Οταν ὁ ἅγιος ἤθελε νά κοιμηθεῖ λίγο, ἔστρωνε κοφτερές πέτρες στή γῆ καί πάνω τους ἔριχνε ἕνα σάγισμα.
Ὕστερα ἔψαλλε νεκρώσιμα τροπάρια, σά νά ἑτοίμαζε τόν ἑαυτό του γιά ταφή, κι ἔλεγε τέσσερα ἀποστολικά καί τέσσερα εὐαγγελικά ἀναγνώσματα, ὅλα ἀπ’ ἔξω. Ἔτσι ἔπεφτε νά κοιμηθεῖ, βάζοντας ἕνα λιθάρι γιά προσκεφάλι καί σταυρώνοντας τρεῖς φορές τό στρωσίδι του.
Συχνά τή νύχτα τοῦ ἔκαναν ἐπίθεση οἱ δαίμονες καί δέν τόν ἄφηναν νά κοιμηθεῖ. Ἐκεῖνος τότε, μέ δύναμη θεϊκή, ἅρπαζε τό ραβδί του καί τούς χτυποῦσε ἄγρια, βρίζοντάς τους καί χλευάζοντας τήν ἀδυναμία τους.
Οἱ δαίμονες εἶχαν ἀπελπιστεῖ μαζί του.
-Τί θά κάνουμε μ’ αὐτόν τόν σκληροτράχηλο, ἔλεγαν μεταξύ τους, πού μᾶς χτυπάει καί μᾶς βρίζει καί ρεζιλεύει τό σόι μας;
Μιά νύχτα εἶχε πάρει λιγάκι ὁ ὕπνος τόν δοῦλο τοῦ Θεοῦ . Ξαφνικά φάνηκε ὁ διάβολος κρατώντας μιάν ἀξίνα! Τή σήκωσε ψηλά γιά νά τόν χτυπήσει, μά, πρίν προλάβει νά τήν κατεβάσει, κυριεύτηκε ἀπό φρίκη καί τρόμο, τραβήχτηκε πίσω καί χάθηκε σάν καπνός, ξεφωνίζοντας καί κάνοντας μεγάλο θόρυβο, ἐνῶ ὁ Νήφων, ξύπνος πιά, τόν ἄκουσε νά τρίζει τά δόντια καί νά λέει: