Συνήθως λέγεται ότι μέσα στην λατρεία της Εκκλησίας και ιδιαιτέρως στην Θεία Λειτουργία γίνεται ένωση και κοινωνία μεταξύ της στρατευομένης και της θριαμβευούσης Εκκλησίας. Χρειάζεται μια επεξήγηση αυτού του γεγονότος, για να δούμε αν ευσταθή από θεολογικής προοπτικής αυτή η έκφραση.
Ο όρος στρατευομένη και θριαμβεύουσα Εκκλησία προέρχεται από τα πρόσφατα δογματικά εγχειρίδια χωρίς όμως να αναφέρονται πατερικά χωρία στα οποία φαίνεται ότι οι Πατέρες σαφώς ομιλούν για στρατευομένη και θριαμβεύουσα Εκκλησία.
Με τους όρους αυτούς (στρατευομένη και θριαμβεύουσα Εκκλησία) χαρακτηρίζονται οι ζώντες και οι κεκοιμημένοι άγιοι, η “αόρατη πλευρά της Εκκλησίας”, η οποία εξαρτάται «εκ της εν ουρανώ αοράτου Κεφαλής αυτής και εμψυχουμένη υπό του αοράτου Αγίου Πνεύματος» και η λεγομένη «καθαρώς ορατή πλευρά» της Εκκλησίας.
Καίτοι υπάρχει στενή σχέση μεταξύ αγγέλων και ανθρώπων, κεκοιμημένων αγίων και ζώντων και οι μεν άγιοι πρεσβεύουν υπέρ των ζώντων και οι ζώντες προσεύχονται στους αγίους και τους αγγέλους, εν τούτοις η ορολογία στρατευομένη και θριαμβεύουσα Εκκλησία όζει σχολαστικισμού.
Δεν υπάρχει καμμιά αμφιβολία ότι μέσα στην Θεία Λειτουργία γίνεται μια κοινωνία Θεού και ανθρώπων, αγγέλων και ανθρώπων, ζώντων και κεκοιμημένων, κλπ. Αλλά η φράση κοινωνία στρατευομένης και θριαμβευούσης Εκκλησίας είναι προβληματική από θεολογικής πλευράς, διότι η Εκκλησία είναι μία και αδιαίρετη, μία είναι η κεφαλή της Εκκλησίας, ο Χριστός, και όλοι, ζώντες και κεκοιμημένοι, είναι ενεργεία και δυνάμει μέλη Του. Επομένως, δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για μια στρατευομένη και για μια θριαμβεύουσα Εκκλησία, όπως δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για μια ποιμαίνουσα και μια ποιμαινομένη Εκκλησία, για μια διδάσκουσα και μια διδασκομένη Εκκλησία, για μια θεολογούσα και μια διοικούσα Εκκλησία.
Συνήθως λέγεται ότι στην στρατευομένη Εκκλησία ανήκουν όλοι οι ζώντες και αγωνιζόμενοι εναντίον της αμαρτίας και του διαβόλου, προκειμένου να εισέλθουν στην Βασιλεία του Θεού μετά τον θάνατο και κυρίως μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Και στην θριαμβεύουσα Εκκλησία ανήκουν οι άγιοι που έφυγαν από τον κόσμο αυτό και υπάρχει βεβαιότητα από διάφορα τεκμήρια ότι δικαιώθηκαν και ήδη προγεύονται της Βασιλείας του Θεού που θα δοθή μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού.
Πρέπει δε εδώ να σημειωθή ότι, η διάκριση μεταξύ στρατευομένης και θριαμβευούσης Εκκλησίας με αυτό το περιεχόμενο που διέγραψα προηγουμένως, είναι πρόσφατη. Στην Αγία Γραφή δεν υπάρχει πουθενά αυτή η διάκριση, δηλαδή δεν γίνεται λόγος για στρατευομένη Εκκλησία που αγωνίζεται επί της γης και για θριαμβεύουσα Εκκλησία που βρίσκεται στους ουρανούς.
Βεβαίως, μέσα στις Επιστολές του Αποστόλου Παύλου γίνεται λόγος για “στρατεία”, που προέρχεται από την εικόνα των στρατευμάτων της εποχής εκείνης. Ο Απόστολος Παύλος παραγγέλλει στον Απόστολο Τιμόθεο: «ίνα στρατεύη εν αυταίς την καλήν στρατείαν, έχων πίστιν και αγαθήν συνείδησιν…» (Α´ Τιμ. α´, 18-19). Στους Χριστιανούς της Κορίνθου παραγγέλλει: «τά όπλα της στρατείας ημών ου σαρκικά, αλλά δυνατά τω Θεώ προς καθαίρεσιν οχυρωμάτων» (Β´ Κορ. ι´, 4).
