Σταχυολόγηση καί διασκευή κειμένων ἀπό τά «Πνευματικά Γυμνάσματα»
τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου
Συλογίσου, ἀγαπητέ, ὅτι ὁ διδάσκαλος τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ διδάσκαλος τῶν διδασκάλων καί ὁ ἱεροκήρυκας τῶν ἱεροκηρύκων. Μᾶλλον ὁ Κύριος εἶναι ὁ ἕνας καί μοναδικός διδάσκαλος, ὅπως ὁμολόγησε ὁ νυκτερινός μαθητής Νικόδημος:
«Ῥαββί, οἴδαμεν ὅτι ἀπό Θεοῦ ἐλήλυθας διδάσκαλος»1. Ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, μιλώντας στό λαό καί τούς μαθητές Του, εἶπε: «Ὑμεῖς δέ μή κληθῆτε ῥαββί· εἶς γάρ ὑμῶν ἐστιν ὁ διδάσκαλος, ὁ Χριστός»2. Γι᾿αὐτό ἦρθε στόν κόσμο, ὄχι μόνο γιά νά τόν λυτρώσει, ἀλλά καί νά τόν διδάξει τήν ἀλήθεια, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ ἴδιος πάλι: «Ἐγώ εἰς τοῦτο ἐλήλυθα εἰς τόν κόσμον, ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ»3.
Καί γιά νά ἐπιβεβαιώσει αὐτή τή διδασκαλία ὁ οὐράνιος Πατέρας, μᾶς πρόσταξε ν᾿ ἀκοῦμε αὐτό τό διδάσκαλο – «αὐτοῦ ἀκούεττε»4 –, ὅταν μάλιστα δέν διδάσκει μόνο μέ λόγια, ἀλλά πολύ περισσότερο μέ ἔργα.
Ὑπολόγισε τώρα, πόσο βαρύ φορτίο σήκωσε ὁ Λυτρωτής μας, γιά νά μᾶς διδάξει τήν ἀλήθεια. Γιατί, ἐνῶ γιά τή δημιουργία ὅλων τῶν ὄντων δέν ξόδεψε παρά μόνο ἕνα λόγο – «ὅτι αὐτός εἶπε, καίἐγενήθησαν, αὐτός ἐνετείλατο, καί ἐκτίσθησαν»5 –, ὅμως, γιά νά μᾶς διδάξει τά θελήματά Του καί τούς θησαυρούς τῆς σοφίας Του, γυμνώθηκε ἀπό τή μεγαλειότητά Του, πῆρε μορφή δούλου καί σχῆμαἀνθρώπου ἁμαρτωλοῦ – «μορφήν λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος», κατά τόν Ἀπόστολο,6 – καί μ᾿ αὐτή τή μορφή ὑποβλήθηκε σέ τόσους κόπους, σ᾿ ὅσους δέν ὑποβλήθηκαν ποτέ οἱ δάσκαλοι καίκήρυκες τοῦ θείου λόγου.
Τί λοιπόν περισσότερο μποροῦσε νά κάνει ἡ ἄψευστη Ἀλήθεια, παρά νά γίνει, μέ τήν αὐτοπρόσωπη διδασκαλία Της, καί δική μας ἀλήθεια; «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀλήθεια»7. Μέ ποιόν ἄλλο τρόπο μποροῦσε νά δείξει πώς μᾶς ἀγαπάει ὁ γλυκύτατός μας διδάσκαλος, παρά μέ τό νά ὑποφέρει τόσους κόπους, τρέχοντας ἐδῶ κι ἐκεῖ καί ὀργώνοντας ὅλη τήν Ἰουδαία μέ τά ἴδια Του τά πόδια; «Καί περιῆγεν ὅλην τήν Γαλιλαίαν ὁἸησοῦς διδάσκων... καί κηρύσσων τό εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας»8. Καί δέν ἔφτανε αὐτό. Ὑπέμεινε ἐπιπλέον καί τήν ἀτίμωση, ἀφοῦ Τόν ὀνόμαζαν φάγο, οἰνοπότη καί δαιμονισμένο, μόνο καί μόνο γιά νά μᾶςδιδάξει τό δρόμο πού ὁδηγεῖ στή ζωή.
Λοιπόν, ποιά δικαιολογία θά βρεῖς νά πεῖς στόν Κύριο, πού δέν δέχθηκες τή θεία Του διδασκαλία καί δέν φωτίστηκες ἀπό τό φῶς Του; «Εἰ μή ἦλθον καί ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον· νῦν δέπρόφασιν οὐκ ἔχουσι περί τῆς ἀμαρτίας αὐτῶν»9.
