Κάποτε ο ασεβής αυτοκράτορας Ιουλιανός εξεστράτευσε προς τα μέρη της Περσίας. Πέρασε όμως και από την Καισάρεια. Ειδοποίησε προτήτερα τον Μέγα Βασίλειο να βγη και να παραδώση το χρυσάφι της Εκκλησίας. Ο Βασίλειος τον είχε γνωρίσει στην Αθήνα, όταν ήταν φοιτητής, και βγήκε με τον λαό να τον υποδεχθή. Προσέφερε όμως στην βασιλική ακολουθία, αντί για χρυσάφι που ζήτησε ο Ιουλιανός, τρία κριθαρένια ψωμιά, από αυτά που τρεφόταν, αφού δεν είχε τίποτα πλουσιότερο να του προσφέρει.
Ο βασιλιάς αφού δέχθηκε το δώρο χωρίς να πει τίποτα, με τη σειρά του διέταξε τους υπηρέτες του και έδωσαν στον άγιο ως ανταπόδοση του δώρου του, χόρτο και σανό, που τρώνε τα ζώα, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να ειρωνευτεί τον άγιο.
Βλέποντας ο Μέγας Βασίλειος την καταφρόνηση αυτή του βασιλέως λέγει σε αυτόν: «Εμείς βασιλιά σου προσφέραμε από αυτό που τρώμε, η δική σου βασιλεία ως αρμόζει πρόσφερε από αυτό που τρώγεις».
Ακούγοντας αυτά τα λόγια ο Ιουλιανός οργισμένος λέει προς τον Βασίλειο: «Δέξου αυτήν την δωρεάν και όταν επιστρέψω από την Περσία νικητής θα κάψω όλη σου την πόλη και τον ανόητο λαό σου, ο οποίος ατιμάζει τους θεούς μας και εσύ θα πάρεις την πρέπουσα ανταμοιβή». Και ξεκίνησε με τα στρατεύματα του για την Περσία.
Επιστρέφοντας ο Μέγας Βασίλειος στην πόλη κάλεσε όλο τον λαό του και τους ανήγγειλε τις απειλές του Ιουλιανού συμβουλεύοντας τους με τα εξής: «Μη λυπάστε, αδελφοί μου χριστιανοί. Τα χρήματα που μαζέψατε για το υπόλοιπο τη ζωή σας να τα φέρετε να τα φυλάξουμε σε ένα τόπο και μόλις επιστρέψει ο βασιλιάς να τα ρίξουμε στους δρόμους. Αυτός ως φιλοχρήματος που είναι, μόλις τα δει θα ηρεμήσει και δεν θα υλοποιήσει τις απειλές του».
Εκείνη την ημέρα όλοι οι χριστιανοί έκαμαν αυτό που τους είπε ο επίσκοπος τους και δεν αδράνησαν, ούτε γόγγυσαν, αλλά πήραν τα χρήματα τους στον άγιο τα οποία φύλαξε με το όνομα του καθενός σε ένα σκευοφυλάκιο.
Κάποια μέρα έρχεται το μαντάτο στον άγιο ότι ο βασιλιάς επιστρέφει από την Περσία και χωρίς να χάσει καιρό σύναξε όλους τους χριστιανούς λέγοντας τους να νηστέψουν τρεις μέρες.
Κατόπιν τους παίρνει στο όρος Δίδυμο της Καισαρείας, όπου εκεί ήταν ναός αφιερωμένος στην Παναγία, για να προσευχηθούν κλήρος καιλαός στον Θεό και να τον παρακαλέσουν να αλλάξει τη γνώμη τουΙουλιανού.
Καθώς προσευχόντουσαν ξαφνικά ο Μέγας Βασίλειος βλέπει πλήθος από στρατιές αγγέλων να κυκλώνουν το όρος και στη μέση τους μια γυναίκα ένθρονη, τὴν Παναγία, να λέει σε αυτούς: «Καλέστε μου τον Μερκούριο και πέστε του να πάει να κτυπήσει τον εχθρό του Υιού μου, τον Ιουλιανό».
Έκπληκτος βλέπει τότε ο Μέγας Βασίλειος, να καταφθάνει αμέσως ο Μάρτυς Μερκούριος, φέροντας τα όπλα του, να παίρνει θεία προσταγή και να φεύγει αμέσως για να εκτελέσει την προσταγή της Θεοτόκου. Μετά η Παναγία προσκαλώντας τον άγιο του έδωσε ένα βιβλίο που έγραφε μέσα όλη τη δημιουργία της κτίσεως. Και πράγματι ο άγιος έγραψε την ερμηνεία της εξαημέρου δημιουργίας από τον Θεό και όταν έφτασε στον άνθρωπο εκοιμήθη. Συμπλήρωσε την ερμηνεία ο αδελφός του ο Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης.
Ο Άγιος Βασίλειος μόλις τελειώνει η οπτασία αυτή κατεβαίνει μαζί με τους κληρικούς του από το όρος και πηγαίνει στην πόλη, όπου υπήρχε ναός προς τιμή του Αγίου Μερκουρίου και εκεί φυλαγόταν το τίμιο του λείψανο και τα όπλα του. Μπαίνοντας μέσα στον ναό βλέπουν ότι το λείψανο και τα όπλα δεν ήταν στη θέση τους και κανείς δεν ήξερε που πήγαν. Τότε ο Μέγας Βασίλειος κατάλαβε ότι το όραμα ήταν αληθινό και ότι εκείνητη νύχτα ο Ιουλιανός σκοτώθηκε.
