Παρασκευή 2 Αυγούστου 2013

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: "Ομιλία Β΄ εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον"


«Βίβλος γενέσεως Ιησού Χριστού, υιού Δαυίδ, υιού Αβραάμ».


1. Έχετε τάχα εις τον νουν σας την παραγγελίαν, που σας απευθύναμεν εις την προηγουμένην ομιλίαν(1); Σας επροτρέψαμεν, με όλην την σιωπήν και την μυστικήν ησυχίαν ν' ακούετε όλα τα λεγόμενα. Πρόκειται σήμερα να πατήσωμεν τα ιερά πρόθυρα και δια τούτο σας υπενθύμισα την παραγγελίαν. Όταν επρόκειτο οι Ιουδαίοι να προσέλθουν εις το κατάφλεκτον όρος, εις την φωτιάν, τον γνόφον, το σκότος και την θύελλαν και μάλιστα όχι να προσέλθουν αλλά από μακριά να τα βλέπουν αυτά και να τα ακούουν, έλαβαν την εντολήν να απέχουν από γυναίκα επί τρεις ημέρας και να πλύνουν τα ενδύματα των· ευρέθησαν εις κατάστασιν φόβου και τρόμου και αυτοί και ο Μωϋσής.

Πολύ περισσότερον ημείς που πρόκειται να ακούσωμεν τέτοιους λόγους, όχι να σταθούμεν από μακριά εις το όρος το γεμάτο καπνούς αλλά να εισέλθωμεν εις τον ίδιον τον ουρανόν, πρέπει να επιδείξωμεν περισσοτέραν ευλάβειαν. Όχι να πλύνωμεν τα ενδύματά μας αλλά να καθαρίσωμεν την στολήν της ψυχής και να απαλλαγούμεν από κάθε σχέσιν με τα βιοτικά. Διότι δεν θα ιδήτε αχλύν ούτε καπνόν ούτε θύελλαν αλλά τον ίδιον τον βασιλέα καθισμένον εις τον θρόνον εκείνης της απορρήτου δόξης, τους αγγέλους και τους αρχαγγέλους να παραστέκωνται εις αυτόν και τα πλήθη των αγίων μαζί με τας απείρους μυριάδας αυτάς.

Αυτή είναι η πόλις του Θεού· περιέχει την εκκλησίαν των πρωτοτόκων(2), τα πνεύματα των δικαίων, την ολικήν συνάθροισιν των αγγέλων, το αίμα του ραντισμού, με το οποίον συνηνώθησαν τα πάντα, ο ουρανός εδέχθη τα γήινα και η γη τα ουράνια και έφθασεν η από παλαιά ποθουμένη ειρήνη και από τους αγγέλους και τους αγίους. Εις αυτήν υψώθη το τρόπαιον του σταυρού το λαμπρόν και περίβλεπτον, τα λάφυρα που έλαβεν ο Χριστός, οι εκλεκτοί της ανθρωπίνης φύσεως, η λεία του βασιλέως μας. Όλα αυτά θα τα γνωρίσωμεν με ακρίβειαν από τα Ευαγγέλια. Και αν ακολουθής με την πρέπουσαν ησυχίαν θα ημπορέσωμεν να σε οδηγήσωμεν παντού και να σου δείξωμεν πού κοίτεται ανεσκολοπισμένος ο θάνατος, που έχει κρεμασθή η αμαρτία, πού ευρίσκονται τα πολλά και παράδοξα αναθήματα από την μάχην και τον πόλεμον αυτόν, θα ιδής εδώ και τον τύραννον δεμένον, το πλήθος των αιχμαλώτων ν' ακολουθή και την ακρόπολιν, από την οποίαν ο βρωμερός εκείνος δαίμων έκαμε τας επιδρομάς του καθ' όλον τον χρόνον που επέρασε. Θα ιδής τα άντρα και τα σπήλαια του ληστού να έχουν διαρραγή πλέον και να είναι ανοικτά· διότι και εκεί έφθασεν ο βασιλεύς.

Μη κουρασθής όμως, αγαπητέ μου. Διότι και αν σου διηγείτο κάποιος ένα πόλεμον ορατόν(3) και τρόπαια και νίκας, δεν θα εχόρταινες ούτε θα επροτιμούσες από την εξιστόρησιν αυτήν φαγητόν ή ποτόν. Αν λοιπόν είναι τόσον ενδιαφέρουσα η διήγησις εκείνη, αυτή εδώ είναι πολύ περισσότερον. Στοχάσου πόσον σημαντικόν είναι να ακούση κανείς πώς, αφού εσηκώθη από τους ουρανίους βασιλικούς θρόνους, επήδησεν ο Θεός εναντίον του ιδίου του άδου και εστάθη επί κεφαλής της παρατάξεώς του και πώς αντιπαρετάχθη εις αυτόν ο διαβολος, όχι κατ' ευθείαν εις τον Θεόν αλλά κρυπτόμενος μέσα εις την ανθρωπίνην φύσιν. Και το θαυμαστόν, ότι θα ιδής τον θάνατον να καταργήται δια του θανάτου, την κατάραν να αφανίζεται δια της κατάρας και το κράτος του διαβόλου να καταλύεται με τους ιδίους τρόπους της δυνάμεώς του.

Aς σηκωθούμεν λοιπόν και μη κοιμώμεθα. Ιδού βλέπω να ανοίγωνται αι πύλαι εις ημάς. Αλλ' ας εισέλθωμεν με όλην την κοσμιότητα και τον τρόμον, αφού σταθούμεν αμέσως εις τα ίδια τα πρόθυρα· ποία είναι αυτά τα πρόθυρα; «Βίβλος γενέσεως Ιησού Χριστού, υιού Δαυίδ, υιού Αβραάμ».

