λαῷ πολλά· καὶ ἦσαν ὁμοθυμαδὸν ἅπαντες ἐν τῇ στοᾷ Σολομῶντος· τῶν δὲ λοιπῶν οὐδεὶς ἐτόλμα κολλᾶσθαι αὐτοῖς, ἀλλ᾿ ἐμεγάλυνεν αὐτοὺς ὁ λαός· μᾶλλον δὲ προσετίθεντο πιστεύοντες τῷ Κυρίῳ πλήθη ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν, ὥστε κατὰ τὰς πλατείας ἐκφέρειν τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τιθέναι ἐπὶ κλινῶν καὶ κραβάττων, ἵνα ἐρχομένου Πέτρου κἂν ἡ σκιὰ ἐπισκιάσῃ τινὶ αὐτῶν. Συνήρχετο δὲ καὶ τὸ πλῆθος τῶν πέριξ πόλεων εἰς ῾Ιερουσαλὴμ φέροντες ἀσθενεῖς καὶ ὀχλουμένους ὑπὸ πνευμάτων ἀκαθάρτων, οἵτινες ἐθεραπεύοντο ἅπαντες. ᾿Αναστὰς δὲ ὁ ἀρχιερεὺς καὶ πάντες οἱ σὺν αὐτῷ, ἡ οὖσα αἵρεσις τῶν Σαδδουκαίων, ἐπλήσθησαν ζήλου καὶ ἐπέβαλον τὰς χεῖρας αὐτῶν ἐπὶ τοὺς ἀποστόλους, καὶ ἔθεντο αὐτοὺς ἐν τηρήσει δημοσίᾳ. Ἄγγελος δὲ Κυρίου διὰ τῆς νυκτὸς ἤνοιξε τὰς θύρας τῆς φυλακῆς, ἐξαγαγών τε αὐτοὺς εἶπε· Πορεύεσθε, καὶ σταθέντες λαλεῖτε ἐν τῷ ἱερῷ τῷ λαῷ πάντα τὰ ῥήματα τῆς ζωῆς ταύτης.

Παρασκευή 20 Απριλίου 2012

Οι Κολλυβάδες Πατέρες

 
01.jpgΤὰ ἱερὰ Μνημόσυνα

Ο χαρακτηρισμός «Κολλυβάδες» ἐμφανίστηκε ἀρχικὰ ὡς χλευαστικὸ προσωνύμιο. ᾿Αποδόθηκε σὲ ῾Αγιορεῖτες Μοναχούς, ποὺ διαφωνοῦσαν μὲ τὴν τέλεση τῶν Μνημοσύνων (διὰ κολλύβων) τὴν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς. Στὰ Μοναστήρια καὶ τὶς Σκῆτες τῆς ᾿Αθωνικῆς Πολιτείας τὰ Μνημόσυνα διαβάζονταν πάντοτε μετὰ τὴν τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας τοῦ Σαββάτου.
῾Η Κυριακὴ πάντοτε γιορτάζονταν ὡς πασχάλια ἡμέρα τῆς ᾿Αναστάσεως τοῦ Κυρίου καὶ ὁ ἀναστάσιμος αὐτὸς χαρακτήρας ἀπέκλειε τὸ πένθος τῶν ἐπιμνημοσύνων δεήσεων γιὰ τοὺς κεκοιμημένους.

῾Η συνεχὴς θεία Μετάληψη

Οἱ «Κολλυβάδες», παράλληλα μὲ τὴν τέλεση τῶν ῾Ιερῶν Μνημοσύνων τὸ Σάββατο, υἱοθέτησαν τὴν συνεχὴ θεία Μετάληψη. ῎Ετσι ἔχομε μία ἀναγέννηση στὴν πνευματικὴ ζωή. ῾Ο Φιλοκαλισμός, δηλαδὴ ὁ νηπτικὸς πνευματικὸς ἀγώνας, εἶναι ἀναποτελεσματικός, χωρὶς τακτικὴ συμμετοχὴ στὰ Μυστήρια τῆς ᾿Εκκλησίας. Καὶ στὰ Μυστήρια, ὅμως, δὲν πρέπει νὰ προσέρχεται κανεὶς χωρὶς προηγούμενον πνευματικὸν ἀγῶνα. Οὔτε Μυστήρια χωρὶς Φιλοκαλισμὸ
οὔτε Φιλοκαλισμὸς χωρὶς Μυστήρια. ῾Ο συνδυασμὸς καὶ τῶν δύο ἀποτελεῖ τὴν Παράδοση τῆς ᾿Ορθόδοξης ᾿Εκκλησίας.

῾Ηγετικὲς φυσιογνωμίες τοῦ κινήματος τῶν Κολλυβάδων ὑπῆρξαν:

1. Νεόφυτος ὁ Καυσοκαλυβίτης (1713-1784).

2. ᾿Αθανάσιος ὁ Πάριος (1721-1813).

3. ῾Ο ῞Αγιος Μακάριος ὁ Νοταρᾶς (1731-1805).

4. Νήφων ὁ Χῖος († 1810).

5. ῾Ο ῞Αγιος Νικόδημος ὁ ῾Αγιορείτης (1749-1809).

῾Ο δρόμος, ποὺ πρέπει νὰ πάρουμε, γιὰ νὰ γνωρίσουμε τὴν θεία γνησιότητα τῆς ᾿Ορθοδοξίας μας, ἀρχίζει ἀπὸ τὸν πλησιέστερο σὲ μᾶς ῞Αγιο τῆς ᾿Εκκλησίας μας, τὸν ῞Αγιο Νικόδημο τὸν ῾Αγιορείτη, περνᾶ ἀπὸ τὸν ῞Αγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, τὸν ῞Αγιο Συμεὼν τὸν Νέο Θεολόγο, τὸν ῞Αγιο ᾿Ιωάννη τὸν Δαμασκηνό, τὸν ῞Αγιο Μάξιμο τὸν ῾Ομολογητή, τοὺς Τρεῖς Μεγάλους ῾Ιεράρχας, τὸν ῞Αγιο Διονύσιο
τὸν ᾿Αρεοπαγίτη καὶ φθάνει μέχρι τὸν ῞Αγιο ᾿Ιγνάτιο τὸν Θεοφόρο, τὸν ῞Αγιο ᾿Ιωάννη τὸν Θεολόγο καὶ τὸν ᾿Απόστολο Παῦλο. Αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος ποὺ ἐγγυᾶται τὴν ᾿Ορθοδοξία τῆς ᾿Εκκλησίας μας.
Οἱ θέσεις τῶν Κολλυβάδων ἀποκαλύπτουν μιὰ ἀπροσδόκητη γιὰ τὴν ἐποχὴ θεολογικὴ ἐγρήγορση. ᾿Αντίθετα τὰ ἐπιχειρήματα τῶν ἀντιπάλων τους εἶναι, κατὰ κανόνα, σχολαστικὰ καὶ ἀθεολόγητα. ῞Ομως, στὴν διαμάχη αὐτὴ κυριάρχησαν οἱ ἀντικολλυβάδες. ᾿Επιβάλλουν τὶς ἀπόψεις τους στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ προκαλοῦν ἀλλεπάλληλες συνοδικὲς καταδίκες τῶν «Κολλυβάδων». ᾿Απὸ
τὶς ἡγετικὲς φυσιογνωμίες τοῦ κινήματος τῶν «Κολλυβάδων», οἱ περισσότεροι ἀναγκάζονται νὰ ἐγκαταλείψουν τὸ ῞Αγιον ῎Ορος καὶ νὰ διασκορπισθοῦν κυρίως στὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου Χίο, ᾿Ικαρία, Σάμο, Πάτμο, Πάρο, ῞Υδρα καὶ Σκιάθο. Τὸ σημαντικώτερο κέντρο τῆς Κολλυβαδικῆς παραδόσεως διατηρήθηκε στὴ Σκιάθο. ῏Ηταν τὸ ῾Ιερὸν Κοινόβιον τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ποὺ ἵδρυσε ὁ ἐξόριστος Κολλυβᾶς ῾Ιερομόναχος Νήφων ὁ Χῖος τὸ 1794.
Τὸ ῾Ιερώτατο τοῦτο Κοινόβιο ὕμνησαν ἀργότερα ὁ Παπαδιαμάντης καὶ ὁ Μωραϊτίδης. Τόσον ἡ προσωπικότητα τοῦ Νήφωνος ὅσο καὶ ἡ παράδοση τῆς Μονῆς του ἐπηρέασαν ἀποφασιστικὰ τὴν ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τῶν Σκιαθιτῶν λογοτεχνῶν Παπαδιαμάντη καὶ Μωραϊτίδη.

῾Η «Φιλοκαλία»

Τὸ ἀντιπροσωπευτικότερο ἴσως ἐπίτευγμα, ἡ ταυτότητα τοῦ ἔργου τῶν «Κολλυβάδων», ἀποκαλύπτεται στὴν συγκρότηση καὶ ἔκδοση τῆς «Φιλοκαλίας».
῾Η «Φιλοκαλία» εἶναι ἕνα ᾿Ανθολόγιο κειμένων 36 μεγάλων τῆς ᾿Εκκλησίας Πατέρων καὶ ᾿Ασκητῶν ἀπὸ τὸν 4ο μέχρι τὸν 15ο αἰῶνα, ποὺ ἀναφέρονται στὴν δυνατότητα καὶ τοὺς τρόπους τῆς ἐμπειρικῆς σχέσεως τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, ποὺ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν συνεχὴ ἄσκηση στὴ «Νοερὰ Προσευχή», μὲ τὴν συνεχὴ ἐπίκληση τοῦ ᾿Ονόματος τοῦ Χριστοῦ:
«Κύριε ᾿Ιησοῦ Χριστέ, Υἱὲ Θεοῦ, ᾿Ελέησόν με».

