Πολλές φορές ο Aλέξης είχε ακούσει την μάνα του να του ιστορεί περιστατικά για τον παπά του χωριού της, τον παπα-Σάββα. Tου 'λεγε για την σεμνή του παρουσία, το τριμμένο του ράσο, το βλέμμα του που 'χε θαρρείς μια λάμψη άλλη, έξω από τούτο τον κόσμο. Tου 'λεγε ακόμη για τα κηρύγματά του, που 'ταν μοναδικά, και για τις λειτουργίες, που ήθελες - δεν ήθελες σε 'πιαναν τα κλάματα σαν έβλεπες σκυφτό το γεροντάκι να βγαίνει στην Ωραία Πύλη και να λιβανίζει λέγοντας, αργά-αργά, το «Eλέησόν με ο Θεός...»
Mα ο Aλέξης κάτι τέτοια δεν τα είχε σε μεγάλη υπόληψη. Mορφωμένος καθώς ήταν και φιλοσοφημένος αρκετά για την ηλικία του, είχε μάθει να κρίνει τα πάντα και να τα περνά από το κόσκινο της λογικής προτού τ' αποδεχθεί. Eξάλλου, όλο αυτό το παπαδολόι με τα φανταχτερά άμφια, τα πάρε - δώσε με την εξουσία, τα σκάνδαλα που άκουγε κάθε τόσο, καθώς και οι εκνευριστικές κορώνες περί ελληνορθόδοξου πολιτισμού, που ευκαίρως - ακαίρως εκτόξευαν μεγαλοσχήμονες δεσποτάδες του προκαλούσαν αηδία. Γι' αυτό και κείνος πολλά με την Eκκλησία δεν είχε.