Δευτέρα 15 Ιουλίου 2024

Η Ανώτερη Πίστη


Εἶπε ὁ Ἰησοῦς στὸν Θωμᾶ, «ἐπειδὴ μὲ εἶδες πίστεψες. Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν μὲ εἶδαν καὶ ὅμως πίστεψαν. (Ἰω. κ. 29)

Ἕνας προβληματιζόμενος νέος πολὺ συχνὰ «πέφτει στὰ χέρια» ἑνὸς βαρετοῦ θεολόγου, ὁ ὁποῖος ἐπειδὴ ποτὲ δὲν πῆγε πέρα ἀπὸ τὰ σχολικά του βιβλία, ἔχει κατανοήσει ἀτελῶς τὰ πράγματα. 

Ξεχειλίζει ἀποσπασματικοὺς κανόνες, χωρὶς νὰ ἔχει συλλάβει τὴν ἀρχὴ κανενὸς ἀπὸ αὐτούς. Ὁ νέος τὸν πλησιάζει ὑποκινούμενος ἀπὸ ἕνα ἀσυνήθιστο αἴσθημα, ἀπὸ μία σπίθα μιᾶς ζωντανῆς ἐλπίδας, ἀπὸ μία ἀπέραντη φαντασία ποὺ χωράει μέσα στὸν κύκλο τῆς θεολογίας, τὸν κόσμο τῆς φύσης καθὼς καὶ τὸν ἀκόμα μεγαλύτερο κόσμο τῆς ἀνθρωπότητας. 

Γιατί γιὰ τὸν νέο τὰ ἔργα τοῦ Πατέρα καλύπτουν τὰ πάντα. Δὲν ἔχει μάθει ἀκόμα νὰ ξεχωρίζει τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴν φύση, τὴ Θεία Πρόνοια ἀπὸ τὴ χάρη, τὴν ἀγάπη ἀπὸ τὴν κακία. Ἔρχεται, θὰ λέγαμε, μὲ τὴν καρδιὰ του γεμάτη, καὶ ἡ ἀπάντηση ποὺ παίρνει ἀπὸ τὸν βαρετὸ θεολόγο εἶναι:

– Ὁ Θεὸς δὲν εἶπε τίποτα γι’ αὐτὸ τὸ θέμα στὸ εὐαγγέλιο, ἑπομένως δὲν ἔχουμε τὸ δικαίωμα νὰ πιστεύουμε κάτι σχετικὰ μὲ αὐτό. Εἶναι καλύτερα νὰ μὴν ὑποθέτεις γιὰ τέτοιου εἴδους θέματα. Ὅσο ἑλκυστικὸ καὶ ἂν μοιάζει σὲ ἐμᾶς, ἐμεῖς δὲν ἔχουμε καμμιὰ ἀπάντηση! Δὲν μᾶς ἔχει ἀποκαλυφθεῖ!

Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος εἶναι ἀνίκανος νὰ ὑποπτευθεῖ, πὼς ὅ,τι παρέμεινε κρυμμένο ἀπ’ αὐτόν, μπορεῖ νὰ ἔχει ἀποκαλυφθεῖ στὸν νέο. Μὲ τὴν ἐξουσία, ἑπομένως, ποὺ τοῦ προσδίδουν χρόνια ἄγνοιας, εὐνουχίζει τὸν νεαρό, ἀφοῦ (αὐτὸς ὁ θεολόγος) δὲν πιστεύει σὲ ἄλλη Ἀποκάλυψη πέρα ἀπὸ τὴν Βίβλο, καὶ μόνο στὸ λόγο της. 

Γι’ αὐτὸν (τὸν θεολόγο), ὅλη ἡ Ἀποκάλυψη σταμάτησε καὶ θάφτηκε στὴ Βίβλο, γιὰ νὰ ξεθαφτεῖ μὲ δυσκολία καὶ νὰ ἑνωθεῖ ξανὰ σὲ ἕναν ἄρτιο σκελετὸ μεταφυσικοῦ καὶ νομικοῦ ἐπινοήματος, μὲ ἀπώτερο σκοπὸ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ νὰ δράσει χωρὶς κανένα ἔλεγχο ἀπὸ τὰ δημιουργήματά του!

Ἀλλὰ γιὰ ἐκεῖνον ποὺ θέλει νὰ ζήσει στὸ ἔπακρο τὴν θεϊκὴ εἰκόνα τῆς ὕπαρξής του, χωρὶς νὰ θέλει νὰ περιορίσει τὸν ἑαυτό του σὲ μιὰ ἀποσπασματικὴ γωνιὰ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἀφήνοντας τὰ ὑπόλοιπα ἐπιδόρπιο στοὺς δαίμονες, χιλιάδες ἐρωτήματα θὰ ἀνακύψουν, τὰ ὁποῖα ἡ Βίβλος οὔτε ποὺ ἀγγίζει. Μήπως πράγματι δὲν πρέπει νὰ ἀσχολεῖται μὲ τέτοια ἐρωτήματα; Μήπως αὐτὰ βρίσκονται πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς εὐθύνης του;

– Ξέχασε τά, λέει ὁ βαρετὸς θεολόγος.

– Δὲν μπορῶ, ἀπαντάει ὁ νεαρός. Ἀπὸ τὶς ἀπαντήσεις αὐτῶν τῶν ἐρωτήσεων ἐξαρτᾶται, ὄχι μόνο ἡ ἀπαραίτητη «ἡσυχία» τοῦ μυαλοῦ μου, χωρὶς τὴν ὁποία καμία πράξη δὲν εἶναι δυνατή, ἀλλὰ καὶ καθαυτὸς ὁ τρόπος ζωῆς μου.

– Ἄσε τουλάχιστον τὶς ἐρωτήσεις μέχρις ὅτου ὁ Θεὸς ἐπιλέξει νὰ σοῦ δώσει ἐξηγήσεις, ἂν τὸ κάνει ποτέ.

– Ὄχι! Ἡ ὕπαρξη τῶν ἐρωτήσεων ὑπαινίσσεται καὶ τὴν ὕπαρξη ἀπαντήσεων. Ἐκεῖνος ἔβαλε τὶς ἐρωτήσεις στὴν καρδιά μου, Αὐτὸς κρατάει καὶ τὶς ἀπαντήσεις στὴ δική Του καρδιά. Σ’ Αὐτὸν θὰ τὶς ἀναζητήσω. Θὰ περιμένω, ὄχι ὅμως προτοῦ χτυπήσω τὴν πόρτα Του. Θὰ κάνω ὑπομονή, ὄχι ὅμως προτοῦ Τοῦ ζητήσω. Θὰ ψάχνω μέχρι νὰ βρῶ. Ἔχει κάτι γιὰ μένα. Ἡ προσευχή μου θὰ κατευθυνθεῖ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου τῆς ζωῆς μου.

Ἀλήθεια, θὰ ἦταν λυπηρὸ ἐὰν ἡ Βίβλος μᾶς εἶχε πεῖ ὅλα ὅσα ὁ Θεὸς θέλει νὰ πιστεύουμε.

Ἀπεναντίας, ἡ ἴδια ἡ Βίβλος διαψεύδει αὐτὴ τὴν ἀντίληψη. Σὲ κανένα σημεῖο δὲν ζητᾷ νὰ τὴν δοῦμε σὰν τὸν Λόγο, τὴν Ὁδό, τὴν Ἀλήθεια. Ἡ βίβλος μᾶς ὁδηγεῖ στὸν Ἰησοῦ, τὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἐκεῖνος στὸν ὁποῖο «βρίσκονται κρυμμένοι ὅλοι οἱ θησαυροὶ τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσης», καὶ ὄχι ἡ Βίβλος, ποὺ λειτουργεῖ μόνο ὡς καθοδήγηση σὲ Ἐκεῖνον. 

Καὶ γιατί μαθαίνουμε ὅτι αὐτοὶ οἱ θησαυροὶ εἶναι κρυμμένοι σὲ Αὐτὸν ποὺ εἶναι ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ θεοῦ; Δὲν εἶναι ἄραγε κρυμμένοι σὲ Αὐτὸν μὲ σκοπὸ νὰ φανερωθοῦν σέ μᾶς στὸν κατάλληλο χρόνο; Δηλαδὴ ὅταν τοὺς ἔχουμε ἀνάγκη; Δὲν εἶναι ἄραγε ἡ ἀπόκρυψή τους σ’ Αὐτόν, τὸ ἐνδιάμεσο βῆμα πρὸς τὴν ἀποκάλυψή τους σὲ ἐμᾶς; Δὲν εἶναι αὐτὸς ἡ Ἀλήθεια• Ἡ Ἀλήθεια γιὰ τοὺς ἀνθρώπους; Δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ ἀνώτατος Ἱερέας τῶν ἀδελφῶν του; Αὐτὸς ποὺ μπορεῖ νὰ ἀπαντήσει σ’ ὅλες τὶς ἔντονες ἀνησυχίες ποὺ τοὺς ζώνουν; Γιατί εἶναι ἡ καρδιά Του ποὺ περιέχει τὴν τέλεια μορφὴ τοῦ καλοῦ, τῆς σοφίας, τῆς δικαιοσύνης!

Ὁ Δίδυμος ὁ τυφλός μᾶς λέει: «Χωρὶς ἀμφιβολία, ὅσα δὲν ξέρουμε τώρα, θὰ τὰ μάθουμε στὴ μέλλουσα ζωή». Φυσικὰ καὶ μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν πράγματα ποὺ ἡ μετάβαση σὲ μιὰ ἄλλη ὑπαρκτικὴ κατάσταση θὰ τὰ διαφωτίσει. Ὅμως γιὰ τὶς ἐρωτήσεις πού μᾶς παιδεύουν ἐδῶ, πρέπει νὰ ψάξουμε τὶς ἀπαντήσεις ἐδῶ, καὶ ἂν δὲν βροῦμε ἀπαντήσεις ἐδῶ, τότε πρέπει νὰ ψάξουμε ἐκεῖ μέχρι νὰ βροῦμε τὶς ἀπαντήσεις. Ὑπάρχουν πολὺ περισσότερα πράγματα κρυμμένα στὸν Χριστὸ ἀπ’ ὅσα θὰ μπορέσουμε ποτὲ νὰ μάθουμε, εἴτε ἐδῶ εἴτε στὴν μέλλουσα ζωή. 

Ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ ξεκινᾶνε πρῶτοι νὰ ἀναζητοῦν, θὰ γευτοῦν πιὸ γρήγορα τὴ χαρὰ τῆς Ἀποκάλυψης. Καὶ μ’ αὐτοὺς Ἐκεῖνος θὰ εἶναι περισσότερο εὐχαριστημένος, ἀφοῦ ἡ βραδύτητα τῶν μαθητῶν Του ἦταν αὐτὴ ποὺ Τὸν στενοχωροῦσε ἀπὸ παλιά. Τὸ νὰ λέμε πὼς πρέπει νὰ περιμένουμε γιὰ τὴν ἄλλη ζωή, γιὰ νὰ κατανοήσουμε Αὐτὸν ποὺ ἦρθε στὸν δικό μας κόσμο νὰ θυσιάσει τὸν ἑαυτό Του γιά μᾶς, μοῦ μοιάζει μὲ ἠλιθιότητα ἀνάλογη ἑνὸς ἐκκοσμικευμένου καὶ ρᾴθυμου πνεύματος. 

Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ Διδάσκαλος τῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ τοὺς ἔδωσε τὸ Πνεῦμα του, τὸ Πνεῦμα διὰ τοῦ ὁποίου γνωρίζουμε τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ, καὶ τὸ ὁποῖο Πνεῦμα λειτουργεῖ στὸν ἄνθρωπο ὡς τὸ μυαλὸ τοῦ Χριστοῦ. Ἡ μεγάλη αἵρεση τῆς Ἐκκλησίας σήμερα εἶναι ἡ ἀπιστία σὲ αὐτὸ τὸ Πνεῦμα. 

Τὸ σῶμα τῆς ἐκκλησίας δὲν πιστεύει ὅτι τὸ Πνεῦμα ἔχει μία Ἀποκάλυψη γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο ξεχωριστά, μία Ἀποκάλυψη τόσο διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν Ἀποκάλυψη τῆς Βίβλου, ὅσο διαφέρει καὶ τὸ φαγητὸ σὰν ὑλικὸ τὴ στιγμὴ ποὺ περνάει στὸ μυαλὸ καὶ στὰ νεῦρα, ἀπὸ τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρέας. Ἂν γιὰ μία στιγμὴ γεμίζαμε μὲ τὴ σκέψη τοῦ Χριστοῦ θὰ βλέπαμε πὼς ἡ Βίβλος ἔχει κάνει τὴ δουλειά της, ὁ σκοπὸς της ἔχει πληρωθεῖ, καὶ ἔχει περάσει στὴν ἄκρη γιά μᾶς. Πὼς ἀπὸ τὴ Βίβλο καὶ μετὰ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ μείνει μαζί μας γιὰ πάντα.

Ἡ μόνη χρήση τῆς Βίβλου εἶναι στὸ νὰ μᾶς δείχνει τὸ Χριστό, μέσῳ τοῦ ὁποίου μποροῦμε νὰ γνωρίσουμε τὸν Πατέρα του καὶ Πατέρα μας, τὸν Θεό του καὶ Θεό μας. Μέχρι λοιπόν, νὰ Τὸν γνωρίσουμε, ἂς ἔχουμε τὴν Βίβλο σας τὴ σελήνη στὰ σκοτάδια μας διὰ τῆς ὁποίας ταξιδεύουμε πρὸς τὴν Ἀνατολή, καὶ ὄχι σὰν τὸν ἥλιο ἀπ’ ὅπου προέρχεται τὸ φῶς της, καὶ πρὸς τὴν κατεύθυνση τοῦ ὁποίου πρέπει νὰ πηγαίνουμε ἔτσι ὥστε, ὅταν τὸν συναντήσουμε, νὰ μὴν ἔχουμε πλέον ἀνάγκη τὸν «καθρέφτη» ποὺ ἀντανακλοῦσε τὴν λαμπρότητά του.

Ὅμως ἡ ἑρμηνεία τοῦ πνεύματος δὲν εἶναι ὁ σκοπός μου ἐν προκειμένῳ, ἂν καί, ἂν δὲν ἀληθεύουν ὅσα εἶπα, ὅλη ἡ θρησκεία μας θὰ ἦταν μάταιη, ἐξ ἴσου τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὅσο καὶ τοῦ Σωκράτη. Αὐτὸ ποὺ θέλω νὰ πῶ καὶ νὰ δείξω εἶναι πὼς ἕνας ἄνθρωπος θὰ εὐχαριστήσει τὸ Θεὸ περισσότερο μὲ τὸ νὰ πιστέψει κάποια πράγματα ποὺ δὲν τοῦ ἔχουν πεῖ, παρὰ νὰ περιορίσει τὴν πίστη του σὲ ἐκεῖνα τὰ πράγματα ποὺ ἔχουν εἰπωθεῖ μὲ ἀκρίβεια.

