Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2014

Τί πρέπει νὰ αἰτούμεθα τὸν Θεὸ καὶ τί ὄχι

Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς 


«Ἐὰν τὶς ἴδῃ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἁμαρτάνοντα ἁμαρτίαν μὴ πρὸς θάνατον, αἰτήσει, καὶ δώσει αὐτῷ ζωήν, τοῖς ἁμαρτάνουσι μὴ πρὸς θάνατον. Ἔστιν ἁμαρτία πρὸς θάνατον· οὐ περὶ ἐκείνης λέγω ἵνα ἐρωτήσῃ» (Α” Ἰωάννου 5,16).

Εὐαγγελικὸ εἶναι νὰ ἐπιθυμεῖς γιὰ τὸν καθένα τὴν σωτηρία του καὶ νὰ ἐργάζεσαι γι” αὐτήν. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐπιθυμία τοῦ Χριστοῦ γιὰ καθέναν, αὐτὸ πρέπει νὰ εἶναι καὶ δική μας ἐπιθυμία. 

Καὶ τοῦτο σημαίνει: νὰ μὴν ἐπιθυμοῦμε γιὰ κανέναν τὴν ἁμαρτία καὶ ἐκεῖνο ποὺ εἶναι ἁμαρτωλό, ἀλλὰ πάντα νὰ ἐπιθυμοῦμε τὸ ἀγαθὸ καὶ ἐκεῖνο ποὺ ὁδηγεῖ στὸν Πανάγαθο· νὰ μὴν ἐπιθυμοῦμε γιὰ κανέναν τὸ θάνατο καὶ ὅ,τι εἶναι θανατηφόρο, ἀλλὰ πάντα νὰ ἐπιθυμοῦμε τὴν ἀθανασία καὶ ὅ,τι ὁδηγεῖ στὴν ἀθανασία· νὰ μὴν ἐπιθυμοῦμε γιὰ κανέναν τὸν διάβολο καὶ ἐκεῖνο ποὺ εἶναι διαβολικό, ἀλλὰ γιὰ τὸν καθέναν νὰ ἐπιθυμοῦμε τὸν Χριστὸ καὶ ὅ,τι εἶναι τοῦ Χριστοῦ.

Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀγαποῦν τὴν ἁμαρτία, ἐπιθυμοῦν γιὰ τὸν ἑαυτὸ τοὺς τὸν θάνατο. Ἐὰν κάποιος εἶναι ἀνεπιστρεπτὶ ἐρωτευμένος μὲ τὶς ἁμαρτίες του, αὐτὸς ἤδη θανάτωσε τὸν ἐαυτό του. Ἐὰν ἐπιθυμεῖ κάποιος τὴν ἁμαρτία γι' ἄλλον, αὐτὸς ἐπιθυμεῖ τὸν θάνατό του. Ἐπειδὴ «ἡ ἁμαρτία ἀποτελεσθεῖσα ἀποκύει θάνατον» (Ἰακ. α’, 15).

Ὑπάρχουν δύο εἴδη ἁμαρτίας: 

ἡ «ἁμαρτία μὴ πρὸς θάνατον» 
καὶ ἡ «ἁμαρτία πρὸς θάνατον». 

Ἡ «ἁμαρτία μὴ πρὸς θάνατον» εἶναι ἐκείνη ἡ ἁμαρτία γιὰ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος μετανοεῖ. Κάθε ἁμαρτία φέρνει στὴν ψυχὴ ἀπὸ ἕνα μικρὸ θάνατο· ἐνῶ μὲ τὴν μετάνοια ὁ ἄνθρωπος διώχνει τὴν ἁμαρτία ἀπὸ μέσα του, διώχνει τὸν θάνατο, ἀνασταίνει τὴν ψυχὴ του ἐκ νεκρῶν. Ἡ μετάνοια δὲν εἶναι μόνο δεύτερη βάπτιση, ἀλλὰ καὶ πρώτη ἀνάσταση. Ἀνάσταση τῆς ψυχῆς ἐκ νεκρῶν. Ἡ μετάνοια καταστρέφει τὸν τάφο τῆς ψυχῆς, ἐξαφανίζει τὸν πνευματικὸ θάνατο, εἰσάγοντας τὸν ἄνθρωπο στὴν αἰώνια ζωή. Ὁποιεσδήποτε ἁμαρτίες κι ἂν ἔχει ὁ ἄνθρωπος, ἐὰν μετανοήσει, «ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν»: «νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἢν καὶ εὑρέθη» (Λουκ. ιε’, 24.32). 

Ἔτσι, «ἁμαρτία μὴ πρὸς θάνατον» εἶναι κάθε μετανοημένη ἁμαρτία, ἀκόμα καὶ ἂν πραγματοποιήθηκε «ἑπτάκις τῆς ἡμέρας», ἐφόσον αὐτὸς ποὺ τὴν διέπραξε εἶπε «ἑπτάκις τῆς ἡμέρας» «μετανοῶ» (Λουκ. ιζ’, 3-4). 