Εξ άλλου η λέξη θρίαμβος δεν υπάρχει στην Καινή Διαθήκη ως ουσιαστικό, αλλά υπάρχει το ρήμα θριαμβεύειν και αναφέρεται κυρίως στον θρίαμβο που επετέλεσε ο Χριστός επάνω στον διάβολο, την αμαρτία και τον θάνατο. Και ο όρος αυτός είναι Παύλειος. Αναφερόμενος ο Απόστολος Παύλος στην νίκη του Χριστού επάνω στον Σταυρό γράφει:
«απεκδυσάμενος τας αρχάς και τας εξουσίας εδειγμάτισεν εν παρρησία, θριαμβεύσας αυτούς εν αυτώ» (Κολ. β´, 15). Και αναφερόμενος στην βίωση του θριάμβου αυτού του Χριστού και από εκείνους που συνδέονται μαζί Του, αναφωνεί: «Τω δε Θεώ χάρις τω πάντοτε θριαμβεύοντι ημάς εν τω Χριστώ και την οσμήν της γνώσεως αυτού φανερούντι δι’ ημών εν παντί τόπω» (Β´ Κορ. β´, 14).
Το εκπληκτικό, όπως φαίνεται και από το προηγούμενο χωρίο, είναι ότι, ο Απόστολος Παύλος χρησιμοποιεί την εικόνα της στρατείας, αλλά ταυτοχρόνως ομιλεί και για βίωση του θριάμβου του Χριστού από τους Χριστιανούς, όσο ακόμη ζούν. Και σε άλλα σημεία των Επιστολών του ο Απόστολος Παύλος αναφέρεται στο ότι, από την ζωή αυτή έζησε τον θρίαμβο του Χριστού, την νίκη του Χριστού πάνω στον θάνατο, την αμαρτία και τον διάβολο, και αισθάνθηκε τον δοξασμό στην ύπαρξή του.
Ο όρος δοξασμός, που δηλώνει την συμμετοχή των πιστών στον θρίαμβο του Χριστού, χρησιμοποιείται σε πολλά χωρία. Για παράδειγμα γράφει ο Απόστολος Παύλος: «καί είτε πάσχει έν μέλος, συμπάσχει πάντα τα μέλη, είτε δοξάζεται έν μέλος, συγχαίρει πάντα τα μέλη» (Α´ Κορ. ιβ´, 26).
Γι’ αυτό και συνιστά στους Χριστιανούς: «δοξάσατε δη τον Θεόν εν τω σώματι υμών και εν τω πνεύματι υμών, άτινά εστι του Θεού» (Α´ Κορ. στ´, 20). Αν κανείς μελετήση και άλλα χωρία του Αποστόλου Παύλου, στα οποία φαίνεται ότι βίωσε τον δοξασμό, ότι ανέβηκε μέχρι τρίτου ουρανού και εισήλθε στον Παράδεισο, τότε θα διαπιστώση ότι ο Απόστολος Παύλος δεν κατατάσσει τους Χριστιανούς που ζούν, στην λεγομένη στρατευομένη Εκκλησία, και τους αγίους που εκοιμήθησαν στην λεγομένη θριαμβεύουσα Εκκλησία. Η όραση του Θεού, καίτοι έχει διαφόρους βαθμούς, είναι ενιαία.
Χαρακτηριστικό είναι το χωρίο: «βλέπομεν γαρ άρτι δι’ εσόπτρου εν αινίγματι, τότε δε πρόσωπον προς πρόσωπον· άρτι γινώσκω εκ μέρους, τότε δε επιγνώσομαι καθώς και επεγνώσθην» (Α´ Κορ. ιγ´, 12). Αυτό το «επιγνώσομαι καθώς και επεγνώσθην» δείχνει ότι, η συμμετοχή του ανθρώπου στον θρίαμβο του Χριστού αρχίζει από την ζωή αυτή. Οπότε δεν υφίσταται διαλεκτικός χωρισμός μεταξύ στρατευομένης και θριαμβευούσης Εκκλησίας.
