Κυριακή Δ' Λουκά [ΤΟΥ ΣΠΟΡΕΩΣ]
(Λουκ 8, 5-15)
Η παραβολή του Σπορέως, που ακούσαμε στη σημερινή ευαγγελική περικοπή, είναι λίγο-πολύ γνωστή σε όλους μας. Ο Κύριος μιλά για το γεωργό εκείνο που πήγε στο χωράφι του για τη σπορά, και άλλοι σπόροι έπεσαν στο δρόμο και πήγαν χαμένοι, αφού καταπατήθηκαν από τους περαστικούς και έγιναν τροφή των πουλιών, άλλοι έπεσαν επάνω στις πέτρες, και μόλις φύτρωσαν λίγο αμέσως ξεράθηκαν, επειδή δεν υπήρχε ούτε χώμα ούτε υγρασία. Άλλοι πάλι έπεσαν σε μέρος γεμάτο αγκάθια, τα οποία έπνιξαν τα νεόφυτα βλαστάρια, και εκείνοι τέλος που έπεσαν στην εύφορη γη, και αναπτύχθηκαν τα φυτά και απέδωσαν καρπό εκατονταπλάσιο.
Την ερμηνεία αυτής της παραβολής την δίνει ο ίδιος ο Χριστός στη συνέχεια της περικοπής: μάς λέει ότι ο σπόρος είναι ο λόγος του Θεού, και ο γεωργός επομένως είναι ο ίδιος ο Θεός[1].
Τα δε διάφορα είδη της γης στην οποία έπεσε ο σπόρος, είναι οι διαφορετικοί τύποι ανθρώπων, οι οποίοι ανάλογα με την προαίρεση και την πνευματική τους κατάσταση, δέχονται τον λόγο του Θεού και είτε αυτός καρποφορεί στην ζωή τους, είτε μένει άκαρπος και ατελέσφορος. Έτσι, ο δρόμος της παραβολής αντιστοιχεί στους ανθρώπους εκείνους που ακούν μεν τον λόγο του Θεού, αλλά ευθύς αμέσως έρχεται ο διάβολος και παίρνει από την καρδιά τους τα θεϊκά λόγια, ώστε να μην πιστέψουν και να μην σωθούν.
Οι πέτρες πάλι, είναι εκείνοι οι άνθρωποι μου με χαρά ακούν και δέχονται τον λόγο του Θεού, αλλά δεν έχουν πνευματικές ρίζες και με τον πρώτο πειρασμό εγκαταλείπουν κάθε προσπάθεια και μαραζώνουν πνευματικά. Τα αγκάθια, μάς λέει ο Χριστός, είναι οι βιοτικές μέριμνες, και οι ηδονές και ο πλούτος, που απασχολούν την καθημερινότητά μας και αντλούν όλη την ενεργητικότητά μας, με αποτέλεσμα να ξεχνάμε και να παραθεωρούμε το λόγο του Θεού, ο οποίος τελικά καταπνίγεται μέσα μας και δεν καρποφορεί.
Και τέλος, η αγαθή γη είναι εκείνοι οι άνθρωποι που με όλη τους την καρδιά και με αγαθή προαίρεση ακούν το λόγο του Θεού, και τον διατηρούν μέσα στην καρδιά τους και καρποφορούν με υπομονή.
Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθούμε ότι όλοι μας, ως άνθρωποι, δεν μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι ανήκουμε σε ένα συγκεκριμένο τύπο ανθρώπου, από αυτούς που ο Κύριος παρουσιάζει σήμερα, αλλά ενίοτε βρισκόμαστε πότε στη μία πνευματική κατάσταση, πότε στην άλλη. Και τούτο, επειδή η ζωή μας είναι ένας διαρκής αγώνας και επειδή ως άνθρωποι άλλοτε πέφτουμε και άλλοτε σηκωνόμαστε, άλλοτε αγωνιζόμαστε με ζέση και άλλοτε απελπιζόμαστε και αδρανούμε στα πνευματικά.
