Η 1η Ιανουαρίου καθιερώθηκε ως πρώτη του έτους από τον Αυτοκράτορα της Ρώμης Ιούλιο Καίσαρα, που μεταρρύθμισε το Ημερολόγιο το 45 π.Χ. Μέχρι τότε πρωτοχρονιά στη Δύσι εθεωρείτο η 1η Μαρτίου. Κατά τη Βυζαντινή περίοδο η χρονολόγησι γινόταν με βάσι το υποτιθέμενο έτος κτίσεως του κόσμου και τις Ινδικτιώνες, ενώ πρωτοχρονιά ήταν η 1η Σεπτεμβρίου, ήδη από το 312 μ.Χ., βάσει διατάγματος του Αγίου Κωνσταντίνου του Μεγάλου.
Αυτή την 1η Σεπτεμβρίου καθαγίασε κ’ η Εκκλησία μας ως αρχή του νέου έτους, κι αυτήν τιμά λειτουργικώς μέχρι σήμερα. Ο Άγιος Ιερομάρτυς Κύριλλος Λούκαρις, κατά την β πατριαρχεία του στον Οικουμενικό Θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, το 1623, καθιέρωσε την χρονολόγησι από θεογονίας (δηλ. από της Γεννήσεως του Χριστού), αντί της από κοσμογονίας που ίσχυε και σε μας ως τότε. Εκκλησιαστική Πρωτοχρονιά όμως παρέμεινε η 1η Σεπτεμβρίου.
Η ακολουθία της 1ης Σεπτεμβρίου στο Μηναίο είναι άμεσα και απόλυτα συνδεδεμένη με το νέο έτος. Διαβάζουμε στο Συναξάρι: «Τη Α τοῦ μηνός Σεπτεμβρίου, Αρχή της Ινδίκτου, ήτοι του νέου έτους. Ίνδικτον ημίν ευλόγει νέου χρόνου, ω και Παλαιέ, και δι’ ανθρώπους Νέε». Γι’ αυτό στο Οικουμενικό Πατριαρχείο την 1η Σεπτεμβρίου γίνεται επίσημη τελετή ευλογίας του νέου χρόνου.
Ο Πατριάρχης χοροστατεί μαζί με τη Σύνοδο και όλους τους παρευρισκόμενους Μητροπολίτες κατά τη Θεία Λειτουργία. Η περίπυστη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Παμμακαρίστου έχει κατέβει από το μόνιμο προσκυνητάρι της πίσω από τον δεξιό χορό κι έχει τοποθετηθή μπροστά στα «ηγεμονικά στασίδια» στον σολέα, στεφανωμένη με άνθη της εποχής. Μετά την απόλυσι της Λειτουργίας, ο Πατριάρχης φοράει επιτραχήλι κι ωμοφόριο, βάζει «Ευλογητός…», ψάλλονται ύμνοι κατάλληλοι, γίνεται δέησι «υπέρ των χειμαζομένων του Θεού Εκκλησιών, του φωτισμού και αγαθών επινεύσεων των ισχυρών της γης, και του ευλογηθήναι τον στέφανον του νέου ενιαυτού της χρηστότητος του Κυρίου».
Κατόπιν ο Αρχιγραμματεύς με τον Υπογραμματέα φέρνουν τον επίσημο Κώδηκα που περιέχει την Πράξι της Ινδίκτου κι ο Πατριάρχης αναπέμπει την ειδική ευχή ευλογίας και αγιασμού του νέου έτους κ’ ύστερα κατεβαίνει, κάνει τρεις μετάνοιες στην εικόνα της Παμμακαρίστου, προσκυνά, ασπάζεται και το Ευαγγέλιο που κρατάει ο Μέγας Εκκλησιάρχης, και κατόπιν κάθεται και υπογράφει στον Κώδικα την Πράξι ευλογίας της Ινδίκτου (νέου έτους), ευλογεί τον λαό με το τρικέρι και ψάλλεται ο πολυχρονισμός του.
