Πέμπτη 23 Ιουνίου 2016

Ποτέ δεν αφήνει ο Θεός ή μάλλον δεν φορτώνει περισσότερον από ό,τι δύναται να σηκώση ο άνθρωπος...


Εις όλας τας περιστάσεις άνω έχε το νοερόν όμμα της ψυχής, όθεν και η βοήθεια θα έλθη. Μην απελπίζου ό,τι και αν συμβή, κατά τον πειρασμόν και η έκβασις ακολουθεί. 

Ποτέ δεν αφήνει ο Θεός ή μάλλον δεν φορτώνει περισσότερον από ό,τι δύναται να σηκώση ο άνθρωπος. Εάν οι άνθρωποι τούτο ποιούσι, πόσον μάλλον ο αγαθός Θεός, ο Οποίος δια τον άνθρωπον έχυσε το Πανάγιόν Του Αίμα επί του Σταυρού! 

Δια των θλίψεων των προσκαίρων, τας οποίας υπομένουν οι χριστιανοί η αλήθεια είναι ότι εξαγοράζουν την μελλοντικήν, την αιώνιον χαράν και ανάπαυσιν. Ποτέ, ποτέ να μη μακαρίζωμεν εκείνους τους ανθρώπους, που έχουν εδώ εις την γην αναφαίρετον χαράν και ειρήνην, μάλλον να τους λυπούμεθα, διότι η πρόσκαιρος χαρά, θα τους γίνη πρόσκομμα δια την μέλλουσαν ζωήν. 


Ο Θεός είναι ελεήμων μα και δίκαιος, ελεήμων δια την παρούσαν ζωήν, μετά θάνατον δικαιοκρίτης, δεν δύναται τους θλιβομένους χριστιανούς-μα χριστιανούς τη αληθεία, όχι με όνομα μόνον- να τους δώση και αιώνιον στενοχωρίαν, αλλά εκεί θα τους δώση χαράν αναφαίρετον, την οποίαν ουδείς θα δυνηθή να τους την αφαιρέση, δεν ημπορεί από κόλασιν εις κόλασιν να εμβάλη ο Θεός τον άνθρωπον. Χαίρε λοιπόν εσύ μάλλον, παρά να λυπήσαι, διότι σε ηξίωσεν ο Θεός να πάσχης πρόσκαιρα, δια να σε αναπαύση αιώνια.

Η αιώνιος χαρά επιφυλάσσεται μόνον δια τους λυπημένους χριστιανούς. Ο Κύριος εις το ιερόν Ευαγγέλιον λέγει περί του πλουσίου και του Λαζάρου: «είπεν Αβραάμ προς τον πλούσιον: τέκνον, μνήσθητι ότι απέλαβες συ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου και Λάζαρος ομοίως τα κακά, νυν δε ώδε παρακαλείται, συ δε οδυνάσαι!» ( Λουκ. 16,25 ). 

Προσωποληψίαν ποτέ δεν ποιεί ο Θεός, αλλά κατά δίκαιον λόγον, ούτω θα ποιήση. Εάν θα ρίψης ένα βλέμμα εις τους βίους των αγίων, θα ίδης όλο πειρασμούς, θλίψεις, στενοχωρίας, ούτω διήνυσαν την ζωήν των. Ουδείς τρυφηλός θα εισέλθη εις την κατοικίαν την αιώνιον, όπου είναι πεπληρωμένη ανεκλαλήτου χαράς, αλλά όσοι εθλίβησαν και υπέμειναν δια τον Θεόν, ίνα φυλάξωσιν τας εντολάς Του.

Λέγει ο Κύριος: «Εν τω κόσμω θλίψιν έξετε, αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» ( Ιωάν. 16,33 ). Ένας Θεός όπου ήλθεν εις την γην, εις όλην την ζωήν Του είχε κόπους και πόνους, και τέλος που κατέληξε; Επί Σταυρού κρεμάμενος, ως επικατάρατος, ίνα τον φραγμόν της κατάρας καταρρίψη.

Αι φοβεραί οδύναι εστένωσαν την καρδίαν του Θεανθρώπου και έκραζε: «Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τι με εγκατέλιπες»! Η γη εσείετο, και το καταπέτασμα του Ναού εσχίσθη εις το μέσον αισθητώς βλεπόμενα, αλλά νοερώς εσείετο και κατεκρημνίζετο εις τέλος το απόρθητον τείχος της κατάρας, το αναμέσον Θεού και ανθρώπου, και εκπνεύσας ο Ιησούς, ηνώθησαν τα πριν διεστώτα και ο άνθρωπος έγινεν όχι απλώς φίλος Θεού, αλλά έλαβε συγγένειαν, έλαβε την χάριν της υιοθεσίας, «κληρονόμος μεν Θεού, συγκληρονόμος δε Χριστού». 