Ἐνῶ «ἁμαρτία πρὸς θάνατον» εἶναι κάθε ἀμετανόητη ἁμαρτία, δηλαδὴ κάθε ἁμαρτία κατὰ τὴν ὁποία καὶ στὴν ὁποία παραμένει ὁ ἄνθρωπος συνειδητά, ἑκούσια καὶ ἐπίμονα. Τέτοια ἁμαρτία προκαλεῖ τὸ θάνατο τῆς ψυχῆς. Καὶ ὁ θάνατος τῆς ψυχῆς δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸν Θεό, ἡ στέρηση τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν χαρισματικῶν δωρεῶν καὶ δυνάμεών Του ἀπὸ τὴν ψυχή. 

Ὁ ἅγιος Θεολόγος εὐαγγελίζεται: «Ἐὰν τὶς ἴδῃ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἁμαρτάνοντα ἁμαρτίαν μὴ πρὸς θάνατον, αἰτήσει καὶ δώσει αὐτῷ ζωήν, τοῖς ἁμαρτάνουσι μὴ πρὸς θάνατον. Ἔστιν ἁμαρτία πρὸς θάνατον· οὐ περὶ ἐκείνης λέγω ἵνα ἐρωτήςῃ».«Αἰτήσει, καὶ δώσει αὐτῷ ζωήν». 

Ἐπειδὴ ἔκανε ἁμαρτία πέθανε, νέκρωσε τὸν ἑαυτό του, σκότωσε τὸν ἑαυτό του· ἐὰν παρακαλέσει, θὰ τοῦ δοθεῖ μέσω τῆς μετανοίας ἀνάσταση ἐκ νεκρῶν, ζωή. Ἔτσι ἡ προσευχὴ καὶ ἡ μετάνοια εἶναι νικητὲς τοῦ θανάτου· ἀνασταίνουν νεκρούς. 

Γιὰ τὴν «ἁμαρτία πρὸς θάνατον» νὰ μὴν «ἐρωτήσῃ». Γιατί; Ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος μ' ὅλο του τὸ εἶναι, μ' ὅλη τὴν ψυχή, μ' ὅλη τὴ συνείδηση, μ' ὅλη τὴ θέληση εἰσέρχεται στὴν ἁμαρτία καὶ παραμένει συνειδητὰ καὶ ἑκούσια σ' αὐτήν. Δὲν θέλει νὰ τὴν ἀπαρνηθεῖ, νὰ τὴν μισήσει. 

Αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος ὁ «δεύτερος θάνατος», ἀπὸ τὸν ὁποῖο δὲν ἀνασταίνεται. Σὲ τέτοιον ἄνθρωπο ὁ Θεὸς δὲν ἐπιθυμεῖ, οὔτε θέλει νὰ τοῦ ἐπιβάλλει μὲ βία τὴν μετάνοια. Οὔτε ἐπιθυμεῖ, οὔτε θέλει, οὔτε μπορεῖ, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη, καὶ διὰ τῆς ἀγάπης «εἶναι» καὶ ζεῖ καὶ ὑπάρχει. Ὁ Θεὸς ἀπὸ ἀγάπη δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο μὲ θεόμορφη ἐλευθερία. 

Ἐὰν ἐπέβαλλε μὲ τὴ βία στὸν ἄνθρωπο τὴ θέλησή Του, τὸ Εὐαγγέλιό Του, τὴ σωτηρία Του, τὴ Βασιλεία Του, τὸν Ἑαυτό Του, τότε θὰ κατέστρεφε τὴν ἐλεύθερη βούληση τοῦ ἀνθρώπου. Κι ὁ ἄνθρωπος θὰ σταματοῦσε νὰ εἶναι ἄνθρωπος καὶ θὰ γινόταν αὐτόματο, μηχανή, ρομπότ.

Ἐνῶ ὁ Θεὸς ἐπειδὴ εἶναι ἀγάπη, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὸ κάνει, ἐπειδὴ αὐτὸ δὲν εἶναι στὴν φύση τῆς ἀγάπης. Ἐὰν θὰ τὸ ἔκανε, θὰ σταματοῦσε νὰ εἶναι Ἀγάπη. Ἐὰν σταματοῦσε ὁ Θεὸς νὰ εἶναι ἀγάπη θὰ ἔπαυε νὰ εἶναι Θεός. 

Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ὁ ἅγιος Μύστης συμβουλεύει ὅτι δὲν πρέπει νὰ προσευχόμαστε γιὰ τὴν «ἁμαρτία πρὸς θάνατον». Καὶ μ' αὐτὸ τὸν τρόπο μᾶς ὑποδεικνύει τὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ὡς πρὸς τί πρέπει νὰ αἰτούμεθα τὸν Θεὸ καὶ τί ὄχι.


Ἑρμηνεία τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ἐκδ. Ἐν πλῷ