Τρέχει αμέσως στο όρος και αναγγέλλει το χαρμόσυνο γεγονός στους χριστιανούς, λέγοντας τους ότι τώρα θα πάρουν πίσω τα χρήματα τους. Ο πιστός λαός του Μεγάλου Βασιλείου όμως είχε αντίθετη γνώμη και του λένε: «Αυτά θα τα δίναμε για τον ασεβή βασιλιά για να σώσουμε τη ζωή μας. Τώρα να μην τα δώσουμε στον Βασιλιά του ουρανού και της γης, ο οποίος μας χάρισε τη ζωή»;
Ακούγοντας τον λαό του με ένα στόμα να μιλά έτσι ο άγιος αφού τον επαίνεσε, όρισε να πάρουν το ένα τρίτο από όσα έδωσε ο καθένας και με το υπόλοιπο να κτίσουν πτωχοτροφεία, νοσοκομεία, ξενοδοχεία, γηροτροφεία και ορφανοτροφεία.
Η Βασιλόπιτα και το φλουρί
Το ιστορικό γεγονός της συνάντησης του Μεγάλου Βασιλείου με τον Ιουλιανό πέρασε στην παράδοση του λαού μας ως εξής: «Κάποτε ένας άρχοντας πήγε στον δεσπότη της Καισαρείας και ζήτησε να του δώσουν τους θησαυρούς της πόλης, αλλιώς θα την καταλάμβανε.
Οι χριστιανοί που αγαπούσαν τον επίσκοπο τους, αμέσως έτρεξαν στα σπίτια τους και έφεραν όλα τους τα χρυσαφικά. Όλη τη νύχτα ο δεσπότης προσευχόταν να σωθεί ο λαός και η πόλη του. Την άλλη μέρα όταν έφτασε ο άρχοντας με το στρατό του, μπήκε μέσα στην πόλη και αναζήτησε τον επίσκοπο της. Ο ασκητικός ιεράρχης τον περίμενε στην πόρτα του ναού.
Ο άρχοντας λεει στον επίσκοπο: «Δώσε μου το χρυσάφι της πόλης». Ο δεσπότης λυπημένος του λέει: «Το μόνο χρυσάφι που έχει η πόλη είναι οι φτωχοί, οι πεινασμένοι, οι αδικημένοι και οι χτυπημένοι από την απονιά των πλουσίων».
Ο άρχοντας θυμωμένος του λεει: «Αν δεν μου δώσεις το χρυσάφι θα πάρω το δικό σου». Χαμογελώντας ο δεσπότης του απαντά: «Το μόνο χρυσάφι που έχω είναι το ράσο που φορώ».
«Θα σε στείλω εξορία, μακρυά από την πατρίδα σου» φωνάζει ο άρχοντας.
«Για πατρίδα μου έχω του ουρανό» του λεει ο δεσπότης.
«Θα σε σκοτώσω» φωνάζει οργισμένος ο άρχοντας.
«Καλύτερα, θα με στείλεις πιο γρήγορα στην ποθητή μου πατρίδα» απαντά ο δεσπότης.
Ο άρχοντας βλέποντας τον ιεράρχη να μην φοβάται τις απειλές του, διέταξε να επιτεθούν τα στρατεύματα του. Τότε ο δεσπότης προτού γίνει το κακό, του έδειξε το σεντούκι με τα χρήματα.
Την ώρα όμως που ο άρχοντας πάει για να πιάσει τα χρυσαφικά, ξαφνικά ένας λαμπρός καβαλάρης μαζί με τον στρατό του, όρμησε εναντίον του και ο άρχοντας μαζί με τον στρατό τράπηκαν εις φυγή.
Ο λαμπρός καβαλάρης ήταν ο Άγιος Μερκούριος και ο στρατός του αποτελείτο από αγγέλους. Εκείνη τη μέρα όλοι δόξασαν τον Θεό για το θαύμα αυτό. Όμως ο δεσπότης δυσκολευόταν να μοιράσει τα χρυσαφικά στους κατοίκους της πόλης, γιατί φοβόταν ότι κάποιοι πλεονέκτες θα έπαιρναν τα καλύτερα, που δεν ήταν δικά τους.
Αφού προσευχήθηκε στον Θεό βρήκε τη λύση. Κάλεσε από τα πτωχοκομεία τους υπηρέτες του και τους διακόνους του και τους όρισε να ζυμώσουν μικρά ψωμάκια και μέσα στο καθένα να βάζουν μερικά χρυσαφικά.
Μετά τα μοίρασε σαν ευλογία στους πιστούς. Αυτοί απορούσαν με το δώρο αυτό του Δεσπότη και κανείς δεν ήξερε να τους πει για αυτό. Όταν όμως στο σπίτι κάθε οικογένεια έκοβε το ψωμάκι εύρισκε μέσα σε αυτό τα χρυσαφικά της. Από εκείνο τον καιρό φτιάχνουμε τη βασιλόπιτα με το κέρμα.