Ένας – ένας οι αρχιερείς κατεβαίνουν από τα στασίδια τους, προσκυνούν την Παμμακάριστο, περιβάλλονται επιτραχήλι κι ωμοφόριο, ασπάζονται το Ευαγγέλιο, κάθονται και υπογράφουν κι αυτοί στον Κώδηκα με τη σειρά τους κι ασπάζονται τον Πατριάρχη ανταλάσσοντας ευχές για το νέο έτος.
Οι χοροί ψάλλουν τα ιδιόμελα των αίνων: «Προαιώνιε Λόγε του Πατρός, ο εν μορφή Θεού υπάρχων και συστησάμενος την κτίσιν εκ του μη όντος εις το είναι• και καιρούς και χρόνους εν τη ιδία εξουσία θέμενος, ευλόγησον τον στέφανον του ενιαυτού της χρηστότητός σου…», «Η βασιλεία Σου, Χριστέ ο Θεός, βασιλεία πάντων των αιώνων, και η δεσποτεία Σου εν πάση γενεά και γενεά• πάντα γαρ εν σοφία εποίησας, καιρούς ημίν και χρόνους προθέμενος…», «Αι πορείαι Σου, ο Θεός, αι πορείαι σου μεγάλαι και θαυμασταί…» Όντως, ουράνια απηχήματα, που θάλεγε κι ο Κόντογλου! Μεγαλείο, κατάνυξι, ατμόσφαιρα χάριτος, που αξίζει να τη ζήσει κανείς έστω και μια φορά στη ζωή του!
Παρά ταύτα, επειδή στις ημέρες μας έχει πια ολοκληρωτικά επικρατήσει η αρχαία ρωμαϊκή πρωτοχρονιά του Ιουλίου Καίσαρος, γι’ αυτό σιωπηλά και κατ’ οικονομίαν η Εκκλησία την ανέχθηκε, και καθιέρωσε μάλιστα, αρχής γενομένης από την Αυτοκέφαλο Εκκλησία της Ελλάδος, να τελείται την 1η Ιανουαρίου επίσημη Δοξολογία «επί τη εισόδω εις το νέον έτος», κι εμείς ανταλλάσσουμε ευχές.
Αν οι αρχαίοι εθνικοί, οι ειδωλολάτρες, γιόρταζαν την 1η Ιανουαρίου με θυσίες, μεθύσια, μεταμφιέσεις, τυχερά παιχνίδια και όργια, κι αν κάποιοι σημερινοί λεγόμενοι Χριστιανοί ακολουθούν ανάλογη πρακτική με χαρτοπαίγνια, ρουλέτες και ξενύχτια στα καζίνα και στις λέσχες του «τζόγου», η με ποδαρικά, δεισιδαιμονίες, μεθύσια, ακολασίες κι εξωφρενισμούς, οι πιστοί χρωστούμε να υποδεχόμαστε τον καινούργιο χρόνο με την επιβαλλόμενη σεμνότητα και σοβαρότητα, και με ευχαριστία προς τον Θεό που μας τον χαρίζει.
«Ευσχημόνως περιπατούντες, μη κώμοις και μέθαις, μη κοίταις και ασελγείαις, μη έριδι και ζήλω», όπως θα συνιστούσε ο άγιος Απόστολος Παύλος (Ρωμ. 13, 13). Με περισυλλογή και τίμιο λογαριασμό των πεπραγμένων μας κατά το προηγούμενο έτος. Με μετάνοια για όσα άτοπα και άθεσμα εκάμαμε και είπαμε και για όσα καλά και θεάρεστα παραλείψαμε να κάνουμε. Με καλό λογισμό και θεοφιλείς αποφάσεις για καλή χρήσι του νέου έτους ως «καιρού», δηλ. ευκαιρίας για αγιασμό και σωτηρία, για περισσότερη συνέπεια στα χριστιανικά μας χρέη απέναντι στο Θεό, στους συνανθρώπους μας, στο περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούμε, και στον ίδιο τον εαυτό μας. Για φιλότιμες προσπάθειες να βιώσουμε την Ορθόδοξη πίστι μας και τις όμορφες παραδόσεις του ευσεβούς Γένους μας, ακολουθώντας τα ίχνη των πατέρων μας και των Αγίων.
