«Ὁ Λυτρωτής μας, ποὺ τὸν βλέπαμε κάποτε σωματικά, τώρα εἶναι παρὼν στὰ μυστήρια»
Ἅγ. Λέων ὁ Μέγας
Τὰ μυστήρια κατέχουν κεντρικὴ θέση στὴ Χριστιανικὴ λατρεία. «Καὶ ἄλλως δὲ μυστήριον καλεῖται», γράφει ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος γιὰ τὴν Εὐχαριστία, «ὅτι οὒχ ἅπερ ὁρῶμεν πιστεύομεν, ἀλλ’ ἕτερα ὁρῶμεν, καὶ ἕτερα πιστεύομεν... Ἀκούω σῶμα Χριστοῦ, ἑτέρως ἐγὼ νοῶ τὸ εἰρημένον, ἑτέρως ὁ ἄπιστος».
Αὐτὸς ὁ διπλὸς χαρακτῆρας, ὁ ταυτόχρονα ἐξωτερικὸς καὶ ἐσωτερικός, εἶναι τὸ διακριτικὸ χαρακτηριστικό τοῦ μυστηρίου: τὰ μυστήρια, ὅπως καὶ ἡ Ἐκκλησία, εἶναι ταυτόχρονα ὁρατὰ καὶ ἀόρατα.
Σὲ κάθε μυστήριο ὑπάρχει ὁ συνδυασμὸς ἑνὸς ἐξωτερικοῦ, ὁρατοῦ σημείου μὲ μία ἐσωτερική, πνευματικὴ χάρη.
Στὸ βάπτισμα ὁ χριστιανὸς ὑφίσταται μία ὁρατὴ κατάδυση στὸ νερό, ἐνῷ ταυτόχρονα καθαρίζεται ἐσωτερικὰ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του.
Στὴν Εὐχαριστία λαμβάνει αὐτό, ποὺ ἀπὸ ὁρατὴ ἄποψη εἶναι ἄρτος καὶ οἶνος, ἐνῷ στὴν πραγματικότητα μεταλαμβάνει τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Στὰ περισσότερα μυστήρια ἡ Ἐκκλησία παίρνει ὑλικὰ πράγματα – νερό, ψωμί, κρασί, λάδι - καὶ τὰ μετατρέπει σὲ ὀχήματα τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τὰ μυστήρια μᾶς μεταφέρουν στὸ γεγονὸς τῆς Σάρκωσης, ὅταν ὁ Χριστὸς ἀνέλαβε ὑλικὴ σάρκα καὶ τὴν κατέστησε ὄχημα τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἀφετέρου δὲ προεικάζουν τὴν ἀποκατάσταση καὶ τὴν τελικὴ λύτρωση τῆς ὕλης κατὰ τὴν Ἐσχάτη Ἡμέρα.
Ἡ Ὀρθοδοξία ἀπορρίπτει κάθε προσπάθεια ποὺ ἀποσκοπεῖ στὸ νὰ καταστήσει τὰ μυστήρια λιγότερο ὑλικά. Τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο πρέπει νὰ θεωρηθεῖ ὑπὸ ὁλιστικοὺς ὅρους, ὡς μία ἀδιάλυτη ἑνότητα ψυχῆς καὶ σώματος ἔτσι, ὥστε τὰ μυστήρια, στὰ ὁποῖα συμμετέχουν οἱ ἄνθρωποι, νὰ περιλαμβάνουν τὸ σῶμα καὶ τὸ πνεῦμα τους.
Τὸ βάπτισμα τελεῖται διὰ καταδύσεως. Στὴν Εὐχαριστία χρησιμοποιεῖται ἔνζυμος ἄρτος κι ὄχι μπισκότα. Κατὰ τὴν ἐξομολόγηση ὁ ἱερέας δὲν μεταδίδει τὴν ἄφεση ἐξ ἀποστάσεως, ἀλλὰ διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν στὴν κεφαλὴ τοῦ μετανοοῦντα. Στὴν κηδεία συνηθίζεται τὸ φέρετρο νὰ παραμένει ἀνοικτό, καὶ ὅλοι προσέρχονται νὰ δώσουν τὸν τελευταῖο ἀσπασμὸ στὸν κεκοιμημένο – τὸ νεκρὸ σῶμα εἶναι ἀντικείμενο ἀγάπης, κι ὄχι ἀποστροφῆς.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία συνήθως ἀναφέρεται σ’ ἑπτὰ μυστήρια, τὰ ἴδια ἀκριβῶς ποὺ ἀναφέρει καὶ ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ θεολογία:
Βάπτισμα, Χρῖσμα, Εὐχαριστία, Μετάνοια ἢ Ἐξομολόγηση, Ἱερωσύνη, Γάμος, Εὐχέλαιο.
Ὁ κατάλογος αὐτὸς δημιουργήθηκε καὶ σταθεροποιήθηκε μόλις τὸν δέκατο ἕβδομο αἰῶνα, ὅταν ἡ Λατινικὴ ἐπιρροὴ βρισκόταν στὸ ἀποκορύφωμά της. Πρὶν ἀπὸ τὴν περίοδο αὐτή, οἱ Ὀρθόδοξοι συγγραφεῖς διέφεραν σημαντικὰ ὡς πρὸς τὸν ἀριθμὸ τῶν μυστηρίων ποὺ ἀνέφεραν:
ὁ Ἰωάννης Δαμασκηνὸς μιλᾷ γιὰ δύο, ὁ Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης γιὰ ἕξι, ὁ Ἰωάσαφ, Μητροπολίτης Ἐφέσου (δέκατος πέμπτος αἰῶνας) γιὰ δέκα. Καὶ αὐτοὶ ἀκόμη ἀπὸ τοὺς Βυζαντινοὺς συγγραφεῖς ποὺ ἀναφέρουν ἑπτὰ μυστήρια, συνήθως διαφέρουν ὡς πρὸς τὰ μυστήρια ποὺ περιλαμβάνουν στὸν κατάλογό τους. Ἀκόμη καὶ σήμερα ὁ ἀριθμὸς ἑπτὰ δὲν παρουσιάζει ἰδιαίτερη σημασία γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη θεολογία, ἀλλὰ χρησιμοποιεῖται κυρίως γιὰ λόγους εὐκολίας στὴ διδασκαλία.
Ὅσων ἡ σκέψη κινεῖται στὰ τυπικὰ πλαίσια ποὺ θέτει ὁ ὅρος «ἑπτὰ μυστήρια», πρέπει νὰ προφυλαχθοῦν ἀπὸ δύο παρανοήσεις. Κατ’ ἀρχάς, ἂν καὶ τὰ ἑπτὰ μυστήρια εἶναι ὅλα γνήσια, δὲν διαθέτουν ὅμως τὴν ἴδια σπουδαιότητα, ἀλλ’ ὑπάρχει μία κάποια «ἱεράρχηση» μεταξύ τους.
Ἡ Εὐχαριστία, παραδείγματος χάριν, βρίσκεται στὴν καρδιὰ ὅλης της χριστιανικῆς ζωῆς καὶ ἐμπειρίας, κάτι ποὺ δὲν συμβαίνει, π.χ. μὲ τὸ Εὐχέλαιο. Τὸ Βάπτισμα καὶ ἡ Εὐχαριστία κατέχουν μία εἰδικὴ θέση μεταξὺ τῶν ἑπτὰ μυστηρίων: σύμφωνα μὲ μία φράση ποὺ υἱοθετήθηκε στὴ Μεικτὴ Ἐπιτροπὴ Ρουμάνων καὶ Ἀγγλικανῶν θεολόγων στὸ Βουκουρέστι τὸ 1935, αὐτὰ τὰ δύο μυστήρια «προεξάρχουν τῶν ἄλλων θείων μυστηρίων».
Δεύτερον, ὅταν μιλᾶμε γιὰ τὰ «ἑπτὰ μυστήρια», δὲν πρέπει νὰ τὰ ἀπομονώνουμε ἀπὸ τὶς πολλὲς ἄλλες πράξεις τῆς Ἐκκλησίας ποὺ διαθέτουν μυστηριακὸ χαρακτῆρα, καὶ οἱ ὁποῖες συμβατικὰ ὀνομάζονται μυστηριακὲς πράξεις ἢ Ἁγιαστικὲς τελετές.
Στὶς πράξεις αὐτὲς ἀνήκει ἡ τελετὴ τῆς μοναχικῆς κουρᾶς, ὁ μεγάλος Ἁγιασμὸς τῶν Θεοφανείων, ἡ τελετὴ τῆς ταφῆς, καὶ τὸ χρῖσμα τοῦ Μονάρχη.