Τι μας λέγεις; Μας έχεις υποσχεθή ότι θα μας ομιλήσης δια τον μονογενή υιόν του Θεού και μας αναφέρεις τον Δαυίδ, έναν άνθρωπον που έζησεν απείρους γενεάς έπειτα και μας λέγεις ότι αυτός είναι και πατέρας και πρόγονος;
Κρατήσου και μη ζητάς να τα μάθης όλα μαζί αλλά ήσυχα και κατ' ολίγον. Στέκεσαι ακόμη εις τα πρόθυρα, κοντά εις τα προπύλαια. Διατί λοιπόν βιάζεσαι να εισέλθης εις τα άδυτα; Ακόμη δεν παρετήρησες καλώς όλον το εξωτερικόν. Διότι δεν σου διηγούμαι ακόμη εκείνην την γέννησιν—αλλά ούτε και την μετέπειτα—διότι είναι ανέκφραστος και απόρρητος. Πριν από εμέ, σου το είπεν αυτό ο Ησαΐας. Διότι προφητεύων δια το πάθος και το μεγάλον ενδιαφέρον του δια την οικουμένην, γεμάτος έκπληξιν δια το τι ήτο και τι έγινε και πού κατέβη, ανεφώνησε μέγαν και λαμπρόν λόγον· «την γενεάν αυτού τίς διηγήσεται;».



2. Δεν ομιλούμεν τώρα δι' εκείνην αλλά δι' αυτήν την κάτω, που επραγματοποιήθη εις την γην και έχει απείρους μάρτυρας και δι' αυτήν, έτσι όπως είναι δυνατόν εις ημάς που εδέχθημεν την χάριν του Πνεύματος, θα ομιλήσωμεν. Διότι και αυτήν δεν είναι δυνατόν να την παραστήσωμεν με κάθε σαφήνειαν· είναι και αυτή φρικωδεστάτη.
Μη νομίσης λοιπόν ότι πρόκειται δια κάτι μικρόν, όταν ακούης την γέννησιν αυτήν. Σήκωσε από τον ύπνον τον νουν σου, δοκίμασε αμέσως φρίκην εις το άκουσμα ότι ο Θεός ήλθεν επάνω εις την γην. Τούτο ήτο τόσον θαυμαστόν και παράδοξον, ώστε και οι άγγελοι έστησαν δι' αυτά χορόν και υμνολογούν δι' αυτά την οικουμένην και οι προφήται εκδηλώνουν από τον ουρανόν την έκπληξίν των, διότι «επί της γης ώφθη και τοις ανθρώποις συνανεστράφη»(Βαρούχ 3, 8). Διότι είναι βεβαίως πολύ παράδοξον να ακούση κανείς, ότι ο απροσπέλαστος και ανέκφραστος Θεός, που δεν χωρεί εις την σκέψιν και είναι ίσος με τον Πατέρα επέρασε από παρθενικά σπλάχνα, κατεδέχθη να γεννηθή από γυναίκα και να λάβη ως προγόνους τον Δαυίδ και τον Αβραάμ, και το ακόμη φρικτότερον, τας γυναίκας εκείνας(4) που ανεφέραμεν προ ολίγου.
Άκουσέ τα αυτά και σηκώσου χωρίς καμμίαν ταπεινήν υποψίαν, αλλά αυτό ακριβώς να θαυμάσης, ότι ενώ είναι Υιός του ανάρχου Θεού και μάλιστα Υιός γνήσιος, κατεδέχθη να ονομασθή και υιός του Δαυίδ, δια να κάμη εσέ υιόν του Θεού· κατεδέχθη να κάμη αυτός πατέρα του δούλον, δια να κάμη εις σε, τον δούλον, πατέρα τον Κύριον.

Είδες ποία είναι αμέσως από τα προοίμια η καλή αγγελία; Αν αμφιβάλλης δι' ό,τι σε αφορά, πίστευσέ το από ό,τι αφορά εκείνον. Διότι είναι βέβαια πολύ δυσκολώτερον δια τον ανθρώπινον λογισμόν να γίνη ο Θεός άνθρωπος, παρά να υπάρξη ο άνθρωπος υιός του Θεού. Όταν ακούσης λοιπόν ότι ο Υιός του Θεού είναι υιός του Δαυίδ και του Αβραάμ, να μη αμφιβάλλης τότε, ότι και συ, ο υιός του Αδάμ, θα γίνης υιός του Θεού. Διότι δεν εταπείνωσε βέβαια τόσον πολύ τον εαυτόν του αδίκως και παραλόγως, αν δεν εσκόπευε να μας ανυψώση. Εγεννήθη κατά σάρκα, δια να γεννηθής συ πνευματικώς· εγεννήθη από γυναίκα, δια να παύσης συ να είσαι υιός γυναικός. Δια τούτο η γέννησις έγινε δύο ειδών· ομοία με την ιδικήν μας αλλά και υπερβαίνουσα την ιδικήν μας. Το να γεννηθώμεν από γυναίκα ήτο σύμφωνον με την φύσιν μας· το να γεννηθώμεν όμως όχι από αίμα, μήτε από θέλημα σαρκός και ανδρός αλλά από Πνεύμα άγιον, προεμήνυε την μελλοντικήν γέννησίν μας που μας υπερβαίνει και που εσκόπευε να μας χαρίση μέσω του Πνεύματος. Το αυτό νόημα είχαν και όλα τα άλλα. Τέτοιο ήτο το βάπτισμα· είχε κάτι από το παλαιόν και κάτι από το νέον. Το παλαιόν το εφανέρωνε το ότι εβαπτίσθη από τον προφήτην, η κάθοδος του Πνεύματος υπεγράμμισε το νέον. Και όπως κάποιος που στέκεται(5) εις το μεταίχμιον δύο πραγμάτων που απέχουν το ένα από το άλλο, τα ενώνει, αν απλώση τας χείρας του από το ένα και το άλλο μέρος, έτσι έκαμε και αυτός· ήνωσε την παλαιάν με την νέαν, την θείαν με την ανθρωπίνην, τα ιδικά του με τα ιδικά μας.