Πολλοί που χαιρετούν την ανατολή της μιας χρονιάς, δεν προλαβαίνουν να καλωσωρίσουν την αυγή της επομένης. Μεσολαβεί το έκτακτο δρομολόγιο για την αιωνιότητα, κι όλοι περιμένουμε το ξαφνικό κάλεσμά μας …από το μεγάφωνο!. Γι’ αυτό και κάπου πρέπει να μας συνέχη ο ένθεος φόβος. Όχι για να μαραζώνουμε και να μας λειώνη η θλίψι για το «μοιραίον», μα για να φιλοτιμούμαστε και να εξαγοράζουμε με σύνεσι τον καιρό, όπως μας προτρέπει ο ουρανοδρόμος Απόστολος Παύλος: «Βλέπετε ουν πως ακριβώς περιπατείτε, μη ως άσοφοι, αλλ’ ως σοφοί, εξαγοραζόμενοι τον καιρόν, ότι αι ημέραι πονηραί εισιν» (Εφεσ. 4, 15-16).
Να εξαγοράζουμε τον καιρό με τη λογική του Χριστού. Με προσευχή και προσοχή σε κάθε μας κίνησι, πράξι η λόγο. Με υπομονή στις θλίψεις, τους πειρασμούς και τα «οϊζυρά και δακρυώδεα» εν γένει της ζωής. Με μακροθυμία σ’ όσους ενεργούν αδικίες εναντίον μας. Με καλλιέργεια της φιλαδελφίας και της αγάπης, που είναι η συγκεφαλαίωσι των χριστιανικών αρετών. Με λιβανισμένη και λειτουργημένη ζωή, που θα μας συνδέη δια των ιερών Μυστηρίων με την πηγή της ζωής και της αθανασίας, τον Χριστό.
Η 1η Ιανουαρίου είναι και η ημέρα της μνήμης του Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου, Αρχιεπισκόπου Καισαρείας της Καππαδοκίας. Ενός από τους υψηλότερους και σταθερότερους στύλους της Εκκλησίας και της Θεολογίας, που στη μεν προσωπική του ζωή «τα των ανθρώπων ήθη κατεκόσμησε» («νόμος αρετής» ήταν η ζωή του κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο ), με τη διδασκαλία του δε «θεοπρεπώς εδογμάτισε».
Η μελίρρυτη διδαχή του, τα θεόσοφα συγγράμματά του και το ηλιόφωτο παράδειγμά του, μας φανερώνουν εναργέστατα τα θεία μυστήρια και μεγαλεία του νοητού ουρανού, δηλ. της Βασιλείας του Θεού, γι’ αυτό και άξια ονομάσθηκε «Ουρανοφάντωρ».
Τελείται μάλιστα και η Λειτουργία που ο ίδιος συνέταξε, στην οποία, μετά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων, την ώρα που είναι ορθάνοιχτα τα ουράνια κ’ η γη έχει γίνει ουρανός με την αναίμακτη θυσία μας και την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος, εκεί, μπροστά στο άγιο θυσιαστήριο, καταπρόσωπο στο Σώμα και το Αίμα του Χριστού, ανάμεσα στα πολλά αιτήματα που αναφέρει ο λειτουργός, δέεται: «Ευλόγησον τον στέφανον του ενιαυτού της χρηστότητός Σου». Δηλ. Κύριε, ευλόγησε τον κύκλο της χρονιάς που μας χαρίζει η αγάπη Σου!
Ο Άγιος Βασίλειος, περιττεύει και να το σημειώσουμε, δεν έχει καμμιά σχέσι μ’ εκείνον τον κοκκινοφορεμένο χοντρούλη γέροντα που σκαρφίστηκε ο γελοιογράφος Thomas Nast στις ΗΠΑ το 1863 και τον «ετελειοποίησε» ο ομότεχνός του Haddon Sundblom το 1931 για να χρησιμέψη ως διαφημιστικό σήμα της εριτίμου Coca Cola, η οποία και το εθεάτρισε παγκοσμίως.
