Θα σας διηγηθώ την ιστορία μιας γλυκιάς και τρυφερής μανούλας και ειλικρινά θα ευχόμουν όλες οι μανούλες του κόσμου να ήταν σαν κι αυτή. Δέκα η ώρα το πρωί, περιοχή της Νίκαιας. Μια μαυροφορεμένη γυναίκα με σταματάει.
-Μπορώ να καθίσω μπροστά παιδί μου, γιατί ζαλίζομαι πίσω και με πονούν τα πόδια μου;
Μου το είπε τόσο γλυκά, που με την ίδια γλύκα στη φωνή μου της απάντησα:
-Βεβαίως και μπορείτε. Κάθισε σιγά-σιγά.
-Σ” ευχαριστώ παιδί μου, την ευχή του Θεού να έχεις!
Είδα τα χεράκια της και τα ποδαράκια της πρησμένα, πολυδουλεμένα, μα η μορφή της έμοιαζε αγίας.
-Πού πάμε; τη ρώτησα.
-Παιδί μου, θα με πας μέχρι το Κρατικό Νοσοκομείο Αθηνών; Όμως στρίψε από δω.
-Μα, από δω πάει Πειραιά, της είπα.
-Δεν πειράζει, παιδί μου, κάνε κύκλο.
-Θέλετε να αποφύγουμε κάποιον, να μη σας δει;
-Ναι, παιδί μου…
Έστριψα δεξιά.
-Ξέρεις, κόρη μου, λίγο πιο πέρα είναι το μαγαζί του γιου μου και δεν θέλω να με δει, γιατί μου είπε να τον πάρω τηλέφωνο, όταν θα πάω στον γιατρό, για να με πάει εκείνος. Εγώ όμως δεν θέλω να τους ενοχλώ, να τους γίνομαι βάρος. Έχω καλά παιδιά και καλές νύφες, μα έχουν οικογένεια και πρέπει να το σέβομαι αυτό.
Μιλούσε αργά, αλλά σοφά. Ήταν γύρω στα εβδομήντα πέντε με ογδόντα.
-Μιλήστε μου για την ζωή σας, για τα παιδιά σας: μου αρέσει να σας ακούω να μιλάτε.
-Τι να σου πω, κόρη μου;
-Ό,τι θέλετε.
Έτσι ξεκίνησε να μου λέει την ιστορία της. Μου μίλησε για τον τόπο της, την ιστορική Δημητσάνα, για τα ωραία μα και συνάμα σκληρά παιδικά χρόνια που πέρασε πιο πανέμορφο και δοξασμένο χωριό της. Μου είπε για το Λούσιο ποταμό με τα κρυστάλλινα νερά του, τα έλατα στα γύρω βουνά, όλα τα λουλούδια που φύτευαν οι Δημητσανίτες, στους κήπους τους, τα μοναστήρια, το κρυφό σχολειό, τους μπαρουτόμυλους, για τους σπουδαίους άνδρες που γέννησε, όπως τον Πατριάρχη τον Άγιο Γρηγόριο τον Ε΄, το Δεσπότη Παλαιών Πατρών Γερμανό, καθηγητές πανεπιστημίου, εμπόρους και πολλούς άλλους. Η κάθε οικογένεια της Δημητσάνας έχει βγάλει τουλάχιστον έναν ήρωα, σε όλους τους αγώνες της πατρίδας μας ενάντια στους κατακτητές.
Μου μίλησε ακόμα και για το σκληρό πατέρα που είχε.
