Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2012

Ερμηνεία της λέξεως «….Ἀμήν»


ΒΕΒΑΙΩΤΙΚΟ ΚΑΙ ΕΥΧΕΤΙΚΟ

Τό «….Ἀμήν»

Τή δοξολογητική ἐκφώνηση τοῦ ἱερουργοῦ στήν ἀρχή τῆς Θείας Λειτουργίας μέ τό: «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων», ἔρχεται στή συνέχεια ὁ λαός διά τοῦ ἱεροψάλτου νά τήν ἐπιβεβαιώσει καί νά τήν ἐπικυρώσει μέ τό «ἀμήν». Ἡ λέξη αὐτή εἶναι ἑβραϊκή καί ἀμετάφραστη συχνά ἀπαντᾶται στά ἁγιογραφικά καί λατρευτικά κείμενα. Στόν εὐαγγελικό λόγο ὁ Κύριος Ἰησοῦς κάμνει χρήση αὐτῆς τῆς λέξης στήν ἐπικοινωνία πού ἔχει μέ τό λαό. Ἀρχίζει συχνά τή διδαχή Του μέ τό «ἀμήν» στή φράση: «ἀμήν λέγω ὑμῖν» μέ τή σημασία τοῦ ἐπιρρήματος «ἀληθῶς», πού ἰσοδυναμεῖ μέ τή φράση «σᾶς διαβεβαιῶ». Ὅταν πάλιν ἤθελε νά βγάλει κάθε δισταγμό καί ἀμφιβολία ἀπό τούς ἀκροατές Του καί νά ἐνισχύσει τήν ἐπιβεβαίωσή Του, τό ἐπαναλαμβάνει τό «ἀμήν» στή φράση: «ἀμήν ἀμήν λέγω ὑμῖν». Συνοδευόμενο μέ τό ρῆμα «λέγω» ἀποτελεῖ ἔντονη ἐπιβεβαίωση: «ἀληθινά σᾶς διαβεβαιῶ».

Στά λειτουργικά κείμενα, ὡς λειτουργική ἔκφραση, τό «ἀμήν» ἀποτελεῖ ἀντιφώνηση τοῦ λαοῦ στήν ἐκφώνηση καί εὐχή τοῦ λειτουργοῦ καί ἔχει σημασία βεβαιωτική δηλαδή (ἀληθῶς, ναί, εἶναι) καί ἄλλοτε ἔχει σημασία εὐχετική (γένοιτο, εἴθε νά γίνει). Ἐν προκειμένῳ στήν ἐκφώνηση τῆς ἔναρξης τῆς Θείας Λειτουργίας μέ τή δοξολόγηση τῆς Βασιλείας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ τό «ἀμήν» τοῦ λαοῦ, πού σήμερα γιά πρακτικούς λόγους ἀπαντᾶται ἀπό τόν ἱεροψάλτη, κατά τήν ἐκτίμηση τῶν περισσοτέρων ἑρμηνευτῶν ἔχει σημασία ἐπιβεβαιωτική. Ὁ λαός μέ τό στόμα τοῦ ἱεροψάλτη διαβεβαιώνει πώς ὄντως ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι δοξασμένη ἀπό τώρα καί πάντοτε καί στούς ἀτελεύτητους αἰῶνες. Κατά τήν ἑρμηνεία ὅμως ἄλλων αὐτό τό «ἀμήν», συγχρόνως ἔχει καί εὐχετική σημασία. Πάντα, καί στήν ἐποχή μας, ὑπάρχουν ἄνθρωποι μέ ἐναγώνιες ἀμφιβολίες καί ἐπιφυλάξεις σχετικές μέ τήν ὕπαρξη ἤ ἀνυπαρξία τοῦ Θεοῦ καί κατ’ ἐπέκταση τῆς Βασιλείας Του. Ὁ λαός τοῦ Θεοῦ μέ τό «ἀμήν» του ἐπεύχεται καί εἶναι ὡσάν νά λέγει: «Ναί ἀληθῶς, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀναμφισβήτητη πραγματικότητα γιά τούς πιστούς». Γιά ὅσους προβληματίζονται καί ταλαιπωροῦνται ἀπό μεταφυσικά προβλήματα, χωρίς νά αἰσθάνονται ἱκανοποιημένοι ἀπό τίς ἀπαντήσεις τῆς Ἐκκλησίας, τό «ἀμήν» τῶν πιστῶν πέραν τῆς ἐπιβεβαιωτικῆς σημασίας, ἔχει καί εὐχετική σημασία. Εὔχονται οἱ πιστοί νά ἀνοίξει ὁ δρόμος τῶν ἀληθειῶν τῆς Ἐκκλησίας σέ ὅσους, ἔχουν τίς ἐπιφυλάξεις τους ἤ καί τίς ἀρνήσεις τους καί νά γίνει καί γι’ αὐτούς πραγματικότητα ἡ δοξολόγηση τῆς Βασιλείας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.