Ὅσα εἰπώθηκαν μὲ ἀκρίβεια ἔχουν σκοπὸ νὰ ξυπνήσουν μέσα μας τὴν ἱκανότητα νὰ δοῦμε τὴν ἀλήθεια, τὴν πνευματικὴ ἐπιθυμία, τὴν προσευχὴ γιὰ ἐκεῖνα τὰ πράγματα ποὺ ὁ Θεὸς θὰ δώσει σὲ ὅσους τὰ ζητᾶνε.

«Ὅμως αὐτὸ δὲν εἶναι ἕνα ἐπικίνδυνο δόγμα; Δὲν θὰ ὁδηγήσει ἕναν ἄνθρωπο νὰ πιστεύει ἐκεῖνα ποὺ τοῦ ἀρέσουν περισσότερο, ἀκόμα καὶ νὰ προσεύχεται γιὰ ἐκεῖνα ποὺ τοῦ ἀρέσουν περισσότερο; Καὶ ὅλη αὐτὴ ἡ αὐτοπεποίθηση δὲν θὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν ἀλαζονεία;»

Ἂν ἀληθεύει ὅτι τὸ Πνεῦμα παλεύει μὲ τὸ πνεῦμα μας, ἂν ἀληθεύει ὅτι ὁ Θεὸς παιδαγωγεῖ τὸν ἄνθρωπο, μποροῦμε νὰ ἐμπιστευτοῦμε ὅλες αὐτὲς τὶς ἄρρωστες καταστάσεις, μὲ ἀσφάλεια, στὰ χέρια Του. Ἂν ὁ ἄνθρωπος ἔχει παρέα του τὸν Χριστό, εἶναι πιὸ ἀσφαλὴς μὲ Αὐτὸν παρὰ μὲ ἐκείνους ποὺ διασφαλίζουν τὴ σιγουριά τους μὲ τὸ νὰ μένουν προσηλωμένοι στὰ παραδεδομένα καὶ νὰ μὴν τολμοῦν τίποτα. Ἂν δὲν ἔχει μάθει ἀκόμα σὲ τί νὰ ἐλπίζει καὶ νὰ περιμένει, ὁ Θεὸς θὰ τοῦ τὸ κάνει γνωστό. Θὰ λάβει κάτι διαφορετικὸ ἀπὸ αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο προσευχήθηκε. 

Ἂν προσεύχεται στὸ Θεὸ γιὰ κάτι ποὺ δὲν εἶναι καλό, ἡ ἀπάντηση θὰ ἔρθει στὶς φλόγες τῆς φωτιᾶς ποὺ κατακαίει. Αὐτὲς σύντομα θὰ τὸν ἐπαναφέρουν στὰ ‘πνευματικά’ λογικά του. Ἀλλὰ εἶναι πολὺ προτιμότερο γι’ αὐτὸν νὰ παιδαγωγηθεῖ αὐστηρά, παρὰ νὰ πορεύεται μὲ βῆμα χελώνας στὴν περιπέτεια τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Καὶ ὅσον ἀφορᾷ τὴν ἀλαζονεία, δὲν ἔχω δεῖ τίποτα ποὺ νὰ τὴν ταΐζει περισσότερο ἤ νὰ τὴν ὁδηγεῖ σὲ πιὸ ἀκραῖες μορφές, ἀπὸ τὴν τυπολατρία!

Καὶ σὲ ποιὸν ἄραγε πρέπει ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ δημιουργήθηκε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ εὐλογημένου Θεοῦ, νὰ ψάξει αὐτὸ ποὺ τοῦ ἀρέσει περισσότερο, ἂν ὄχι στὸν ἴδιο τὸν Θεό; Ἂν πράγματι μᾶς ἔχει δοθεῖ νὰ συνειδητοποιήσουμε πὼς ὁ Θεὸς εἶναι ὁ Πατέρας μας, ὅπως μᾶς δίδαξε ὁ Κύριος, τότε ἂς προχωρήσουμε ἕνα βῆμα παραπέρα καὶ νὰ καταλάβουμε πὼς εἶναι πολὺ περισσότερα ἀπὸ πατέρας. Πὼς ἡ ἐγγύτητά του σὲ ἐμᾶς εἶναι πιὸ πάνω ἀπὸ τὴν προσωποποίηση τῆς ἰδανικῆς εἰκόνας τοῦ πατέρα. Πὼς ἡ πατρότητα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἕνα βῆμα πρὶν τὴν θεότητα γιὰ ὅσους μποροῦν νὰ τὴν δεχτοῦν! 

