Δευτέρα 18 Απριλίου 2016

Μεγάλυνον ψυχή μου


«Μεγάλυνον, ψυχή μου…». Πάρα πολλοί εόρτιοι ύμνοι στην Ορθόδοξη Εκκλησία αρχίζουν με τα λόγια αυτής της καταπληκτικής πρόσκλησης να «μεγαλύνει η ψυχή…», να εγκωμιάσει, να εξυμνήσει, να αποθαυμάσει. Τα λόγια αυτά αποκαλύπτουν μια βαθιά και πανέμορφη αλήθεια για τον εορτασμό και την ανθρώπινη φύση. 

Ανέκαθεν βάση του εορτασμού υπήρξε η χαρά για κάποια πνευματική αλήθεια, για κάποια μυστική πραγματικότητα που υπό κανονικές συνθήκες βρίσκεται κρυμμένη κάτω από το θόρυβο και τις μέριμνες της καθημερινής ζωής. Και τότε, ξαφνικά, το θαύμα αυτού του μυστηρίου γεμίζει την ψυχή με χαρά. Είναι όπως ένας άνθρωπος που προχωρεί στη ζωή σχεδόν πάντοτε με το κεφάλι σκυμμένο. 

Βιαστικός, τρέχοντας δώθε-κείθε, έχει τα μάτια του προσηλωμένα κάτω για να φυλαχθεί από παραπατήματα και κτυπήματα, ή για να αποφύγει να σκοντάψει σε κάποιον. Είναι πάντα απασχολημένος , και η ζωή του στραγγαλίζεται ανάμεσα σε ατέλειωτους καταλόγους «πραγμάτων που πρέπει να κάνει».


Κάποια στιγμή όμως, στη μέση αυτής της άδειας μηχανικής ζωής και της ξέφρενης δραστηριότητος, απροσδόκητα, σηκώνει το κεφάλι του. Ξαφνικά βλέπει το άπειρο βαθυγάλαζο του ουρανού, βλέπει το φως του ήλιου γύρω, βλέπει τα μεγαλοπρεπή άσπρα σύννεφα και νιώθει πως ο κόσμος έχει ένα είδος γιορτής, στην οποία αυτός δεν έχει το χρόνο να συμμετάσχει. Παρόλο που νιώθει πως ο εορτασμός αυτός είναι τελείως διαφορετικός από την κανονική του ζωή, ωστόσο αισθάνεται πως όλη η λαμπρότητα αυτού του εορτασμού και όλη η χαρά είναι γι’ αυτόν.

Η πίστη λοιπόν είναι πάνω απ’ όλα μια είσοδος σ’ αυτόν τον άλλο κόσμο, που με δυσκολία περιγράφεται από την καθημερινή μας γλώσσα, ο οποίος όμως γεμίζει ολόκληρη την καρδιά και όλη τη ζωή με απροσδόκητη εόρτια χαρά.

«Μεγαλύνον , ψυχή μου…». Για τους ανθρώπους τους συνηθισμένους στη σοβαρότητα, τη λογική και την ορατή πραγματικότητα, αυτά τα λόγια πιθανώς να μη λένε τίποτα. Οι ψυχές τους ποτέ δε μεγαλύνουν τίποτε, κι έτσι αρνούνται ακόμη και την παρουσία της ψυχής. Ο νους υπάρχει, αυτό γίνεται αποδεκτό και κατανοητό.

Ο νους είναι ό, τι μετράει, εξηγεί, ορίζει και οργανώνει. Το ίδιο και η θέληση δεν παρουσιάζει ειδικές δυσκολίες. Αλλά η ψυχή, τι είναι αυτό; Ο μόνος τρόπος για να την ερμηνεύσουμε είναι ο εξής: ψυχή είναι η ικανότητα να αισθανόμαστε και να αναγνωρίζουμε αυτόν τον μυστηριώδη εορτασμό, η συμμετοχή στη χαρά του, ο φωτισμός ολόκληρης της ζωής, όλων των στοιχείων της ζωής που σκορπούν σκοτεινιά και τη βαραίνουν. 

Γι αυτό η λέξη «μεγάλυνον» είναι ο ίδιος ο ορισμός της ψυχής. Αυτοί που δεν κατανοούν ούτε αισθάνονται τη θρησκεία, θέλουν να την εξηγήσουν ορθολογικά, πως δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια ανθρώπινη επιθυμία για την απόκτηση κάποιου πράγματος, ή πως είναι απλώς προστασία, ή εξάρτηση από κάτι. Γι’ αυτούς , αυτό το είδος εξάρτησης είναι ανάξιο για τους ανθρώπους. Πως μπορεί όμως να τους εξηγηθεί πως αυτό που όρισαν ως θρησκεία δεν είναι παρά ατελής πίστη, και όχι η ουσία της πίστης;

Η ουσία της πίστης βρίσκεται αλλού. Σκεφτείτε για μια στιγμή, μία από τις πλέον αγαπητές και δημοφιλείς ακολουθίες στην Ορθόδοξη Εκκλησία, την ακολουθία του «ακαθίστου ύμνου». Φαντασθείτε τον εαυτό σας σ’ ένα μεγάλο καθεδρικό ναό στη Ρωσία ή σε κάποιον άλλο ορθόδοξο τόπο. 

