Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2013

Κυριακάτικο Κήρυγμα (ΙΕ' Ματθαίου, του Νομικού)

Ματθ. 22, 35-46

Δύο ερωτήματα, μεταξύ του Χριστού και των Εβραίων, μας παρουσιάζει σήμερα ο ευαγγελιστής Ματθαίος. Στην πρώτη περίπτωση, ένας νομικός, δηλαδή ένας ερμηνευτής του Μωσαϊκού νόμου, ρωτάει τον Ιησού ποιά είναι η μεγαλύτερη εντολή του Νόμου, κι Εκείνος του απαντά: 

“να αγαπήσεις τον Κύριο και Θεό σου με όλη την καρδιά σου και με όλη την ψυχή σου και με όλη τη διάνοιά σου. Αυτή είναι η πρώτη και μεγάλη εντολή. Δεύτερη και όμοια με την πρώτη, να αγαπήσεις τον πλησίον σου σαν τον ίδιο σου τον εαυτό. Σε αυτές τις δύο εντολές στηρίζεται όλος ο νόμος και οι προφήτες”. 

Στη συνέχεια, συγκεντρώθηκαν οι Φαρισαίοι και ο Ιησούς τους ρωτά: “τί πιστεύετε για τον χριστό; τίνος υιός είναι;” Εκείνοι απάντησαν του Δαβίδ. “Πώς όμως”, τους ρωτά πάλι, “ο Δαβίδ, φωτισμένος από το Άγιο Πνεύμα, τον αποκαλεί Κύριο, λέγοντας: είπε ο Κύριος στον Κύριό μου, κάθισε στα δεξιά μου, μέχρι να υποτάξω στα πόδια σου τους εχθρούς σου; Αν ο Δαβίδ τον αποκαλεί Κύριο, πώς γίνεται να είναι γιος του;” Κανείς δεν μπόρεσε να απαντήσει στο ερώτημα του Χριστού, και από εκείνη την ημέρα κανείς δεν τόλμησε πλέον να του θέσει ερωτήματα.

Ο λόγος για τον οποίο οι “σοφοί” των Εβραίων, οι γραμματείς, οι φαρισαίοι και οι νομοδιδάσκαλοι έθεταν ερωτήματα στον Χριστό, δεν ήταν γιατί ήθελαν πράγματι να διδαχθούν, αλλά για να Τον παγιδέψουν, όπως σε άλλο σημείο μας αναφέρουν οι Ευαγγελιστές. Άλλωστε, το γεγονός που μας περιγράφει σήμερα ο Ματθαίος συνέβη μετά τη θριαμβευτική είσοδο του Ιησού στα Ιεροσόλυμα και λίγο πριν από το Πάθος Του. Με τον τρόπο αυτό επιστεγάζεται και κατακλείεται θα λέγαμε η δημόσια διδασκαλία και δράση του Χριστού. 

Η μεγαλύτερη εντολή του Θεού δεν είναι άλλη από την αγάπη προς τον Θεό και από την αγάπη προς τον πλησίον, δηλαδή προς κάθε συνάνθρωπό μας. Στην ουσία δεν αποτελούν δύο ξεχωριστές εντολές, αλλά τις δύο όψεις της μιας αγάπης, όχι όπως συχνά εσφαλμένα την εννοούμε ως άνθρωποι, αλλά όπως μας την δίδαξε ο ίδιος ο Χριστός. 

Γι' αυτό και ο ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος θα μας πει ότι δεν γίνεται να αγαπάμε τον Θεό και να μην αγαπάμε τον συνάνθρωπο: “εκείνος που θα πει ότι αγαπώ τον Θεό, αλλά μισεί τον πλησίον του, είναι ψεύτης. Γιατί εκείνος που δεν αγαπά τον αδελφό του τον οποίο βλέπει, δεν μπορεί να αγαπήσει τον Θεό, τον οποίο δεν βλέπει” (Α' Ιω. 4, 20). 

Είναι επομένως φυσικό να τονίζει σήμερα ο Χριστός ότι σε αυτή την εντολή του Θεού είναι θεμελιωμένος ο Νόμος και οι προφήτες. Και δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι σε αυτή την εντολή της αγάπης είναι θεμελιωμένο το σωτήριο έργο της Θείας Οικονομίας αλλά και η ίδια η Εκκλησία, η οποία είναι το σώμα του Χριστού.

Εκείνο πάλι που δεν μπόρεσαν οι φαρισαίοι να εξηγήσουν, είναι τόσο προφανές, για όσους γνωρίζουν στοιχειωδώς τα Ευαγγέλια. Ο Ιησούς Χριστός είναι ο σαρκωθείς Υιός και Λόγος του Θεού, ο οποίος κατά την ανθρώπινη γενεαλογία Του είναι απόγονος του Δαβίδ. Έτσι, παρόλο που θεωρείται υιός του Δαβίδ, ο Προφήτης τον αποκαλεί Κύριο αναγνωρίζοντας την Θεότητά Του. 

Μάλιστα, με την διπλή αναφορά σε Κύριο, υποδεικνύεται και η τριαδικότητα του Θεού: Κύριος ο Πατήρ ο επουράνιος, κατά την συχνή επίκληση της Παλαιάς Διαθήκης, Κύριος ο Υιός, ο οποίος έγινε άνθρωπος “εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου”, Κύριον και το Άγιον Πνεύμα και ζωοποιόν, κατά την έκφραση του Συμβόλου της Πίστεως.

Αυτές οι δύο μεγάλες αλήθειες, η θεότητα δηλαδή του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και η συμπύκνωση όλης της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης στην θεμελιώδη εντολή της αγάπης, αποτελούν για τον καθένα μας το σημείο αφετηρίας αλλά και αναφοράς της πνευματικής μας ζωής. Αν τα λησμονήσουμε, τότε η ζωή μας θα παραπαίει στο σκοτάδι του ψεύδους. Αν τα ενστερνιστούμε, τότε όχι μόνο η προσωπική μας ζωή θα μεταμορφωθεί, ασφαλώς μέσα από αγώνα πνευματικό, αλλά και ολόκληρος ο κόσμος.

xerouveim.blogspot