Αὐτὸ ποὺ ἕνας ἄνθρωπος θέλει περισσότερο μπορεῖ νὰ εἶναι θέλημα Θεοῦ, μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ Πνεύματος ποὺ παλεύει μὲ τὸ πνεῦμα του, καὶ ὄχι ἐνάντια σὲ αὐτό. Καὶ ἄν, ὅπως εἶπα, δὲν εἶναι ἔτσι, ἂν αὐτὸ ποὺ ζητᾶ δὲν εἶναι σύμφωνο μὲ τὸ Θέλημά Του, τότε ὑπάρχει ἡ φωτιὰ ποὺ κατακαίει. Ὁ κίνδυνος βρίσκεται, ὄχι στὸ νὰ ζητήσουμε ἀπὸ τὸ θεὸ κάτι ποὺ δὲν εἶναι καλό, οὔτε στὸ νὰ ἐλπίζουμε νὰ μᾶς τὸ δώσει, ἀλλὰ στὸ νὰ μὴν τοῦ ζητήσουμε, στὸ νὰ μὴν τὸν ἐμπιστευόμαστε.

Τὸ θέμα μπορεῖ ν’ ἀφεθεῖ μὲ ἀσφάλεια στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.

Ἀμφιβάλλω ὅμως ἐὰν κάποιος ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ζητήσει κάτι κακὸ ἀπὸ τὸν Θεό. Σίγουρα κάποιος ποὺ ἄρχισε νὰ προσεύχεται σ’ αὐτὸν εἶναι ἀρκετὰ μεγάλο παιδὶ ὥστε νὰ ξεχωρίζει τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακό, ὅταν ἔχει φτάσει τόσο κοντά του, καὶ δὲν τολμᾶ νὰ προσευχηθεῖ γι’ αὐτό. Ἄν μοῦ πεῖτε γιὰ τὸν Δαβὶδ ποὺ προσευχόταν μὲ τόσο φοβερὰ λόγια ἐνάντια στοὺς ἐχθρούς του, ἀπαντῶ πὼς πρέπει νὰ τὸν διαβάσετε ἔχοντας πλήρη γνώση γιὰ τὸν ἄνθρωπο τὸν ἴδιο καὶ τὴν ἱστορία του! 

Θυμηθεῖτε, πὼς εἶναι αὐτὸς πού, κουβαλώντας τὴν φλογισμένη καρδιὰ ἑνὸς ἀνατολίτη, ὅταν ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός του ἔπεσε στὰ χέρια του, ἀντὶ νὰ πάρει τὴν ἐκδίκηση ποὺ ἅρμοζε σὲ ἕναν ἀνατολίτη, ἀρκέστηκε στὸ νὰ τοῦ σκίσει τὸ ἔνδυμα. Αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμοῦσε στὴν ψυχὴ του ἦταν δικαιοσύνη, ἔστω καὶ ἂν οἱ προσευχὲς του περιεῖχαν βαριὲς λέξεις. Ὁ Θεὸς τὸν ἄκουσε καὶ τοῦ ἔδωσε αὐτὸ ποὺ τὸν εὐχαριστοῦσε. Γιὰ ἕναν καλὸ ἄνθρωπο τελικά, «ἡ ἐκδίκηση εἶναι», ὅπως λέει ὁ Λόρδος Μπέικον, «ἕνα εἶδος ἄγριας δικαιοσύνης». Καὶ εὔκολα ἱκανοποιεῖται.

Ὅμως ἤθελα νὰ γράψω μᾶλλον γιὰ τὴν ἐλπίδα, παρὰ γιὰ προσευχές.

Τί θὰ σκεφτόμουν γιὰ τὸ παιδί μου, ἂν συνειδητοποιοῦσα πὼς περιόριζε τὴν ἐμπιστοσύνη του σὲ μένα καὶ ἤλπιζε μόνο στὶς λίγες ὑποσχέσεις ποὺ μὲ εἶχε ἀκούσει νὰ ψελλίζω! Ἡ ἐμπιστοσύνη ποὺ αὐτοπεριορίζεται στὶς ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ, μοῦ μοιάζει νὰ γεύεται τὸν μηδαμινὸ χαρακτῆρα μιᾶς τέτοιας πίστης τοῦ παιδιοῦ μου. Ἀρκετὰ καλὴ γιὰ ἕναν παγανιστή, ἀλλὰ γιὰ ἕναν χριστιανὸ μιὰ μίζερη καὶ ἀξιοθρήνητη πίστη. 

Ὅσοι ἐπαναπαύονται σὲ μιὰ τέτοια πίστη θὰ αἰσθανόντουσαν ἀκόμα πιὸ ἄνετα ἂν εἶχαν συμβόλαιο μὲ τὸ Θεὸ ἀντὶ γιὰ τὸν Λόγο του, τὸν ὁποῖο βλέπουν ὄχι σὰν ἀπόρροια τοῦ χαρακτῆρα Του ἀλλὰ σὰν ἐχέγγυο τῆς τιμῆς Του! Προσπαθοῦν νὰ πιστέψουν στὴν ἀλήθεια τοῦ λόγου Του, ἀδυνατοῦν ὅμως νὰ κατανοήσουν τὴν ἀλήθεια τῆς ὕπαρξής Του. 

Παρακινοῦν τοὺς ἑαυτούς τους νὰ ἐμπιστευτοῦν τὸν ὅρκο Του, σὲ Αὐτὸν ὅμως δὲν πιστεύουν, γιατί δὲν Τὸν γνωρίζουν. Ἑπομένως δὲν εἶναι περίεργο ποὺ δυσπιστοῦν στὰ σκιρτήματα τῆς καρδιᾶς ποὺ εἶναι ἡ δική Του ἕλξη πρὸς ἕνα ἄνθρωπο νὰ ‘ρθεῖ κοντά Του, ὅπως ὁ ἥλιος καὶ τὸ φεγγάρι ἕλκουν τὴν θάλασσα πρὸς τὸν οὐρανό. Ἀδερφέ μου, ἀδερφή μου, ἂν τέτοια εἶναι ἡ πίστη σου, δὲν πρέπει νὰ σταματήσεις ἐκεῖ. 

Πρέπει νὰ ξεπεράσετε τὰ δεσμὰ τοῦ νόμου τὰ ὁποῖα ὀνομάζετε χάρη, γιατί δὲν ὑπάρχει τίποτα ἀπὸ τὴ Χάρη μέσα τους. Αὐτὸς δὲν φοβᾶται ὅταν Τὸν πλησιάζετε ὑπεροπτικά. Ἐσεῖς εἶστε αὐτοὶ ποὺ φοβᾶστε νὰ Τὸν πλησιάσετε. Αὐτὸς δὲν προστατεύει τὴν ἀξιοπρέπειά Του. Ἐσεῖς εἶστε αὐτοὶ ποὺ φοβᾶστε μήπως σᾶς διώξει μακριὰ ὅπως ἔκαναν καὶ οἱ ἀπόστολοι στὰ παιδιά. Ἐσεῖς εἶστε αὐτοὶ ποὺ ἔχετε σὲ τόσο μεγάλη ὑπόληψη τὶς ψυχές σας καὶ φοβᾶστε τόσο πολὺ μήπως χάσετε τὴ ζωή σας, ποὺ δὲν τολμᾶτε νὰ πλησιάσετε τὴν ὄντως Ζωή, μήπως καὶ σᾶς καταπιεῖ!

Θεέ μας, θὰ σὲ ἐμπιστευτοῦμε! Ἄραγε δὲν θὰ διαπιστώσουμε πὼς εἶσαι ἀντάξιος τῆς πίστης μας; Μία μέρα, θὰ γελᾶμε μὲ τοὺς ἑαυτούς μας μέχρι χλευασμοῦ ποὺ ζητούσαμε τόσα λίγα ἀπὸ σένα, γιατί αὐτὰ ποὺ ἐσὺ δίνεις δὲν περιορίζονται μόνον στὶς ἐλπίδες μας!

Πόσο ὀλιγόπιστοι εἴμαστε! «Τὰ πάντα,» – ἀναφέρω τὰ λόγια ἀπὸ τὴ Βίβλο σου, ἤ μᾶλλον ἀναφέρω τὰ λόγια μιᾶς θείας ψυχῇς ποὺ ἤξερε τὸν Κύριό του Χριστό, καὶ μὲ τὴ δύναμή του ἀντιστάθηκε σὲ ἀποστόλους, σὲ χριστιανούς, γιατί δὲν μποροῦσαν νὰ πιστέψουν παρὰ μόνο λίγο στὸ Θεό, πίστευαν μόνο γιὰ τοὺς ἑαυτούς τους καὶ ὄχι γιὰ τὰ ἀδέρφια τους, πίστευαν μόνο γιὰ τοὺς λίγους τοῦ ἐκλεκτοῦ ἔθνους, (γιὰ τοὺς ὁποίους εἶχαν τὸν ἀρχαῖο λόγο τοῦ Θεοῦ), ἀλλὰ ὅμως δὲν μποροῦσαν νὰ πιστέψουν γιὰ τὴν πλειονότητα τῶν ἐθνῶν, γιὰ τὰ ἑκατομμύρια τῶν καρδιῶν ποὺ ὁ Χριστὸς εἶχε πλάσει μὲ σκοπὸ νὰ Τὸν ἀναζητήσουν καὶ νὰ Τὸν βροῦν, – ‘Τὰ πάντα’, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ‘τὰ πάντα πρέπει νὰ τὰ κάνετε γνωστὰ στὸ θεὸ μὲ προσευχὲς καὶ ἱκεσίες καὶ εὐχαριστίες.’ 