Τὸ 1793, ἕνδεκα χρόνια μετὰ τὴν ἔκδοση τῆς «Φιλοκαλίας» στὴν ῾Ελληνικὴ (1782), ἐκδίδεται καὶ σὲ Σλαβονικὴ μετάφραση. Τὴν πρωτοβουλία εἶχε ὁ διάσημος Ρῶσος Μοναχὸς Στάρετς Παΐσιος Βελιτσκόφκι.
῾Η Σλαβονικὴ μετάφραση τῆς «Φιλοκαλίας» ἀποτέλεσε ἀποφασιστικὸ γεγονὸς γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωὴ τῆς Ρωσίας, τὸ ὁποῖο ὀνομάστηκε «Φιλοκαλικὴ ᾿Αναγέννηση», μὲ κέντρο τὴν περίφημη Μονὴ τῆς ῎Οπτινα.
῾Η σύγκρουση Κολλυβάδων καὶ Διαφωτιστῶν (Κοραῆς) ἀντιπροσωπεύει τὸ δίλημμα ποὺ βρέθηκε ὁ ῾Ελληνισμὸς στὰ τέλη τοῦ 18ου καὶ ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰῶνος.
Τελικὰ ἐπιβλήθηκε ἡ προοπτικὴ τοῦ Κοραῆ καὶ ὄχι τῶν Κολλυβάδων, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν ὁριστικὴ ἀλλοτρίωση τοῦ Νέου ῾Ελληνισμοῦ.

Πέμπτη 19 Απριλίου 2012

Ανάστηθι, Κύριε ὁ Θεός μου - Αναστήτω ὁ Θεός




Ανάστηθι, Κύριε ὁ Θεός μου, ὑψωθήτω ἡ χείρ σου, μὴ ἐπιλάθῃ τῶν πενήτων σου εις τέλος. 
Εξομολογήσομαί σοι, Κύριε, ἐν ὅλῃ καρδίᾳ μου, διηγήσομαι πάντα τὰ θαυμάσιά σου· 
Ανάστηθι, Κύριε ὁ Θεός μου, ὑψωθήτω ἡ χείρ σου, μὴ ἐπιλάθῃ τῶν πενήτων σου εις τέλος. 


Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού, 
και φυγέτωσαν από προσώπου αυτού οι μισούντες αυτόν. 
Αλληλούϊα. 

Ως εκλείπει καπνός, εκλειπέτωσαν· 
ως τήκεται κηρός από προσώπου πυρός. 
Αλληλούϊα. 

Ούτως απολούνται οι αμαρτωλοί από προσώπου του Θεού. 
και οι δίκαιοι ευφρανθήτωσαν. 
Αλληλούϊα.

Τετάρτη 18 Απριλίου 2012

Αναστάσιμα Ευλογητάρια




Εὐλογητάρια. Ἦχος πλ. α'.

Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε, δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου. Τῶν Ἀγγέλων ὁ δῆμος, κατεπλάγη ὁρῶν σε, ἐν νεκροῖς λογισθέντα, τοῦ θανάτου δὲ Σωτήρ, τὴν ἰσχὺν καθελόντα, καὶ σὺν ἑαυτῶ τὸν Ἀδὰμ ἐγείραντα, καὶ ἐξ Ἄδου πάντας ἐλευθερώσαντα. 

Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε, δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου. Τὶ τὰ μύρα, συμπαθῶς τοις δάκρυσιν, ὧ Μαθήτριαι κιρνᾶτε; ὁ ἀστράπτων ἐν τῷ τάφω Ἄγγελος, προσεφθέγγετο ταις Μυροφόροις. Ἴδετε ὑμεῖς τὸν τάφον καὶ ἤσθητε, ὁ Σωτὴρ γὰρ ἐξανέστη τοῦ μνήματος. 

Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε, δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου. Λίαν πρωϊ, Μυροφόροι ἕδραμον, πρὸς τὸ μνήμά σου θρηνολογοῦσαι, ἀλλ' ἐπέστη, πρὸς αὐτὰς ὁ Ἄγγελος, καὶ εἶπε, θρήνου ὁ καιρὸς πέπαυται, μὴ κλαίετε, τὴν Ἀνάστασιν δὲ Ἀπόστόλοις εἴπατε. 

Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε, δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου. Μυροφόροι γυναῖκες, μετὰ μύρων ἐλθοῦσαι, πρὸς τὸ μνημά σου Σῶτερ ἐνηχοῦντο, Ἀγγέλου τρανῶς, πρὸς αὐτὰς φθεγγομένου. Τὶ μετὰ νεκρῶν, τὸν ζωντα λογίζεσθε; ὡς Θεὸς γὰρ ἐξανέστη τοῦ μνήματος. 

Δόξα... Τριαδικὸν

Προσκυνοῦμεν Πατέρα, καὶ τὸν τούτου Υἱόν τε, καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα, τὴν ἁγίαν Τριάδα, ἐν μιὰ τῇ οὐσία, σὺν τοις Σεραφίμ, κράζοντες τὸ Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος εἶ Κύριε. 


Καὶ νυν... Θεοτοκίον
Ζωοδότην τεκοῦσα, ἐλυτρώσω Παρθένε, τὸν Ἀδὰμ ἁμαρτίας, χαρμονὴν δὲ τὴ Εὔα, ἀντὶ λύπης παρέσχες, ῥεύσαντα ζωῆς, ἴθυνε πρὸς ταύτην δέ, ὁ ἐκ σοῦ σαρκωθείς Θεὸς καὶ ἄνθρωπος. Ἀλληλούϊα, Ἀλληλούϊα, Ἀλληλούϊα Δόξα σοι ὁ Θεός. (ἐκ γ').

Κυριακή 15 Απριλίου 2012

Αναστάσιμη Προσευχή



Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν,
θανάτῳ θάνατον πατήσας
καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι
ζωὴν χαρισάμενος.

Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι, 
προσκυνήσωμεν ἅγιον, Κύριον, 
Ἰησοῦν τὸν μόνον ἀναμάρτητον. 
Τὸν Σταυρόν σου Χριστὲ προσκυνοῦμεν 
καὶ τὴν ἁγίαν σου Ἀνάστασιν 
ὑμνοῦμεν καὶ δοξάζομεν· 
σὺ γὰρ εἶ Θεὸς ἡμῶν, 
ἐκτός σου ἄλλον οὐκ οἴδαμεν, 
τὸ ὄνομά σου ὀνομάζομεν. 
Δεῦτε πάντες οἱ πιστοί, 
προσκυνήσωμεν τὴν τοῦ Χριστοῦ ἁγίαν ἀνάστασιν· 
ἰδοὺ γὰρ ἦλθε διὰ τοῦ Σταυροῦ 
χαρὰ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ. 
Διὰ παντὸς εὐλογοῦντες τὸν Κύριον, 
ὑμνοῦμεν τὴν ἀνάστασιν αὐτοῦ· 
Σταυρὸν γὰρ ὑπομείνας δι᾿ ἡμᾶς, 
θανάτῳ θάνατον ὤλεσεν.

Ἀναστὰς ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τοῦ τάφου 
καθὼς προεῖπεν, 
ἔδωκεν ἡμῖν τὴν αἰώνιον ζωὴν 
καὶ μέγα ἔλεος.


Η νεοελληνική ερμηνεία 

Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀναστήθηκε ἀφοῦ κατέβηκε καὶ δίδαξε στοὺς νεκρούς, 
καταπατώντας μὲ τὸν θάνατό του τὸν φυσικὸν καὶ τὸν πνευματικὸν θάνατον
καὶ σὲ ὅσους βρίσκονταν σὲ τάφους, εἴτε φυσικοὺς εἴτε πνευματικούς, 
χάρισε ἔτσι τὴν ἀληθινὴ ζωή.

Ἀφοῦ εἴδαμε τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, 
ἂς προσκυνήσουμε τὸν ἅγιο καὶ Κύριο, 
τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ ποὺ εἶναι ὁ μόνος ἀναμάρτητος.
Τὴν Σταυρική Σου θυσία Χριστὲ προσκυνοῦμε 
καὶ τὴν ἁγία σου Ἀνάσταση 
ὑμνοῦμε καὶ δοξάζουμε·
διότι Ἐσὺ εἶσαι ὁ Θεός μας, 
καὶ Θεὸ ἄλλον ἐκτὸς ἀπὸ Ἐσένα δὲν ἀναγνωρίζουμε κανένα,
καὶ μόνο τὸ ὄνομά Σου σημαίνει Θεὸς γιὰ ἐμᾶς.
Ἐλᾶτε ὅλοι οἱ πιστοί, 
ἂς προσκυνήσουμε τὴν ἁγία ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ· 
ἀφοῦ ἡ ἀνάστασή Του ποὺ ἔγινε μετὰ τὴν Σταυρική Του Θυσία, 
ἔφερε μεγάλη χαρὰ ποὺ ἀπλώθηκε σὲ ὅλον τὸν κόσμο. 
Παντοτινὰ θὰ εὐλογοῦμε τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, 
καὶ παντοτινὰ θὰ ὑμνοῦμε τὴν ἀνάστασή Του. 
Διότι, ἐπειδὴ ὑπέμεινε Πάθη καὶ Σταυρό ἀπὸ ἑμᾶς γιὰ ἑμᾶς, 
κατανίκησε κι ἔδιωξε τὸν θάνατο.

Μὲ τὴν ἀνάσταση Του ἀπὸ τὸν τάφον ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς 
ὄπως εἶχε πεῖ πρὶν τὰ ἅγια πάθη Του,
μᾶς χάρισε τὴν ἀληθινὴ αἰώνια ζωή
καὶ τὸ μέγα ἔλεος τοῦ Θεοῦ στὶς ταπεινές μας ὑπάρξεις.




Σημείωση : Το '' ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ '' , αντικαθιστά τους καθημερινούς μας χαιρετισμούς '' Καλημέρα και Καλησπέρα '' για 40 ημέρες, μέχρι δηλαδή την ημέρα της Θείας Αναλήψεως του Κυρίου μας.

