Δευτέρα 29 Ιουνίου 2015

Η Θεία Κοινωνία. Η τροφή της αθανασίας! (Α')

 Η Θεία Κοινωνία. Η τροφή της αθανασίας! Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου (Α΄)

Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου


Πώς πρέπει να προσερχόμαστε...

Γι'αυτό και εγώ από εδώ ήδη φωνάζω με δυνατή φωνή και διαμαρτύρομαι και ικετεύω και παρακαλώ, να μην προσέρχεσθε στην ιερή αυτή τράπεζα με λεκέδες, ούτε με συνείδηση πονηρή• γιατί αυτό δεν μπορεί να είναι όφελος ούτε κοινωνία και αν ακόμη χιλιάδες φορές δεχθούμε το Άγιο εκείνο Σώμα, αλλά καταδίκη και κόλασης και αύξησης της τιμωρίας. 

Κανένας αμαρτωλός λοιπόν ας μην προσέρχεται, ή καλύτερα, δεν λέω κανένας αμαρτωλός, γιατί πρώτα τον εαυτό μου αποκλείω από την θεία τράπεζα• αλλά κανένας να μη προσέρχεται εξακολουθώντας να παραμένει στην αμαρτία.

Γι' αυτό από τώρα ήδη το προλέγω, ώστε, όταν μας έλθουν τα βασιλικά δείπνα και φθάσει η ιερή εκείνη βραδιά, να μην μπορεί κανείς να πει, ήρθα απροετοίμαστος και έρημος και ότι αυτά έπρεπε να τα πεις πριν από καιρό. Γιατί, αν τα άκουγα από νωρίς, οπωσδήποτε θα άλλαζα, οπωσδήποτε θα προσερχόμουν, αφού πρώτα καθάριζα τον εαυτό μου. 

Για να μην μπορεί λοιπόν κανείς να προφασίζεται, διαμαρτύρομαι από τώρα και παρακαλώ να δείξετε πολλή μετάνοια. Γνωρίζω ότι όλοι βρισκόμαστε σε επιτίμια και ότι κανείς δεν θα καυχηθεί ότι έχει αγνή καρδιά• δεν είναι όμως αυτό το φοβερό, ότι δηλαδή δεν έχουμε αγνή καρδιά, αλλά το ότι, ενώ δεν έχουμε αγνή καρδιά, δεν πλησιάζουμε αυτόν που μπορεί να την κάνει αγνή. 

Γιατί μπορεί αν θέλει• ή καλύτερα και περισσότερο από μας θέλει να είμαστε καθαροί, αλλά περιμένει να πάρει μικρή έστω αφορμή από μας, για να μας στεφανώσει με παρρησία.

(Εις το << Είδον τον Κύριον καθήμερον...>>, 
ΣΤ´, ΕΠΕ 8Α, 434-436. PG 56,139-140)


Εκεί είναι παρών ο Βασιλιάς τον όλων...

Όταν λοιπόν πρόκειται να πλησιάσεις την ιερή τράπεζα, να πιστεύεις ότι εκεί είναι παρών και ο βασιλιάς των όλων• γιατί πραγματικά παρευρίσκεται, εξετάζοντας με προσοχή την πρόθεση του καθενός, και βλέποντας ποιός προσέρχεται με την αγιότητα που πρέπει και ποιός με πονηρή συνείδηση, με ακάθαρτους και βρωμερούς λογισμούς, με πράξεις μιαρές. 

Και αν βρεί κανένα τέτοιον, αμέσως τον παραδίδει στο δικαστήριο της συνειδήσεως• έπειτα, εάν τον παραλάβει η συνείδηση και τον μαστιγώσει με τους λογισμούς και τον κάνει καλύτερο, τον δέχεται πάλι• εάν όμως μείνει αδιόρθωτος, τότε πλέον πέφτει στα χέρια Του ως αχάριστος και αγνώμων. Πόσο φοβερό είναι αυτό, άκουσε τον Παύλο που λέει ''Είναι φοβερό να πέσεις στα χέρια του ζωντανού Θεού'' (Εβρ. 10,31).

Γνωρίζω ότι πληγώνουν τα λόγια μου, αλλά τί να κάνω; Εάν δεν βάλω πικρά φάρμακα, τα τραύματα δεν θεραπεύονται• αν πάλι βάλω πίκρα, εσείς δεν ανέχεσθε τον πόνο. Είναι για μένα στενά από παντού• πλην όμως, είναι ανάγκη να συγκρατήσω το χέρι μου• γιατί είναι αρκετά όσα είπα, για να διορθώσουν εκείνους που προσέχουν.

(Είς τό <<Είδον τον Κύριο καθήμενον...>>, 
ΣΤ' ΕΠΕ 8Α, 438. PG 56, 140-141)


Η εκκλησία είναι ο οίκος του πνευματικού άρτου. Πρόσεξε μόνο μη μιμηθείς τον Ηρώδη...

Άφησε λοιπόν και σύ τον Iουδαϊκό λαό, την πόλη που ταράσσεται, τον αιμοδιψή τύραννο, την πλάνη του βίου και τρέξε στην Βηθλεέμ, όπου είναι ο οίκος του άρτου του πνευματικού. 

Αν είσαι βοσκός και έλθεις εδώ, θα δεις το παιδί στο κατάλυμα - αν είσαι βασιλιάς και δεν έλθεις, δεν θα έχεις κανένα κέρδος από την βασιλική στολή - αν είσαι μάγος, κανένα εμπόδιο από την ιδιότητα σου, αρκεί να έλθεις για να αποδώσεις τιμή και για προσκύνηση και όχι να καταπατήσεις τον Υιό του Θεού - αν προσέλθεις με τρόμο και χαρά, διότι μπορούν να συνδυασθούν αυτά τα δύο.

Πρόσεξε μόνο μη μοιάσεις με τον Ηρώδη και πεις - "Ας έλθω και εγώ να τον προσκηνήσω" και, όταν έλθεις, θελήσεις να τον φονεύσεις. Γιατί με αυτόν μοιάζουν όσοι μετέχουν ανάξια στα μυστήρια. 

Γιατί για μας λέει - "Αυτός θα είναι ένοχος του σώματος και του αίματος του Κυρίου" (Α΄ Κορ. 11,27). Γιατί έχουν μέσα τους τον τύραννο μαμμωνά, που είναι παρανομώτερος από εκείνον τον Ηρώδη. Αυτός επιθυμεί να επικρατήσει και στέλνει τους δικούς του, για να προσκυνήσουν κατά τύπους, που φονεύουν όμως κατά την προσκύνηση.

(Είς τό κατά Ματθαίον, 
Ζ΄, ΕΠΕ 9, 244-246. PG 57, 78-79)