Ἀναφερόμενοι σὲ αὐτὰ τὰ πάντα, τίποτα δὲν εἶναι πολὺ μικρό. Καὶ μόνο ποὺ κάτι μᾶς προβληματίζει πρέπει νὰ εἶναι ἀρκετό. Καὶ βέβαια γιὰ τὰ πάντα, τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι πολὺ μεγάλο. Ὅταν ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου ἔρθει καὶ βρεῖ ὑπερβολικὴ πίστη πάνω στὴ γῆ, ἄς μᾶς σφάξει μὲς στὸ ἔλεός Του. Ἐν τῷ μεταξὺ θὰ ἐλπίζουμε καὶ θὰ περιμένουμε.

Νομίζετε πὼς εἶναι μεγάλη πίστη νὰ πιστεύει κανεὶς αὐτὰ ποὺ εἶπε ὁ Θεός; Σὲ μένα μοιάζει, ἐπαναλαμβάνω ὀλιγοπιστία. Καὶ ἂν μείνει κανεὶς μόνο σ’ αὐτό, εἶναι ἄξιος ἐπιτίμησης. Τὸ νὰ πιστεύεις σὲ ὅσα δὲν εἶπε εἶναι ἡ πραγματικὴ πίστη καὶ εὐλογία. Γιατί αὐτὸ εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ νὰ πιστεύεις Ἐκεῖνον. Μπορεῖς νὰ πιστέψεις στὸν ἴδιο τὸ Θεό; Πολλοὶ θὰ ποῦν πὼς ἀκόμα καὶ τὸ νὰ πιστέψεις σὲ ὅσα εἶπε εἶναι πάνω ἀπὸ τὶς δυνάμεις τους. Ἂν ὅμως τοὺς ρωτήσω γιατί; 

Δὲν θὰ εἶναι ἄραγε ἡ πραγματικὴ ἀπάντηση ἡ ἑξῆς: «Γιατί δὲ εἴμαστε ἀρκετὰ σίγουροι ὅτι τὰ εἶπε»; Ἂν πιστεύατε στὸ Θεὸ θὰ βλέπατε πὼς εἶναι πολὺ εὔκολο νὰ πιστεύετε τὸν Λόγο του. Δὲν θὰ χρειαζόταν κἄν νὰ ἀναρωτηθεῖτε ἂν ἦταν πράγματι δικά του λόγια. Θὰ γνωρίζατε ὅτι εἶναι δικά του!

Ἂς τολμήσουμε κάτι λοιπόν. Ἂς μὴν μείνουμε γιὰ πάντα ἄπιστα παιδιά. Ἂς κρατᾶμε στὸ μυαλό μας τὴ σκέψη πὼς ὁ Κύριος, χωρὶς νὰ ἀπορρίπτει ἐκείνους ποὺ ἐπιμένουν νὰ δοῦν πρὶν πιστέψουν, εὐλογεῖ καὶ προτιμᾶ ὅσους δὲν ἔχουν δεῖ καὶ παρόλα αὐτὰ πιστεύουν. Αὐτοὺς ποὺ τὸν ἐμπιστεύονται περισσότερο ἀπὸ τὴν ὅρασή τους. Αὐτοὺς ποὺ πιστεύουν χωρὶς νὰ δοῦν καὶ χωρὶς νὰ ἀκούσουν! 

Αὐτοὶ γιὰ τοὺς ὁποίους τὸ θαῦμα δὲν εἶναι ἕνα παραμύθι. Τὸ μυστήριο δὲν εἶναι παρῳδία καὶ ἡ δόξα δὲν εἶναι ἕνα ψέμα. Αὐτοὶ εἶναι οἱ εὐλογημένοι, καὶ τοὺς ἀρκεῖ νὰ ρωτήσουν, «Ταιριάζει αὐτὸ μὲ τὸν Κύριό μου;» Ὁ μικρόκαρδος, μίζερος ἄνθρωπος ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἐμπιστευτεῖ ὅπως τὰ παιδιά• εἶναι αὐτὸς ποὺ ὑπενθυμίζει συνεχῶς στὸν Θεὸ τὶς ὑποσχέσεις του! Αὐτὲς οἱ ὑποσχέσεις εἶναι καλὲς στὸ νὰ μᾶς ἀποκαλύψουν τὴν ποιότητα τοῦ Θεοῦ. Ἂν αὐτοὶ τοὺς δίνουν ἀξία γιατί τὶς θεωροῦν συμβόλαιο τοῦ Θεοῦ ποὺ τοὺς ἐξασφαλίζει, ἂς τὶς κρατήσουν μὲς στὴν σκληρή τους καρδιά. Προτιμοῦν τὸ λόγο ἀπὸ τὸ Πνεῦμα. Χάρισμά τους!!

Ἔτσι ἐμεῖς θὰ μείνουμε μὲ τὸ «ἀσυμφώνητο ἔλεος τοῦ Θεοῦ». Δὲν ἐπιθυμοῦμε τίποτα λιγότερο, καὶ δὲν ἐλπίζουμε τίποτα περισσότερο. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἔλεος ποὺ βρίσκεται πάνω ἀπό μᾶς, πέρα ἀπὸ τὰ βάθη μας, πέρα ἀπὸ τὰ ὅριά μας. Ξέρουμε σὲ ποιὸν πιστέψαμε, καὶ ψάχνουμε γιὰ ἐκεῖνο ποὺ εἰσέρχεται στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ παραμένει ἀσύλληπτο. 