Είδες την αστραπήν της πόλεως, με πόσην φεγγοβολήν σε περιέλαμψεν από την αρχήν; Πώς σου έδειξεν αμέσως τον βασιλέα εις την ιδικήν σου μορφήν, ωσάν να είσθε εις στρατόπεδον; Διότι εκεί ο βασιλεύς δεν επιδεικνύει φανερά πάντοτε το αξίωμά του αλλά αφήνει την πορφύραν και το στέμμα, και ενδύεται συχνά την στολήν του στρατιώτου. Και εκεί μεν δια να μη αναγνωρισθή και προσελκύση προς τον εαυτόν του τους εχθρούς, ενώ εδώ το αντίθετον, δια να μη αναγνωρισθή και κάμη τον εχθρόν να αποφύγη την συμπλοκήν μαζί του και προκαλέση την ταραχήν όλων των ιδικών του. Διότι αποβλέπει εις την σωτηρίαν και όχι εις τον τρόμον.

Δια τούτο και έδωσε εις τον εαυτόν του το όνομα Ιησούς. Το όνομα Ιησούς δεν είναι βεβαίως ελληνικόν. Υπάρχει εις την Εβραϊκήν γλώσσαν και εις την ελληνικήν εξηγείται Σωτήρ. Και Σωτήρ από το ότι έσωσε τον λαόν του.



3. Είδες πώς έδωσε πτερά εις τον ακροατήν; Ενώ ωμίλησε δια τα συνηθισμένα, με αυτά εφανέρωσε συνάμα εις όλους ημάς τα πέρα από προσδοκίαν. Και τα δύο αυτά ονόματα είχαν μεγάλην διάδοσιν μεταξύ των Ιουδαίων. Επειδή τα μέλλοντα να συμβούν ήσαν παράδοξα, επρότρεξαν οι τύποι των ονομάτων, ώστε από τον ουρανόν να διαλυθή κάθε θόρυβος δια μίαν καινοτομίαν.

Ως γνωστόν Ιησούς(6) λέγεται εκείνος που διεδέχθη τον Μωϋσήν και εισήγαγεν τον λαόν εις την γην της επαγγελίας. Είδες τον τύπον; πρόσεξε την αλήθειαν. Εκείνος τον έφερεν εις την γην της επαγγελίας, αυτός εις τον ουρανόν και εις τα ουράνια αγαθά. Εκείνος μετά τον θάνατον του Μωϋσέως, αυτός μετά την παύσιν της ισχύος του νόμου. Εκείνος ως ηγέτης του λαού, αυτός ως βασιλεύς. Και δια να μη ακούσης Ιησούς και ένεκα της ομωνυμίας παραπλανηθής, επρόσθεσεν. «Ιησού Χριστού, του υιού του Δαυίδ». Εκείνος δεν προήρχετο από την γενεάν του Δαυίδ αλλ' από άλλην φυλήν.

Και δια ποίον λόγον την αποκαλεί Βίβλον γενέσεως του Ιησού Χριστού, αν και δεν περιέχει τούτο μόνον την γέννησιν αλλά όλην την οικονομίαν. Διότι πράγματι εδώ υπάρχει η συγκεφαλαίωσις όλης της οικονομίας και αποβαίνει δι' ημάς η αρχή και το τέλος όλων των αγαθών. Όπως λοιπόν ο Μωϋσής δίδει τον τίτλον Βιβλίον ουρανού και γης, μολονότι δεν ωμίλησε περί ουρανού και γης μόνον αλλά και περί όλων των ενδιαμέσων, ομοίως και αυτός εκάλεσε το βιβλίον από το σημαντικώτερον γεγονός. Διότι βέβαια αυτό που είναι γεμάτο από έκπληξιν και υπερβαίνει κάθε ελπίδα και κάθε προσδοκίαν είναι το ότι ο Θεός έγινεν άνθρωπος και όταν επραγματοποιήθη τούτο, επακολουθούν όλα τα άλλα με λογικήν ακολουθίαν.

Και διατί δεν είπεν υιού του Αβραάμ και εν συνεχεία υιού του Δαυίδ; Όχι όπως νομίζουν μερικοί, διότι ήθελε να έλθη εκ των κάτω προς τα άνω. Εν τοιαύτη περιπτώσει θα έκαμνεν ό,τι και ο Λουκάς. Ενώ τώρα κάμνει το αντίθετον. Δια ποίον λόγον λοιπόν ανέφερε τον Δαυίδ; Ο άνθρωπος εφέρετο εις τα στόματα όλων και λόγω της λαμπρότητός του και λόγω του όχι μακρινού χρόνου. Διότι δεν είχεν αποθάνει προ τόσον πολλών ετών όσον ο Αβραάμ· εξ άλλου ο Θεός είχε δώσει υποσχέσεις και εις τους δύο, αλλά το ένα γεγονός ως πολύ παλαιόν απεσιωπάτο, ενώ τα άλλο ως πολύ πρόσφατον και νέον επανελαμβάνετο υπό όλων. Αυτοί λοιπόν υποστηρίζουν «Ουκ εκ του σπέρματος Δαυίδ και από Βηθλεέμ της κώμης, όπου ην Δαυίδ, έρχεται ο Χριστός»(Ιω. 7, 42). Εν τούτοις κανείς δεν τον ονομάζει υιόν του Αβραάμ αλλά όλοι υιόν του Δαυίδ. Διότι όπως είπα προηγουμένως και εξ αιτίας του ολίγου σχετικώς χρόνου και δια το βασιλικόν αξίωμα έζη εις την μνήμην όλων.

Δια τούτο ακριβώς και όσους ετιμούσαν ως βασιλείς έπειτα από αυτόν έδιδαν εις αυτούς το όνομά του και αυτοί και ο Θεός. Και ο Ιεζεκιήλ ως γνωστόν αλλά και άλλοι προφήται έλεγαν ότι θα έλθη και θα αναστή προς χάριν του Δαυίδ. Δεν εννοούσαν εκείνον που είχε αποθάνει αλλά τους ζηλωτάς της αρετής εκείνου. Αλλά και ο Θεός λέγει εις τον Εζεκίαν. «Υπερασπιώ την πόλιν ταύτην δι' εμέ και δια Δαυίδ τον παίδα μου»(Δ΄ Βασ. 19, 34) έλεγε και εις τον Σολομώντα επίσης, ότι «δια Δαυίδ ου διέρρηξε ζώντος αυτού την βασιλείαν»(Γ΄ Βασ. 1, 34). Είχε μεγάλην δόξαν ο άνθρωπος και πλησίον του Θεού και μεταξύ των ανθρώπων. Δια τούτο αρχίζει αμέσως από τον πιο γνωστόν και ανατρέχει εις τον πατέρα· εθεώρησε περιττόν να αναφερθή εις απώτερον χρόνον απευθυνόμενος προς Ιουδαίους. Αυτοί οι δύο εθαυμάζοντο περισσότερον ο ένας ως προφήτης και βασιλεύς, ο άλλος ως πατριάρχης και προφήτης.

Και πόθεν είναι φανερόν ότι κατάγεται από τον Δαυίδ; παρατηρεί.

Εάν δεν εγεννήθη από άνδρα αλλά μόνον από γυναίκα, πώς θα συμπεράνωμεν ότι είναι απόγονος του Δαυίδ, αφού η Παρθένος δεν έχει θέσιν εις την γενεαλογίαν;

Τα ερωτήματα είναι δύο· δια ποίον λόγον η Παρθένος δεν έχει θέσιν εις την γενεαλογίαν και διατί μνημονεύεται ο Ιωσήφ, που δεν συντελεί καθόλου εις την γέννησιν. Φαίνεται ότι το ένα είναι περιττόν ενώ το άλλο ελλιπές. Ποίον λοιπόν είναι απαραίτητον να αναφέρωμεν; Το πώς προήλθεν η Παρθένος από τον Δαυίδ. Και πώς θα μάθωμεν ότι προήλθεν από τον Δαυίδ; Άκουσε τον Θεόν να λέγη εις τον Γαβριήλ να μεταβή «προς παρθένον μεμνηστευμένην ανδρός, ω όνομα Ιωσήφ, εξ οίκου και πατριάς Δαυίδ»(Λουκ. 1, 27). Τι θέλεις λοιπόν να μάθης σαφέστερον από αυτό, όταν ακούσης ότι η παρθένος ήτο από τον οίκον και την πατριάν του Δαυίδ;



4. Από αυτό γίνεται φανερόν ότι και ο Ιωσήφ προήρχετο από εκεί. Διότι υπήρχε νόμος και έθιμον να μη επιτρέπεται ο γάμος από άλλην φυλήν αλλά από την ιδίαν. Αλλά και ο πατριάρχης Ιακώβ προέλεγεν ότι αυτός θα αναστή από την φυλήν του Ιούδα με τους εξής λόγους· «Ουκ εκλείψει άρχων εξ Ιούδα, ουδέ ηγούμενος εκ των μηρών αυτού, έως αν έλθη ώ απόκειται· και αυτός προσδοκία εθνών»(Γεν. 49, 10).

Η προφητεία αυτή δηλώνει το γεγονός ότι προήλθεν από την φυλήν του Ιούδα· όχι όμως ότι κατάγεται από το γένος του Δαυίδ. Άρα λοιπόν εις την φυλήν Ιούδα δεν ήτο μοναδικόν το γένος του Δαυίδ, υπήρχαν και άλλα πολλά και συνέβαινε να είναι μεν από την φυλήν του Ιούδα όχι όμως και από το γένος του Δαυίδ. Δια να μη το προβάλλης όμως αυτό, σου αφήρεσε την υποψίαν αυτήν ο Ευαγγελιστής προσθέσας τους λόγους «εξ οίκου και πατριάς Δαυίδ».

