Σε ένα άλλο σημείο διαβάζουμε επιπρόσθετα ότι «αν κάποιος έχει να προτείνει κάτι για το διακόνημά του, να μου το πει ελεύθερα κι εγώ θα αποφασίσω. Να το πει όμως όχι για να επιβάλλει τη γνώμη του, αλλά για να μπορώ να ξέρω τι σκέπτεται».
Είναι αδύνατον, όπως φαίνεται, ο μοναχός ως άνθρωπος, ως ξεχωριστή προσωπικότητα, να καταπνίξει εντελώς τη σκέψη του, να μην έχει καθόλου γνώμη (οι Πατέρες λένε άλλωστε ότι το νόημα της υπακοής είναι να εγκαταλείπουμε τη δική μας, υπαρκτή γνώμη και να εγκολπωνόμαστε ειλικρινά αυτή του Γέροντα).
Και για να φτάσει κανείς στην μεγάλη αρετή, για την οποία μας μιλούν τα ιερά βιβλία, οπότε το πνεύμα του ασκητή συστοιχεί απολύτως με αυτό του (διακριτικού) Γέροντα και προπαντός με το θέλημα του Θεού («όσοι πνεύματι Θεού άγονται, ούτοι εισίν υιοί Θεού»), πρέπει προηγουμένως ο μοναχός να μάθει να λέγει ταπεινά τι σκέπτεται για κάποιο ζήτημα και να το θέτει στη κρίση του προϊσταμένου.