-Θα σου πω και κάτι, που θα γελάσεις παιδί μου, όμως εμείς τότε κλαίγαμε…
Ένα βράδυ ήμασταν μαζεμένοι όλα τα παιδιά και οι γονείς μας που είχαν γυρίσει από το χωράφι κουρασμένοι- τα κορίτσια και η μητέρα ετοιμάζαμε τραπέζι. Της μητέρας της έπεσε το πιάτο με το φαγητό και το γιατί σκόνταψε. Ο πατέρας θύμωσε πολύ, ήταν πολύ νευρικός. Πήγε στο κατώι, έφερε ένα τσουβάλι, έβαλε τη μητέρα μέσα, την κρέμασε στον ώμο του και τράβηξε προς τον γκρεμό. Ούτε τ” αδέλφια μου ούτε εμείς τα κορίτσια μπορούσαμε να πούμε λέξη.
Στον δρόμο που πήγαινε, τον είδε ένας γείτονας.
«-Πού πας Μπάρμπα-Λάμπρο;» τον ρώτησε.
«-Πάω προς τον γκρεμό».
«-Τι να κάνεις; Σκουπίδια έχει το τσουβάλι;»
«Όχι, έχω τη γυναίκα και πάω να την πετάξω στον γκρεμό».
«-Γιατί, τι σου έκανε;»
«Έσπασε ένα πιάτο που είχε μέσα φαγητό».
«Έλα, βρε μπάρμπα – Λάμπρο, γι” αυτό τον λόγο πάς να ρίξεις τη γυναίκα σου στον γκρεμό; Συγχώρεσέ την».
«-Λες να τη συγχωρέσω;»
«-Ε, βέβαια!» Και έτσι τη γύρισε πίσω και σώθηκε η μητέρα!
Μου φάνηκε πολύ περίεργο αυτό το περιστατικό και με έπιασαν τα γέλια.
-Τώρα γελάω και εγώ που το συζητάω, όπως και όταν το διηγούμαι στα εγγόνια μου. Τότε όμως τα δάκρυα δεν έφευγαν από τα μάτια και απ” την καρδιά μου η προσευχή.
-Εσείς είχατε καλό σύζυγο;
-Αχ, παιδάκι μου, ίδια τύχη με τη μανούλα μου είχα. Βλέπεις τούτα τα χέρια; Είναι έτσι από τα ξενοπλυσίματα του κόσμου και από τα χωράφια.
-Ο σύζυγος τι δουλειά έκανε;
-Ο σύζυγος ήταν ολημερίς στο καφενείο, μου έπαιρνε τα λεφτά και τα πήγαινε εκεί. Αλλά ο καλός Θεούλης τον πήρε γρήγορα κοντά Του και ησύχασα.
-Πόσα παιδιά έχετε;
-Έχω τέσσερα αγόρια, ζωή να έχουνε. Είναι καλά παιδιά. Μα έχω και πολύ καλές νυφάδες. Τις αγαπάνε τα παιδιά μου, μα και εκείνες τους λατρεύουν. Έχουν ωραίες οικογένειες, χριστιανικές. Μόνο ο ένας γυιός μου με πίκρανε. Και με πίκρανε πολύ.
-Καλή μου κυρία, τι ήταν αυτό το σοβαρό, που έκανε ο γυιός σας και σας πίκρανε τόσο πολύ;
-Αχ, κοπέλα μου! παντρεύτηκε μόλις απολύθηκε από φαντάρος ένα κοριτσάκι δεκαεννέα ετών, ένα καλό κορίτσι! Κάνανε κι ένα κοριτσάκι. Μετά τη γέννα, ο γυιός μου έφυγε στα καράβια, αυτή είναι η δουλειά του, ναυτικός. Όμως, ένας φίλος του του έστειλε ένα γράμμα πως η γυναίκα του έχει βρει άλλον άντρα. Ο γυιός μου, μόλις διάβασε το γράμμα, γύρισε πίσω, χωρίς να ειδοποιήσει τη γυναίκα του και την έπιασε με τον άλλον. Ε, μαλώσανε, πήρε τη βαλίτσα του και ήρθε σε μένα.
«-Καλώς το παιδί μου! Γιατί, αγόρι μου, ήρθες τόσο γρήγορα πίσω και πρώτα σε μένα; Γιατί δεν πήγες στη γυναίκα σου και στο παιδί σου; Αυτό δεν είναι σωστό που έκανες. Άντε, πήγαινε στο σπίτι σου».