Αν όμως θέλης και κάτι άλλο δια να βεβαιωθής, δεν θα μας λείψη και άλλη απόδειξις. Όχι μόνον δηλαδή δεν επετρέπετο ο γάμος από άλλην φυλήν αλλά ούτε και από πατριάν δηλ. από γένος άλλο. Ώστε είτε εις την παρθένον αποδώσωμεν το «εξ οίκου και πατριάς Δαυίδ», ο λόγος ευσταθεί· είτε εις τον Ιωσήφ· διότι από το πρώτον αποκτά ισχύν και το δεύτερον. Διότι εάν ο Ιωσήφ ήτο από τον οίκον και το γένος του Δαυίδ, δεν ημπορούσε να λάβη γυναίκα από αλλού παρά από όπου προήρχετο και ο ίδιος. Αν όμως έχη καταπατήσει τον νόμον; αντιπροτείνει.

Δια τούτο ακριβώς έδωσεν εκ των προτέρων την πληροφορίαν ότι ο Ιωσήφ ήτο δίκαιος, δια να μη κάμης αυτήν την ερώτησιν. Πληροφορούμενος την αρετήν του να μάθης και εκείνο, ότι δηλ. δεν ημπορούσε να παραβή τον νόμον και είναι φυσικόν. Αυτός ο φιλάνθρωπος και τόσον ανεπηρέαστος από πάθος, ώστε, μολονότι η υποψία τον εβασάνιζε, δεν ηθέλησε να επιδίωξη τιμωρίαν της παρθένου, πώς θα ήτο δυνατόν να παραβή τον νόμον χάριν της ηδονής; Αυτός που έδειξε πνευματικότητα ανωτέραν από ό,τι επέβαλλεν ο νόμος —και ήτο ανωτέρα πνευματικότης το να ζητήση να την αφήση και μάλιστα κρυφίως—πώς θα έπραττε κάτι παρά τον νόμον και μάλιστα χωρίς να τον αναγκάζη καμμία αιτία;
Είναι φανερόν από αυτά, ότι η παρθένος προήρχετο από το γένος του Δαυίδ.

Είναι ανάγκη όμως να εκθέσωμεν δια ποίον λόγον δεν συμπεριέλαβεν αυτήν εις την γενεαλόγησιν αλλά τον Ιωσήφ. Δια ποίον λόγον; Δεν ήτο συνήθεια εις τους Ιουδαίους να συμπεριλαμβάνουν εις τας γενεαλογίας τας γυναίκας. Δια να φυλάξη λοιπόν αφ' ενός την συνήθειαν και να μη φανή ότι από το προοίμιον της εξιστορήσεώς του την παραβαίνει και δια να μας κάμη εξ άλλου γνωστήν την κόρην, δια τούτο απεσιώπησε τους προγόνους της και συμπεριέλαβεν εις την γενεαλόγησιν τον Ιωσήφ. Αν έκαμεν έτσι με την παρθένον, θα εθεωρείτο ότι καινοτομεί· αν απεσιωπούσε τον Ιωσήφ, δεν θα εγνωρίζαμεν τους προγόνους της παρθένου. Δια να πληροφορηθώμεν λοιπόν αφ' ενός τα σχετικά με την Μαρίαν, ποία ήτο και από πού κατήγετο, και δια να μείνουν αφ' ετέρου αι συνήθειαι αμετακίνητοι, περιέλαβεν εις την γενεαλόγησιν τον μνηστήρα της και μας έδειξεν ότι προέρχεται από το γένος του Δαυίδ. Και αφού εδείχθη τούτο, έχει αποδειχθή και εκείνο, ότι δηλαδή η παρθένος προήρχετο απ' εκεί δια τον λόγον που είπα προηγουμένως, ότι ο δίκαιος αυτός δεν θα εδέχετο ποτέ να λάβη γυναίκα από αλλού.

Είναι δυνατόν να αναφέρωμεν και άλλον λόγον περισσότερον μυστικόν, δια του οποίου απεσιωπήθησαν οι πρόγονοι της παρθένου. Την αιτίαν αυτήν δεν είναι ώρα να την αποκαλύψωμεν, επειδή είναι πολλά τα λεχθέντα. Δια τούτο, ας σταματήσωμεν εδώ τον λόγον δια τα ζητήματα αυτά και ας κρατήσωμεν εις το εξής με ακρίβειαν όσα απεκαλύψαμεν εις σας. Το διατί π.χ. εμνημόνευσε τον Δαυίδ πρώτον, διατί εκάλεσε την συγγραφήν του Βίβλον γενέσεως, διατί είπε του Ιησού Χριστού, πως η γέννησις είναι αλλά και δεν είναι κοινή, από πού εφάνη ότι η Μαρία προέρχεται από το γένος του Δαυίδ και δια ποίον λόγον περιελήφθη εις την γενεαλόγησιν του Ιωσήφ, ενώ απεσιωπήθησαν οι πρόγονοι εκείνης.

Αν τηρήτε αυτά, θα μας κάμετε προθυμοτέρους και δια τα επόμενα. Αν όμως αυτά τα περιφρονήσετε και τα αποβάλετε από την ψυχήν σας, θα γίνωμεν διστακτικώτεροι δια τα υπόλοιπα. Ομοίως και ο γεωργός, δεν θα ήθελε να καλλιεργήση την γην που του κατέστρεψε τον πρώτον σπόρον. Δια τούτο παρακαλώ να τα διατηρήτε αυτά εις τον νουν σας. Διότι από την φροντίδα δι' αυτά δημιουργείται εις την ψυχήν ένα μεγάλο και σωτήριον αγαθόν. Και εις τον Θεόν δηλαδή θα γίνωμεν αρεστοί, αν ασχολούμεθα με αυτά, και τα στόματά μας θα μείνουν καθαρά από ύβρεις και αισχρολογίας και χλευασμούς, αν μελετούν λόγους πνευματικούς.

