Κάποτε ένας νέος, πλουσιωτάτης οικογένειας υιός, με πτυχία, με γλώσσες, μου έλεγε το εξής: είχαν ένα υπάλληλο στην επιχείρηση του πατερά του στην οποία εργαζόταν κι αυτός. Του είπε, λοιπόν, κάποτε ο υπάλληλος ότι θα πάει ένα ταξίδι στην Πάτμο. Κι ο νέος απάντησε:
– Θα έλθω και εγώ στην Πάτμο, γιατί δεν έτυχε να έχω πάει εκεί.
Πήγαν στη Πάτμο. Ο υπάλληλος ήταν πιστός και είχε μια γνωριμία με τον πατέρα Αμφιλόχιο το Μακρή. Πολλοί από σας θα τον έχετε ακούσει. Του είπε, λοιπόν, ότι θα περάσω να δω τον πατέρα Αμφιλόχιο, όσες φορές έρχομαι -κάθε χρόνο πήγαινε στην Πάτμο- εξομολογούμαι εδώ. Του είπε ο νεαρός ο άλλος, το αφεντικό του θα λέγαμε, θα έλθω και εγώ μαζί σου.
Και όταν πήγε ο νέος να εξομολογηθεί, αποφάσισε κι αυτός να μπει. Όχι διότι είχε πραγματικά μετανοήσει. Έτσι, δεν ξέρω πως του ήρθε . Φυσικά κάτι λάλησε μέσα του.
Όπως ο ίδιος μου έλεγε – «σαν μια ατραξιόν του ταξιδιού. Αι, μέσα στα τόσα , τα οποία είδαμε στο ταξίδι, ας πω ότι γνώρισα αυτό το Γέροντα, τον ιερομόναχο το φημισμένο, τον Αμφιλόχιο της Πάτμου».