Φως και Ανάστασις


ΦΩΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ

Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἀγάλλεται,
κατὰ τὴν μεγίστην ταύτην ἑορτὴν τῆς ἁγίας
ἡμῶν Πίστεως, τὴν ἑορτὴν τῶν ἑορτῶν καὶ
πανήγυριν τῶν πανηγύρεων, τὸ Ἅγιον Πάσχα.
Ὡσὰν τὴν μητέρα ποὺ ἀναμένει καὶ ὑ-
ποδέχεται τὰ πανταχόθεν τέκνα της, γεμάτη
τρυφερότητα καὶ στοργὴν καὶ βαθυτάτην
συγκίνησιν μᾶς ὑποδέχεται καὶ μᾶς ἐναγκα-
λίζεται σήμερον ἡ Ἐκκλησία, ἡ Μήτηρ τῶν
ἁπανταχοῦ Ὀρθοδόξων.
Εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, ὑπάρ-
χει φυλαγμένον ἀπὸ αἰώνων ἕνα φῶς. Εἶναι
τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως.
Τὸ φῶς αὐτὸ, τὸ ἀμίαντον καὶ ἀνέσπε-
ρον, ὡδήγησεν τὴν Χριστιανικὴν πίστιν, ὄχι
μόνον ἕνα λαὸν, αὐτὸν ποὺ πρῶτος παρέλα-
βε τὸ φῶς, ἀλλὰ λαοὺς πολλοὺς καὶ ἔθνη,
εἰς τὰ ὁποῖα ὁμοῦ μὲ τὴν Ὀρθόδοξον χρι-
στιανικὴν πίστιν, μετέδωκε καὶ τὸν πολιτι-
σμὸν καὶ ἐφώτισε τὴν ἐθνικὴν των συνείδη-
σιν καὶ τὸν δρόμον τῆς πορείας των ἐν τῇ Ἱστορίᾳ.
Τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως καὶ τῆς Ὀρθο-
δόξου ἡμῶν πίστεως, εἶναι ἕνα φῶς δυνάμε-
ως, ἕνα φῶς δυναμικὸν.
Τὸ φῶς αὐτὸ δυνάμεως, τὸ μυστικὸν αὐ-
τὸ φῶς, ἔχει διατηρηθῇ ἀπὸ αἰῶνος εἰς
αἰῶνα μὲ τὸν ἔλαιον τῆς εὐσεβείας, ὄχι τῆς
ἀντιγράφου, τῆς πεποιημένης, τῆς διατεινο-
μένης, τῆς δυτικῆς, ἀλλὰ τῆς ἀνατολικῆς, τῆς
εὐσεβείας τῶν Πατέρων ἡμῶν τῆς πηγαίας.
Καὶ ὅταν τὸ ἔλαιον αὐτὸ δὲν ἦτο ἀρκετὸν
γιὰ νὰ συντηρήσῃ τὸ φῶς αὐτὸ, τότε προσε-
τίθεντο τὰ δάκρυα τῆς δοκιμασίας καὶ τὸ
αἷμα τῆς Μαρτυρίας.
Αὐτὸ τὸ φῶς εἶναι ἕνα φῶς ἀντοχῆς.
Καμμία νύκτα, ὁσονδήποτε ἀσέληνος,
δὲν ἠμπόρεσε νὰ τὸ ὑπερβῇ. Κανὲν ἔρεβος,
ὅσον βαθὺ καὶ ἐὰν ἦτο, δὲν κατώρθωσε νὰ
νικήσῃ τὴν λάμψѱιν του. Καὶ καμμία θύελλα
καὶ καμμία καταιγὶς δὲν ἴσχυσε ποτὲ νὰ τὸ
σβύσῃ. Ἀλλὰ καὶ καμμία ἐγκατάλειψѱις δὲν
ἀπογοήτευσε ποτὲ τοὺς φύλακας τοῦ Ἁγίου τούτου φωτὸς.
Δεῦτε λοιπὸν, λάβομεν σήμερον, φῶς ἐκ
τοῦ ἀνεσπέρου φωτὸς, δηλαδὴ ἐκ τοῦ φω-
τὸς, τὸ ὁποῖον ποτὲ δὲν βραδυάζει.
Ἀλλὰ τὸ φῶς αὐτὸ δὲν μεταλαμπαδεύε-
ται σὲ λαμπάδας. Μεταγγίζεται εἰς τὰς καρ-
δίας. Ἔχομεν τὴν δύναμιν νὰ ἀνοίξωμεν σή-
μερον τὰς καρδίας μας καὶ νὰ τὰς ἀνάψѱω-
μεν ἀπὸ τὴν κανδήλαν τῆς Ἐκκλησίας; Θὰ
φωτισθῶμεν καὶ θὰ φωτίσωμεν καὶ αὐτοὺς,
πρὸς τοὺς ὁποίους θὰ πορευθοῦμε.
Ἄς δεχθῶμεν τὸ φῶς, τὴν δύναμιν, τὴν
εἰρήνην καὶ τὴν χαρὰν τῆς Ἀναστάσεως.
«Χριστὸς Ἀνέστη!»

π. Πορφύριος (Ι.Μ. Φιλοθέου, Αγίου Όρους)

† Κυριακή 15 Απριλίου (Του Πάσχα)

Ευαγγελική Περικοπή,

Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
Κεφ. α' : 1-17

ν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος. Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεόν. Πάντα δι᾿ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν. Ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων. Καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτία φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν. ᾿Εγένετο ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος παρὰ Θεοῦ, ὄνομα αὐτῷ ᾿Ιωάννης. Οὗτος ἦλθεν εἰς μαρτυρίαν, ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός, ἵνα πάντες πιστεύσωσι δι᾿ αὐτοῦ. οὐκ ἦν ἐκεῖνος τὸ φῶς, ἀλλ᾿ ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός. ῏Ην τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον. Ἐν τῷ κόσμω ἦν, καὶ ὁ κόσμος δι᾿ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω. Εἰς τὰ ἴδια ἦλθε, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον. Ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ. Οἳ οὐκ ἐξ αἱμάτων. οὐδὲ ἐκ θελήματος σαρκός οὐδὲ ἐκ θελήματος ἀνδρός, ἀλλ᾿ ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν. Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν. καὶ ἐθεασάμεθα τὸν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ Πατρός· πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας. ᾿Ιωάννης μαρτυρεῖ περὶ αὐτοῦ καὶ κέκραγε λέγων· οὗτος ἦν ὃν εἶπον· Ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἔμπροσθέν μου γέγονεν, ὅτι πρῶτός μου ἦν. Καὶ ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν, καὶ χάριν ἀντὶ χάριτος. Ὅτι ὁ νόμος διὰ Μωσέως ἐδόθη· ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο.

Απόστολος,

Πράξεων τῶν Ἀποστόλων τὸ Ἀνάγνωσμα
Κεφ. α' : 1-8

Τ
ὸν μὲν πρῶτον λόγον ἐποιησάμην περὶ πάντων, ὦ Θεόφιλε, ὧν ἤρξατο ὁ ᾿Ιησοῦς ποιεῖν τε καὶ διδάσκειν ἄχρι ἧς ἡμέρας ἐντειλάμενος τοῖς ἀποστόλοις διὰ Πνεύματος ῾Αγίου οὓς ἐξελέξατο ἀνελήφθη· οἷς καὶ παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα μετὰ τὸ παθεῖν αὐτὸν ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις, δι᾿ ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοῖς καὶ λέγων τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Καὶ συναλιζόμενος παρήγγειλεν αὐτοῖς ἀπὸ ῾Ιεροσολύμων μὴ χωρίζεσθαι, ἀλλὰ περιμένειν τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρὸς ἣν ἠκούσατέ μου· ὅτι ᾿Ιωάννης μὲν ἐβάπτισεν ὕδατι, ὑμεῖς δὲ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ οὐ μετὰ πολλὰς ταύτας ἡμέρας. Οἱ μὲν οὖν συνελθόντες ἐπηρώτων αὐτὸν λέγοντες· Κύριε, εἰ ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ ἀποκαθιστάνεις τὴν βασιλείαν τῷ ᾿Ισραήλ; Εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· Οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἢ καιροὺς οὓς ὁ πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ, ἀλλὰ λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ἐφ᾿ ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ ᾿Ιουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς.

Κατηχητικός Λόγος Ιωάννου του Χρυσοστόμου εις το Πάσχα


Εί τις ευσεβής και φιλόθεος, απολαυέτω της καλής ταύτης και λαμπράς πανηγύρεως. 

Εί τις ευγνώμων, εισελθέτω χαίρων εις την χαράν του Κυρίου αυτού. 
Εί τις έκαμε νηστεύων, απολαυέτω νύν το δηνάριον. 
Εί τις από της πρώτης ώρας ειργάσατο, δεχέσθω σήμερον το δίκαιον όφλημα. 
Εί τις μετά την τρίτην ήλθεν, ευχαρίστως εορτασάτω. 
Εί τις μετά την έκτην έφθασε, μηδέν αμφιβαλλέτω˙ και γάρ ουδέν ζημειούται. 
Εί τις υστέρησεν εις την ενάτην, προσελθέτω, μηδέν ενδοιάζων. 
Εί τις εις μόνην έφθασε την ενδεκάτην, μη φοβηθή την βραδύτητα˙ φιλότιμος γάρ ων ο Δεσπότης, δέχεται τον έσχατον καθάπερ και τον πρώτον˙ αναπαύει τον της ενδεκάτης, ως τον εργασάμενον από της πρώτης˙ και τον ύστερον ελεεί και τον πρώτον θεραπεύει˙ κακείνω δίδωσι και τούτω χαρίζεται˙ και τα έργα δέχεται και την γνώμην ασπάζεται˙ και την πράξιν τιμά και την πρόθεσιν επαινεί. Ουκούν εισέλθετε πάντες εις την χαράν του Κυρίου υμών˙ και πρώτοι και δεύτεροι τον μισθόν απολαύετε. Πλούσιοι και πένητες μετ’ αλλήλων χορεύσατε˙ εγκρατείς και ράθυμοι την ημέραν τιμήσατε˙ νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες, ευφράνθητε σήμερον. Η τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες. Ο μόσχος πολύς, μηδείς εξέλθη πεινών. Πάντες απολαύσατε του συμποσίου της πίστεως˙ πάντες απολαύσατε του πλούτου της χρηστότητος. Μηδείς θρηνείτω πενίαν˙ εφάνη γάρ η κοινή Βασιλεία. Μηδείς οδυρέσθω πταίσματα˙ συγνώμη γάρ εκ του τάφου ανέτειλε. Μηδείς φοβείσθω θάνατον˙ ηλευθέρωσε γάρ ημάς ο του Σωτήρος θάνατος. Έσβεσεν αυτόν, υπ’ αυτού κατεχόμενος. Εσκύλευσε τον άδην ο κατελθών εις τον άδην. Επίκρανεν αυτόν, γευσάμενον της σαρκός αυτού. Και τούτο προλαβών Ησαϊας εβόησεν˙ ο άδης φησίν, επικράνθη, συναντήσας σοι κάτω. 
Επικράνθη˙ και γάρ κατηργήθη. 
Επικράνθη˙ και γάρ ενεπαίχθη. 
Επικράνθη˙ και γάρ ενεκρώθη. 
Επικράνθη˙ και γάρ καθηρέθη. 
Επικράνθη˙ και γάρ εδεσμεύθη. 
Έλαβε σώμα και Θεώ περιέτυχεν. 
Έλαβε γήν και συνήντησεν ουρανώ. 
Έλαβεν όπερ έβλεπε και πέπτωκεν όθεν ουκ έβλεπε. 
Πού σου, θάνατε, το κέντρον; 
Πού σου, άδη, το νίκος; 
Ανέστη Χριστός και σύ καταβέβλησαι. 
Ανέστη Χριστός και πεπτώκασι δαίμονες. 
Ανέστη Χριστός και χαίρουσιν άγγελοι. 
Ανέστη Χριστός, και ζωή πολιτεύεται. 
Ανέστη Χριστός και νεκρός ουδείς επί μνήματος. 
Χριστός γάρ εγερθείς εκ νεκρών, απαρχή των κεκοιμημένων εγένετο. 
Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. 
Αμήν. 



Ερμηνευτική απόδοση


Όποιος είναι ευσεβής και φιλόθεος, ας απολαύσει την ωραία και λαμπρή αυτή εορτή. 
Όποιος δούλος έχει διαθέσεις αγαθές, ας εισέλθει στη χαρά, γεμάτος με ευφροσύνη που χαρίζει ο αναστημένος Κύριός του. 
Όποιος καταπονήθηκε με τη νηστεία, ας απολαύσει τώρα την αμοιβή του. 
Όποιος από την έκτη ώρα υπηρέτησε τον Κύριο, ας πάρει σήμερα την αμοιβή που δικαιούται. 
Όποιος προσήλθε στη ζωή της Εκκλησίας μετά την ενάτη, ας πάρει κι αυτός πρόθυμα μέρος στην Αναστάσιμη γιορτή. 
Όποιος προσήλθε μετά την δωδεκάτην, ας μην έχει καμμιά αμφιβολία˙ καθόλου δεν θα τιμωρηθεί. 
Όποιος καθυστέρησε κι ή ρθε μετά την τρίτην, ας πλησιάσει τον Κύριο χωρίς κανένα δισταγμό και φόβο. 
Όποιος προσήλθε κατά την πέμπτην ώραν, ας μην έχει κανένα φόβο, ότι τάχα, επειδή έχει φτάσει καθυστερημένος, δεν θα τον δεχθεί ο Θεός. Γιατί ο Κύριος δίνει πλουσιοπάροχα τις δωρεές Του. Γι’ αυτό δέχεται και τον τελευταίο, με την ίδια προθυμία που είχε δεχτεί και τον πρώτο. Χαρίζει ανάπαυση και ειρήνη σ’ εκείνον που έφτασε αργά, όπως ακριβώς κάνει και με τον πρώτο. Ελεεί κι εκείνον που έφτασε τελευταίος, αλλά περιποιείται κι εκείνον που πρώτος ήρθε. Και στον έναν δίνει και στον άλλο προσφέρει. Και τα έργα της αρετής δέχεται, αλλά και την απλή διάθεση αναγνωρίζει. Και την πράξη την αγαθή τιμά , αλλά και την απλήν πρόθεση επαινεί. 
Εισέλθετε λοιπόν όλοι στη χαρά του Κυρίου σας. Και εκείνοι που πρώτοι φτάσατε κι όσοι ήρθατε δεύτεροι, λάβετε τον μισθόν σας. Πλούσιοι και φτωχοί πανηγυρίστε. Όσοι εγκρατευτήκατε, αλλά κι εκείνοι που έχετε βραδυπορήσει στην εργασία των εντολών τιμήστε την σημερινή ημέρα. Όσοι νηστέψατε και εκείνοι που δεν νηστέψατε, ευφρανθείτε σήμερα. Η (Αγία Τράπεζα) είναι γεμάτη, απολαύστε την όλοι. Ο Μόσχος είναι άφθονος και ανεξάντλητος. Δεν επιτρέπεται λοιπόν να φύγει κάποιος πεινασμένος. Όλοι απολαύστε το Συμπόσιο που παρατίθεται για τους πιστούς. Όλοι απολαύστε τα θεία δώρα που προσφέρει η Θεία αγαθοσύνη. Κανένας πια να μη θρηνεί τη φτώχεια του, γιατί τώρα έγινε φανερή η Βασιλεία του Θεού, εκείνη που προσφέρεται σ’ όλους εξίσου. Κανένας να μην κλαίει πια τα πταίσματά του, γιατί συγχώρεσή μας είναι ο Αναστημένος. Κανένας ας μη φοβάται πια το θάνατο, γιατί ο θάνατος του Σωτήρα μας μας ελευθέρωσε από το θάνατο και τη φθορά. 
Γιατί αν κι ο Σωτήρας μας κρατήθηκε από το θάνατο, τελικά τον εξαφάνισε. Ο Κύριός μας που κατέβηκε στον άδη άρπαξε κι ανέσυρε μαζί Του όσους κρατούσε ο άδης. Ο Κύριος πίκρανε τον άδη, όταν εκείνος ο παμφάγος Τόν κατάπιε. Κι αυτό ήταν που προβλέποντας το παλιά ο προφήτης Ησαΐας είχε βροντοφωνήσει: Χριστέ μου, όταν ο άδης εκεί κάτω στο σκοτάδι σε συνάντησε, πικράνθηκε. Και πολύ σωστά πικράνθηκε, γιατί από τότε καταργήθηκε. 
Πικράνθηκε γιατί ξεγελάστηκε. Πικράνθηκε γιατί θανατώθηκε. 
Πικράνθηκε γιατί έχασε πια την εξουσία του. 
Πικράνθηκε γιατί ο ίδιος τώρα υποδουλώθηκε. Εκείνος, καθώς νόμιζε, είχε λάβει σώμα θνητό και βρέθηκε απρόσμενα μπροστά σε Θεό. Εκείνος είχε πάρει χώμα από τη γη και συνάντησε Θεό, που είχε κατεβεί από τον ουρανό. Εκείνος είχε πάρει ένα σώμα ορατό και καταισχύνθηκε από τον Αόρατο. 
Πού είναι λοιπόν άδη η νίκη σου; 
Αναστήθηκε ο Χριστός και έχεις πια οριστικά κατανικηθεί. 
Αναστήθηκε ο Χριστός και οι δαίμονες έχουν στα βάραθρα της απώλειας γκρεμιστεί. 
Αναστήθηκε ο Χριστός και χαίρουν οι Άγγελοι. 
Αναστήθηκε ο Χριστός και η ζωή παντού βασιλεύει. 
Αναστήθηκε ο Χριστός και δεν θα μείνει πια κανένας νεκρός στο μνήμα. Γιατί με την Ανάστασή Του ο Χριστός έγινε η αρχή της αναστάσεως όλων όσων έχουν κοιμηθεί. Σ’ Αυτόν ανήκει η δόξα και η εξουσία στους απέραντους αιώνες. Αμήν.

Σάββατο 14 Απριλίου 2012

Καταβασίες Μ. Παρασκευής



(από την χθεσινή Ακολουθία του Επιταφίου εις τον Ιερό Ναό Παντανάσσης)

(Ψάλλουν οι Ιεροψάλτες του Ναού 
Καραμούζας Δημήτριος, Τσικόπουλος Ευθύμιος και
ο Χορός αποτελούμενος από τους Ζώη Νικόλαο, Γκατζά Βασίλειο, 
Ραφαηλίδη Γεώργιο, Παναγιωτίδη Παναγιώτη)
(Αναγνώστης : Κατσιούλης Αθανάσιος)

Η Ακολουθία του Επιταφίου


 

Με ευλάβεια τελέσθηκε η Ακολουθία του Επιταφίου Θρήνου στον Ιερό Ναό Παντανάσσης Κατερίνης.

Πλήθος κόσμου κατέκλυσε τον Ναό και έψαλλε με τους Ιερείς  και τους Ιεροψάλτες
του Ναού, τα εγκώμια.




Αμέσως μετά τα εγκώμια έγινε η περιφορά του Επιταφίου στους δρόμους της συνοικίας των Καταφυγιωτών ακολουθώντας την διαδρομή επί των οδών Αστερίου Ζορμπά - Προμηθέως - Ι. Τσικοπούλου.






Παρασκευή 13 Απριλίου 2012

Εγκώμια Μ. Παρασκευής





ΣΤΑΣΙΣ ΠΡΩΤΗ

Ἡ ζωὴ ἐν τάφῳ, κατετέθης Χριστέ, καὶ Ἀγγέλων στρατιαὶ ἐξεπλήττοντο συγκατάβασιν δοξάζουσαι τὴν σήν.

Ἡ ζωὴ πῶς θνῄσκεις; πῶς καὶ τάφῳ οἰκεῖς; τοῦ θανάτου τὸ βασίλειον λύεις δέ, καὶ τοῦ ᾅδου τοὺς νεκροὺς ἐξανιστᾶς.

Μεγαλύνομέν σε, Ἰησοῦ Βασιλεῦ, καὶ τιμῶμεν τὴν Ταφὴν καὶ τὰ Πάθη σου, δι' ὧν ἔσωσας ἡμᾶς ἐκ τῆς φθορᾶς.

Μέτρα γῆς ὁ στήσας, ἐν σμικρῷ κατοικεῖς, Ἰησοῦ παμβασιλεῦ τάφῳ σήμερον, ἐκ μνημάτων τοὺς θανόντας ἀνιστῶν.

Ἰησοῦ Χριστέ μου, Βασιλεῦ τοῦ παντός, τί ζητῶν τοῖς ἐν τῷ ᾅδῃ ἐλήλυθας; ἢ τὸ γένος ἀπολῦσαι τῶν βροτῶν.

Ὁ Δεσπότης πάντων, καθορᾶται νεκρός, καὶ ἐν μνήματι καινῷ κατατίθεται, ὁ κενώσας τὰ μνημεῖα τῶν νεκρῶν.

Ἡ ζωὴ ἐν τάφῳ κατετέθης Χριστέ, καὶ θανάτῳ σου τὸν θάνατον ὤλεσας, καὶ ἐπήγασας τῷ κόσμῳ, τὴν ζωήν.