Ακόμη, θα γίνωμεν φοβεροί και εις τους δαίμονας εξοπλίζοντες την γλώσσαν μας με τέτοιους λόγους, θα επισπάσωμεν δια τον εαυτόν μας περισσοτέραν την χάριν του Θεού και ο οφθαλμός τής ψυχής θα γίνη πιο οξυδερκής. Διότι και τα μάτια και το στόμα και την ακοήν δι' αυτό μας τα παρεχώρησε, δια να εργάζωνται όλα τα μέλη μας δια λογαριασμόν του. Να λέγωμεν τους λόγους του, να εκτελούμεν τα θελήματά του, να ψάλλωμεν εις αυτόν ύμνους ατελειώτους, να του αναπέμπωμεν τας ευχαριστίας μας και με όλα αυτά να καθιστούμεν καθαράν την συνείδησίν μας. Διότι όπως το σώμα γίνεται υγιέστερον, όταν απολαμβάνη τον καθαρόν αέρα, έτσι και η ψυχή μας γίνεται περισσότερον πνευματική, όταν τρέφεται με τας μελέτας του είδους αυτού.



5. Δεν βλέπεις και τα μάτια του σώματος; Όταν τα προσβάλλη καπνός, δακρύζουν συνεχώς. Όταν όμως υπάρχη καθαρά ατμόσφαιρα εις λειβάδια και πηγάς και κήπους, γίνονται οξύτερα και πιο υγιή. Έτσι είναι και τα μάτια της ψυχής. Αν κινούνται εις το λειβάδι των πνευματικών λόγων, θα είναι καθαρά και λαμπρά και δυνατά. Αν όμως πλανώνται εις τον καπνόν των βιοτικών πραγμάτων θα πλημμυρίζουν από δάκρυα και κλάματα και τώρα και τότε. Διότι τα ανθρώπινα ομοιάζουν με καπνόν. Δια τούτο και κάποιος έλεγε· «Εξέλιπον ωσεί καπνός αι ημέραι μου»(Ψαλμ.101,4) . Εκείνος όμως αναφέρεται εις την βραχύτητα της ζωής και το τέλος της, ενώ εγώ θα έλεγα ότι πρέπει συγχρόνως να λαμβάνωμεν υπ' όψιν και την ταραχώδη πλευρά των. Διότι τον οφθαλμόν της ψυχής δεν τον στενοχωρεί και δεν τον θολώνει τίποτε, όσον το πλήθος των φροντίδων της ζωής και η συμμορία των επιθυμιών. Αυτά είναι τα ξύλα του καπνού τούτου. Όπως ακριβώς γίνεται και με την φωτιάν. Όταν εύρη υγρά και μουσκεμένα ξύλα προκαλεί πολύν καπνόν έτσι και η επιθυμία με την όψιν της ορμητικής φλογός, όταν συλλάβη κάποιαν υγράν και χαλαρωμένην ψυχήν, δημιουργεί αυτή πολύν καπνόν. Δια τούτο μας χρειάζεται η δροσιά του πνεύματος και η αύρα εκείνη, να σβήση την φωτιάν, και να σκορπίση τον καπνόν και να πτερώση τον λογισμόν μας.

Δεν είναι δυνατόν, όχι, με το βάρος τόσων δεινών να υψωθούμεν εις τον ουρανόν. Ας ικανοποιηθούμεν, αν ημπορέσωμεν να πάρωμεν τον δρόμον αυτόν ελευθερωμένοι από αποσκευάς. Μολονότι και έτσι δεν είναι δυνατόν, αν δεν λάβωμεν τα πτερά του Πνεύματος. Αν λοιπόν χρειάζεται ελαφρά ψυχή και πνευματική δωρεά, δια να ανέλθωμεν εις εκείνο το ύψος, όταν μήτε το ένα δεν έχωμεν μήτε το άλλο, αλλά φορτωνώμεθα όλα τα αντίθετα και το σατανικόν φορτίον, πώς θα ημπορέσωμεν να πετάξωμεν, ενώ τόσον βάρος μας σύρει προς τα κάτω; Δυστυχώς. Όταν ζυγίση κανείς με ακριβή σταθμά τους λόγους μας, μόλις θα εύρη εκατόν δηνάρια πνευματικών λόγων ή μάλλον δεν θα μετρήση ούτε δέκα πενταροδεκάρες. Δεν είναι λοιπόν εντροπή και κοροϊδία απέραντος να χρησιμοποιούμεν τον υπηρέτην μας δια τας απαραιτήτους εργασίας, το δε στόμα μας που είναι μέλος του σώματός μας, να μην το χρησιμοποιούμεν ούτε ως υπηρέτην, αλλ' αντιθέτως να το ωθούμεν εις πράγματα άχρηστα και ανωφελή; Και μακάρι να ήτο εις ανωφελή μόνον, αλλά το ωθούμεν και εις αντίθετα και βλαβερά και εις πράγματα που δεν χρησιμεύουν πουθενά. Διότι αν ήσαν χρήσιμα δι' ημάς όσα λέγομεν, θα ήσαν εν πάση περιπτώσει αρεστά και εις τον Θεόν.

Τώρα όμως λέγομεν όλα όσα μας υποβάλλει ο διάβολος· άλλοτε γελώντες, άλλοτε λέγοντες γελοία πράγματα, άλλοτε με κατάρας και ύβρεις, άλλοτε ψευδορκούντες και επιορκούντες. Και πότε αποδυσπετούμεν και πότε περιττολογούμεν και φλυαρούμεν περισσότερον από γραΐδια, ανακινούντες όλα όσα είναι άσχετα προς ημάς.

