Ὁ λόγος τοῦ σταυροῦ, σ' ὅλες τὶς ἐποχὲς ἀκούγεται παράδοξα. Στὴ δική μας ὅμως, ἡ ὁποία ἔχει θεοποιήσει τὴν ἄνεση καὶ τὴν εὐμάρεια, ὁ λόγος τοῦ σταυροῦ δὲν εἶναι μόνο παράλογος, ἀλλὰ καὶ ἀσυμβίβαστος μὲ τὴ λογική τοῦ κόσμου. Εἶναι τρομακτικὸς γιὰ τοὺς κανόνες τῆς ζωῆς του, γιὰ τὶς ἐπιδιώξεις στὸ κυνήγι τῆς εὐδαιμονίας καὶ τῆς καλοπέρασης.
Καὶ ὅμως τὸ εὐαγγέλιο ἐπιμένει σταθερὰ νὰ διακηρύσσει τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι». Ἡ αὐταπάρνηση καὶ ἡ ἄρση τοῦ σταυροῦ φανερώνουν τὴν αὐθεντικότητα τῆς κλήσης μας καὶ τοῦ προορισμοῦ μας.
Τὰ ἠχηρὰ καὶ εὔκολα συνθήματα τοῦ κόσμου, ἂν καὶ ἀρχικά μᾶς γοητεύουν, τελικά μᾶς ἀπογοητεύουν, γιατί μᾶς παραπλανοῦν καὶ παραμορφώνουν τὸ νόημα τῆς ζωῆς. Ἀποδεικνύουν τὴ ματαιότητα ὅλων τῶν ἀνθρωπίνων, ὅταν αὐτὰ δὲν εἶναι διαποτισμένα ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.