Χιλιάδες άνθρωποι στέκονται όρθιοι για ώρες μέχρι το τέλος. Κεριά καίνε, κάνει ζέστη και ο αέρας είναι πνιγηρός. Όμως ξανά και ξανά, σαν το συνεχές μουρμούρισμα ενός καταρράκτη, με κρυστάλλινο νερό, ακούς ένα μοναδικό κάλεσμα, ένα μοναδικό δοξαστικό ρεφραίν: «Χαίρε!» «Χαίρε δι’ ης η χαρά εκλάμψει, χαίρε δι’ ης η αρά εκλείψει, χαίρε αυγή μυστικής ημέρας». 

Εδώ δεν υπάρχουν αιτήματα, φόβοι, και ικεσίες, παρά αγνή χαρά. Αυτοί οι άνθρωποι στέκονται μπροστά σε κάτι το άρρητα όμορφο, καθαρό, ακτινοβόλο και χαρούμενο. Χαίρονται και δεν κουράζονται από τη χαρά τους. Η λέξη «χαρά» είναι ίσως ο καλύτερος και απλούστερος τρόπος να περιγραφεί η βαθύτερη και σημαντικότερη πηγή της πίστης.

Ο άνθρωπος που δεν πιστεύει, που ενδιαφέρεται μόνο για το εδώ και το τώρα της καθημερινής δραστηριότητος, δεν ευχαριστιέται με τίποτε, δε χαίρεται για τίποτε, και δε βλέπει τίποτε πέρα από τον άμεσο επίγειο ορίζοντα. Αλλά η πίστη αρχίζει με την εμπειρία μιας ευρύτερης συνειδητοποίησης, που την περιγράφει τόσο καλά ο Βλαδίμηρος Σολόβιεφ: 

«Αγαπητέ φίλε, δεν αντιλαμβάνεσαι πως όσα μπορούμε να δούμε δεν είναι παρά καθρέφτισμα και σκιά όσων παραμένουν αόρατα στα μάτια μας;». 

Στο ευαγγέλιο ο Χριστός λέει πως οι άνθρωποι θα βλέπουν με τα μάτια τους αλλά δε θα καταλαβαίνουν ( Ματθ.13,14 ). Πράγματι. Πόσοι άνθρωποι δεν υπάρχουν που υποστηρίζουν πως βλέπουν, πως διαθέτουν τα πλέον ακριβή όργανα για να βλέπουν τα πάντα, και όμως παραμένουν τυφλοί; Ούτε βλέπουν, ούτε ακούν την πραγματικότητα που προκαλεί αυτό το χαρούμενο ρεφραίν: «Χαίρε!»

«Μεγάλυνον ψυχή μου…» Φυσικά προσπαθώ να εξηγήσω γιατί, πως και σε τι πιστεύω.

Χιλιάδες θεολογικά και φιλοσοφικά βιβλία έχουν γραφεί για την πίστη, και υπάρχουν πράγματι ορθολογικές και επιστημονικές αρχές που εφαρμόζονται ακόμη κι εδώ. Όμως ακόμη και η λεπτομερέστερη εξήγηση δεν μπορεί να παραβληθεί με τον εσπερινό της παραμονής του Ευαγγελισμού, όταν στο τέλος, μετά τη μακρά ακολουθία, ακούγεται στο δοξαστικό το : «συνωδά τω Γαβριήλ προς την Παρθένον βοήσωμεν. Χαίρε κεχαριτωμένη…». 

Εκείνη τη στιγμή ολόκληρος ο κόσμος, με όλους τους πόνους και τα βάσανα, με όλη την κούραση και το κακό, με τη ζήλια, τη μικροψυχία και το κενό του, καθαίρεται ξαφνικά και αρχίζει να ακτινοβολεί μιαν Άνοιξη που όντως βρίσκεται πέρα απ’ αυτόν τον κόσμο. Είναι αυτό κάποιος συναισθηματισμός, κάποιο είδος διανοητικής αρρώστιας ή αυθυποβολή; Όχι. 

Οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει την αλήθεια για τον κόσμο, για την ζωή, για την ανθρώπινη φύση, για την καθαρότητα της ψυχής και το σκοπό για τον οποίο δημιουργήθηκε. Αυτή τη στιγμή όμως, εισβάλει η αλήθεια και ξαφνικά, για άλλη μια φορά, γνωρίζουμε πως είναι δυνατό να αναπνεύσουμε βαθιά και να γεμίσουμε τα πνευμόνια μας με τον καθαρό αέρα του ουρανού, του πνεύματος και της αγάπης. Αυτή τη στιγμή, και σ’ άλλες σαν αυτή, αποκαλύπτεται κάτι που με αναγκάζει να λέω με απεριόριστη πεποίθηση:

μάλιστα, αυτή είναι η αλήθεια, αυτή είναι η ομορφιά, και τίποτε πάνω στη γη δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί της. Αυτή την στιγμή, γνωρίζω πως ο ουρανός κατέβηκε στη γη, και πως η ψυχή βρήκε αυτό για το οποίο διψούσε και το αναζητούσε τόσο οδυνηρά.

Ακούμε συνεχώς πως για να καταλάβουμε τον κόσμο χρειαζόμαστε την επιστήμη, την ορθολογική σκέψη, τους μαθηματικούς υπολογισμούς. Δε διαφωνούμε. Η επιστήμη, στη θέση της και μέσα στα όρια των δυνατοτήτων της είναι όμορφη και αναγκαία. Αλλά βρισκόμαστε εδώ για να μαρτυρήσουμε πως υπάρχει και μια άλλη προσέγγιση στην κατανόηση του κόσμου και της ζωής, ή μάλλον πως υπάρχει μια άλλη διάσταση στον κόσμο και στη ζωή που η ίδια η επιστήμη είναι ανίκανη να κατανοήσει. Ο κόσμος, ενώ είναι αντικείμενο επιστημονικής ανάλυσης, είναι παράλληλα και αντικείμενο χαράς και εορτασμού, αγάπης, ευχαριστίας και δοξολογίας. 

Η προσέγγιση αυτή δεν είναι λιγότερο πραγματική και αναγκαία. Γιατί να φτωχαίνουμε την ανθρώπινη ζωή στερώντας από αυτήν του «ενός ου εστί χρεία» (Λουκ. 10,42); Οι εχθροί της θρησκείας είναι αυτοί που περισσότερο απ’ όλους μισούν τις γιορτές και τη χαρά, και υποψιάζομαι πως αυτό δεν είναι τυχαίο, αλλά αρκετά σκόπιμο, επειδή το πρόσωπο που είναι ικανό να γιορτάσει και να χαρεί είναι πάνω απ’ όλα ελεύθερο. 

Το πρόσωπο που μπορεί να πει τα ταπεινά «χαίρε», μέσα από την καρδιά του τη γεμάτη χαρά και αγάπη. Το πρόσωπο που ακούει τα λόγια αυτής της θαυμάσιας πρόσκλησης, και τα εφαρμόζει στον εαυτό του: «Μεγάλυνον, ψυχή μου…» πως μπορεί ένα τέτοιο πρόσωπο να υποχρεωθεί να πιστέψει τα θλιβερά ψέματα που για χρόνια υφάνθηκαν από τη γραφειοκρατική ιδεολογία; «και την χαράν υμών ουδείς αίρει αφ’ υμών», είπε ο Χριστός ( Ιωάν. 16,22 ).

Το πανηγύρι της πίστεως συνεχίζεται ήσυχα και ανεπαίσθητα μέσα σε όλη την καταπίεση και τη θλίψη του κόσμου. Η ψυχή πάλλει και ακτινοβολεί φως, και είναι γεμάτη από ουράνια χαρά. «Σήμερον έαρ μυρίζει και καινή κτίσις αγάλλεται», ψάλλει η εκκλησία και τίποτε πάνω σ’ αυτή τη γη δεν μπορεί να αφαιρέσει τη χαρά ή να σιγήσει την αγαλλίαση. Εδώ, σ’ αυτή τη χαρά, οι άνθρωποι βρίσκουν τον αληθινό τους εαυτό και την αθάνατη ψυχή τους. Και γι’ αυτούς που βρήκαν την ψυχή τους, «τα λυπητερά τραγούδια της γης δεν θα μπορέσουν ποτέ να αντικαταστήσουν τους ήχους της ουράνιας αγαλλίασης», όπως έγραψε ο Μιχαήλ Λέρμοντωφ.


Από το βιβλίο «π. Αλέξανδρος Σμέμαν 
ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟ/ ΕΤΗΣΙΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ – ΒΙΩΣΗ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ- Β'» 
Μετάφραση από το Αγγλικό: Ιωσήφ Ροηλίδης