Ειπέτε μου, ποίος από σας που στέκεσθε εδώ, αν του ζητήσωμεν να μας ψάλη ενα ψαλμόν και να μας ειπή ένα άλλο απόσπασμα από τας θείας Γραφάς, θα ημπορέση; Δεν υπάρχει κανείς. Και δεν είναι αυτό το κακόν μόνον αλλά και τούτο· ενώ είσθε τόσον αδιάφοροι προς τα πνευματικά, είσθε προς τα σατανικά ορμητικώτεροι από την φωτιά. Αν θελήση κάποιος να σας εξετάση εις τα διαβολικά τραγούδια, εις τα πορνικά και ανήθικα άσματα, θα εύρη πολλούς να τα γνωρίζουν με ακρίβειαν και να τα τραγουδούν με πολλήν ευχαρίστησιν.

Και η δικαιολογία δια τας παρεκτροπάς;
Δεν είμαι, δικαιολογείται, κανείς μοναχός, αλλά και γυναίκα έχω και παιδιά και έχω φροντίδα σπιτιού.
Αυτό είναι που κατέστρεψε τα πάντα· νομίζετε ότι η ανάγνωσις των θείων Γραφών είναι μόνον δι' εκείνους, ενώ σεις έχετε την ανάγκην της περισσότερον. Όποιοι αγωνίζονται εις το κέντρον του σταδίου και δέχονται τραύματα καθημερινώς, αυτοί έχουν μεγαλυτέραν ανάγκην από φάρμακα. Ώστε από το να μη διαβάζετε είναι πολύ χειρότερον να θεωρήτε την ανάγνωσιν περιττόν πράγμα. Αυτοί οι λόγοι προέρχονται από σατανικήν παρακίνησιν.



6. Δεν ακούτε τον Παύλον να λέγη ότι «προς νουθεοίαν ημών ταύτα πάντα εγράφη»(Α΄ Κορ. 10, 11). Συ όμως, αν πρέπει να κρατήσης το Ευαγγέλιον, δεν θα ήθελες να το κάμης τούτο με άπλυτα χέρια. Εκείνα όμως που περιέχονται εις αυτό δεν τα θεωρείς ως εντελώς απαραίτητα. Δια τούτο έχουν γίνει όλα άνω κάτω. Αν θέλης να μάθης πόσον κέρδος προέρχεται από τας Γραφάς, εξέτασε τον εαυτόν σου, ποίος γίνεσαι, όταν ακούης ψαλμούς, και ποίος, όταν διαβολικό τραγούδι, ποία η κατάστασίς σου, όταν ευρίσκεσαι εις την εκκλησίαν, και ποία, όταν κάθεσαι εις το θέατρον. Θα διαπιστώσης τότε μεγάλην απόστασιν ανάμεσα εις αυτήν και εκείνην την ψυχήν, μολονότι είναι η ιδία. Δια τούτο ο Παύλος έλεγε· «Φθείρουσιν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί»(Α΄ Κορ. 15, 33).

Δια τούτο έχομεν ανάγκην από συνεχείς εξορκιστικούς ύμνους του Πνεύματος. Επειδή κατά τούτο πλεονεκτούμεν έναντι των αλόγων ζώων, όπως εξ αιτίας των άλλων μειονεκτούμεν και μάλιστα πολύ. Τούτο το πράγμα είναι τροφή της ψυχής, στολισμός της, ασφάλειά της, καθώς και το να μη ακούωμεν τους ύμνους αυτούς είναι πείνα και θάνατος. Θα τους δώσω λέγει· «Ού λιμόν άρτου, ουδέ δίψαν ύδατος, αλλά λιμόν του ακούσαι λόγον Κυρίου" (Αμώς 8, 11). Υπάρχει χειρότερον πράγμα από αυτό το κακόν που ο Θεός σού το επισείει ως τιμωρίαν να το σύρης συ μόνος σου κατά της κεφαλής σου, να εισάγης μίαν βαρυτάτην πείναν μέσα εις την ψυχήν σου και να την κάμνης το ασθενέστερον πράγμα; Διότι η φύσις της ψυχής είναι να καταστρέφεται και να σώζεται εξ αιτίας των λόγων. Ο λόγος την εξωθεί εις την ορμήν και αυτός πάλιν την πραΰνει· μία αισχρά λέξις της ανάπτει την επιθυμίαν και πάλιν ένας λόγος γεμάτος σεμνότητα την φέρει εις την σωφροσύνην. Και αν ο απλούς λόγος έχει τόσην δύναμιν, ειπέ μου, πώς περιφρονείς τας Γραφάς; Εάν επιτυγχάνη το αποτέλεσμα αυτό, η παραίνεσις θα είναι ακόμη μεγαλύτερα, όταν αυτή συνοδεύεται από την χάριν του Πνεύματος.

Μαλακώνει περισσότερον από ό,τι η φωτιά την πεπωρωμένην ψυχήν και προς όλα τα καλά την κάμνει επιτηδείαν, ο λόγος που αντηχεί μέσα της από τας θείας Γραφάς.

