Ἡ Ἐκκλησία, σὰν ζωντανὸς ὀργανισμός, ἔχει τὴ δύναμη νὰ κρατάη ἐπάνω της ὅσα εἶναι γιὰ νὰ ζήσουν καὶ νὰ ἀφήνη ὅσα ἀπὸ μόνα τους εἶναι πιὰ νεκρά. Αὐτὸ ποὺ λέμε παράδοση δὲν εἶναι ἕνα νεκρὸ φορτίο, ποὺ πρέπει ἡ Ἐκκλησία νὰ τὸ σηκώνη ἐπάνω της, ἀλλὰ εἶναι μιὰ ζωντανὴ συνέχεια καὶ μιὰ δυναμικὴ πορεία πρὸς τὰ ἐμπρός. Ὅσα λοιπὸν εἶναι νὰ πεθάνουν θὰ πεθάνουν κι ἂς μὴ φοβούμαστε• ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία δὲν πεθαίνουν. Πρέπει νὰ εἴμαστε σὲ θέση, κάθε φορά, νὰ ξεχωρίζουμε τὸ οὐσιῶδες ἀπὸ τὸ ἐπουσιῶδες, χωρὶς νὰ φοβούμαστε ὅτι θίγεται τάχα ἡ πίστη, ὅταν πρέπει νὰ βάλωμε κάποια πράγματα στὴ θέση τους. Χρειάζεται βέβαια σύνεση, ποὺ ποτὲ δὲν πρέπει νὰ μᾶς λείπη.
Ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ θεία λατρεία. Ὅσο κι ἂν αὐτὸ στὸν καιρό μας, ποὺ εἶναι καιρὸς πρακτικῆς καὶ κοινωνικῆς δραστηριότητας, δὲν ἀκούεται καλά, ὅμως εἶναι μία βασικὴ ἐκκλησιαστικὴ ἀλήθεια. Ἂν μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ ἐποχὲς παρακμῆς τῆς Ἐκκλησίας, αὐτὲς εἶναι οἱ ἐποχὲς παρακμῆς τῆς θείας λατρείας.
Ἀλλὰ τὸ ζήτημα εἶναι τί πρέπει νὰ θεωροῦμε γιὰ ἀκμὴ ἤ γιὰ παρακμὴ στὴ θεία λατρεία. Μποροῦμε νὰ ποῦμε γενικὰ ὅτι ἀκμὴ τῆς ὀρθόδοξης λατρείας δὲν εἶναι πάντως ὁ ὑλικὸς πλοῦτος καὶ ἡ βασιλικὴ μεγαλοπρέπεια. Αὐτὸ πρέπει νὰ θεωρηθῆ πὼς εἶναι βέβαιη παρακμὴ τῆς θείας λατρείας καὶ παρεκτροπὴ ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Εὐαγγελίου. Οὔτε τὰ χρυσὰ σκεύη οὔτε τὰ πολυτελῆ ἄμφια οὔτε οἱ λαμπροὶ φωτισμοὶ οὔτε οἱ πολυφωνικοὶ χοροὶ εἶναι ἡ ζωντανὴ καὶ ἀκμαία ὀρθόδοξη λατρεία.
Ἀλλὰ οὔτε καὶ τὸ ἄλλο ἄκρο. Γιατί πολλοὶ ἀπὸ ἀντίδραση πέφτουν στὸ ἄλλο ἄκρο ἤ ἀκόμα καὶ ἀρνιοῦνται τὴν ἀξία τῆς θείας λατρείας, καὶ φτάνουν νὰ ποῦν πὼς Ἐκκλησία εἶναι ἕνα στεγνὸ προτεσταντικοῦ τύπου κήρυγμα καὶ μία κοινωνικὴ μόνο δραστηριότητα.
Γι’ αὐτὸ δὲν ἀγαποῦν τὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες, δὲν συγκινοῦνται στὴ λειτουργικὴ σύναξη, δὲν ξέρουν καὶ δὲν θέλουν νὰ λειτουργήσουν. Μιλᾶμε γιὰ ὡρισμένους κληρικούς, ποὺ θέλουν νὰ εἶναι μᾶλλον προϊστάμενοι καὶ διοικητὲς στὴν Ἐκκλησία παρὰ ἱερεῖς καὶ λειτουργοί.