Οι άγιοι της Εκκλησίας έζησαν από την ζωή αυτήν την δόξα του Θεού, και συμμετείχαν στον θρίαμβο Του επάνω στον θάνατο, την αμαρτία και τον διάβολο. Θα παρουσιάσω στην συνέχεια ένα σημαντικό χωρίο του αγίου Ισαάκ του Σύρου.
Ο άγιος Ισαάκ αναφέρεται σε κάποιο μοναχό, και προφανώς εννοεί τον εαυτό του, ο οποίος αγαπούσε «τήν αγρυπνίαν της νυκτός». Όταν αγρυπνούσε, και μετά από μια μικρή ανάπαυση, ξυπνούσε το πρωΐ, τότε καθ’ όλη την διάρκεια της ημέρας ήταν άλλος άνθρωπος, αισθανόταν ωσάν να μη ζούσε στον κόσμο και δεν είχε καθόλου γηΐνους λογισμούς στην καρδιά του, ούτε είχε ανάγκη των ορισμένων κανόνων αλλά όπως λέγει: «εν τη εκπλήξει γίνομαι όλην την ημέραν εκείνην».
Στην συνέχεια αναφέρεται σε μια καταπληκτική εμπειρία που είχε κατά την διάρκεια της “τών εσπερινών λειτουργίας”. Ενώ βρισκόταν στην αυλή του κελλίου του, και ο ήλιος ήταν πολύς, και άρχισε να λέγη «μίαν δόξαν» τότε, όπως λέγει, «ησθήθην της λειτουργίας μου, και έκτοτε έμεινα, μη γινώσκων όποι τυγχάνω, και ήμην ούτως, έως του ανατείλαι πάλιν τον ήλιον εις την επιούσαν ημέραν, και θερμάναι το πρόσωπόν μου».
Γράφει ότι, όταν ο ήλιος κατέκαυσε το πρόσωπό μου, «εστράφη ο νούς μου προς εμέ, και ιδού είδον, ότι άλλη ημέρα εστί, και ηυχαρίστησα τω Θεώ, ότι πόσον η χάρις αυτού υπερεκχείται επί τον άνθρωπον, και εις ποίαν μεγαλοσύνην αξιοί τους καταδιώκοντας αυτόν».
Το σημαντικό είναι ότι ο άγιος Ισαάκ κάνει λόγο για την “τών εσπερινών λειτουργίαν” που γίνεται με ψαλμούς και ευχές και για την αρπαγή του σε μια άλλη νοερά και πνευματική λειτουργία.
Έχοντας αυτήν την πνευματική εμπειρία ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος πολλές φορές στα κείμενά του κάνει λόγο για την ένδυση της στολής της δόξης, δηλαδή τον Ίδιο τον Χριστό, για την βαθεία μέθη που βιώνει ο άνθρωπος και στην πραγματικότητα δεν ζη στον κόσμο αυτό κλπ.
Στον άγιο Συμεών τον νέο Θεολόγο μπορούμε να συναντήσουμε πληθώρα λόγων του, στους οποίους φαίνεται ότι βίωνε το άκτιστο Φώς από την ζωή αυτή, και όλο του το σώμα έλαμπε όπως το σώμα του Χριστού του οποίου ήταν μέλος και ότι το κελλί μετατρεπόταν σε Παράδεισο.
Αναφερόμενος ο άγιος Συμεών στην σύναψη του νοός του ανθρώπου με τα νοητά και την έξοδό του από τα αισθητά, γράφει ότι τότε ο νούς «καταλάμπεται, φωτίζεται και καθ’ εκάστην αυξάνει την πνευματικήν ηλικίαν, καταργών μεν του νηπιώδους φρονήματος προκόπτων δε επί την ανδρικήν τελειότητα».
Συγχρόνως αλλοιώνεται πνευματικώς και κατά την αναλογίαν της εργασίας του «έτι καθαίρεται αύθις, λαμπρύνεται, φωτίζεται και μυστηρίων μεγάλων αποκαλύψεις καταξιούται οράν, ών ουδείς ποτέ είδε το βάθος». Τότε ο άνθρωπος αποκτά καινές αισθήσεις, δεν ακούει ανθρώπου φωνή «αλλά μόνον του ζώντος Λόγου».