Στή λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἡ χρήση τοῦ «ἀμήν» ἀπό μέρους τοῦ λαοῦ φανερώνει καί μία βασική λειτουργική ἀλήθεια. Ἀνάμεσα στό λειτουργό καί τό ἐκκλησίασμα ὑπάρχει ἐπικοινωνιακή σχέση σέ μορφή διαλόγου. Ὁ ἱερουργός ἐκφωνεῖ εὐχές, δεήσεις, αἰτήματα, δοξολογίες καί ὁ λαός μέ τό στόμα τῶν ἱεροψαλτῶν ἀπαντᾶ ἀνάλογα. Στίς διάφορες ἀπαντήσεις τό «ἀμήν» μέ τήν ἔννοια τῆς διαβεβαίωσης ἤ τῆς εὐχῆς ἔχει κυρίαρχη θέση. Μάλιστα δέν εἶναι ἁπλῶς μία τυπική καί συμβατική συμμετοχή τοῦ λαοῦ. Ἡ βαθύτερη ἔννοια τοῦ «ἀμήν» ἐκφράζει τήν ἐνεργητική ἀνταπόκριση τοῦ λαοῦ στά ἐκφωνηθέντα τοῦ ἱερουργοῦ. Ἔτσι ἐπισφραγίζονται καί ἐπιβεβαιώνονται οἱ ἐκφωνήσεις τοῦ ἱερουργοῦ καί μέ τή συγκατάθεση τοῦ ἐκκλησιάσματος. Τό λαϊκό στοιχεῖο κατά τήν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας δέν εἶναι ἁπλῶς «οἱ παρακολουθοῦντες» τά τελούμενα, ἀλλά οἱ μετέχοντες ἐνεργῶς σ’αὐτά. Μέ τό «ἀμήν» ἐπιβεβαιώνεται καί συναποδέχεται τό ἐκκλησιαστικό πλήρωμα τά ὑπό τοῦ λειτουργοῦ ἐκφωνηθέντα καί ὡς δικά του αἰτήματα καί ἀναφορές. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ ἑνότητα τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ ζωντανή Ἐκκλησία, γίνεται πιό αἰσθητή στό κοινό ἔργο, στήν κοινή ἱερουργία τοῦ λαοῦ καί τοῦ κλήρου.

Ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας, πού ἔζησε τόν 14ον αἰῶνα καί ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τούς πιό ἀξιόλογους ἑρμηνευτές τῆς Θείας Λειτουργίας, στό ἔργο του: «Εἰς τήν Θείαν Λειτουργίαν», γράφει: «Εἰπόντος γάρ ἐκείνου καί δοξολογήσαντος, οἱ πιστοί πάντες τό «ἀμήν» ἐπιλέγουσι, καί τοῦτο τό ρῆμα βοήσαντες οἰκειοῦνται πάσας τάς ἐκείνου φωνάς» (1). Δηλαδή, ἀφοῦ ὁ ἱερουργός ἐκφωνήσει αὐτή τή δοξολογία, ὅλοι οἱ πιστοί ἐπιλέγουν τό «ἀμήν», καί ἀναφωνώντας αὐτή τή λέξη, γίνονται μέτοχοι σ’ ὅλες τίς ἐκφράσεις τοῦ ἱερουργοῦ. Δέ συμφωνοῦν τυπικά μέ τόν λειτουργό, ἀλλά ἐκφράζουν μίαν ἐνεργητική καί δημιουργική ἀποδοχή καί ἔτσι ἐπισφραγίζουν καί ἐπιβεβαιώνουν τά λεγόμενά του.

Ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης Διονύσιος, πού μᾶς ἄφησε, ἀνάμεσα στά πολλά συγράμματά του, καί τόν ἐξαίρετο σχολιασμό του στή Θεία Λειτουργία, ἀναφέρει: «Τό «Ἀμήν» εἶναι λέξη ἑβραϊκή, πού πέρασε στή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας. Λέγεται πάντα ἀπό τό λαό καί ἔχει μία διπλή σημασία. Ὁ λαός ἀπαντᾶ στήν ἐκφώνηση καί ἤ ἐπιβεβαιώνει πώς αὐτό πού κάθε φορά λέει ὁ ἱερέας εἶναι ἕνα πραγματικό γεγονός ἤ εὔχεται νά γίνει πραγματικό. Φαίνεται ἐδῶ ἀμέσως ἀπό τήν ἀρχή ἡ ἑνότητα τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας καί ὅτι ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι κοινό ἔργο τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ. Ἡ σύναξη τῶν πιστῶν, γιά νά τελέσουν τή Θεία Λειτουργία, ἐκφράζει τήν Ἐκκλησία. Δέν συναγόμαστε δηλαδή στό ναό γιά προσευχηθοῦμε ἀτομικά, ἀλλά γιά νά ἐκφράσουμε τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Στήν ἀρχαία ἐποχή ὅλοι πού ἦσαν μέσα στό ναό ἀντιφωνοῦσαν τό «Ἀμήν», καί ἦταν σάν καί νά ἀκουγότανε βροντή ἀπό τόν ούρανό» καταλήγει ὁ μακαριστός Μητροπολίτης. (2)


(1) «Είς τήν Θείαν Λειτουργίαν» τοῦ ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα. Πατερικές ἐκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμᾶς» σελ. 94
(2) «Ἡ Θεία Λειτουργία» κυρός Διονυσίου Ψαριανοῦ, Μητροπολίτου Σερβίων καί Κοζάνης σελ. 15-16