Μετὰ τῶν κακούργων, ὡς κακοῦργος Χριστέ, ἐλογίσθης δικαιῶν ἡμᾶς ἅπαντας, κακουργίας τοῦ ἀρχαίου πτερνιστοῦ.

Ὁ ὡραῖος κάλλει, παρὰ πάντας βροτούς, ὡς ἀνείδεος νεκρὸς καταφαίνεται, ὁ τὴν φύσιν ὠραΐσας τοῦ παντός.

ᾍδης πῶς ὑποίσει, Σῶτερ παρουσίαν τὴν σήν, καὶ μὴ θᾶττον συνθλασθείη σκοτούμενος, ἀστραπῆς φωτός σου αἴγλη ἐκτυφλωθείς;

Ἰησοῦ γλυκύ μοι, καὶ σωτήριον φῶς, τάφῳ πῶς ἐν σκοτεινῷ κατακέκρυψαι; ὢ ἀφάτου, καὶ ἀρρήτου ἀνοχῆς!

Ἀπορεῖ καὶ φύσις, νοερὰ καὶ πληθύς, ἡ ἀσώματος Χριστὲ τὸ μυστήριον, τῆς ἀφράστου καὶ ἀρρήτου σου ταφῇς.

Ἡ Ζωὴ θανάτῳ, θαῦμα! Πῶς ὁμιλεῖ; Πῶς θανάτῳ καταργεῖται ὁ θάνατος; ἐκ θανόντος πῶς πηγάζει δὲ ζωή;

Ὢ θαυμάτων ξένων! ὢ πραγμάτων καινῶν! Ὁ πνοῆς μοι χορηγὸς ἄπνους φέρεται, κηδευόμενος χερσὶ τοῦ Ἰωσήφ.

Καὶ ἐν ταφῶ ἔδυς, καὶ τῶν κόλπων, Χριστέ, τῶν πατρῴων οὐδαμῶς ἀπεφοίτησας· τοῦτο ξένον καὶ παράδοξον ὁμοῦ.

Ἀληθὴς καὶ πόλου, καὶ τῆς γῆς Βασιλεύς, εἰ καὶ τάφῳ σμικροτάτῳ συγκέκλεισαι, ἐπεγνώσθης πάσῃ κτίσει Ἰησοῦ.

Σοῦ τεθέντος τάφῳ, πλαστουργέτα Χριστέ, τὰ τοῦ ᾅδου ἐσαλεύθη θεμέλια, καὶ μνημεῖα ἠνεῴχθη τῶν βροτῶν.

Ὁ τὴν γῆν κατέχων, τῇ δρακὶ νεκρωθείς, σαρκικῶς ὑπὸ τῆς γῆς νῦν συνέχεται, τοὺς νεκροὺς λυτρῶν τῆς ᾅδου συνοχῆς.

Ἐκ φθορᾶς ἀνέβη, ἡ ζωή μου Σωτήρ, σοῦ θᾳνόντος καὶ νεκροῖς προσφοιτήσαντος, καὶ συνθλάσαντος τοῦ ᾅδου τοὺς μοχλούς.

Ὡς φωτὸς λυχνία, νῦν ἡ σὰρξ τοῦ Θεοῦ, ὑπὸ γῆν ὡς ὑπὸ μόδιον κρύπτεται, καὶ διώκει τὸν ἐν ᾅδῃ σκοτασμόν.

Νοερῶν συντρέχει, στρατιῶν ἡ πληθύς, Ἰωσὴφ καὶ Νικοδήμῳ συστεῖλαί σε, τὸν ἀχώρητον ἐν μνήματι σμικρῶ.

Νεκρωθεὶς βουλήσει, καὶ τεθεὶς ὑπὸ γῆν, ζωοβρύτα Ἰησοῦ μου ἐζώωσας, νεκρωθέντα παραβάσει με πικρᾷ.

Ἠλλοιοῦτο πᾶσα, κτίσις πάθει τῷ σῷ· πάντα γάρ σοι, Λόγε συνέπασχον, συνοχέα σε γινώσκοντα παντός.

Τῆς ζωῆς τὴν πέτραν ἐν κοιλίᾳ λαβών, ᾅδης ὁ παμφάγος ἐξήμεσεν, ἐξ αἰῶνος οὕς κατέπιε νεκρούς.

Ἐν καινῷ μνημείῳ, κατετέθης Χριστέ, καὶ τὴν φύσιν τῶν βροτῶν ἀνεκαίνισας, ἀναστὰς θεοπρεπῶς ἐκ τῶν νεκρῶν.

Ἐπὶ γῆς κατῆλθες, ἵνα σώσῃς Ἀδάμ· καὶ ἐν γῇ μὴ εὑρηκὼς τοῦτον Δέσποτα, μέχρις ᾅδου κατελήλυθας ζητῶν.

Συγκλονεῖται φόβῳ, πᾶσα Λόγε ἡ γῆ, καὶ φωσφόρος τὰς ἀκτῖνας ἀπέκρυψε, τοῦ μεγίστου γῇ κρυβέντος σου φωτός.

Ὡς βροτὸς μὲν θνῄσκεις, ἐκουσίως Σωτήρ, ὡς Θεὸς δὲ τοὺς θνητοὺς ἐξανέστησας, ἐκ μνημάτων καὶ βυθοῦ ἁμαρτιῶν.

Δακρυῤῥόους θρήνους, ἐπί σε ἡἉγνή, μητρικῶς ὦ Ἰησοῦ ἐπιῤῥαίνουσα, ἀνεβόα· πῶς κηδεύσω σε Υἱέ;

Ὥσπερ σίτου κόκκος, ὑποδὺς κόλπους γῆς, τὸν πολύχουν ἀποδέδωκας ἄσταχυν, ἀναστήσας τοὺς βροτοὺς τοὺς ἐξ, Ἀδάμ.

Ὑπὸ γῆν ἐκρύβης, ὥσπερ ἥλιος νῦν, καὶ νυκτὶ τῇ τοῦ θανάτου κεκάλυψαι· ἀλλ' ἀνάτειλον φαιδρότερον Σωτήρ.

Ὡς ἡλίου δίσκον, ἡ σελήνη Σωτήρ, ἀποκρύπτει, καί σε τάφος νῦν ἔκρυψεν, ἐκλιπόντα τοῦ θανάτου σαρκικῶς.

Ἡ ζωὴ θανάτου, γευσαμένη Χριστός, ἐκ θανάτου τοὺς βροτοὺς ἠλευθέρωσε, καὶ τοῖς πᾶσι νῦν δωρεῖται τὴν ζωήν.

Νεκρωθέντα πάλαι, τὸν Ἀδὰμ φθονερῶς, ἐπανάγεις πρὸς ζωὴν τῇ νεκρώσει σου, νέος Σῶτερ ἐν σαρκὶ φανεὶς Ἀδὰμ.

Νοεραί σε τάξεις, ἠπλωμένον νεκρόν, καθορῶσαι δι' ἡμᾶς ἐξεπλήττοντο, καλυπτόμεναι ταῖς πτέρυξι Σωτήρ.

Καθελών σε Λόγε, ἀπὸ ξύλου νεκρόν, ἐν μνημείῳ Ἰωσὴφ νῦν κατέθετο· ἀλλ' ἀνάστα σῴζων πάντας ὡς Θεός.

Τῶν Ἀγγέλων Σῶτερ, χαρμονὴ πεφυκώς, νῦν καὶ λύπης τούτοις γέγονας αἴτιος, καθορώμενος σαρκὶ ἄπνους νεκρός.

Ὑψωθεὶς ἐν ξύλῳ, καὶ τοὺς ζῶντας βροτούς, συνυψοῖς· ὑπὸ τὴν γῆν δὲ γενόμενος, τοὺς κειμένους δ' ὑπ' αὐτὴν ἐξανιστᾶς.

Ὥσπερ λέων Σῶτερ, ἀφυπνώσας σαρκί, ὡς τις σκύμνος ὁ νεκρὸς ἐξανίστασαι, ἀποθέμενος τὸ γῆρας τῆς σαρκός.

Τὴν πλευρὰν ἐνύγης, ὁ πλευρὰν εἰληφὼς, τοῦ Ἀδὰμ ἐξ ἧς τὴν Εὔαν διέπλασας, καὶ ἐξέβλυσας κρουνοὺς καθαρτικούς.

Ἐν κρυπτῷ μὲν πάλαι, θύεται ὁ ἀμνός· σὺ δ' ὑπαίθριος τυθείς, ἀνεξίκακε, πᾶσαν κτίσιν ἀπεκάθηρας Σωτήρ.

Τὶς ἐξείποι τρόπον, φρικτὸν ὄντως καινόν; ὁ δεσπόζων γὰρ τῆς Κτίσεως σήμερον, πάθος δέχεται, καὶ θνῄσκει δι' ἡμᾶς.

Ὁ ζωῆς ταμίας, πῶς ὁρᾶται νεκρός; ἐκπληττόμενοι οἱ Ἄγγελοι ἔκραζον· πως δ' ἐν μνήματι συγκλείεται Θεός;

Λογχονύκτου Σῶτερ, ἐκ πλευρᾶς σου ζωήν, τῇ ζωῇ τῇ ἐκ ζωῆς ἐξωσάσῃ με, ἐπιστάζεις καὶ ζωοῖς με σὺν αὐτῇ.

Ἁπλωθεὶς ἐν ξύλῳ, συνηγάγω βροτούς· τὴν πλευράν σου δὲ νυγεὶς τὴν ζωήῤῥητον, πᾶσιν ἄφεσιν πηγάζεις Ἰησοῦ.

Ὁ εὐσχήμων Σῶτερ, σχηματίζει φρικτῶς, καὶ κηδεύει ὡς νεκρὸν εὐσχημόνως σε, καὶ θαμβεῖται σου τὸ σχῆμα τὸ φρικτόν.

Ὑπὸ γῆν βουλήσει, κατελθὼν ὡς θνητός, ἐπανάγεις ἀπὸ γῆς πρὸς οὐράνια, τοὺς ἐκεῖθεν πεπτωκότας Ἰησοῦ.

Κἄν νεκρὸς ὡράθης, ἀλλὰ ζῶν ὡς Θεός, ἐπανάγεις ἀπὸ γῆς πρὸς οὐράνια, τοὺς ἐκεῖθεν πεπτωκότας Ἰησοῦ.

Κἄν νεκρὸς ὡράθης, ἀλλὰ ζῶν ὡς Θεός, νεκρωθέντας τοὺς βροτοὺς ἀνεζώωσας, τὸν ἐμὸν ἀπονεκρώσας νεκρωτήν.

Ὢ χαρᾶς ἐκείνης! ὢ πολλῆς ἡδονῆς! ἧσπερ τοὺς ἐν ᾅδῃ πεπλήρωκας, ἐν πυθμέσι φῶς ἀστράψας ζοφεροῖς.

Προσκυνῶ τὸ Πάθος, ἀνυμνῶ τὴν Ταφήν, μεγαλύνω σου τὸ κράτος Φιλάνθρωπε, δι' ὧν λέλυμαι παθῶν φθοροποιῶν.

Κατά σου ῥομφαῖα, ἐστιλβοῦτο Χριστέ, καὶ ῥομφαῖα ἰσχυροῦ μὲν ἀμβλύνεται, καὶ ῥομφαῖα δὲ τροποῦται τῆς Ἐδέμ.

Ἡ Ἀμνὰς τὸν Ἄρνα, βλέπουσα ἐν σφαγῇ, ταῖς αἰκίσι βαλλομένη ἠλάλαζε, συγκινοῦσα καὶ τὸ ποίμνιον βοᾶν.

Κἄν ἐνθάπτη τάφῳ, κἄν εἰς Ἅδου μολῇς, ἀλλὰ Σῶτερ καὶ τοὺς τάφους ἐκένωσας, καὶ τὸν ᾅδην ἀπεγύμνωσας, Χριστέ.

Ἐκουσίως Σῶτερ, κατελθὼν ὑπὸ γῆν, νεκρωθέντας τοὺς βροτοὺς ἀνεζώωσας, καὶ ἀνήγαγες ἐν δόξῃ πατρικῇ.

Τῆς Τριάδος ὁ εἷς, ἐν σαρκὶ δι' ἡμᾶς, ἐπονείδιστον ὑπέμεινε θάνατον· φρίττει ἥλιος, καὶ τρέμει δὲ ἡ γῆ.

Ὡς πικρᾶς ἐκ κρήνης, τῆς Ἰούδα φυλῆς, οἱ ἀπόγονοι ἐν λάκκῳ κατέθεντο, τὸν τροφέα μανναδότην Ἰησοῦν.

Ὁ Κριτὴς ὡς κριτὸς, πρὸ Πιλάτου κριτοῦ, καὶ παρίστατο καὶ θάνατον ἄδικον, κατεκρίθη διὰ ξύλου σταυρικοῦ.

Ἀλαζὼν Ἰσραήλ, μιαιφόνε λαέ, τι παθὼν τὸν Βαραββὰν ἠλευθέρωσας; τὸν Σωτῆρα δὲ παρέδωκας Σταυρῷ;

Ὁ χειρί σου πλάσας, τὸν Ἀδὰμ ἐκ τῆς γῆς, δι' αὐτὸν τῇ φύσει γέγονας ἄνθρωπος, καὶ ἐσταύρωσαι βουλήματι τῷ σῷ.

Ὑπακούσας Λόγε, τῷ ἰδίῳ Πατρί, μέχρις ᾅδου τοῦ δεινοῦ καταβέβηκας, καὶ ἀνέστησας τὸ γένος τῶν βροτῶν.

Οἴμοι φῶς τοῦ Κόσμου! οἴμοι φῶς τὸ ἐμόν! Ἰησοῦ μου ποθεινότατε ἔκραζεν, ἡ Παρθένος θρηνῳδοῦσα γοερῶς.

Φθονουργέ, φονουργέ, καὶ ἀλάστορ λαέ, κἄν σινδόνας καὶ αὐτὸ τὸ σουδάριον, αἰσχύνθητι, ἀναστάντος τοῦ Χριστοῦ.

Δεῦρο δὴ μιαρέ, φονευτὰ μαθητά, καὶ τὸν τρόπον τῆς κακίας σου δεῖξόν μοι, δι' ὃν γέγονας προδότης τοῦ Χριστοῦ.

Ὡς φιλάνθρωπός τις, ὑποκρίνῃ μωρὲ καὶ τυφλὲ πανωλεθρότατε ἄσπονδε, ὁ τὸ μύρον πεπρακὼς διὰ τιμῆς.

Οὐρανίου μύρου, ποίαν ἔσχες τιμήν; τοῦ τιμίου τι ἐδέξω ἀντάξιον; λύσσαν εὗρες καταρώτατε σατάν.

Εἰ φιλόπτωχος εἶ, καὶ τὸ μύρον λυπῇ, κενουμένου εἰς ψυχῆς ἱλαστήριον, πῶς χρυσῷ ἀπεμπολεῖς τὸν Φωταυγῆ;

Ὦ Θεὲ καὶ Λόγε, ὢ χαρὰ ἡ ἐμή, πῶς ἐνέγκω σου ταφὴν τὴν τριήμερον νῦν σπαράττομαι τὰ σπλάγχνα μητρικῶς.

Τίς μοι δώσει ὕδωρ, καὶ δακρύων πηγάς, ἡ Θεόνυμφος Παρθένος ἐκραύγαζεν, ἵνα κλαύσω τὸν γλυκύν μου Ἰησοῦν;

Ὦ βουνοὶ καὶ νάπαι, καὶ ἀνθρώπων πληθύς, κλαύσατε καὶ πάντα θρηνήσατε, σὺν ἐμοὶ τῇ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν Μητρί.

Πότε ἴδω Σῶτέρ, σε τὸ ἄχρονον φῶς, τὴν χαρὰν καὶ ἡδονὴν τῆς καρδίας μου; ἡ Παρθένος ἀνεβόα γοερῶς.

Κἄν ὡς πέτρα Σῶτερ, ἡ ἀκρότομος σὺ, κατεδέξω τὴν τομήν, ἀλλ' ἐπήγασας, ζῶν τὸ ῥεῖθρον ὡς πηγὴ ὤν τῆς ζωῆς.

Ὡς ἐκ κρήνης μιᾶς, τὸν διπλοῦν ποταμόν, τῆς πλευρᾶς σου προχεούσης ἀρδόμενοι, τὴν ἀθάνατον καρπούμεθα ζωήν.

Θέλων ὤφθης Λόγε, ἐν τῷ τάφῳ νεκρός, ἀλλὰ ζῇς, καὶ τοὺς βροτοὺς ὡς προείρηκας, ἀναστάσει σου Σωτήρ μου ἐγερεῖς.

Δόξα...

Ἀνυμνοῦμεν Λόγε σε τὸν πάντων Θεόν, σὺν Πατρὶ καὶ τῷ Ἁγίῳ σου Πνεύματι, καὶ δοξάζομεν τὴν θείαν σου Ταφήν.

Καὶ νῦν...

Μακαρίζομέν σε, Θεοτόκε ἁγνή, καὶ τιμῶμεν τὴν Ταφὴν τὴν τριήμερον, τοῦ Υἱοῦ σου καὶ Θεοῦ ἡμῶν πιστῶς.

Ἡ ζωὴ ἐν τάφῳ, κατετέθης Χριστέ, καὶ Ἀγγέλων στρατιαὶ ἐξεπλήττοντο, συγκατάβασιν δοξάζουσαι τὴν σήν.


ΣΤΑΣIΣ ΔΕΥΤΕΡΑ

Ἄξιόν ἐστι, μεγαλύνειν σε τὸν Ζωοδότην, τὸν ἐν τῷ Σταυρῷ τὰς χεῖρας ἐκτείναντα, καὶ συντρίψαντα τὸ κράτος τοῦ ἐχθροῦ.

Ἄξιόν ἐστι, μεγαλύνειν σε τὸν πάντων Κτίστην· τοῖς σοῖς γὰρ παθήμασιν ἔχομεν, τὴν ἀπάθειαν ῥυσθέντες τῆς φθορᾶς.

Ἔφριξεν ἡ γῆ, καὶ ὁ ἥλιος Σῶτερ ἐκρύβη, σοῦ τοῦ ἀνεσπέρου φωτὸς Χριστέ, ἐν τῷ τάφῳ δύντος νῦν σωματικῶς.

Ὕπνωσας, Χριστέ, τὸν φυσίζωον ὕπνον ἐν τάφῳ, καὶ βαρέως ὕπνου ἐξήγειρας, τοῦ τῆς ἁμαρτίας, τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος.

Μόνη γυναικῶν, χωρὶς πόνων ἔτεκόν σε Τέκνον, πόνους δὲ νῦν φέρω πάθει τῷ σῷ, ἀφορήτους, ἀνεβόα ἡ Σεμνή.

Ἄνω σε Σωτήρ, ἀχωρίστως τῷ Πατρὶ συνόντα, κάτω δὲ νεκρὸν ἠπλωμένον γῆ, καθορῶντα φρίττει νῦν τὰ Σεραφίμ.

Ρήγνυται ναοῦ, καταπέτασμα τῇ σῇ Σταυρώσει, κρύπτουσι φωστῆρες Λόγε τὸ φῶς, σου κρυβέντος τοῦ ἡλίου ὑπὸ γῆν.

Γῆς ὁ καταρχάς, μόνῳ νεύματι πήξας τὸν γῦρον, ἄπνους ὡς βροτὸς καθυπέδυ γῆν· τῷ θεάματι δε φρῖξον οὐρανέ.

Ἔδυς ὑπὸ γῆν ὁ τὸν ἄνθρωπον χειρί σου πλάσας, ἴν' ἐξαναστήσῃς τοῦ πτώματος, τῶν βροτῶν τὰ στίφη, πανσθενεστάτῳ κράτει.

Θρῆνον ἱερόν, δεῦτε ᾄσωμεν Χριστῷ θανόντι, ὡς αἱ Μυροφόροι γυναῖκες πρίν, ἵν' ἀκούσωμεν τὸ Χαῖρε σὺν αὐταῖς.

Μύρον ἀληθῶς, σὺ ἀκένωτον ὑπάρχεις Λόγε· ὅθεν σοι καὶ μύρα προσέφερον, Μυροφόροι σοι τῷ ζῶντι, ὡς νεκρῷ.

ᾍδου μὲν ταφείς, τὰ βασίλεια Χριστὲ συντρίβεις, θάνατον θανάτῳ δὲ θανατοῖς, καὶ φθορᾶς λυτροῦσαι τοὺς γηγενεῖς.

Ρεῖθρα τῆς ζωῆς, ἡ προχέουσα Θεοῦ σοφία, τάφον ὑπεισδῦσα ζωοποιεῖ, τοὺς ἐν τοῖς ἀδύτοις ᾅδου μυχοῖς.

Ἵνα τὴν βροτῶν, καινουργήσω συντριβεῖσαν φύσιν, πέπληγμαι θανάτῳ θέλων σαρκί. Μῆτερ οὖν μὴ κόπτου τοῖς ὀδυρμοῖς.

Ἔδυς ὑπὸ γῆν, ὁ φωσφόρος τῆς δικαιοσύνης καὶ νεκροὺς ὥσπερ ἐξ ὕπνου ἐξήγειρας, ἐκδιώξας ἅπαν, τὸ ἐν τῷ ᾅδῃ σκότος.

Κόκκος διφυὴς, ὁ φυσίζωος ἐν γῆς λαγόσι, σπείρεται σὺν δάκρυσι σήμερον, ἀλλ' ἀναβλαστήσας, Κόσμον χαροποιήσει.

Ἔπτηξεν Ἀδάμ, Θεοῦ βαίνοντος ἐν Παραδείσῳ, χαίρει δὲ πρὸς Ἅδην φοιτήσαντος, πεπτωκὸς τὸ πρώην, καὶ νῦν ἐξεγερθείς.

Σπένδει σοι χοὰς, ἡ τεκοῦσά σε Χριστὲ δακρύων, σαρκικῶς κατατεθέντι ἐν μνήματι, ἐκβοῶσα, Τέκνον, ἀνάστα ὡς προέφης.

Τάφῳ Ἰωσήφ, εὐλαβῶς σε τῷ καινῷ συγκρύπτων, ὕμνους ἐξοδίους θεοπρεπεῖς, τοῖς συμμίκτοις θρήνοις μέλπει σοι Σωτήρ.

Ἥλοις σε Σταυρῷ, πεπαρμένον ἡ σὴ Μήτηρ Λόγε, βλέψασα τοῖς ἥλοις λύπης πικρᾶς, βέβληται καὶ βέλεσι τὴν ψυχήν.

Σὲ τὸν τοῦ παντός γλυκασμὸν ἡ Μήτηρ καθορῶσα, πόμα ποτιζόμενον τὸ πικρP?57;ν, βρέχει δάκρυσι τὰς ὄψεις γοερῶς.

Τέτρωμαι δεινῶς, καὶ σπαράττομαι τὰ σπλάγχνα Λόγε, βλέπουσα σφαγήν σου τὴν ἄδικον, ἡ Παρθένος ἀνεβόα ἐν κλαυθμῷ.

Ὄμμα τὸ γλυκύ, καὶ τὰ χείλη σου πῶς μύσω Λόγε; πῶς νεκροπρεπῶς δὲ κηδεύσω σε; Μετὰ φρίκης ἀνεβόα Ἰωσήφ.

Ὕμνους Ἰωσήφ, καὶ Νικόδημος ἐπιταφίους, ᾄδουσι Χριστῷ νεκρωθέντι νῦν· σὺν αὐτοῖς δὲ μελωδεῖ τὰ Σεραφίμ.

Δύνεις ὑπὸ γῆν, Σῶτερ Ἥλιε δικαιοσύνης· ὅθεν ἡ τεκοῦσα Σελήνη σε, ταῖς λύπαις ἐκλείπει, σῆς θέας στερουμένη.

Ἔφριξεν ὁρῶν, Σῶτερ, ᾍδης σε τὸν ζωοδότην, πλοῦτον τὸν ἐκείνου σκυλεύοντα, καὶ τοὺς ἀπ' αἰῶνος, νεκροὺς ἐξανιστῶντα.

Ἥλιος φαιδρόν, ἀπαστράπτει μετὰ νύκτα Λόγε· καὶ σῦ δ' ἀναστὰς ἐξαστράψειας, μετὰ θάνατον φαιδρῶς ὡς ἐκ παστοῦ.

Γῆ σε πλαστουργέ, ὑπὸ κόλπους δεξαμένη τρόμῳ, συσχεθεῖσα Σῶτερ τινάσσεται, ἀφυπνώσασα νεκροὺς τῷ τιναγμῷ.

Μύροις σε Χριστέ, ὁ Νικόδημος καὶ ὁ Εὐσχήμων, νῦν καινοπρεπῶς περιστείλαντες, ἀνεβόων· φρῖξον, ἅπασα ἡ γῆ.

Ἔδυς Φωτουργέ, καὶ συνέδυ σοι τὸ φῶς ἡλίου· τρόμω δὲ ἡ κτίσις συνέχεται, πάντων σε κηρύττουσα Ποιητήν.

Λίθος λαξευτὸς τὸν ἀκρόγωνον καλύπτει λίθον· ἄνθρωπος θνητὸς δ' ὡς θνητὸν Θεόν, κρύπτει νῦν τῷ τάφῳ· φρῖξον ἡ γῆ!

Ἴδε Μαθητήν, ὃν ἠγάπησας καὶ σὴν Μητέρα, Τέκνον, καὶ φθογγὴν δὸς γλυκύτατον, ἀνεβόα θρηνῳδοῦσα ἡ Ἁγνή.

Σὺ ὡς ὤν ζωῆς, χορηγὸς Λόγε τοὺς Ἰουδαίους, ἐν Σταυρῷ ταθεὶς οὐκ ἐνέκρωσας, ἀλλ' ἀνέστησας καὶ τούτων τοὺς νεκρούς.

Κάλλος Λόγε πρίν, οὐδὲ εἶδος ἐν τῷ πάσχειν ἔσχες, ἀλλ' ἐξαναστὰς ὑπερέλαμψας, καλλωπίσας τοὺς βροτοὺς θείαις αὐγαῖς.

Ἔδυς τῇ σαρκί, ὁ ἀνέσπερος εἰς γῆν φωσφόρος· καὶ μὴ φέρων βλέπειν ὁ ἥλιος, ἐσκοτίσθη μεσημβρίας ἐν ἀκμῇ.

Ἥλιος ὁμοῦ, καὶ σελήνη σκοτισθέντες Σῶτερ, δούλους εὐνοοῦντας εἰκόνιζον, οἱ μελαίνας ἀμφιέννυνται στολάς.

Οἷδέ σε Θεὸν, Ἑκατόνταρχος κἄν ἐνεκρώθης, πῶς σὲ οὖν Θεέ μου ψαύσω χερσί; φρίττω, ἀνεβόα ὁ Ἰωσήφ.

Ὕπνωσεν Ἀδάμ, ἀλλὰ θάνατον πλευρᾶς ἐξάγει · σὺ δὲ νῦν ὑπνώσας Λόγε Θεοῦ, βρύεις ἐκ πλευρᾶς σου κόσμῳ ζωήν.

Ὕπνωσας μικρόν, καὶ ἐζώωσας τοὺς τεθνεῶτας, καὶ ἐξαναστὰς ἐξανέστησας, τοὺς ὑπνοῦντας ἐξ αἰῶνος, Ἀγαθέ.

Ἤρθης ἀπὸ γῆς, ἀλλ' ἀνέβλυσας τῆς σωτηρίας, τὸν οἶνον ζωήῤῥυτε ἄμπελε. Δοξάζω τὸ Πάθος καὶ τὸν Σταυρόν.

Πῶς οἱ νοεροί, Ταγματάρχαι σε Σωτὴρ ὁρῶντες, γυμνὸν ᾑμαγμένον κατάκριτον, ἔφερον τὴν τόλμην τῶν σταυρωτῶν;

Ἀραβιανόν, σκολιώτατον γένος Ἑβραίων, ἔγνως τὴν ἀνέγερσιν τοῦ ναοῦ· διά τι κατέκρινας τὸν Χριστόν;

Χλαῖναν ἐμπαιγμοῦ, τὸν Κοσμήτορα πάντων ἐνδύεις, ὃς τὸν οὐρανὸν κατηστέρωσε, καὶ τὴν γῆν ἐκόσμησε θαυμαστῶς.

Ὥσπερ πελεκάν, τετρωμένος τὴν πλευράν σου Λόγε, σοὺς θανόντας παῖδας ἐζώωσας, ἐπιστάξας ζωτικοὺς αὐτοῖς κρουνούς.

Ἥλιον τὸ πρὶν, Ἰησοῦς τοὺς ἀλλοφύλους κόπτων, ἔστησεν· αὐτὸς δὲ ἀπέκρυψας, καταβάλλων τὸν τοῦ σκότους ἀρχηγόν.

Κόλπων πατρικῶν, ἀνεκφοίτητος μείνας, οἰκτίρμον, καὶ βροτὸς γενέσθαι εὐδόκησας, καὶ εἰς ᾅδην καταβέβηκας Χριστέ.

Ἤρθη σταυρωθείς, ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας, ἄπνους δ'ἐν αὐτῇ οὗτος θάπτεται, ὃ μὴ φέρουσα ἐσείετο δεινῶς.

Οἴμοι ὦ Υἱέ! ἡ Ἀπείρανδρος θρηνεῖ καὶ λέγει, ὃν ὡς Βασιλέα γὰρ ἤλπιζον, κατάκριτον νῦν βλέπω ἐν Σταυρῷ.

Ταῦτα Γαβριήλ, μοι ἀπήγγειλεν ὅτε κατέπτη, ὃς τὴν βασιλείαν αἰώνιον, ἔφη εἶναι τοῦ Υἱοῦ μου Ἰησοῦ.

Φεῦ! τοῦ Συμεών, ἐκτετέλεσται ἡ προφητεία· ἡ γὰρ σὴ ῥομφαῖα διέδραμε, τὴν καρδίαν τὴν ἐμὴν Ἐμμανουήλ.

Κἄν τοὺς ἐκ νεκρῶν, ἐπαισχύνθητε ὦ Ἰουδαῖοι, οὕς ὁ ζωοδότης ἀνέστησεν, ὃν ὑμεῖς ἐκτείνατε φθονερῶς.

Ἔφριξεν ἰδών, τὸ ἀόρατον φῶς σε Χριστέ μου, μνήματι κρυπτόμενον ἄπνουν τε, καὶ ἐσκότασεν ὁ ἥλιος τὸ φῶς.