Γι’ αυτό και ο Χριστός, στο τέλος των λόγων Του, μάς μιλά για την υπομονή. Χωρίς υπομονή, χωρίς πίστη, χωρίς αγώνα, δεν μπορεί να υπάρξει πρόοδος πνευματική στις καρδιές μας.
Και για να καρποφορήσει ο λόγος του Θεού, όπως ο οποιοσδήποτε σπόρος, χρειάζεται χρόνος, φροντίδα, επιμέλεια, με μια λέξη υπομονή. Γι’ αυτό και σήμερα, με αφορμή την παραβολή του Σπορέως, καλούμαστε όλοι μας να εξετάσουμε τα μύχια της καρδιάς μας και να δούμε, πρώτα απ’ όλα εάν πράγματι η καρδιά μας διαθέτει την αγαθή προαίρεση να ακούσει τον λόγο του Θεού, και στη συνέχεια αν έχουμε την διάθεση να αγωνιστούμε για να τον κάνουμε πράξη στη ζωή μας.
Μέσα στο θόρυβο του κόσμου, συχνά ξεχνάμε να ακούσουμε και να σκεφτούμε τα διδάγματα του Ευαγγελίου. Πολύ λίγοι από εμάς, δυστυχώς, παρόλο που λεγόμαστε χριστιανοί, αφιερώνουμε έστω ελάχιστο χρόνο για την ανάγνωση και τη μελέτη της Αγίας Γραφής. Άλλοτε, πνιγμένοι από τις βιοτικές μέριμνες, βάζουμε σε τελευταία μοίρα τον Θεό και την πνευματική μας καλλιέργεια, και αναλώνουμε όλη τη ζωή μας σε εφήμερα και υλικά πράγματα. Άλλες φορές πάλι, ενώ θέλουμε να αγωνιστούμε, μας λείπει η υπομονή, και με τον πρώτο πειρασμό εγκαταλείπουμε κάθε προσπάθεια και μένουμε στάσιμοι και άγονοι πνευματικά.
Πώς λοιπόν μπορούμε να αντισταθούμε στον πειρασμό, που επιδιώκει να μάς απομακρύνει και να μάς αποξενώσει από τον Θεό; πώς θα κάνουμε την καρδιά μας «γή αγαθή»; με υπομονή. Με αγώνα. Με πίστη. Όποια κι αν είναι η πνευματική μας κατάσταση. Γιατί ακόμα και στην αγαθή γη παραμονεύει ο κίνδυνος να φυτρώσουν ζιζάνια που θα βλάψουν τις καρδιές μας[2].
Αρκεί με υπομονή, κάθε μέρα από λίγο, να μελετάμε αφενός τον λόγο του Θεού, και να θέσουμε ως πρώτη προτεραιότητα στη ζωή μας την πνευματική μας πρόοδο. Αρκεί να φροντίζουμε, κάθε μέρα από λίγο, να ξεριζώνουμε από μέσα μας τους πονηρούς εκείνους λογισμούς, τις μέριμνες, τους πειρασμούς, που έρχονται να μάς αποπροσανατολίσουν από την πνευματική μας πορεία.
Αρκεί να μην απελπιζόμαστε από τις πτώσεις και τα λάθη μας, ούτε από τις επιθέσεις του εχθρού. Αρκεί να έχουμε πίστη ότι στον καλό μας αγώνα έχουμε σύμμαχό μας τον Σωτήρα του κόσμου. Και τέλος, μέσα από τη μετοχή μας στη Μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας και την κοινωνία του σώματος και του αίματος του Θεανθρώπου Χριστού, ο οποίος προσφέρει τον εαυτό Του σε όλους μας, «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, καί εἰς ζωήν αἰώνιον».
[1] Πρβ. Ιω. 15, 1.
[2] Πρβ. Ματθ. 13, 22-40.