Ο Σάντα Κλως ή Φάδερ Κρίστμας ή Μπαμπά Νοέλ (υπάρχει, βλέπετε, και η τουρκική «εκδοχή»!) με τους ταράνδους του, τα έλκυθρά του, τις σακκούλες με τα παιχνίδια, τις καθόδους από τις καμινάδες κ.λπ. κ.λπ., είναι απλώς ένα κακόγουστο εμπορικό κατασκεύασμα, προοριζόμενο αποκλειστικώς και μόνο για αλισβερίσι και μπεζαχτά. Τίποτε περισσότερο!
Ο Άγιος Βασίλειος ήταν ένας ωχρός ξερακιανός ασκητής, ολότελα σαρακοστινός, λειωμένος από τη νηστεία, τις μετάνοιες και τις αγρυπνίες! Ένας ασυμβίβαστος με οποιαδήποτε κοσμικότητα και ανθρώπινη ανάπαυσι μοναχός, που μάλιστα πέθανε νεώτατος, σαρανταεννέα μόλις χρόνων, εξουθενωμένος από την υπερβολική άσκησι και εξαντλητική εργασία, και τον έκλαψε με απαρηγόρητους θρήνους όλη η Χριστιανοσύνη!
Αυτός ο άνθρωπος της προσευχής, της εγκρατείας, της παρθενίας, της νηστείας, της εντελούς αυταπαρνήσεως, της μελέτης των Γραφών, της υπομονής, του κατά Θεόν πένθους και της υψηλής πνευματικής θεωρίας, της σπάνιας αγιότητος, ήταν μια τρυφερότατη καρδιά που την πλήγωνε ο πόνος των ανθρώπων, η φτώχεια τους, η μοναξιά τους κ’ η δυστυχία τους.
Και στάθηκε πατέρας στοργικός του λαού του Θεού κι εσιτοδότησε το ποίμνιό του απλόχερα. Με τη στέρρεα τροφή της απλανούς Θεολογίας και της ευαγγελικής διδαχής. Οργάνωσε τον Μοναχισμό σε υγιείς κοινοβιακές βάσεις. Εδίδαξε με θεϊκό φωτισμό όλες τις αλήθειες που χρειάζεται να ξέρεη κανείς για να βρη τον Θεό του και να σωθή. Εστήριξε την Εκκλησία σε καιρούς χαλεπούς και την προστάτεψε από τους λύκους της αθεΐας και των αιρέσεων.
Από τους διωγμούς του συμπλεγματικού νεοειδωλολάτρη Αυτοκράτορα Ιουλιανού του Αποστάτη, που μαγάρισε το βάφτισμά του και πολέμησε την Εκκλησία, πιστεύοντας, ο παράφρων τύραννος, πως θα μπορούσε να νεκραναστήση το «οδωδός και τυμπανιαίον» πτώμα της δωδεκάθεης αθεΐας του Ολύμπου.
Εδιαφέντεψε τις ανάγκες της Εκκλησίας της Καππαδοκίας (και όχι μόνο!) με τον καλλίτερο τρόπο, κατά το θέλημα του Θεού. Αλλά παράλληλα νοιάστηκε τους γέρους, τους αρρώστους, τους σακάτηδες, τους λεπρούς, τα ορφανά, τους ξεπεσμένους, τους φτωχούς, τις απροστάτευτες χήρες, τους ξένους, τους μοναχικούς, τους παραστρατημένους. Όλους εκείνους που ο κόσμος δεν θέλει να τους ξέρη και να τους θυμάται. Και τους έφτιαξε σπίτι ζεστό, γεμάτο στοργή και χριστιανική αγάπη, γεμάτο φροντίδα και περιποίησι.
Την περίφημη «Βασιλειάδα», πολιτεία ολόκληρη, που έμεινε στην ιστορία ως έργο πρωτοποριακό, όχι μόνο για την εποχή του, που η κοινωνική πρόνοια ήταν έννοια ολότελα άγνωστη ανά τον κόσμο, αλλά και για όλους τους μετέπειτα αιώνες! Κι εκεί, ο ίδιος, με τα αποστεωμένα άγια χέρια του διακονούσε τις χρείες των περιθαλπομένων, καθαρίζοντας τις φυσικές ακαθαρσίες των ανήμπορων και περιποιούμενος με τις πλούσιες ιατρικές γνώσεις του τις πληγές των λεπρών και τ’ αρρωστήματα των ασθενών!