Νά ντραπεῖς λοιπόν, πού τόσες φορές ἀκολούθησες τίς ἀπατηλές διδασκαλίες τοῦ κόσμου, τῆς σάρκας καί τοῦ διαβόλου· πού προτίμησες τίς συμβουλές τῆς ἐπίγειας σοφίας, τῆς τιποτένιας καί δαιμονικῆς,ἀπό τίς συμβουλές τῆς θείας σοφίας· πού δέν θέλησες τίποτ᾿ ἄλλο ψηλότερο, παρά ἔκανες τό πᾶν γιά ν᾿ ἀποκτήσεις δόξα καί τιμή ἀνθρώπινη· πού ἀγωνίστηκες νά ἱκανοποιήσεις τίς αἰσθήσεις καί τά πάθη σου,ν᾿ ἀπολαύσεις τίς ἡδονές καί, τέλος, νά μαζέψεις χρήματα.
Ὑπάρχει μεγαλύτερο χάρισμα ἀπ᾿ αὐτό πού σοῦ δόθηκε, ν᾿ ἀκοῦς δηλαδή ἀπό τό ἴδιο τό στόμα τοῦ σαρκωμένου Λόγου ἐκεῖνα τά λόγια, πού θέλησαν ν᾿ ἀκούσουν προφῆτες καί βασιλεῖς καί δέν τ᾿ἄκουσαν; «Λέγω ὑμῖν, ὅτι πολλοί προφῆται καί βασιλεῖς ἠθέλησαν... ἀκοῦσαι ἅ ἀκούετε, καί οὐκ ἤκουσαν»10. Ὅταν ἀνοίγεις γιά νά διαβάσεις τό Εὐαγγέλιο, πού περιέχει τή διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, πρέπει νά τόκάνεις σά ν᾿ ἀνοίγεις τόν ἴδιο τόν οὐρανό, ὅπως λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Ἡ τῶν γραφῶν ἀνάγνωσις τῶν οὐρανῶν ἐστιν ὑπάνοιξις»11. Πρέπει νά τό μελετᾶς μέ φόβο καί τρόμο, σά νά μιλᾶς μέ τόν ἴδιο τό Θεό.Ἐσύ ὅμως δέν αἰσθάνεσαι κανένα φόβο στήν καρδιά σου, ὅταν ἀκοῦς νά σοῦ μιλάει μέ τό στόμα Του ὁ Θεός, σάν τόν φόβο πού αἰσθανόταν ἀκόμα καί ὁ σκληροκάρδιος λαός τοῦ Ἰσραήλ, καί ἔλεγε στό Μωϋσῆ:
«Λάλησον σύ ἡμῖν, καί μή λαλείτω πρός ἡμᾶς ὁ Θεός, μή ἀποθάνωμεν»12.
Συλλογίσου τή διδασκαλία πού κάνει σ᾿ ὅλο τό θεῖο Εὐαγγέλιο Αὐτός ὁ οὐράνιος διδάσκαλος, ἰδιαίτερα ὅμως στήν ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία Του, καί ἐξέτασε τίς τρεῖς ποιότητες πού περιέχει ἡ θεία διδασκαλία: τό ὕψος, τήν ἀλήθεια καί τήν ὠφέλεια.
Τό ὕψος τῆς διδασκαλίας, πού ἦταν κρυμμένο καί ἀκατανόητο μέχρι τότε ἀπό τή διάνοια ὅλων τῶν σοφῶν, γίνεται φανερό μ᾿ ἐκεῖνο πού εἶπε ὁ Κύριος: «Ἐρεύξομαι κεκρυμμένα ἀπό καταβολῆςκόσμου»13. Γιατί μέχρι ἐκείνη τήν ἐποχή ὁ κόσμος νόμιζε, ὅτι εὐτυχισμένος εἶν᾿ ἐκεῖνος πού ἔχει περισσότερα πλούτη, τιμές καί ἀπολαύσεις.
