Πέμπτη 11 Ιουνίου 2015

Ο λύκος και τα γαϊδουράκια



Σίμωνος μοναχού του Αγιορείτου


Στην περιοχή του Μγβίμε, όπου ασκήτευε ο Όσιος Σίω ο Σπηλαιώτης, τα θηρία, και κυρίως οι λύκοι, κατασπάραζαν συχνά τα ζώα των ανθρώπων, που έφθαναν ως εκεί, ζητώντας θεραπεία, αλλά και τα γαϊδουράκια, που είχαν οι ασκητές, για να μεταφέρουν διάφορα φορτία.

Ο Όσιος Σίω, βλέποντας τόσο τους προσκυνητές όσο και τους μοναχούς να θλίβωνται για την απώλεια των υποζυγίων τους, προσευχήθηκε στον Κύριο, να οδηγήση μπροστά του όλα τα άγρια ζώα που ζούσαν στο Μγβίμε.

Μόλις τελείωσε την παράκλησί του και βγήκε από την σπηλιά του, αντίκρυσε αναρίθμητα θηρία, μικρά και μεγάλα, να στέκωνται εκεί, με σκυμμένα τα κεφάλια, σαν να περίμεναν κάποια εντολή του.

-Ακούστε τι θα σας πω, άρχισε να τα νουθετή ο Όσιος. Ο Χριστός γνωρίζει πώς η καρδιά μου πονά για σας. Αυτή η έρημος όμως θα γεμίση ανθρώπους, που θα δοξολογούν τον Θεό, γι’ αυτό πρέπει να πάτε σε άλλον τόπο. Μόνο ένα από σας θα μείνη εδώ, για να βόσκη τα γαϊδουράκια των αδελφών. Έτσι θα εξηλεωθήτε για τις ζημιές που κάνατε.

Την ίδια στιγμή τα θηρία άρχισαν να τρέχουν. Σε λίγα λεπτά είχαν όλα εξαφανιστεί, εκτός από ένα λύκο, που έμεινε ακίνητος μπροστά στον Όσιο, κοιτάζοντάς τον στα μάτια.

-Στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, είπε εκείνος, σε προστάζω από σήμερα να φυλάς τα υποζύγια των αδελφών. Κάθε πρωί θα τα οδηγής στην βοσκή και κάθε βράδυ θα τα φέρνης πίσω. Θα τρως ό,τι τρώμε κι εμείς. Ζώο ή άνθρωπο δεν θα πειράξης. Εμπρός, δουλειά τώρα.

Από τότε ο λύκος, ημερωμένος και υποταγμένος στον Όσιο, έβοσκε τα γαϊδουράκια. Τα χαράματα ανέβαινε σε κάποιο ύψωμα και μ’ ένα ουρλιαχτό τα καλούσε. Όταν εκείνα μαζεύονταν γύρω του, τα οδηγούσε στα γύρω βουνά να βοσκήσουν και το απομεσήμερο τα γύριζε πάλι πίσω.

Σάρκα δεν γεύθηκε ποτέ. Κάθε πρωί έτρωγε ψωμί μουσκεμένο σε νερό, το ίδιο και το βράδυ. Ύστερα πήγαινε στην φωλιά του – μια τρύπα σκαμμένη από τον Όσιο Σίω δίπλα την σπηλιά του – όπου περνούσε την νύχτα.

Πέρασαν έτσι έξι χρόνια.

Μια ημέρα ο λύκος έφερε πίσω τα ζώα νωρίτερα από την συνηθισμένη ώρα και άρχισε να ουρλιάζη παράξενα. Οι Πατέρες δεν άργησαν να διαπιστώσουν πώς έλειπε ένα γαϊδουράκι, που ανήκε στον μοναχό Κόνωνα. Πιστεύοντας ακράδαντα πως ο λύκος είχε φάει το ζώο του, ο Κόνων έτρεξε στην σπηλιά του Οσίου.

-Γέροντα, ξέσπασε θυμωμένος, πού ακούστηκε ποτέ λύκος να βόσκη ζώα; Εξ αιτίας σου έχασα τον γάϊδαρό μου.

Ο πραότατος Σίω δεν ταράχθηκε από την απρεπή συμπεριφορά του υποτακτικού του. Στο μεταξύ ο λύκος είχε πλησιάσει κοντά τους. Τους κοιτούσε ανήσυχα και κουνούσε την ουρά του, σαν να πάσχιζε κάτι να τους πη. Βλέποντας όμως πως δεν τον καταλάβαιναν, άρπαξε το ραβδί του Κόνωνα με τα δόντια του και άρχισε να τον τραβάη επίμονα.

-Ο λύκος, παιδί μου, σου ζητάει να τον ακολουθήσης, είπε ο Όσιος.

Πράγματι τον ακολούθησαν και σε λίγο βρέθηκαν επάνω από ένα βάραθρο. Έσκυψαν με προσοχή και είδαν στο βάθος του το γαϊδουράκι να κείτεται νεκρό μέσα σε μία λίμνη αίματος. Ήταν φανερό, ότι είχε τσακιστεί στον γκρεμό.

Ο Κόνων, μετανοημένος, έπεσε στα πόδια του Γέροντα, ζητώντας με δάκρυα συγγνώμη.

Ύστερα όμως απ’ αυτό το γεγονός, ο Όσιος είπε στον λύκο:

-Αρκετά μας υπηρέτησες. Σ’ ευχαριστούμε για τους κόπους σου. Πήγαινε πια να βρης τους συντρόφους σου. Τα γαϊδουράκια θα τα βόσκουν από δω και πέρα μόνοι τους οι αδελφοί.

Ο λύκος αλύχτησε χαρούμενα και κούνησε ζωηρά την ουρά του, δείχνοντας έτσι την ευγνωμοσύνη του στον Όσιο, που τον άφησε ελεύθερο. Έπειτα χάθηκε στα γύρω βουνά.


ΑΓΙΟΙ ΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ

Από το βιβλίο: Η Ζωοφιλία των Αγίων και η Αγιοφιλία των ζώων.
Επιμέλεια, Σίμωνος μοναχού.
Εκδόσεις «Ο Αγιος Στέφανος»
ΑΘΗΝΑΙ 2006