Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012

Κυριακάτικο Κήρυγμα


Κυριακή Α΄Λουκᾶ

Ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ

Στό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, ἀγαπητοί μου, βλέπουμε τόν Ἰησοῦ Χριστό στόν ἀγαπημένο του τόπο, στήν λίμνη τῆς Γενησαρέτ. Ὁ κόσμος εἶναι πολύς καί ὁ θεῖος Διδάσκαλος πρέπει νά τούς διδάξει. Ἔτσι χρησιμοποιεῖ σάν ἄμβωνα τό ψαροκάϊκο τοῦ Πέτρου. Οὔτε ὁ κόσμος νά Τόν ἐξωθεῖ, νά Τόν σπρώχνει, ἀλλά καί ὁ ἴδιος νά ἐλέγχει, νά βλέπει τόν κόσμο μπροστά του. Γιά νά ἀκοῦνε μάλιστα τόσοι πολλοί ἄνθρωποι, χιλιάδες πολλές φορές, φαίνεται ὅτι ὁ Κύριος εἶχε δυνατή, βροντερή φωνή.
Στό τέλος, ἀφοῦ ἀκολούθησε ἡ θαυμαστή ἀλιεία τοῦ Πέτρου, οἱ δύο δυάδες τῶν ἀδελφῶν, Πέτρου καί Ἀνδρέα, Ἰωάννου καί Ἰακώβου, ἄφησαν τά πάντα, τούς γονεῖς καί τίς οἰκογένειές τους, τά καΐκια καί τήν ἐργασία τους, ἀκόμη καί τά ψάρια πού μόλις πρίν ἀπό λίγο ἔπιασαν καί ἀκολούθησαν τόν Χριστό. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ οἱ ἀγράμματοι ψαράδες σοφίσθηκαν καί ὑψώθηκαν περισσότερο ἀπό κάθε ἄνθρωπο καί δοξάσθηκαν μέ οὐράνια δόξα.
Ὅπως τούς ψαράδες, ἔτσι κάθε ἕναν ἀπό ἐμᾶς μᾶς πλησιάζει ὁ Χριστός καί ἀπευθύνει τήν ἴδια πρόσκληση. Μᾶς καλεῖ νά Τόν ἀκολουθήσουμε, νά πᾶμε κοντά Του. Στήν περίπτωση μέ τόν πλούσιο νεανίσκο, ζήτησε ὁ Κύριος, νά μοιράσει ὅλη του τήν περιουσία στούς φτωχούς καί νά Τόν ἀκολουθήσει. Ἐκεῖνος ὅμως δέν μπόρεσε νά τό κάνει. Τοῦ φάνηκε πολύ βαρύς, δύσκολος ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι προτίμησε τόν χρυσό καί ἄφησε τόν Χριστό.
Οἱ τέσσερις μαθητές λοιπόν ἄφησαν τά πάντα καί ἀκολούθησαν τόν Χριστό. Νά πᾶνε ποῦ; καί νά κάνουν τί; Πῶς θά ζήσουν; Πῶς θά συντηρηθοῦν; Δέν ξέρουν, βαδίζουν στό ἄγνωστο. Τί θά γίνουν οἱ δικοί τους ἄνθρωποι; Τά ἀφήνουν ὅλα στό χέρι τοῦ Θεοῦ. Ἔχουν ἐμπιστοσύνη στήν πρόνοιά Του. Εἶναι αὐτό πού λέμε σέ κάθε θεία Λειτουργία καί ἀποτελεῖ τήν ὑψίστη φιλοσοφία: Ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθόμεθα.
Ὁ Πέτρος πῆρε τό μάθημά του καί τήν ἀπόφασή του. Λίγο καιρό γνώριζε τόν Χριστό, μά κατάλαβε πολύ καλά μέ ποιόν ἔχει νά κάνει. Ψάρευε ὅλη τήν νύχτα, κουράσθηκε, δέν ἔπιασε ὅμως οὔτε ἕνα ψάρι. Μέ τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ, μέ τήν ἐντολή Του γέμισαν τά δίχτυα μέ ψάρια πολλά. Θαμπώθηκε ὁ Πέτρος, ἔμεινε ἔκθαμβος. Τέτοιο πράγμα δέν τό περίμενε.
Πάνω σ᾿ αὐτά πού εἴπαμε, ἀδελφοί μου, μποροῦμε νά κάνουμε δύο σκέψεις. 1) Πολλοί χριστιανοί μας, ὅταν διαβάζουν τήν Ἱερή Ἀποκάλυψη τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, τρομάζουν καί πανικοβάλλονται. Πῶς θά ζήσουν στά δύσκολα χρόνια τοῦ ἀντιχρίστου, ἀφοῦ δέν θά μποροῦν νά πωλοῦν ἤ νά ἀγοράζουν;