Ἄς συλλογιστοῦμε λοιπόν πόσο ἐκστατικό ἔμεινε τό ἀνθρώπινογένος, ὅταν γιά πρῶτη φορά ἄκουσε τόν Κύριο νά διατυπώνει μιά τόσο ὑψηλή καί οὐράνια διδασκαλία, ὅτι δηλαδή εἶναι μακάριοι οἱ φτωχοί, οἱ ταπεινοί, οἱ πρᾶοι, οἱ πεινασμένοι, οἱ εἰρηνοποίοι, οἱ καθαροί στήνκαρδιά, αὐτοί πού καταδιώκονται καί κατηγοροῦνται ἄδικα. Καί ἀπεναντίας, ὅτι ἄθλιοι καί ταλαίπωροι εἶναι οἱ πλούσιοι, πού ἔχουν τήν καρδιά τους προσκολλημένη στ᾿ ἀγαθά τοῦ κόσμου, οἱ χορτασμένοι μέ τίςτρυφές, ἐκεῖνοι πού χαίρονται, πού γελοῦν, πού ξεφαντώνουν, πού τιμῶνται καί θαυμάζονται ἀπό τούς ἀνθρώπους.
Ποιός μπορεῖ ὅμως νά καταλάβει τό ἀκατάληπτο ὕψος πού περιέχει ἡ διδασκαλία τοῦ θείου Εὐαγγελίου; Γι᾿ αὐτό πολύ σοφά ὁ ἀπόστολος Βαρθολομαῖος ὀνόμασε τό Εὐαγγέλιο μικρό καί μεγάλο: Μικρόστό μῆκος, καί μεγάλο στό πλάτος καί στό ὕψος τῶν νοημάτων (Διονυσίου, κεφ. α΄ τῆς μυστικῆς θεολογίας).
Τό Εὐαγγέλιο, προσθέτει ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος, εἶναι ἕνα πέλαγος, ὅπου βρίσκεται τό σύνολο τῶνχαρισμάτων καί ἡ θάλασσα τῶν πνευματικῶν μυστηρίων, καί ὅπου πλέει ὁ μυστικός ΙΧΘΥΣ – Ἰησοῦς Χριστός Θεοῦ Υἱός Σωτήρ, κατά τήν ἀρχαία συμβολική ἀκροστιχίδα. Ἐπιτομή τῆς θεολογίας ὀνόμασεἀκόμα τό Εὐαγγέλιο ὁ ἅγιος Ἱερώνυμος.
Ἄν τώρα ὁλόκληρη ἡ Ἀγία Γραφή χαρακτηρίζεται ἀπό τόν ἱερό Αὐγουστίνο σάν ἐγκυκλοπαίδεια ὅλων τῶν ἐπιστημῶν, καί ἀπό τό Μέγα Βασίλειο σάν ἐργαστήριοψυχῶν καί ἀποθήκη τῶν πνευματικῶν βοτάνων, καταλαβαίνουμε πόσο ὑπερέχει τό Εὐαγγέλιο, ἡ Καινή Διαθήκη, πού ἐπικυρώθηκε μέ τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, καί εἶναι, κατά τόν ἁγιο Μάξιμο, «πρεσβεία Θεοῦπρός ἀνθρώπους, δι᾿ Υἱοῦ σαρκωθέντος, μισθόν δωρουμένου τοῖς πειθομένοις αὐτῷ τήν ἀγέννητον θέωσιν».
Ἡ ἀλήθεια τῆς διδασκαλίας τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι αὐταπόδεικτη, γιατί προέρχεται ἀπό τό στόμα τῆς αὐτοσοφίας τοῦ Ὑψίστου, πού εἶναι ἡ Ἀλήθεια: «Ἐγώ (δηλ. ἡ σοφία) ἀπό στόματος Ὑψίστου ἐξῆλθον»14. Κι ἄν ὅλοι μαζί οἱ ἄνθρωποι, ἀπό τόν Ἀδάμ μέχρι τή συντέλεια τοῦ κόσμου, βρεθοῦν ψεῦτες, μόνο ὁ Θεός δέν πρόκειται νά βρεθεῖ ποτέ ψεύτης. Πάντα θά ἐκφράζει τήν ἀλήθεια, ὅπως λέει καί ὁἈπόστολος: «Γινέσθω δέ ὁ Θεός ἀληθής, πᾶς δέ ἄνθρωπος ψεύστης»15.
Ἡ ὠφέλεια τῆς διδασκαλίας τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι φανερή, γιατί ὁδηγεῖ στή σωτηρία. Δηλαδή δίνει «γνώσιν σωτηρίας τῷ λαῷ»16. Καί ἀκόμα, σάν διδασκαλία τοῦ Θεοῦ, ἔχει μέσα της τό Πνεῦμα καίμεταδίδει ζωή, ὅπως λέει ὁ Κύριος: «Τά ῥήματα ἅ ἐγώ λαλῶ ὑμῖν, πνεῦμα ἐστι καί ζωή ἐστι»17.
Ἡ εὐαγγελική διδασκαλία περιέχει ὅλες τίς ἀρχές τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς. Μᾶς δείχνει ποιό εἶναι τό καλό καί ποιό τό κακό. Βγάζει ἀπό πάνω μας τόν παλιό ἁμαρτωλό ἄνθρωπο, καί μᾶς ντύνει μέτό νέο, «τόν κατά Χριστόν κτισθέντα». Μεταβάλλει τούς ἀνθρώπους σέ ἀγγέλους.
Ὕστερα ἀπ᾿ αὐτά ἐσύ τί κάνεις; Μήπως δείχνεις μέ τά ἔργα σου μιά πίστη ἀντιφατική; Ὅταν δηλαδή σέ διδάσκει τό Εὐαγγέλιο τίς θεωρητικές ἀλήθειες καί τά δόγματα τῆς πίστεως, ἐσύ τά δέχεσαι. Ὅτανὅμως σοῦ ὁρίζει τίς πρακτικές ἀλήθειες, μέ τίς ὁποῖες θά διορθώσεις τά ἤθη σου, τότε ξεσηκώνονται ὅλες οἱ ἐπιθυμίες σου καί σέ πιέζουν νά μή δεχθεῖς τούς νόμους του. Ἔτσι, ἀπό τή μιά πιστεύεις, ὅπως λές, γι᾿ἀληθινή τή διδασκαλία του, κι ἀπό τήν ἄλλη ζεῖς σά νά τήν πίστευες γιά ψεύτικη. Πρόσεξε ὅμως, γιατί αὐτό τό ἴδιο τό Εὐαγγέλιο θά σέ καταδικάσει, καθώς βεβαιώνει ὁ Κύριος:
«Ὁ μή λαμβάνων τά ῥήματά μου, ἔχει τόν κρίνοντα αὐτόν· ὁ λόγος ὅν ἐλάλησα, ἐκεῖνος κρινεῖ αὐτόν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ»18.
Χρειάζεται λοιπόν ἔμπρακτη πίστη. Γιατί, θεωρητικά μόνο, «καί τά δαιμόνια πιστεύουσι καί φρίσσουσι»19. Ἡ ἔμπρακτη πίστη ὅμως εἶναι τό χαρακτηριστικό τῶν ἀληθινῶν χριστιανῶν: «κἀγώ δείξω σοιἐκ τῶν ἔργων μου τήν πίστιν μου»20.
Ξύπνα λοιπόν κι ἔλα στόν ἑαυτό σου. Ἄναψε πάλι μέσα σου τή φλόγα τῆς πίστεως καί τῆς ἀγάπης στό θεῖο σου Διδάσκαλο. Νά ντρέπεσαι, γιατί μέχρι τώρα ἔθρεψες τήν καρδιά σου μέ πράγματαἀντίθετα ἀπό κεῖνα πού Αὐτός δίδαξε μέ τό παράδειγμα καί τά λόγια Του.
Παρακάλεσε, τέλος, τό Χριστό νά κάνει τήν καρδιά σου ταπεινή, ὑπάκουη καί γενναία, γιά νά ἐφαρμόζεις ἐκεῖνα πού σέ διδάσκει. «Οὐ γάρ οἱ ἀκροαταί τοῦ νόμου δίκαιοι παρά τῷ Θεῷ ἀλλ᾿ οἱ ποιηταίτοῦ νόμου δικαιωθήσονται»21.
______________
1 Ἰω. γ΄:2.
2 Ματθ. Κγ΄:8.
3 Ἰω. ιη΄:37.
4 Ματθ. Ιζ΄:5.
5 Ψαλμ. 148:5.
6 Φιλιπ. Β΄:7.
7 Ἰω. Ιδ΄:6.
8 Ματθ. Δ΄:23.
9 Ἰω. Ιε΄:22.
10 Λουκ. Ι΄:24.
11 Λόγ. Β΄ εἰς τόν Ἡσαΐαν.
12 Ἐξ. Κ΄:19.
13 Ματθ. Ιγ΄:35.
14 Σοφ. Σειρ. 24:3.
15 Ρωμ. Γ΄:4.
16 Λουκ. Α΄:77.
17 Ἰω. Στ΄:63.
18 Ἰω. Ιβ΄:48.
19 Ἰακ. Β΄:19.
20 Ἰακ. Β΄:18.
21 Ρωμ. Β΄:13.
(Ἀπό τό βιβλίο: «ΜΑΘΗΤΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΙΚΟΔΗΜΟ»,
Ἐκδόσεις: Ι. Μ. Παρακλήτου Ὠρωπός Ἀττικῆς)