Η άσκηση της νοεράς προσευχής μπορεί πρόσκαιρα να συνδέεται με την ψυχοσωματική μέθοδο, δηλαδή να έχει χαρακτήρα ρυθμικής ή άρρυθμης προφοράς της ευχής με το νοερό μέσο της εισπνοής κατά το πρώτο μέρος και της εκπνοής κατά το δεύτερο, όπως περιγράψαμε πιο πάνω.
Η εργασία αυτή μπορεί να είναι ωφέλιμη, αν έχουμε πάντοτε κατά νουν ότι κάθε επίκληση του ονόματος του Χριστού πρέπει να συνδέεται αδιάκοπα με Αυτό, το πρόσωπο του Χριστού-Θεού. Διαφορετικά η προσευχή μετατρέπεται σε τεχνητό γύμνασμα και καταλήγει σε αμαρτία σύμφωνα με την εντολή: «Ου λήψει το Όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω»(Εξ. 20,7 και Δευτ. 5,11).
Όταν η προσοχή του νου στερεώνεται στη καρδιά, τότε είναι δυνατός ο πλήρης έλεγχος όσων τελούνται μέσα της, η δε πάλη προς τα πάθη διεξάγεται με σύνεση. Ο ευχόμενος βλέπει τους εχθρούς να προσεγγίζουν εκ των έξω και μπορεί να τους διώξει με τη δύναμη του Ονόματος του Χριστού.