Κυριακή ΙΔ΄ Λουκᾶ (Τοῦ τυφλοῦ)
(Λουκ. ιη´ 35-43)
Στὸ σημερινό Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὁ Χριστὸς βρίσκεται γιὰ τελευταία φορὰ στὴν Ἱεριχὼ λίγες ἡμέρες πρὶν τὴν Σταύρωσή Του. ῾Ετοιμάζεται νὰ ἀναχωρήσει. ῞Ενα μεγάλο πλῆθος ἀκολουθεῖ τὸν Κύριο. Μὲ μεγάλο ἐνδιαφέρον οἱ ἄνθρωποι ἀκούουν τὴ διδασκαλία Του. Τὴν ὡραία ἀτμόσφαιρα διαταράσσουν ὅμως οἱ δυνατὲς κραυγές ἑνὸς τυφλοῦ.
῾Ο ἄνθρωπος αὐτὸς στεκόταν στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου καὶ ζητιάνευε. Ἡ σωματικὴ τύφλωση τὸν εἶχε ὁδηγήσει στὸ κοινωνικὸ περιθώριο. Εἶχε πληροφορηθεῖ ὅτι ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες βρισκόταν στὴν Ἱεριχὼ ὁ Ἰησοῦς Χριστός, γνώριζε ὅτι εἶχε ἐπιτελέσει πολλὰ θαύματα, ἰδιαιτέρως θεραπεῖες σὲ ἀρρώστους.
Ὁ τυφλὸς Βαρτίμαιος (αὐτὸ ἦταν τὸ ὄνομά του) θεώρησε ὅτι εἶχε μπροστά του τὴν μοναδικὴ εὐκαιρία νὰ γιατρευθεῖ καὶ ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ τὴν ἀφήσει νὰ φύγει ἀνεκμετάλλευτη. Τὸ πλῆθος τοῦ κόσμου, ἡ ἱερότητα τῆς ὥρας τῆς διδασκαλίας, τὸ κῦρος τοῦ Διδασκάλου καὶ ἡ δική του κοινωνικὴ θέση τὸν ἐμπόδιζαν νὰ προσεγγίσει τὸν Χριστό. Δὲν θὰ γινόταν ἀντιληπτός, ἂν δὲν φώναζε μὲ δυνατὲς φωνές. Ἀναγνωρίζει τὴν μεσσιανικὴ ἰδιότητα καὶ ζητεῖ τὸ ἔλεος τοῦ Χριστοῦ. ῾Η ἄμεση καὶ ἐπείγουσα ἀνάγκη τῆς ὑγείας του καὶ ἡ ἔντονη ἐπιθυμία του νὰ γιατρευθεῖ τὸν σπρώχνουν σὲ αὐτὴν τὴν θερμὴ ἱκεσία.
Οἱ ἄνθρωποι ὅμως ποὺ προπορεύονταν, ποὺ βρίσκονταν γύρω ἀπ’ τὸν Χριστὸ καὶ θαύμαζαν τὴν διδασκαλία Του, ἐνοχλήθηκαν ἀπ’ τὶς φωνὲς τοῦ τυφλοῦ καὶ τὸν ἐπέπληξαν μὲ αὐστηρότητα. Ἀπαίτησαν ἀπ’ τὸν τυφλὸ νὰ σιωπήσει καὶ νὰ μὴ διακόπτει μὲ τὶς φωνές του τὴν ὡραία διδασκαλία. Ἀκόμη ἕνα ἐμπόδιο παρεμβάλλεται μεταξὺ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ βρίσκεται σὲ ἀνάγκη καὶ τοῦ Θεανθρώπου.
Πολλὲς φορὲς ἀρκετοὶ ἄνθρωποι ἐκφράζουν τὴν ἐπιθυμία νὰ γνωρίσουν τὸν Θεὸ καὶ νὰ ζήσουν μέσα στὴν Ἐκκλησία. Τὶς περισσότερες φορὲς ὅμως ἡ ἀναζήτηση αὐτὴ δὲν ὁλοκληρώνεται. Δὲν κατορθώνουν οἱ ἄνθρωποι νὰ ὑπερνικήσουν τὶς ἐσωτερικὲς ἀμφιβολίες τους. ῾Η ὑπερβολικὴ ἐμπιστοσύνη στὴν λογικὴ δὲν τοὺς ἀφήνει νὰ πιστεύσουν. Τὰ πάθη καὶ οἱ ποκίλες ἐξαρτήσεις τῆς ἁμαρτίας τοὺς κρατοῦν αἰχμαλώτους. Καὶ δυστυχῶς δὲν εἶναι μόνο ἡ περιρρέουσα κοινωνικὴ ἀτμόσφαιρα, ὁ κόσμος ποὺ ζεῖ μακριὰ ἀπ’ τὸν Θεό. Εἶναι ἀναμενόμενο ὅτι ὅλοι αὐτοὶ θέλουν νὰ ἀποτρέψουν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους ἀπ’ τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.