Αυτού ακούει και κατασπάζεται, «τούς δε γε λοιπούς των ανθρώπων άπαντας λόγους ακούει μεν ου προσδέχεται δέ» και παραμένει ως προς αυτούς «ωσεί κωφός ουκ ακούων –καίτοι γε ακούων αυτών». Σε αυτήν την κατάσταση αξιούται της ενοικήσεως του Θεού, αφού «ευθύς οικεί ο Θεός εν αυτώ και γίνεται αυτώ πάντα όσα αν θέλοι, μάλλον δε και υπέρ ά θέλει».
Στα ποιήματά του με τίτλο «θείων ερώτων ύμνοι» περιγράφει πολλές καταστάσεις εμπειρίας του ακτίστου φωτός, που αξιώθηκε να έχη, στις οποίες φαίνεται ότι δεχόταν την δόξαν του Θεού και όλο του το σώμα λαμπρυνόταν, καθώς επίσης ότι μέσα στην καρδιά του και σε όλο του το σώμα αισθανόταν μια ολόκληρη ζωή που υπερέβαινε τον θάνατον.
Ο άγιος Συμεών έχει την βαθυτάτη αίσθηση ότι η εμπειρία που απολάμβανε ήταν η ίδια εμπειρία που είχαν ο Αρχιδιάκονος Στέφανος και ο Απόστολος Παύλος.
Ευχαριστεί τον Θεόν γιατί με την εμπειρία του ακτίστου φωτός που του έδωσε τον κατέστησε «ίσον τοις αποστόλοις σου (Του) και πάσι τοις αγίοις». Κατά την διάρκεια της θεωρίας του φωτός λάμπει το πρόσωπό του και όλα τα μέλη του σώματος του γίνονται φωτοφόρα. Έχοντας δε τον Θεό μέσα του ο άγιος Συμεών αποκτά το αίσθημα της αθανασίας, γι’ αυτό διαβεβαιώνει:
«Εγώ δεν πάλιν, ο βροτός και μικρός εν τω κόσμω,
εντός μου όλον καθορώ τον ποιητήν του κόσμου,
καί οίδα, ως ου θνήξομαι ένδον ζωής τυγχάνων,
καί όλην έχω την ζωήν βλυστάνουσαν εντός μου·
εν τη καρδία μου εστίν, εν ουρανώ δ’ υπάρχει,
ώδε κακεί οράταί μοι επίσης απαστράπτων».
Φαίνεται καθαρά από τα κείμενα των φορέων της αποκαλύψεως, των θεουμένων, ότι δεν υφίσταται διάκριση μεταξύ στρατευομένης και θριαμβευούσης Εκκλησίας από απόψεως χρόνου, ότι δηλαδή, η λεγομένη στρατευομένη Εκκλησία συνδέεται με τους Χριστιανούς που ζουν πριν τον θάνατό τους, και η λεγομένη θριαμβεύουσα Εκκλησία είναι εκείνη στην οποία εισέρχονται οι άγιοι μετά τον βιολογικό θάνατό τους.
Η αποδοχή μιας τέτοιας διακρίσεως, σύμφωνα με την οποία η ψυχή ενός αγίου εισέρχεται στην λεγομένη θριαμβεύουσα Εκκλησία, ενώ το σώμα που βρίσκεται θαμμένο στην γη και δεν συμμετέχει στην λεγομένη θριαμβεύουσα Εκκλησία, στην πραγματικότητα υιοθετεί την πλατωνική διάκριση μεταξύ φύσει αθανάτου ψυχής και φύσει θνητού σώματος.
Το γεγονός είναι ότι, όσοι βιώνουν κατά διαφόρους βαθμούς την θέωση από την ζωή αυτήν, συμμετέχουν στον θρίαμβο του Χριστού εναντίον του θανάτου, της αμαρτίας και του διαβόλου, τον οποίο θρίαμβο θα ζήσουν σε μια πληρότητα μετά την ανάσταση των σωμάτων τους.
Μέσα στην θεία Λειτουργία ζη κανείς αυτόν τον θρίαμβο και πολλές φορές η λατρεία και ιδίως η θεία Λειτουργία, γίνεται ένα παράθυρο για μέθεξη μεγαλύτερης δόξας. Γι’ αυτό ο αείμνηστος π. Πορφύριος, ένας εξαγιασμένος σύγχρονος ιερομόναχος, έκανε πολλές φορές λόγο για την άκτιστη Εκκλησία στην οποία ζουν οι άγιοι.
Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου