Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2024

Ἡ αὐτάρκεια καί ἡ ταπείνωση


Εἶπε ὁ Κύριος αὐτή τήν παραβολή: «Δύο ἄνθρωποι ἀνέβηκαν στό ναό γιά νά προσευχηθοῦν. Ὁ ἕνας ἦταν Φαρισαῖος κι ὁ ἄλλος τελώνης. 

Ὁ Φαρισαῖος στάθηκε ἐπιδεικτικά κι ἔκανε τήν ἑξῆς προσευχή σχετικά μέ τόν ἑαυτό του: “Θεέ μου, σ' εὐχαριστῶ πού ἐγώ δέν εἶμαι σάν τούς ἄλλους ἀνθρώπους ἅρπαγας, ἄδικος, μοιχός, ἤ καί σάν αὐτόν ἐδῶ τόν τελώνη. Ἐγώ νηστεύω δύο φορές τήν ἑβδομάδα καί δίνω στό ναό τό δέκατο ἀπ' ὅλα τά εἰσοδήματα μου”. 

Ὁ τελώνης, ἀντίθετα, στεκόταν πολύ πίσω καί δέν τολμοῦσε οὔτε τά μάτια του νά σηκώσει στόν οὐρανό. Χτυποῦσε τό στῆθος του καί ἔλεγε: “Θεέ μου, σπλαχνίσου με τόν ἁμαρτωλό”. Σᾶς βεβαιώνω πώς αὐτός ἔφυγε γιά τό σπίτι του ἀθῶος καί συμφιλιωμένος μέ τό Θεό, ἐνῶ ὁ ἄλλος ὄχι· γιατί ὅποιος ὑψώνει τόν ἑαυτό του θά ταπεινωθεῖ, κι ὅποιος τόν ταπεινώνει θά ὑψωθεῖ» (Λουκ. 18, 10-14).

Δύο χαρακτηριστικούς τύπους ἀνθρώπων μᾶς παρουσιάζει ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή: Ἕνα Φαρισαῖο καί ἕναν τελώνη πού προσεύχονται στό Ναό. Ἀποτελοῦν τούς δύο ἀντίθετους πόλους τῆς κοινωνίας τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ εὐσεβής καί δίκαιος στά μάτια τῶν ἀνθρώπων, ὁ γνώστης τοῦ Νόμου, ὁ ἀνήκων στήν ὁμάδα τῶν Φαρισαίων πού ἦταν ἡ ἄρχουσα θρησκευτική τάξη. 

Ὁ ἄλλος εἶναι ὁ ἐκπρόσωπος τῆς τάξεως τῶν ἁμαρτωλῶν, τῶν ἀνθρώπων πού τό ἐπάγγελμά τους ἦταν συνυφασμένο μέ τήν ἁρπαγή, τή βιαιότητα, τήν ἀπομύζηση τῶν ὑπαρχόντων τοῦ λαοῦ. Τελώνης στή συνείδηση ὅλης τῆς κοινωνίας τῆς ἐποχῆς εἶναι ὁ ἔσχατος τῶν ἁμαρτωλῶν.

Τί λέγουν λοιπόν οἱ δύο αὐτοί ἄνθρωποι στήν προσευχή τους; Ἄς δοῦμε κατ’ ἀρχήν τήν προσευχή τοῦ Φαρισαίου, προσπαθώντας νά διερευνήσουμε ἐάν ὁ τύπος αὐτοῦ τοῦ θρησκευόμενου ἀνθρώπου εἶναι γνωστός καί σέ μᾶς σήμερα:

«Θεέ μου, σ' εὐχαριστῶ πού ἐγώ δέν εἶμαι σάν τούς ἄλλους ἀνθρώπους ἅρπαγας, ἄδικος, μοιχός, ἤ καί σάν αὐτόν ἐδῶ τόν τελώνη. Ἐγώ νηστεύω δύο φορές τήν ἑβδομάδα καί δίνω στό ναό τό δέκατο ἀπ' ὅλα τά εἰσοδήματά μου». 