Διότι ο άνθρωπος έδωκε την Παναγίαν Παρθένον εις Μητέρα προς τον Υιόν, αλλά και ο Χριστός εξ αγνών αιμάτων της έλαβε σάρκα και αύτη η ανθρωπίνη σάρκα θεωθείσα εκάθισε δεξιά του Θεού και Πατρός, και οράται ο Θεός εις τους ουρανούς και προσκυνείται και υπό ανθρωπίνην φύσιν από τους αγγέλους. Βλέπεις που ανέβη το ανθρώπινον γένος; Κατά χάριν θεοί! 

Και χωρίς στενοχωρίας δύναται κανείς να φθάση εκεί; Θα στενοχωρηθώμεν, θα θλιβώμεν, αλλά μίαν ημέραν θα λήξουν και θα λησμονηθούν όλα, αμέσως η αιώνιος Χαρά θα ανοίξη διάπλατα τας τρυφεράς αγκάλας και θα φωνάξη: «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι (θλίψεων), καγώ αναπαύσω υμάς» ( Ματθ. 11,28 ). 

Εις κάθε σου πράξιν και ενέργειαν ή εν λόγω ή κατά διάνοιαν, σκέψου ότι παρών ευρίσκεται ο Θεός, ο Οποίος τας βλέπει και μίαν ημέραν θα τας κρίνη. Από αυτήν την σωτήριον μελέτην γεννάται ο θείος φόβος, ο οποίος προξενεί μεγίστην ωφέλειαν, «προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου δια παντός, ότι εκ δεξιών μου εστίν, ίνα μη σαλευτώ», έλεγεν ο προφήτης Δαυίδ (Ψαλμ. 15,8 ). «Λύχνος τοις ποσί μου ο Νόμος σου και φως ταις τρίβοις μου» (Ψαλμ. 118,105 ). 

Προξενεί δε και ταπείνωσιν. Ώστε η ταπεινοφροσύνη δεν γεννάται μόνον εκ πειρασμών και δοκιμασιών, αλλά γεννάται και από την πνευματικήν μελέτην και από την επίγνωσιν της ασθενείας μας. Σκέπτεται κανείς πόσον αδύνατος είναι ο άνθρωπος, ώστε να μη δύναται να ποιή το αγαθόν, καίτοι υπάρχει εσπαρμένον μέσα εις την φύσιν του, το κακόν αντιθέτως πολύ εύκολα το ποιεί, καίτοι υπάρχει παρείσακτον. 

Ο άνθρωπος θέλει να ευαρεστήση εις τον Θεόν, αλλά εάν δεν συνεργήση η χάρις του Θεού, το καλόν που κάνει δεν είναι καλόν, και, αν θελήση να κοπιάση, εάν δεν βοηθήση ο Θεός, εις μάτην η θέλησις και ο κόπος. Σκεπτόμενος ο άνθρωπος το παρελθόν του, όταν δεν εγνώριζε τον Θεόν, πόσον ημάρτανε, συντρίβεται, ταπεινώνεται, κλαίει, ζητεί συγχώρησιν και διαλογίζεται: «Εάν και τώρα με αφήση η χάρις του Θεού, δύναμαι να πράξω χειρότερα», οπότε ένας φόβος αναμεμειγμένος με ταπείνωσιν περιτειχίζει την ψυχήν. Αύτη η μελέτη λέγεται επίγνωσις της ασθενείας του ανθρώπου, οπότε καρπούται ταπείνωσιν και ωφέλειαν, άνευ κόπου και θλίψεων. 

Ναι, έρχονται αι δικιμασίαι, αλλά αι περισσότεραι πέμπονται δια την υπερηφάνειαν, όταν κανείς ευρίσκεται εις κατάστασιν ταπεινώσεως, θα είναι ολιγώτεραι και ελαφραί. 

Αλλά ο άνθρωπος πρέπει να είναι έτοιμος ως καπετάνιος, που περιμένει μετά την γαλήνην, τρικυμίαν. Όταν κανείς προσδοκά κάτι, δεν του φαίνεται παράδοξον, όταν έλθη, διότι το επερίμενε, ούτω πρέπει να είναι έτοιμος ο άνθρωπος πάντοτε, ίνα, όταν έλθη, μη στενοχωρηθή. 

Αλλά είναι δυνατόν, παιδί μου, να μη δοκιμάσωμε στενοχωρίαν, αφού από την στενοχωρίαν, από την θλίψιν αυτήν θα κληρονομήσωμεν τα αιώνια, τα ατελεύτητα αγαθά «α οφθαλμός ουκ είδεν και ους ουκ ήκουσεν και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν Αυτόν»; ( Α΄ Κορ. 2,9 ).


Γέροντας Εφραίμ Φιλοθεΐτης