Μποροῦν οἱ σκέψεις τοῦ θεοῦ νὰ ξεπεραστοῦν ἀπὸ τὶς σκέψεις τοῦ ἀνθρώπου; Μήπως ὁ Θεὸς δίνει ὅτι τοῦ ζητήσει ὁ ἄνθρωπος; Μήπως ὁ θεὸς δημιουργεῖ μὲ γνώμονα τὴν φαντασία τοῦ ἀνθρώπου; Ὄχι! Ἀκόμα καὶ ἂν φτάσουμε στὸ τέρμα τῶν ἐπιθυμιῶν μας. Ἀκόμα καὶ ἂν τὶς ἀφήσουμε πίσω μας καὶ φτάσουμε τὴν κορυφὴ τοῦ φιλοδοξιῶν μας. Ἀκόμα καὶ τότε θὰ δοῦμε τὸν Παράδεισο πιὸ ψηλὰ ἀπὸ τὴ Γῆ καὶ τὶς σκέψεις του καὶ τὰ ἔργα Του, πιὸ ψηλὰ ἀπὸ τὰ δικά μας.

Κύριε! Ἔλα καὶ ζῆσε μέσα σὲ ὅλο μας τὸ εἶναι, ὅπως τὶς Κυριακὲς ποὺ εἶσαι μαζί μας. Μεῖνε μαζί μας καὶ στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας. Δὲν τολμᾶμε νὰ σκεφτοῦμε πὼς ἐσὺ δὲν μπορεῖς ἤ δὲν νοιάζεσαι. Πὼς μερικὰ πράγματα δὲν εἶναι μόνο γιὰ σένα, πὼς γιὰ κάποιες ἐρωτήσεις δὲν ἔχεις Ἐσὺ τὶς ἀπαντήσεις. Μήπως δὲν εἴμαστε ὅλοι δικοί Σου; Ὁλοκληρωτικὰ δικοί Σου; Αὐτὰ ποὺ κάποιος δὲν τολμᾶ νὰ πεῖ στὸν πιὸ ἀγαπητό του φίλο, ἐμεῖς τὰ ἐξομολογούμαστε σὲ Σένα. 

Προσφέρουμε τὰ ἴδιά μας τὰ πάθη σὲ Σένα καὶ Σοῦ λέμε: ‘Ὁρίστε, Κύριε! Νοιάσου μας γατὶ γι’ αὐτό μᾶς δημιούργησες.’ Δὲν μποροῦμε νὰ ξεφύγουμε ἀπὸ τὴν ἱστορία μας μὲ τὸν νὰ τὸ σκάσουμε στὴν ἔρημο, ἤ μὲ τὸ νὰ θάψουμε τὰ κεφάλια μας στὴν ἄμμο τῆς λησμονιᾶς. Οὔτε μποροῦμε νὰ ξεφύγουμε ἀπὸ τὴν μετάνοια ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν πόνο, ἤ τὸν λήθαργο τῆς ἀπελπισίας. Τὰ κρατᾶμε στὰ χέρια μας ὡς τὴν ἴδια τὴ ζωή μας καὶ τρέχουμε πίσω Σου. 

Θριαμβευτικὴ εἶναι ἡ ἀπάντηση ποὺ θὰ δώσεις σὲ κάθε ἀμφιβολία. Ἴσως νὰ μὴν εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ τὴν κατανοήσουμε ἀκόμα, ἔστω καὶ ἂν ἐσὺ τὴν φωνάξεις σέ μᾶς « μὲ κάποιο θαυμαστό σου ὂργανο ». Ὅμως τουλάχιστον θὰ βρεῖς πίστη στὴ γῆ, Κύριε, ἂν ἔρθεις καὶ ψάξεις τώρα. Θὰ βρεῖς τὴν πίστη παιδιῶν ποὺ ζοῦν στὴν ἄγνοια μὰ συνάμα μὲ ἐλπίδα, ποὺ ἔχουν ἐπίγνωση τῆς ἄγνοιάς τους καὶ πιστεύουν πὼς ἐσὺ εἶσαι ἡ μόνη Γνώση.

Ὅσο γιὰ τὰ ἀδέρφια μας, ποὺ ἐμμένουν σὲ αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουν λόγο σου, νομίζοντας πὼς ἔτσι σὲ εὐχαριστοῦν, εἶναι στὰ δικά σου ἅγια καὶ ἀσφαλῆ χέρια. Σὲ Ἐσένα πού μᾶς ἔμαθες ὅτι ὅποιος θὰ πεῖ λόγο ἐναντίον τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου, θὰ συγχωρηθεῖ, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ θὰ βλασφημήσει κατὰ τοῦ ἁγίου πνεύματος, δὲν θὰ συγχωρεθεῖ.


McDonald George