Ἡ προσευχή αὐτή εἶναι ἔπαινος τοῦ ἑαυτοῦ του καί τῶν ἀρετῶν του. Ἀπαριθμεῖ ὁ Φαρισαῖος τά ἔργα του καί αἰσθάνεται ἀσύγκριτη ὑπεροχή ἔναντι τῶν λοιπῶν ἀνθρώπων, τούς ὁποίους γενικά χαρακτηρίζει ὡς ἁμαρτωλούς. 

Εὐχαριστεῖ τόν Θεό ἤ μᾶλλον συγχαίρει τόν ἑαυτό του, γιατί ὑπερέχει ἀπ’ ὅλους τοὺς ἄλλους. Δέν αἰσθάνεται νά τοῦ λείπει τίποτε! Εἶναι αὐτάρκης καί δέν φαίνεται νά ἐξαρτᾶται καθόλου ἀπό τόν Θεό, ἀφοῦ ἔχει τόσα δικά του ἔργα στά ὁποῖα μπορεῖ νά στηριχθεῖ καί γιά τά ὁποῖα μπορεῖ νά καυχηθεῖ. Σάν κέντρο τοῦ κόσμου βλέπει ὄχι τόν Θεό ἀλλά τόν ἑαυτό του μέ τίς πανθομολογούμενες ἀρετές του. 

Τόν Θεό τόν χρειάζεται μόνο γιά νά ἐπιβεβαιώσει καί νά ἀναγνωρίσει τίς ἀρετές του. Δέν εἶναι δυνατό νά ἔχει ὁ Θεός διαφορετική γνώμη γιά τόν φτασμένο αὐτόν ἐνάρετο ἄνθρωπο! Αἰσθάνεται τόσο κοντά στόν Θεό, σάν νά ἔχει συνάψει συμφωνία μαζί του γιά νά κρίνουν καί νά κατακρίνουν ἀπό κοινοῦ ὅλους τους ἁμαρτωλούς!

Συμφωνεῖ ἄραγε καί ὁ Θεός μέ τή βεβαιότητα αὐτή τοῦ Φαρισαίου; Τήν ἀπάντηση μᾶς τήν δίνει τό τέλος τῆς παραβολῆς. Ἄς δοῦμε ὅμως καί τήν προσευχή τοῦ τελώνη. Αὐτός συντριμμένος ἀπό τίς ἁμαρτίες του καί βλέποντας ὅτι κάθε δική του πράξη καί ἐκδήλωση συνδέεται μέ τήν ἁμαρτία, ζητεῖ ταπεινωμένος καί κτυπώντας τό στῆθος του τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ: «Θεέ μου, σπλαχνίσου με τόν ἁμαρτωλό». Δέν κρίνει κανένα, κατακρίνει μόνο τόν ἑαυτό του, τόν ὁποῖο βλέπει τελείως χαμένο χωρίς τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ.

«Δικαιώθηκε», βρῆκε δηλ. χάρη, καί «ἔφυγε γιά τό σπίτι του ἀθῶος καί συμφιλιωμένος μέ τό Θεό», μᾶς λέγει τό τέλος τῆς παραβολῆς, ὁ ταπεινός τελώνης καί ὄχι ὁ ὑψηλόφρων Φαρισαῖος. Διότι «ὅποιος ὑψώνει τόν ἑαυτό του θά ταπεινωθεῖ, κι ὅποιος τόν ταπεινώνει θά ὑψωθεῖ». Αὐτό τό τέλος τῆς διηγήσεως θά πρέπει νά ξαφνίασε ἀρκετά τοὺς ἀκροατές τοῦ Ἰησοῦ, γιατί ὅλοι πίστευαν στή θρησκευτική ὑπεροχή τῶν Φαρισαίων ἔναντι τῶν ἁμαρτωλῶν τελωνῶν. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως θέλει νά ἀνατρέψει τήν ἐπικρατοῦσα γνώμη, πού βλέπει τελείως ἐξωτερικά τίς ἀνθρώπινες ἐκδηλώσεις καί νά δείξει ὅτι τά βάθη τῆς καρδιᾶς, πού βλέπει μόνο ὁ Θεός, δέν συμφωνοῦν πάντα μέ τή φαινομενική ζωή.

Βέβαια πρέπει νά λεχθεῖ πρός ἀποφυγή παρεξηγήσεως, ὅτι ὁ Ἰησοῦς δέν κατηγορεῖ τόν Φαρισαῖο γιατί εἶναι ἐνάρετος ἄνθρωπος καί ἐκτελεϊ τά θρησκευτικά του καθήκοντα- ἀλλά τόν κατηγορεῖ γιατί σ’ αὐτά στηρίζει τή ζωή του καί ὄχι στόν Θεό, γιατί αἰσθάνεται αὐτάρκεια καί δέν ὑποπτεύεται καθόλου ὅτι βάση ὅλων τῶν ἀρετῶν εἶναι ἡ ταπείνωση. Ἐπίσης, ὁ Ἰησοῦς δέν ἐπαινεῖ τόν τελώνη γιά τήν ἁμαρτωλότητά του, ἀλλά γιατί ἔχει συνείδηση αὐτῆς καί τοποθετεῖ σωστά τόν ἑαυτό του μπροστά στήν κρίση τοῦ Θεοῦ, ζητώντας τό ἔλεός του. γιατί ἀπό τόν Θεό περιμένει τή σωτηρία του, μή ἔχοντας τίποτε δικό του στό ὁποῖο νά στηριχτεῖ.

Ἡ παραβολή ἀπευθύνεται, ὅπως λέγεται λίγο πρίν ἀπ’ αὐτήν στό Εὐαγγέλιο τοῦ Λουκᾶ, πρός αὐτούς «πού ἦταν σίγουροι γιά τήν εὐσέβειά τους καί περιφρονοῦσαν τούς ἄλλους», πρός ἀνθρώπους δηλ. τούς ὁποίους συναντᾶ κανείς σέ ὅλες τίς ἐποχές, Ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι θεωρώντας τόν ἐαυτό τους θρησκευτικῶς αὐτάρκη καί φτασμένο στήν ἀρετή, κατακρίνουν τούς ἄλλους, τούς θεωροῦν ἀνεπανόρθωτα πεσμένους στήν ἁμαρτία καί ἐνασμενίζονται στό νά περιγράφουν τίς τιμωρίες πού ὅρισε ὁ Θεός γι’ αὐτούς, ξεχνώντας ὅτι καί αὐτοί βρίσκονται κάτω ἀπό τήν ἀδέκαστη κρίση τοῦ Θεοῦ. Κι ἐπειδή μιὰ τέτοια συμπεριφορά ἐμπεριέχει ὑποκρισία, στά Νέα Ἑλληνικά τό φαρισαῖος ἀπέβη συνώνυμο τοῦ ὑποκριτής.

Ἡ Ἐκκλησία τοποθετώντας τήν περικοπή αὐτή ὡς ἀνάγνωσμα στήν ἀρχή τοῦ Τριωδίου θέλει νά προφυλάξει τούς πιστούς ἀπό τόν «ὑψηλόφρονα λογισμό» τοῦ Φαρισαίου, πού εἶναι δυνατό νά φωλιάζει ἐπίσης καί σέ κάθε εὐσεβῆ χριστιανό, καί νά προβάλει τό ὑπόδειγμα τοῦ τελώνη πού μετανοιωμένος γιά τή ζωή του προσεύχεται μέ συντριβή. Ὁ ἀκόλουθος ὕμνος τῆς Ἐκκλησίας συνοψίζει ἄριστα τό μήνυμα τῆς παραβολῆς:

«Φαρισαίου φύγωμεν ὑψηγορίαν
καί τελώνου μάθωμεν τό ταπεινόν ἐν στεναγμοῖς,
πρός τόν Σωτήρα κραυγάζοντες:
ἴλαθι, μόνε ἡμῖν εὐδιάλλακτε».


Καραβιδόπουλος Ἰωάννης (Καθηγητής Πανεπιστημίου)