«-Όχι μάννα, χώρισα με την γυναίκα μου».
«-Χώρισες; Γιατί;» Και μου είπε τι έγινε.
«-Παιδί μου, ο Χριστός θυσιάστηκε για εμάς, για τις αμαρτίες μας, που είναι πάρα πολλές και μας συγχώρεσε. Και συ δεν μπορείς να συγχωρέσεις ένα μικρό σφάλμα της γυναίκας σου; Κοριτσάκι είναι, έπεσε σε ένα λάθος, θα την κρεμάσουμε; Αν το έκανες εσύ αυτό, δεν θα ήθελες να σε συγχωρέσει; Άντε, αγόρι μου, στη γυναίκα σου και στο παιδί σου και ξέχασε ό,τι έγινε. Και μάθε ότι στη ζωή σου να συγχωρείς, για να συγχωριέσαι. Άντε, αγόρι μου, στην ευχή του Θεού και της Παναγίας».
«-Όχι μάννα! Αν δεν την έβλεπα με τα μάτια μου, θα την συγχωρούσα, τώρα δεν μπορώ».
«-Παιδί μου κάνε ό,τι σε φωτίσει ο Θεός», του είπα.
Έχω μείνει άναυδη, δεν μπορώ να αρθρώσω λέξη. Πέρασε αρκετή ώρα, για να μπορέσω να μιλήσω.
-Και τι έγινε, χώρισε τελικά;
-Ναι, παιδί μου, χώρισε. Όμως εγώ δεν άφησα την κόρη μου έτσι… Ήμουν και είμαι κοντά της και ό,τι χρειάζεται είμαι δίπλα της.
-Ο υιός σας τώρα πού είναι;
-Ξαναπαντρεύτηκε, έχει δυο κορούλες και μια πρώτη τρεις. Πήρε καλό κορίτσι πάλι. Όλες μου οι νύφες είναι κόρες μου, τις αγαπώ πολύ. Πάντα έλεγα στα παιδιά μου να αγαπούν και να σέβονται τις γυναίκες τους, για να είναι ευτυχισμένοι. Δόξα τω Θεώ, όλα είναι καλά. Είσαι παντρεμένη, κόρη μου;
-Όχι.
-Ε, δεν πειράζει, ό,τι θέλει ο καλός Θεός μας. Να τον αγαπάς τον Θεό, κόρη μου.
-Τον λατρεύω, καλή μου!
Θεέ μου, Σ’ ευχαριστώ, που μου έστειλες στο δρόμο μου αυτήν την άγια γυναίκα, είπα μέσα μου.
Φτάσαμε στο νοσοκομείο, κατέβηκε από το ταξί, μα πριν φύγω, την είδα πως με το ζόρι περπατούσε. Χωρίς πολλή σκέψη, παρκάρισα όπου βρήκα το ταξί, κατέβηκα, έτρεξα κοντά της, την κράτησα από το χέρι και πήγαμε μαζί στο γιατρό.
Τελειώσαμε και τη γύρισα σπίτι της. Δεν μπορώ να σας μεταφέρω, οι ευχές που έβγαιναν από τα χείλη της και από την καρδιά της, πόση αγάπη είχαν!
Συχνά από τότε έρχεται στο νου μου αυτή η σπάνια, τρυφερή και γλυκιά ύπαρξη, που η καρδιά της, φωτισμένη από το θείο φως, σκόρπιζε γύρω της απλόχερα αληθινά θεϊκή αγάπη!
Από το βιβλίο: «Ταξιδεύοντας στα τείχη της πόλης»,
της Μακαριστής μοναχής Πορφυρίας
ΑΘΗΝΑ 2010
Κεντρική διάθεση Νεκτάριος Δ. Παναγόπουλος