Με αυτόν τον τρόπον και ο Παύλος τους φουσκωμένους και ακαταδέκτους Κορινθίους τους συνέφερε και τους εμαλάκωσε. Διότι εμεγαλοφρονούσαν δι' αυτά που έπρεπε να εντρέπωνται και να κρύπτωνται. Αφού όμως εδέχθησαν την έπιστολήν, ακούσατε την αλλαγήν των, την οποίαν ανεγνώρισεν ο ίδιος ο διδάσκαλος των με τους εξής λόγους· «Αυτό γαρ το κατά Θεόν λυπηθήναι υμάς, πόσην ειργάσατο εν υμίν σπουδήν αλλά απολογίαν, αλλά αγανάκτησιν, αλλά φόβον, αλλά επιπόθησιν, αλλά ζήλον, αλλά εκδίκησιν»(Β΄ Κορ. 7, 11).

Έτσι διορθώνομεν και τους υπηρέτας μας και τα παιδιά μας και τας γυναίκας μας και τους φίλους μας και μεταβάλλομεν εις φίλους τους εχθρούς. Έτσι και οι μεγάλοι άνδρες και φίλοι του Θεού, έγιναν καλύτεροι. Διότι, ως γνωστόν, και ο Δαυίδ μετά το αμάρτημά του, αφού ήκουσεν ευεργετικούς λόγους, τότε έφθασεν εις την ωραιοτάτην εκείνην μετάνοιάν του. Με αυτόν τον τρόπον και οι απόστολοι έγιναν ό,τι έγιναν και εκέρδισαν όλην την οικουμένην.

Και τι το όφελος, λέγει, όταν ακούη κανείς, δεν εκτελεί όμως τα λεγόμενα;
Και από την απλήν ακρόασιν το κέρδος δεν είναι μικρόν. Θα καταδικάση τον εαυτόν του, θα στενάξη και εις μίαν στιγμήν θα φθάση και εις την εκτέλεσιν των λόγων. Ενώ εκείνος που δεν γνωρίζει ούτε ότι ημάρτησε, πότε θα παύση να αμαρτάνη; Πότε θα καταδικάση τον εαυτόν του;

Ας μη περιφρονούμεν λοιπόν την ακρόασιν των θείων Γραφών. Αυτά προδίδουν σατανικήν διάνοιαν, που δεν αφήνει να ιδούμεν το θησαυροφυλάκιον, δια να μην κερδίσωμεν τον πλούτον. Δια τούτο λέγει ότι δεν είναι τίποτε η ακρόασις των θείων νόμων, δια να μην ιδή να επακολουθή εις την ακρόασιν η πράξις.

Γνωρίζοντες λοιπόν αυτήν την πονηράν τέχνην του, ας περιτειχίσωμεν από όλας τας πλευράς τον εαυτόν μας. Προφυλαγμένοι με τα όπλα αυτά, και ημείς οι ίδιοι ας μη αιχμαλωτισθούμε και την κεφαλήν εκείνου ας κτυπήσωμεν. Και αφού φορέσωμεν ένα τέτοιον λαμπρόν νικητήριον στέφανον, ας επιτύχωμεν τα μελλοντικά αγαθά με την χάριν και την φιλανθρωπίαν του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Εις αυτόν ανήκει η δόξα και η δύναμις εις τους αιώνας των αιώνων. 

Αμήν.



Σχόλια
1. Η προηγουμένη ομιλία (Α') είναι ακριβώς η εισαγωγική της όλης σειράς. Ο σύνδεσμος των άλλων ομιλιών μεταξύ των είναι ακόμη στενώτερος, διότι το ερμηνευόμενον τμήμα του ευαγγελίου εις εκάστην αποτελεί συνέχειαν τού εις την προηγουμένην ερμηνευθέντος.
2. Εκκλησία των πρωτοτόκων είναι η εις τους ουρανούς πόλις του ζώντος Θεού, η επουράνιος Ιερουσαλήμ. Η εκκλησία αυτή υπήρχε πριν από την καταβολήν τοϋ ορατού κόσμου και απετελείτο από τας στρατιάς των αγγέλων. Η επίγειος εκκλησία, που ιδρύθη από τον Χριστόν, αποτελεί ενότητα με εκείνην.
3. Να υποθέση κανείς ότι από το σημείον αυτό προέρχεται ο τίτλος του ονομαστού συγγράμματος του αγίου Νικόδημου του Αγιορείτου «Ο αόρατος πόλεμος»; Διότι εις αυτόν ακριβώς τον αόρατον πόλεμον αναφέρεται ο Ιερός Χρυσόστομος.
4. Βλέπε την σημείωσιν 10 εις την Α' ομιλίαν. Περισσότερα ημπορεί να εύρει κανείς εις την μελέτην του Μάρκου Σιώτου. Αι γυναίκες τής κατά Ματθαίον γενεαλογίας, εις το περιοδ. θεολογία, 1949, σελ. 158-9.
5. Θαυμάσατε την παραστατικότητα της εικόνος και την συγκεκριμενοποίηση της ιδέας της συμφιλιώσεως του παλαιού νόμου με τον νέον. Αι ανοικταί χείρες του Χριστού εις σχήμα σταυρού υπαινίσσονται και το βαρύτατον τίμημα που κατέβαλε δια την συμφιλίωσιν αυτήν επάνω εις το ξύλον τής ατιμίας.
6. Eις τους Αριθμούς, τέταρτον βιβλίον της Π.Δ. (13, 17) μανθάνομεν ότι ο Ιησούς του Ναυή εκαλείτο προηγουμένως Αυσή. Εις Ιησούν τον μετωνόμασεν ο Μωυσής μετά την αποοτολήν του μαζί με άλλους ένδεκα εκπροσώπους των φυλών προς κατασκόπευσιν της γης Χαναάν. Διάβασε το σχόλιον του ι. Χρυσοστόμου εις το τέλος της παρ.2 της αυτής ομιλίας.