Ἔκλαιε πικρῶς, ἡ πανάμωμος Μήτηρ σου Λόγε, ὅτε ἐν τῷ τάφῳ ἑώρακε, σὲ τὸν ἄφραστον καὶ ἄναρχον Θεόν.

Νέκρωσιν τὴν σήν, ἡ πανάφθορος Χριστέ σου Μήτηρ, βλέπουσα πικρῶς σοι ἐφθέγγετο· μὴ βραδύνης ἡ ζωὴ ἐν τοῖς νεκροῖς.

ᾍδης ὁ δεῖνος, συνετρόμαξεν ὅτε σε εἶδεν, Ἥλιε τῆς δόξῃς ἀθάνατε, καὶ ἐδίδου τοὺς δεσμίους ἐν σπουδῇ.

Μέγα καί, φρικτὺν, Σῶτερ θέαμα νῦν καθορᾶται! ὁ ζωῆς γὰρ θέλων παραίτιος, θάνατον ὑπέστη, ζωῶσαι θέλων πάντας.

Νύττῃ τὴν πλευρὰν, καὶ ἡλοῦσαι Δέσποτα τὰς χεῖρας, πληγὴν ἐκ πλευράς σου ἰώμενος, καὶ τὴν ἀκρασίαν, χειρῶν τῶν Προπατόρων.

Πρὶν τὸν τῆς Ραχήλ, υἱὸν ἔκλαυσεν ἅπας κατ' οἶκον· νῦν τὸν τῆς Παρθένου ἐκόψατο, Μαθητῶν χορεία σὺν τῇ Μητρί.

Ράπισμα χειρῶν, Χριστοῦ δέδωκαν ἐν σιαγόνι, τοῦ χειρὶ τὸν ἄνθρωπον πλάσαντος, καὶ τὰς μύλας θλάσαντος τοῦ θηρός.

Ὕμνοις σου Χριστέ, νῦν τὴν Σταύρωσιν καὶ τὴν Ταφήν τε, ἅπαντες πιστοὶ ἐκθειάζομεν, οἱ θανάτου λυτρωθέντες σῇταφῇ.

Δόξα...

Ἄναρχε Θεέ, συναΐδιε Λόγε καὶ Πνεῦμα, σκῆπτρα τῶν Ἀνάκτων κραταίωσον, κατὰ πολεμίων ὡς ἀγαθός.

Καὶ νῦν...

Τέξασα ζωήν, Παναμώμητε ἁγνὴ Παρθένε, παῦσον Ἐκκλησίας τὰ σκάνδαλα, καὶ βράβευσον εἰρήνην ὡς ἀγαθή.

Ἄξιόν ἐστι, μεγαλύνειν σε τὸν Ζωοδότην, τὸν ἐν τῷ Σταυρῷ τὰς χεῖρας ἐκτείναντα, καὶ συντρίψαντα τὸ κράτος τοῦ ἐχθροῦ.


ΣΤΑΣIΣ ΤΡΙΤΗ

Αἱ γενεαὶ πᾶσαι, ὕμνον τῇ Ταφῇ σου, προσφέρουσι Χριστέ μου.

Καθελὼν τοῦ ξύλου, ὁ Ἀριμαθαίας, ἐν ταφῶ σε κηδεύει.

Μυροφόροι ἦλθον, μύρα σοι Χριστέ μου, κομίζουσαι προφρόνως.

Δεῦρο πᾶσα κτίσις, ὕμνους ἐξοδίους, προσοίσωμεν τῷ Κτίστῃ.

Ὡς νεκρὸν τὸν ζῶντα, σὺν Μυροφόροις πάντες, μυρίσωμεν ἐμφρόνως.

Ἰωσὴφ τρισμάκαρ, κήδευσον τὸ σῶμα, Χριστοῦ τοῦ ζωοδότου.

Οὕς ἔθρεψε τὸ μάννα, ἐκίνησαν τὴν πτέρναν, κατὰ τοῦ Εὐεργέτου.

Οὕς ἔθρεψε τὸ μάννα, φέρουσι τῷ Σωτῆρι, χολὴν ἅμα καὶ ὄξος.

Ὢ τῆς παραφροσύνης, καὶ τῆς Χριστοκτονίας, τῆς τῶν προφητοκτόνων!

Ὡς ἄφρων ὑπηρέτης, προδέδωκεν ὁ μύστης, τὴν ἄβυσσον σοφίας.

Τὸν ῥύστην ὁ πωλήσας, αἰχμάλωτος κατέστη, ὁ δόλιος Ἰούδας.

Κατὰ τὸν Σολομῶντα, βόθρος βαθὺς τὸ στόμα, Ἑβραίων παρανόμων.

Ἑβραίων παρανόμων, ἐν σκολιαῖς πορείαις, τρίβολοι καὶ παγίδες.

Ἰωσὴφ κηδεύει, σὺν τῷ Νικοδήμω, νεκροπρεπῶς τὸν Κτίστην.

Ζωοδότα Σῶτερ, δόξα σου τῷ κράτει, τὸν ᾅδην καθελόντι.

Ὕπτιον ὁρῶσα, ἡ Πάναγνός σε Λόγε, μητροπρεπῶς ἐθρήνει.

Ὢ γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, ποῦ ἔδυ σου τὸ κάλλος;

Θρῆνον συνεκίνει, ἡ πάναγνός σου Μήτηρ, σοῦ Λόγε νεκρωθέντος.

Γύναια σὺν μύροις, ἥκουσι μυρίσαι, Χριστὸν τὸ θεῖον μύρον.

Θάνατον θανάτῳ, σὺ θανατοῖς Θεέ μου, θείᾳ σου δυναστείᾳ.

Πεπλάνηται ὁ πλάνος, ὁ πλανηθεὶς λυτροῦται, σοφίᾳ σῇ Θεέ μου.

Πρὸς τὸν πυθμένα ᾅδου, κατήχθη ὁ προδότης, διαφθορᾶς εἰς φρέαρ.

Τρίβολοι καὶ παγίδες, ὁδοὶ τοῦ τρισαθλίου, παράφρονος Ἰούδα.

Συναπολοῦνται πάντες, οἱ σταυρωταί σου Λόγε, Υἱὲ Θεοῦ παντάναξ.

Διαφθορᾶς εἰς φρέαρ, συναπολοῦνται πάντες, οἱ ἄνδρες τῶν αἱμάτων.

Υἱὲ Θεοῦ παντάναξ, Θεέ μου πλαστουργέ μου, πῶς πάθος κατεδέξω;

Ἡ δάμαλις τὸν μόσχον, ἐν Ξύλῳ κρεμασθέντα, ἠλάλαζεν ὁρῶσα.

Σῶμα τὸ ζωηφόρον, ὁ Ἰωσὴφ κηδεύει, μετὰ τοῦ Νικοδήμου.

Ἀνέκραζεν ἡ Κόρη, θερμῶς δακρυῤῥοοῦσα, τὰ σπλάγχνα κεντουμένη.

Ὦ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πῶς τάφῳ νῦν καλύπτῃ;

Τὸν Ἀδὰμ καὶ Εὔαν, ἐλευθερῶσαι, Μῆτερ, μὴ θρήνει, ταῦτα πάσχω.

Δοξάζω σου Υἱέ μου, τὴν ἄκραν εὐσπλαγχνίαν, ἧς χάριν ταῦτα πάσχεις.

Ὄξος ἐποτίσθης, καὶ χολὴν οἰκτίρμων, τὴν πάλαι λύων γεῦσιν.

Ἰκρίω προσεπάγης, ὁ πάλαι τὸν λαόν σου, στύλῳ νεφέλης σκέπων.

Αἱ Μυροφόροι Σῶτερ, τῷ τάφῳ προσελθοῦσαι, προσέφερόν σοι μύρα.

Ἀνάστηθι, οἰκτίρμον, ἡμᾶς ἐκ τῶν βαράθρων, ἐξανιστῶν τοῦ ᾅδου.

Ἀνάστα Ζωοδότα, ἥ σε τεκοῦσα Μήτηρ, δακρυῤῥοοῦσα λέγει.

Σπεῦσον ἐξαναστῆναι, τὴν λύπην λύων Λόγε, τῆς Σε ἁγνῶς Τεκούσης.

Οὐράνιαι Δυνάμεις, ἐξέστησαν τῷ φόβῳ, νεκρόν σε καθορώσαι.

Τοῖς ποθῶ τε καὶ φόβῳ, τὰ πάθη σου τιμῶσι, πταισμάτων δίδου λύσιν.

Ὢ φρικτὸν καὶ ξένον, θέαμα Θεοῦ Λόγε! πῶς γῆ σε συγκαλύπτει;

Φέρων πάλαι φεύγει, Σῶτερ Ἰωσήφ σε, καὶ νῦν σε ἄλλος θάπτει.

Κλαίει καὶ θρηνεῖ σε, ἡ πάναγνός σου Μήτηρ, Σωτήρ μου νεκρωθέντα.

Φρίττουσιν οἱ νόες, τὴν ξένην καὶ φρικτήν σου, Ταφὴν τοῦ πάντων Κτίστου.

Ἔῤῥαναν τὸν τάφον, αἱ Μυροφόροι μύρα, λίαν πρωὶ ἐλθοῦσαι.

Ἀρώματα καὶ μύρα, μαθήτριαι γυναῖκες, προσφέρουσι τῷ Τάφῳ.

Τὸ «χαίρετε» δ’ ἐκεῖναι, ἀκούουσιν εὐθέως, εἰς ἀμοιβὴν τῶν δώρων.

Τὰ δάκρυα ὡς μύρα, τῇ σῇ Ταφῇ προσφέρειν, ἀξίωςόν με Σῶτερ.

Εἰρήνην Ἐκκλησία, λαῷ σου σωτηρίαν, δώρησαι σῆ Ἐγέρσει.

Δόξα...

Ὦ Τριὰς Θεέ μου, Πατὴρ Υἱὸς καὶ Πνεῦμα, ἐλέησον τὸν Κόσμον.

Καὶ νῦν...

Ἰδεῖν τὴν τοῦ Υἱοῦ σου, Ἀνάστασιν Παρθένε, ἀξίωσον σοὺς δούλους.

Αἱ γενεαὶ πᾶσαι, ὕμνον τῇ Ταφῇ σου, προσφέρουσι Χριστέ μου.