Τίποτε περισσότερο καὶ καλύτερο δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι κανεὶς στὴν Ἐκκλησία παρὰ ἱερέας καὶ λειτουργός• ὅλα τὰ ἄλλα ὑστέρα σ’ ἕναν καλὸ καὶ ἀληθινὸ ἱερέα ἔρχονται μόνα τους. Αὐτὸ δυστυχῶς πολλοὶ δὲν τὸ καταλαβαίνομε, γι’ αὐτὸ καὶ μᾶς δέρνει ἡ πολυπραγμοσύνη καὶ γι’ αὐτὸ συμβαίνει πολλὴ ἀκαταστασία στὴν Ἐκκλησία.
* * *
Ἀλλά, μᾶς ἐνδιαφέρει τώρα ἡ στάση μας καὶ ἡ συμπεριφορὰ μας μέσα στὴ θεία Λειτουργία. Καὶ θέλομε νὰ ποῦμε γιὰ ἕνα μέτρο, ποὺ πρέπει νὰ μᾶς κρατάη ὅταν λειτουργοῦμε, εἴτε πρὸς τὸ ἕνα εἴτε πρὸς τὸ ἄλλο ἄκρο. Εἶναι λοιπὸν μεγάλη ἁμαρτία, ὅταν οἱ λειτουργοί, οἱ ἱερεῖς δηλαδὴ καὶ οἱ ψάλτες, ξεχνιοῦνται ἤ καὶ θέλουν νὰ δίνουν τὴν ἐντύπωση, μὲ τὸν τρόπο ποὺ ψάλλουν καὶ κινοῦνται, πὼς ἡ Ἐκκλησία εἶναι θέατρο.
Ἔχει βέβαια μία δραματικὴ κίνηση ἡ τελετὴ τῆς θείας Λειτουργίας, ἔτσι καθὼς εἶναι ὁ ναὸς μὲ τὸ εἰκονοστάσι καὶ μὲ τὸ ἅγιο βῆμα ψηλότερα, μὲ τὴν ἱερὴ μουσικὴ καὶ μὲ τὸν διάλογο, ποὺ διαρκῶς γίνεται μὲ τὸν ἱερέα καὶ τὸ λαό. Στοὺς μεγάλους μάλιστα ναοὺς τῶν πόλεων, ὅπου ὑπάρχουν καὶ διάκονοι, αὐτὴ ἡ κίνηση γίνεται ζωηρότερη. Ἀλλὰ ποτὲ ἡ θεία Λειτουργία δὲν πρέπει νὰ ξεπέφτη σὲ θεατρικὴ παράσταση.
Ὅταν ὁ λόγος ἦταν γιὰ τοὺς ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας, εἴπαμε τότε ὅσα μπορέσαμε, μὰ βλέπομε πὼς πρέπει τώρα κάτι ἀκόμα νὰ προσθέσουμε. Ἡ ψαλμωδία, καθὼς εἴπαμε δὲν εἶναι σκοπός, στὴν Ἐκκλησία, δηλαδὴ δὲν ψάλλομε γιὰ νὰ ψάλλωμε. Αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ τὸ ξεχνᾶμε καὶ μάλιστα οἱ ψάλτες, ποὺ πολλὲς φορὲς θαρροῦν πὼς ἡ ἱερὴ σύναξη γίνεται, γιὰ νὰ τοὺς δοθῆ ἡ εὐκαιρία νὰ δείξουν τὴν τέχνη τους καὶ τὴ φωνή τους.
Ξέρομε ἐδῶ πόση ζημιὰ γίνεται στὴν προσευχὴ καὶ τὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μ’ ἐκεῖνο τὸ περίφημο «Δύναμις» τοῦ «Ἅγιος ὁ Θεός...». Καὶ φαίνεται πὼς αὐτὸ γινότανε πάντα καὶ στὴ θεία Λειτουργία καὶ στὶς ἄλλες ἀκολουθίες, ἀλλιῶς δὲν θὰ ἀναγκαζότανε ἡ ἕκτη οἰκουμενικὴ Σύνοδος νὰ ἐκδώση τὸν ἑβδομηνταπέντε κανόνα. Ἀλλὰ ἡ Σύνοδος δὲν ὥρισε μόνο πῶς καὶ τί νὰ μὴν ψάλλουν οἱ ψάλτες, ἀλλὰ στὴ συνέχεια τοῦ κανόνα εἶπε καὶ πῶς πρέπει νὰ ψάλλουν «ἀλλὰ μετὰ πολλῆς προσοχῆς καὶ κατανύξεως τὰς τοιαύτας ψαλμωδίας προσάγειν τῷ τῶν κρυπτῶν ἐφόρῳ Θεῷ...».
