Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2015

Αγίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου. Λόγοι Δ΄. Ἐκλογὴ ἐπαγγέλματος

Κεφάλαιο 1ο
Ἐργασία καὶ πνευματικὴ ζωὴ
Ἐκλογὴ ἐπαγγέλματος

-Γέροντα, μερικοὶ γονεῖς κατευθύνουν τὰ παιδιά τους πρὸς τὸ δικό τους ἐπάγγελμα, καὶ μάλιστα πολλὲς φορὲς γίνονται πιεστικοί.

-Ὄχι, δὲν κάνουν καλά. Δὲν πρέπει νὰ πιέζουν τὰ παιδιὰ τους νὰ κάνουν αὐτὸ ποὺ ἀναπαύει τοὺς ἴδιους, ἄν αὐτὸ δὲν ἀναπαύη καὶ ἐκεῖνα. Γνώρισα ἕναν νέο ποὺ ἤθελε νὰ σπουδάση θεολογία καὶ νὰ γίνη ἱερέας. Ἡ μάνα του ὅμως δὲν τὸν ἄφηνε· τὸν πίεζε νὰ πάη ἰατρική.

Τὸ παιδὶ εἶχε μάθει βυζαντινή μουσικὴ καὶ ἔψελνε. Εἶχε κάνει μόνος τους καὶ ἕνα ὄργανο μουσικὸ καὶ εὕρισκε τοὺς ἤχους. Ἤξερε τὰ μουσικὰ ἀπ’ ἔξω. Εἶχε χάρισμα. Ἔφτιαχνε τροπάρια, ἀκολουθίες... Μόλις τελείωσε τὸ γυμνάσιο, ἔδωσε ἐξετάσεις καὶ πέρασε Θεολογικὴ Σχολή. Ἡ μάνα του ἔπαθε νευρικὸ κλονισμὸ ἀπὸ τὴν στενοχώρια της.

Ἐρχόταν ὕστερα καὶ μὲ παρακαλοῦσε: «Κάνε προσευχή, Πάτερ, νὰ γίνω καλά, καὶ ἄς κάνη ὅ,τι θέλη τὸ παιδί μου». Μόλις ἔγινε καλὰ, πάλι δὲν τὸν ἄφηνε νὰ κάνη αὐτὸ ποὺ ἤθελε. Ὕστερα καὶ αὐτὸς τὰ παράτησε ὅλα, καὶ χαραμίστηκε.

Ἐγὼ λέω στοὺς νέους ποὺ βλέπω νὰ προβληματίζονται ποιὰ ἐπιστήμη νὰ ἀκολουθήσουν: «Δέστε ποιὰ ἐπιστήμη σᾶς ἀρέσει, ὥστε νὰ κάνετε αὐτὸ ποὺ εἶναι στὴν φύση σας». Ἄν δὲν εἶναι στὴ φύση τους αὐτὸ ποὺ σκέφτονται νὰ κάνουν, προσπαθῶ νὰ τοὺς κάνω νὰ δώσουν τὴν καρδιά τους σ’ αὐτὸ ποὺ εἶναι στὴν φύση τους, γιὰ νὰ βοηθηθοῦν.

Τοὺ βοηθάω δηλαδὴ νὰ ἀκολουθήσουν τὴν ἐπιστήμη ποὺ θέλουν καὶ νὰ κάνουν τὸ ἐπάγγελμα ποὺ εἶναι ἀνάλογο μὲ τὶς δυνάμεις τους, φθάνει νὰ τὸ κάνουν κατὰ Θεόν. Ἔχει κλίση κάποιος στὴν μουσική; Νὰ γίνη μουσικὸς ἤ καλὸς ἱεροψάλτης, ποὺ θὰ βοηθάη μὲ τὴν ζωὴ του καὶ μὲ τὴν ψαλτική του ὅσους θὰ τὸν ἀκοῦν, ὥστε νὰ ἀγαπήσουν τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν προσευχή.

Ἔχει κλίση στὴν ζωγραφική; Νὰ γίνη ζωγράφος ἤ ἁγιογράφος καὶ νὰ κάνη μὲ εὐλάβεια εἰκόνες, ποὺ θὰ κάνουν θαύματα.

Ἔχει κλίση σὲ κάποια ἐπιστήμη; Νὰ ἀφοσιωθῆ σ’ αὐτὴν καὶ νὰ ἐργασθῆ μὲ φιλότιμο.

Καὶ νὰ δῆτε, φαίνεται ἀπὸ μικρὸς κανεὶς τί κλίση ἔχει. Μιὰ φορὰ στὸ μοναστήρι στὸ Στόμιο εἶχε ἔρθει κάποιος μὲ δυὸ ἀνηψάκια του. Τὸ ἕνα, ἕξι-ἐπτὰ χρονῶν, κάθησε κοντά μας καὶ συνέχεια μὰς ἔκανε διάφορες ἐρωτήσεις.

Τὸ ρωτάω: «Τὶ θὰ γίνης, ὅταν μεγαλώσης;». «Δικηγόρος!», μοῦ λέει. Τὸ ἄλλο τὸ χάσαμε. Ρωτάω τὸν θεῖο του: «Ποῦ πῆγε τὸ ἄλλο παιδί; μήπως πέση σὲ κανέναν γκρεμό». Βγαίνουμε ἔξω νὰ τὸ βροῦμε καὶ ἀκοῦμε κάτι χτυπήματα στὸ μαραγκούδικο.

Πᾶμε μέσα, καὶ τὶ νὰ δοῦμε; Τὸ σανίδι ποὺ εἶναι στὸν μπάγκο, ὅπου πλανίζουμε καὶ εἶναι πολὺ λείο, τὸ εἶχε κάνει μὲ τὸ σκεπάρνι χάλια! «Τὶ θὰ γίνης ὅταν μεγαλώσης;» τὸ ρωτάω. «Ἐπιπλοποιός!», μοῦ λέει. «Νὰ γίνης, τοῦ λέω. Χαλάλι ποῦ χάλασε τὸ σανίδι! Δὲν πειράζει!».


Ἀπόσπασμα ἀπό τίς σελίδες 167-168 τοῦ βιβλίου:
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Δ΄ 
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»