Όταν πληρωθεί η καρδιά του ανθρώπου από τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος και τον καρπό που αυτό προσκομίζει, δηλαδή την αγάπη, τη χαρά, την ειρήνη, τη μακροθυμία, τη χρηστότητα, την αγαθωσύνη, την πίστη, την πραότητα και την εγκράτεια[54], δε χρειάζονται εντολές και κανόνες.
Στην Εκκλησία, που αποτελεί κατοικητήριον του Αγίου Πνεύματος, ο άνθρωπος σώζεται όχι μηχανιστικά ή δυναστικά, αλλά ελεύθερα. Ενεργοποιώντας την προαίρεσή του συνεργεί στο έργο της θείας Χάριτος.
Η Εκκλησία, όταν δε μεταβάλλεται σε εγκόσμιο εξουσιαστικό μηχανισμό με δύσκαμπτη γραφειοκρατική οργάνωση, αποκαλύπτει προφητικά το θέλημα του Θεού και γίνεται το ζυμάρι για τη μεταλλαγή, την αρμονία και την ενότητα των ανθρώπων.
Αυτό σημαίνει ότι οι Χριστιανοί –ποιμένες και πλήρωμα– ασκούνται συνεχώς για να εγκαταλείψουν την ιδιοτέλεια, τον καιροσκοπισμό και την εγκοσμιοκρατική αντίληψη. Παράλληλα αγωνίζονται για να μην αφήσουν να αμβλυνθεί η εσχατολογική προσδοκία.
Η παγκοσμιοποίηση, για την οποία γίνεται πολύς λόγος στις μέρες μας, στηρίζεται στον πολιτισμό της υπερηφάνειας και της ύβρεως, στη φιλαυτία και τον εγωκεντρισμό, στην περιφρόνηση των άλλων ανθρώπων και την ισορροπία του τρόμου.
Αντίθετα, η παγκοσμιότητα που προβάλλει η Εκκλησία θεμελιώνεται στο ανακαινισμένο πρόσωπο και πραγματοποιείται με την πλάτυνση και ανάδειξή του σε τόπο «συγχωρήσεως» ολόκληρου του κόσμου, σε καθολική υπόσταση[55]. Η παγκοσμιότητα της Εκκλησίας στηρίζεται στην αλήθεια και την αγάπη.
Η Εκκλησία δεν μπορεί να μη συμφωνεί και να μη συμπράττει με τους άλλους διεθνείς οργανισμούς για την καταλλαγή και την ειρήνη του κόσμου. Ακολουθεί όμως και το δικό της δρόμο, συνεχίζοντας και εντείνοντας τη λειτουργική προσευχή και την εν Χριστώ άσκηση[56].
Το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας προσφέρεται «υπέρ της οικουμένης», αλλά και εικονίζει την οικουμένη. Ο πνευματικός πατέρας και λειτουργός, αλλά και οι πιστοί, που μετέχουν στη θεία Λειτουργία, μαθαίνουν να ζουν σε δύο επίπεδα, το θείο και το ανθρώπινο. «Διαμένουν πνεύματι εν τη Θεία σφαίρα και ταυτοχρόνως συμμετέχουν εις τα τραγικά πεπρωμένα της οικουμένης»[57].
Ο λειτουργός δε μένει εγκλωβισμένος στα όρια των κατά τόπους αναγκών, λησμονώντας τη λοιπή ανθρωπότητα που βασανίζεται από το μίσος, την αδικία και κάθε είδους εκβιασμούς[58]. Γι’ αυτό και η λειτουργική προσευχή, η καλύτερη ορθόδοξη μαρτυρία προς το σύγχρονο κόσμο, δεν πρέπει να εξασθενήσει, αλλά να ενταθεί.
-------------------------------------------------------
[54] Βλ. Γαλ. 5, 22.
[55] Βλ. Γ.Ι. Μαντζαρίδη, «Παγκοσμιότητα και μοναχισμός», ό.π., σ. 496.
[56] Είναι χαρακτηριστική η ασκητική εμπειρία του Γέροντος Σωφρονίου: «Συνήθιζον εν γένει να προβάλλω τας εμπειρίας μου εφ ὅλης της ανθρωπότητος, και συνέπασχον μεθ ὅλων των ανθρώπων οίτινες, ως και εγώ, έμενον εν καταστάσει χωρισμού από του Θεού. Δια τοιούτου τρόπου τα παθήματα πάντων εγίνοντο “ίδια”, και εν τη απομονώσει της ερήμου ήρχετο ενίοτε προσευχή υπέρ όλου του κόσμου μετά του ιδίου κλαυθμού ως και υπέρ εμού του ιδίου». Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστι, σ. 405.
[57] Αρχιμ. Σωφρονίου, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστι, σ. 364. Αναφερόμενος στα αποκαλυπτικά γεγονότα της σύγχρονης εποχής, και την έλλειψη ειρήνης στον κόσμο ο Γέροντας Σωφρόνιος γράφει: «Το πυρ είναι ήδη έτοιμον, και εδόθη εις χείρας αφρόνων. Η ειρήνη εξέλιπεν από προσώπου της οικουμένης. Η θετική πλευρά των φοβερών τούτων γεγονότων έγκειται εις το ότι ουχί μόνον οι Χριστιανοί, αλλ εἰσέτι και οι μη πιστεύοντες επιμόνως καλούνται να διευρυνθούν νοερώς και να υπερπηδήσουν τα στενά πλαίσια των εθνικιστικών τάσεων η πολιτιστικών παραδόσεων και να στοχάζωνται επί πανανθρωπίνων διαστάσεων. Συμβαίνει να παρατηρώμεν, και μάλιστα συχνάκις, το εναντίον προς το λεχθέν: την τάσιν προς ανεξαρτησίαν, εισέτι και ολιγαρίθμων και εντελώς υπαναπτύκτων φυλών. Αλλ αἱ αντιθετικαί αύται τάσεις, εκδιαμέτρου αντίθετοι προς την πραγματικήν ανάγκην, πάντοτε συνώδευον την παράδοξον ιστορίαν της πεπτωκυίας ανθρωπότητος». Ό.π., σ. 366.
[58] Αρχιμ. Σωφρονίου, ό.π., σ. 366.