Θεέ μου Σ’ ευχαριστώ και Σε δοξολογώ, για την ημέρα που μου χάρισες.
Η ζωή μας σηκώνει το αλφαβητάρι του σταυρού μας, μαθαίνουμε την πνευματική ΑλφαΒήτα στο φως της ημέρας και την κάνουμε επανάληψη στον Θεό μέσ’ την σιγαλιά της νύχτας, μεγαλωμένα παιδιά που δεν σταμάτησαν ποτέ να κάνουν αταξίες, τρέχουν, κλαίγοντας στην αγκαλιά της Μάννας Παναγιάς να βρουν στοργή και στα χέρια του Πατρός Θεού να πάρουν την συγχώρεση, απλό είναι το μετερίζι της αναβαίνουσας ζωής μας, το γεμίσαμε λίρες και τζιβαέρια σαν υπερφορτωμένη λατέρνα, χορεύουμε στις μουσικές νότες μιας ασταμάτητης βιωτικής μανιβέλας.
Το ξύπνημα της ημέρας, είναι ευχαριστιακή κατάθεση ψυχής στα πόδια του Παντοκράτορος, ανάταση ζωής στην νέκρωση του φθαρμένου σώματος, ραψωδοί απαγγέλοντες το σάλπισμα της εγερμένης, φωτεινής αυγής, κάθε πρωί που ανατέλλει είναι μια ακόμη πιστωμένη ημέρα για μετάνοια, μια ακόμη ανανέωση χρόνου για άρδην συγχωρητικότητα, τα πρωινά έχουν την μορφή της κατάλευκης αγνότητας που αλλοιώνονται στο διάβα της ημέρας, ροδοκόκκινα μάγουλα νηπίου που χάσκει αφελώς μέσα στην μαυρίλα των μεγάλων, τα παιδιά είναι τα πρωινά της εαλωμένης αθωότητάς μας, οι γαλάζιες ποδιές με τους άσπρους γιακάδες, που δήλωναν τα πλουμιστά κάλλη του αυθόρμητης Καλημέρας στο στόμα τους.
Ξεχάσαμε την Καλημέρα και ασπαστήκαμε την Καληνύχτα, ξημέρωσε η ημέρα στο χαμογελό σου, ανέτειλε ο ήλιος στα διψασμένα μάτια σου, ένας τέτοιος Ήλιος είναι ο Χριστός, κάνει την πίκρα, σιροπιαστό γλυκό στα ροζιασμένα χέρια της μάννας, μετουσιώνει την καρβουνιασμένη καρδιά σε λαμπαδιασμένη φλόγα απαράμιλλης Πίστης.
Πίστη είναι τα πρωινά του Θεού, σμιλεύουμε το αμετανόητο Άλφα και αθλούμαστε βασανιστικά μέχρι το μετανοημένο Ωμέγα, η ζωή μας σηκώνει το αλφαβητάρι του σταυρού μας, μαθαίνουμε την πνευματική ΑλφαΒήτα στο φως της ημέρας και την κάνουμε επανάληψη στον Θεό μέσ’ την σιγαλιά της νύχτας, μεγαλωμένα παιδιά που δεν σταμάτησαν ποτέ να κάνουν αταξίες, τρέχουν, κλαίγοντας στην αγκαλιά της Μάννας Παναγιάς να βρουν στοργή και στα χέρια του Πατρός Θεού να πάρουν την συγχώρεση, απλό είναι το μετερίζι της αναβαίνουσας ζωής μας, το γεμίσαμε λίρες και τζιβαέρια σαν υπερφορτωμένη λατέρνα, χορεύουμε στις μουσικές νότες μιας ασταμάτητης βιωτικής μανιβέλας, κι αν κουραζόμαστε, δεν σταματάμε, άλλος πια διαχειρίζεται τους ρυθμούς της ζωής μας, όταν πάψουμε τον χορό στο σεντόνι του Καραγκιόζη, τότε ίσως μπορέσουμε αληθινά ελεύθεροι, να εναρμονιστούμε στωικά με τις μουσικές των αγγέλων, ν’ ακούσουμε ανεκλάλητα ταξιαρχικούς ψιθύρους την ώρα που η κατάνυξη εξυψώνεται στα άστρα, να σηκωθούμε όρθιοι στο πείσμα των ανέμων, εκπληκτικά όμορφη γυναίκα η Πίστη, την θαυμάζεις ιδεοδώς στην απροσμέτρητη θωριά της, προσέχεις, μην κακοπάθει έστω και για λίγο, είναι άλλωστε τόσο εύθραυστη, συνάμα όμως και τόσο δυνατή, που χάσκεις τ’ όνειρο της αέναης απόκτησής της..
Η Πίστη δεν είναι ζωγραφισμένη στα ντουβάρια και στα βιτρώ των εκκλησιών, δεν εικονίζεται στα καλογυαλισμένα μάρμαρα και στους χρυσαφένιους πολυέλεους, πολύ περισότερο δεν τά’ χει καλά με την χλίδα και τον πλούτο, κουρνιάζει ησύχως σε καταπονημένους γεωργούς των αρετών, στους αγαθούς βιοπαλαιστές της μυστηριακής ζωής, αυτούς, που οι άνθρωποι αποκαλούν ανοήτως λαλημένους και τα βράδυα λιώνει σαν ταμένη, λαμπριάτικη λαμπάδα μπρος στο πρωτότυπο της χάρτινης εικόνας, για να γίνει ουρανός στην γη και Παράδεισος στον κόσμο.