Σ’ ὅλες αὐτὲς τὶς πράξεις ὑπάρχει ὁ συνδυασμὸς τοῦ ἐξωτερικοῦ, ὁρατοῦ σημείου μὲ τὴν ἐσωτερική, πνευματικὴ χάρη. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία χρησιμοποιεῖ ἐπίσης πάρα πολλὲς εὐχές, ποὺ καὶ αὐτὲς διαθέτουν μυστηριακὸ χαρακτῆρα: εὐχὲς γιὰ τὴν καρποφορία τοῦ σιταριοῦ, τοῦ κρασιοῦ καὶ τοῦ λαδιοῦ. Γιὰ τὰ φροῦτα, τοὺς ἀγροὺς καὶ τὰ σπίτια. Γιὰ κάθε ἀντικείμενο καὶ στοιχεῖο.
Αὐτὲς οἱ βραχύτερες εὐχὲς καὶ ἀκολουθίες εἶναι συχνὰ πολὺ πρακτικὲς καὶ πεζές: ὑπάρχουν εὐχὲς γιὰ τὸν ἁγιασμὸ ἑνὸς αὐτοκινήτου, ἢ μίας μηχανῆς τρένου, ἢ γιὰ τὴν ἀπομάκρυνση τῶν βλαβερῶν ζῳυφίων. Δὲν ὑπάρχει κανένας ἄκαμπτος διαχωρισμὸς μεταξὺ μίας εὐρύτερης καὶ μίας στενότερηςἔννοιας τοῦ ὅρου «μυστήριο»:
ὁλόκληρη ἡ χριστιανικὴ ζωὴ πρέπει νὰ θεωρεῖται ὡς μία ἑνότητα, ὡς ἕνα μοναδικὸ καὶ μεγάλο μυστήριο, ποὺ οἱ διάφορες πτυχὲς του ἐκφράζονται μὲ μία μεγάλη ποικιλία πράξεων, ποὺ μερικὲς τελοῦνται μόνο μία φορὰ στὴ ζωή μας, ἐνῷ ἄλλες ἴσως καθημερινά.
Τὰ μυστήρια εἶναι προσωπικά: εἶναι τὰ μέσα μὲ τὰ ὁποῖα ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ μεταδίδεται στὸν κάθε χριστιανὸ κατὰ προσωπικὸ τρόπο. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο στὰ περισσότερα μυστήρια τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ὁ ἱερέας ἀναφέρει τὰ ὀνόματα τῶν παρόντων, καθὼς τελεῖ τὸ μυστήριο.
Ὅταν, παραδείγματος χάριν, προσφέρει τὴ θεία Κοινωνία, λέει: «Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ... (δείνα) τὸ τίμιον Σῶμα καὶ τὸ τίμιον Αἷμα τοῦ Κυρίου...»
Ἡ κατὰ τὸ Εὐχέλαιο λέει: «Θεράπευσον, Πάτερ, τὸν δοῦλον σου...(δείνα) ἀπὸ τὴν ἀσθένειαν τοῦ σώματος καὶ ψυχῆς».
Καὶ κατὰ τὴ χειροτονία ὁ ἐπίσκοπος λέει: «Ἡ θεία χάρις, ἡ τὰ ἀσθενῆ θεραπεύουσα καὶ τὰ ἐλλείποντα ἀναπληροῦσα, προχειρίζεται τὸν ... (δείνα)».
Ἀξίζει νὰ προσέξουμε πὼς σὲ κάθε περίπτωση ὁ λειτουργὸς δὲν μιλᾷ στὸ πρῶτο πρόσωπο, δὲν λέει. «Βαπτίζω...», «Χρίω...», «Προχειρίζομαι...». Τὰ «μυστήρια» δὲν εἶναι δικές μας πράξεις, ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ «ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ», καὶ πραγματικὸς τελετουργὸς εἶναι πάντοτε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.
Σύμφωνα μὲ τὸν ἅγ. Ἰωάννη Χρυσόστομο, «Ὁ ἱερέας ἁπλῶς δανείζει τὴ γλῶσσα του καὶ προσφέρει τὰ χέρια του».
Γράφει ο Επίσκοπος Διοκλείας, Κάλλιστος Ware