
Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι κουρασμένος. Κατάκοπος. H κόπωση έχει αποθηκευτεί στα μέλη του σώματός του. Στη ψυχή και στο μυαλό του. Η κόπωση περπατά πάνω στα πρόσωπα. Πλανιέται στά χείλη. Κρέμεται στις φράσεις. Και φέρνει μαζί της και την απελπισία. Κουράστηκε ο άνθρωπος. Μαζί κι’ η ελπίδα του. Κουράστηκε, αδυνάτισε. Έπαθε υπερκόπωση κι’ αυτή μαζί με τον κουρασμένο και βασανισμένο άνθρωπο.
Ο άνθρωπος των ημερών μας, που ζει στον πλανήτη μας, είναι άνθρωπος κουρασμένος κι’ απελπισμένος. Άνθρωπος με σκοτωμένη την ελπίδα του και ψαλιδισμένα τα φτερά αυτής της μιας άπ’ τις τρεις μεγάλες άρετές, που είπε ο Παύλος. (Πίστις, έλπίς, αγάπη).
Και είναι έτσι γιατί οι δολοφόνοι των ελπίδων έχουν πληθυνθεί αβάσταχτα. Είναι αδίσταχτοι καί πανούργοι. Τα όπλα τους έχουν τη σκληράδα του ατσαλιού. Την απληστία τής φωτιάς. Νοιώθουν απελπισμένοι οι σημερινοί άνθρωποι γιατί χτυπήθηκε ή ελπίδα τους από μιά απαισιοδοξία, που είναι διάχυτη παντού σήμερα. «Δεν γίνεται τίποτα. Το μέλλον είναι σκοτεινό. Η γη είναι ένα σάπιο μήλο. Καμιά δυνατότητα σωτηρίας». Τ’ ακούς αυτά. Τα διαβάζεις. Διαποτίζεσαι. Σαν το ρούχο που το ποτίζει η υγρασία ετσι κι’ η ψυχή ποτίζεται με το δηλητήριο της απαισιοδοξίας.