Αυτό το μεγάλο κοινωνικό έργο του Αγίου που μοίρασε ψωμί και χαρά σ’ όσους τα υστερούνταν, μας θυμίζει το έθιμο της Βασιλόπιττας.
Και τηρώντας το, αγιάζουμε την είσοδο του νέου έτους με την υπενθύμισι του κεφαλαιώδους ιερού χρέους της έμπρακτης αγάπης! Άλλο που σήμερα μερικοί τόχουν ολότελα διαστρέψει σε «γκαλά» και κόβουν «βασιλόπιτες» μέχρι τη Μεγάλη Σαρακοστή, «μετά χορών και τυμπάνων».
(«Απολαμβάνω» το τρέξιμο των πολιτικών σε τέτοιες αδιαφόρετες εκδηλώσεις, μάλιστα όταν στην ατμόσφαιρα μυρίζη να πλησιάζουν εκλογές! -Έχω να πάω σε δεκατέσσερεις πίττες σήμερα [τέλη Ιανουαρίου, σημειωτέον!], μου είχε πῆ κάποτε ένας… Κι ο συνειρμός των παραστάσεων μου θύμισε πως στη Σητεία «πίττες» ονομάζουμε τις μούτζες• τα φάσκελα!… Αμαρτία μου εξομολογημένη!…)
Τα Πρωτοχρονιάτικα Κάλαντα, όπως ψάλλονται σε πολλά μέρη, έχουν ένα σωρό ανακρίβειες σχετικά με τον Μέγα Βασίλειο. Αλλού τον παρουσιάζουν αγράμματο, αυτόν που ήταν ένας αληθινός πανεπιστήμονας, η σοφία προσωποποιημένη και κινούμενη επί της γης!
Αλλού τον παρουσιάζουν ζευγολάτη, ακατάδεχτο και άλλες χειρότερες ανοησίες, που φθάνουν συχνά στα όρια της βλασφημίας. Τέτοιας λογής Κάλαντα ας έλλειπαν! Και είναι λυπηρό, ενώ τα Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα είναι συνήθως όμορφα και με ιστορική και θεολογική βάσι, τα Πρωτοχρονιάτικα να είναι από αφελή και ληρώδη μέχρι βλάσφημα! Μια προσπάθεια είχε γίνει από κάποιους λογίους που βυζαντινόφερναν, κι έφτιαξαν Κάλαντα Πρωτοχρονιάς νόστιμα, με όμορφο περιεχόμενο και ηθικοπλαστικά μηνύματα.
Αρχίζουν έτσι:
«Και νέον έτος αριθμεί
η του Χριστού Περιτομή,
και η μνήμη του Αγίου
Ιεράρχου Βασιλείου.
Του χρόνου μας αρχή καλή,
και ο Χριστός μας προσκαλεί
την κακίαν ν’ αρνηθώμεν,
μ’ αρετάς να στολισθώμεν.
Να ζώμεν βίον τέλειον,
κατά το Ευαγγέλιον.
Με αγάπην, με ειρήνην
και με την δικαιοσύνην…»
Αλλ' ας κρατήσουμε τη μορφή και τη ζωή του Μεγάλου Βασιλείου ως «κοινόν αρετής πίνακα και πρόγραμμα σωτήριον» για την προσωπική μας πορεία, κι ας κατακλείσουμε τις γραμμές αυτές, επικαλούμενοι τις υπέρ ημών θεοπειθείς ευχές του Θεοφόρου Πατρός, μ’ έναν πυκνό σε άγια επίκαιρα νοήματα ύμνο της Λιτής της εορτής της Ινδίκτου (1ης Σεπτεμβρίου):
«Ο Πνεύματι Αγίω συνημμένος, άναρχε Λόγε και Υιέ, ο πάντων ορατών και αοράτων συμπαντουργός και συνδημιουργός, τον στέφανον του ενιαυτού ευλόγησον, φυλάττων εν ειρήνη των Ορθοδόξων τα πλήθη, πρεσβείαις της Θεοτόκου και πάντων των Αγίων Σου». Άμποτε!…
Μητροπολίτη Προικοννήσου Ιωσήφ