῾Υπάρχουν καὶ ἄνθρωποι στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας ποὺ δηλώνουν ὅτι εἶναι καὶ λέγονται Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι ὅμως σκανδαλίζουν μὲ τὴν συμπεριφορά τους, τὴν ἀσυνέπεια στὴ ζωή τους καὶ τὴν τυπολατρεία τους στὴ σχέση τους μὲ τὸν Θεό. Ἀντὶ νὰ προσ-καλοῦν καὶ νὰ προσελκύουν στὴν ζωὴ τῆς πίστεως μέσα στὴν Ἐκκλησία, αὐτοὶ ἀπωθοῦν καὶ σκανδαλίζουν.
῾Ο τυφλὸς ὅμως δὲν ἀπογοητεύεται καὶ δὲν ἀποθαρρύνεται. Ἐξακολουθεῖ νὰ φωνάζει μὲ μεγαλύτερη ἔνταση. Ἐπιμένει καὶ παρακάμπτει τὰ ἐμπόδια. ῾Η στάση αὐτὴ μᾶς διδάσκει ὅτι ἐκεῖνος ποὺ μὲ εἰλικρίνεια καὶ πραγματικὸ ἐνδιαφέρον ἀναζητεῖ τὸν Θεό, θὰ ὑπερνικήσει ὅλες τὶς δυσκολίες. Καὶ τὸ σπουδαιότερο ἀπ’ ὅλα εἶναι ὅτι ὁ Ἴδιος ὁ Χριστὸς ἐπιβραβεύει τὴν ἐπιμονὴ τοῦ τυφλοῦ καὶ ἀνταποκρίνεται στὶς ἱκεσίες του.
Διέκοψε γιὰ λίγο τὴν διδασκαλία Του, γιὰ νὰ ἀπευθύνει στὸν τυφλὸ τὴν ἐρώτηση τί ἀκριβῶς θὰ περίμενε ἀπ’ Αὐτόν. Μία ἐρώτηση ποὺ σὲ μᾶς ἴσως φαίνεται περιττή, ἐπειδὴ εἶναι φυσικὸ ἕνας ἄρρωστος νὰ ἐπιθυμεῖ νὰ ἀποκτήσει τὴν ὑγεία του.῾Η ἀπάντηση τοῦ τυφλοῦ ὅτι θέλει νὰ δεῖ ἀποδεικνύει ὅτι ἡ ἀνάγκη τῆς ὑγείας τὸν ὠθεῖ σὲ αὐτὴν τὴν ἔντονη ἱκεσία. Μία ἀνάγκη ἄμεση καὶ ἐπείγουσα, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ περιμένει, ἐπειδὴ ἡ ὅραση εἶναι ἡ πιὸ σημαντικὴ ἀπ’ τὶς σωματικὲς αἰσθήσεις. Οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι ποὺ παρευρίσκονταν ἐκεῖ καὶ θαύμαζαν τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, εἶχαν θεωρητικὸ ἐνδιαφέρον, θρησκευτικὴ περιέργεια μᾶλλον, παρὰ ἀληθινὴ ἀναζήτηση.
῾Ο Χριστὸς ἔστρεψε τὴν προσοχή Του στὸν τυφλό, τὸ θαῦμα πραγματοποιήθηκε ἀμέσως καὶ ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου ἄλλαξε. Μέσα σὲ συγκεντρωμένο πλῆθος ἐκτὸς ἀπ’ τὸν τυφλὸ Βαρτίμαιο βρέθηκαν τόσο ὁ ἀρχιτελώνης Ζακχαῖος λίγο πρὶν στὴν ἴδια πόλη (τὴν Ἱεριχώ) ὅσο καὶ ἡ αἱμορροοῦσα στὴν Καπερναούμ. Σ’ αὐτὲς τὶς τρεῖς περιπτώσεις, μέσα στὸ πλῆθος μόνο αὐτοὶ οἱ συγκεκριμένοι ἄνθρωποι κρίθηκαν κατάλληλοι νὰ λάβουν τὴ εὐεργεσία ἀπ’ τὸν Χριστό.
῾Ο Χριστὸς, ἀδελφοί μου, ἦλθε στὸν κόσμο, γιὰ νὰ ἐγκαινιάσει μία νέα ζωὴ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὄχι γιὰ νὰ διατυπώσει ἁπλῶς ὡραῖες ἰδέες. Καὶ ἄλλοι ἔχουν διακηρύξει σοφὲς σκέψεις. Καὶ σήμερα ἐμεῖς διανύουμε μία περίοδο κρίσεως, ἀλλὰ δὲν μετανοοῦμε. Δὲν ζητοῦμε ἀπ’ τὸν Χριστὸ λύσεις στὸ ἀδιέξοδο. Μόνο ἀκατάσχετες συζητήσεις γίνονται, ἀλλὰ κανένα οὐσιαστικὸ ἀποτέλεσμα δὲν ἐπιτυγχάνεται. ῾Ο τυφλὸς τῆς Ἱεριχοῦς ἀξιοποίησε τὴν εὐκαιρία τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, παρέκαμψε μὲ θάρρος ὅλα τὰ ἐμπόδια καὶ ἀξιώθηκε νὰ ζήσει τὸ θαῦμα. Ἄς τὸν μιμηθοῦμε καὶ ἐμεῖς. Ἀμήν.