Ἡ ψαλμωδία δὲν εἶναι καλλιτεχνικὴ ἐπίδειξη, ἀλλὰ ἐκκλησιαστικὴ διακονία. Καὶ ὁ Θεὸς δὲν ἀκούει τὶς κραυγὲς στὸ «ἀθάνατος», ἀλλὰ τί ψάλλει ὁ καθένας μέσα του• «ἄδοντες καὶ ψάλλοντες ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ», γράφει ὁ Ἀπόστολος.
Ἀλλὰ εἶναι καὶ τὸ ἄλλο ἄκρο, ἡ ἀντίληψη ἐκείνων, ποὺ δὲν ξέρουν τί εἶναι ἡ θεία λατρεία καὶ δὲν τὴν ἐκτιμοῦν. Αὐτοὶ δὲν θέλησαν καὶ δὲν φιλοτιμήθηκαν νὰ μάθουν πῶς πρέπει νὰ κινοῦνται μέσα στὴν Ἐκκλησία σὰν λειτουργοὶ καὶ πῶς πρέπει νὰ ἀνοίγουν τὸ στόμα τους γιὰ νὰ διαβάσουν καὶ νὰ ψάλλουν.
Ἡ Ἐκκλησία δὲν θέλει καλλιτέχνες καὶ τραγουδιστές, ἀλλὰ ἀνθρώπους μὲ ἱερατικὴ καὶ λειτουργικὴ συνείδηση, ποὺ νὰ θέλουν καὶ νὰ ξέρουν νὰ μεταχειρισθοῦν τὴν ὅποια φωνὴ τοὺς ἔδωκε ὁ Θεός. Ἀλλὰ καὶ δὲν εἶναι κατάλληλοι γιὰ τὴν ἱερουργία καὶ δὲν κάνουν ὅσοι δὲν ἀγαποῦν τὴν εὐπρέπεια τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ. Καὶ εὐπρέπεια δὲν εἶναι μόνο τὸ συγύρισμα τοῦ χώρου, ἀλλὰ καὶ ἡ καλὴ διεξαγωγὴ τῆς θείας λατρείας. Κάποιοι, θέλοντας πολὺ σωστὰ νὰ ἀποφύγουν τὰ τραγούδια, ξεπέφτουν στὸ ἄλλο ἄκρο καὶ κάνουν σύνθημά τους τὴν ἀπειροκαλία.
Ἀκοῦνε, γιὰ παράδειγμα, νὰ γίνεται λόγος γιὰ ἀναγνώσματα, καὶ ἐπιμένουν νὰ διαβάζουν τὸν Ἀπόστολο καὶ τὸ Εὐαγγέλιο σὰν τὰ κοινὰ κείμενα καὶ σὰν τὴν ἐφημερίδα. Μὰ ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἕναν δικό της τρόπο ποὺ διαβάζει τὸν Ἀπόστολο καὶ τὸ Εὐαγγέλιο, τὶς εὐχὲς καὶ κάθε ἀνάγνωσμα.
Εἶναι τὸ λεγόμενο «ὕφος», ἤ, ὅπως εἴπαμε στὰ προηγούμενα, ἡ ἐμμελὴς ἀπαγγελία, κάτι ποὺ ἔρχεται ἀπὸ πολὺ μακρυά, κι ὅπως λένε οἱ εἰδικοί, εἶναι ὁ τρόπος τῆς ἀπαγγελίας τοῦ χοροῦ στὴν ἀρχαία Ἑλληνικὴ τραγωδία. Πολλοὶ ξένοι φιλόλογοι ἔρχονται στὴ θεία Λειτουργία, γιὰ νὰ ἀκούσουν μιὰ καλὴ ἐμμελῆ ἀπαγγελία.
Διονύσιος Ψαριανός
(Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+))