Ἡ ἀπάντηση εἶναι πολύ εὔκολη. Ὅταν θά δρᾶ ὁ ἀντίχριστος, ὁ Χριστός δέν θά μείνει ἀπαθής, οὔτε θά κάθεται μέ σταυρωμένα τά χέρια. Θά βρεῖ τρόπους πολλούς, γιά νά προστατεύσει καί νά διαφυλάξει τούς πιστούς του, τούς δικούς του ἀνθρώπους. Τό πρόβλημα δέν θά τό ἔχουν οἱ πιστοί στόν Χριστό, ἀλλά οἱ ἄπιστοι, οἱ ἄνθρωποι τοῦ ἀντιχρίστου.
Σαράντα χρόνια μέσα στήν ἔρημο οἱ Ἰσραηλίτες οὔτε ἔσπερναν οὔτε θέριζαν. Πέθανε κανείς ἀπό πείνα; Ὄχι. Ὁ Θεός τούς ἔδινε τό μάνα κάθε μέρα καί τά ὀρτύκια. Ἀπό ξερό βράχο ἀνέβλυζε δροσερό νερό γιά ὅλους. Καί ξέρετε τί λεει ἡ Ἁγία Γραφή; οἱ Ἰσραηλίτες ἦσαν δύο ἑκατομμύρια (2.000.000) ἄνθρωποι ἐκτός ἀπό τά κοπάδια τῶν ζώων, πού εἶχαν μαζί τους.
Στά τριάμισι χρόνια τῆς ξηρασίας ὁ Θεός ἔτρεφε τόν προφήτη Ἠλία μέ τόν κόρακα. Καί μάλιστα ὅταν οἱ ἄλλοι λιμοκτονοῦσαν, ὁ Προφήτης εἶχε κάθε μέρα ψωμί καί κρέας. Αὐτό δέν μπορεῖ νά τό ξανακάνει ὁ Θεός;
Ἄλλη περίπτωση:Εἶναι ποτέ δυνατόν μέ πέντε ψωμιά καί δύο ψάρια νά χορτάσουν πέντε χιλιάδες ἄνθρωποι; καί ὅμως ὁ Χριστός τό ἔκανε μέσα στήν ἔρημο. Τί θά Τόν ἐμποδίσει νά τό ἐπαναλάβει;
Πῶς ἔζησε ἡ Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία ἐπί σαράντα ἑπτά χρόνια μέσα στήν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου; Ἀπό ποῦ ἔβρισκε τήν τροφή της;
Σήμερα ὁ ἀπόστολος Πέτρος κουράσθηκε, ἀλλά τίποτε δέν κατόρθωσε. Τά ψάρια τοῦ τά ἔδωσε ἕτοιμα ὁ Χριστός, τοῦ τά ἔκανε δῶρο.
Ὅπως σέ τόσες πολλές περιπτώσεις ἐπενέβη καί ἐνήργησε ὁ Χριστός, ἔτσι, ὅταν ἔρθει ἐκεῖνος ὁ καιρός, θά κάνει πάλι αὐτό πού Ἐκεῖνος νομίζει. Ἐμεῖς ἕνα νά ἔχουμε κατά νοῦν. Ὅ,τι καί ἄν γίνει νά μείνουμε πιστοί καί ἀφοσιωμένοι στόν Χριστό. Νά ἔχουμε ἐμπιστοσύνη σ᾿ Αὐτόν.
Τήν πρόσκληση, πού ἔκανε ὁ Χριστός στόν Πέτρο καί στούς ἄλλους μαθητές, τήν ἀπευθύνει καί σέ μᾶς. Ἐκεῖνοι ἄφησαν τά πάντα καί Τόν ἀκολούθησαν. Ἐμεῖς τί πρέπει νά κάνουμε; τί νά τοῦ προσφέρουμε; τί ζητάει ἀπό ἐμᾶς ὁ Χριστός;
Πρῶτα-πρῶτα ὅ,τι ζητάει δέν τό θέλει γιά τόν ἑαυτό Του. Θά εἶναι πάντοτε γιά τό δικό μας καλό. Ζητάει νά διαθέσουμε χρόνο γιά τήν προσευχή καί τόν Ἐκκλησιασμό μας. Νά διαθέσουμε ἀπό τόν χρόνο μας, ἀπό τήν ἀνάπαυσή μας ἀκόμη καί ἀπό τήν διασκέδασή μας στήν ὑπηρεσία τῶν ἄλλων. Ζητάει νά ἀνοίξουμε τό πορτοφόλι μας καί νά προσφέρουμε ὅπου ὑπάρχει ἀνάγκη. Ζητάει νά τοῦ δώσουμε κάποιο ἀπό τά παιδιά μας, πού ἐπιθυμεῖ νά ἱερωθεῖ, νά γίνει μοναχός, νά γίνει ἱεραπόστολος. Γιατί ἐμποδίζουμε τά παιδιά μας νά ἀκολουθήσουν τόν Χριστό; Τέτοιοι χριστιανοί εἴμαστε; Τέλος ζητάει τό πιό πολύτιμο πού ἔχουμε καί διαθέτουμε: τήν καρδιά μας. Δός μοι, υἱέ, σήν καρδίαν. Τήν καρδιά μας, πού εἶναι βρώμικη, πού τήν καταντήσαμε στάβλο, πού τήν κάναμε φωλιά ἀγρίων θηρίων, αὐτήν τήν καρδιά μας νά Τοῦ τήν προσφέρουμε, γιά νά τήν καθαρίσει καί νά τήν ἁγιάσει, νά τήν κάνει νύμφη τοῦ οὐρανοῦ. 

Ἀμήν.