Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2017

Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ: Περί Νοερᾶς Προσευχῆς

Αποτέλεσμα εικόνας για πωσ να προσευχομαστε


Πόση δύναμη ἔχει ἡ εὐχὴ καὶ ποιὲς εἶναι οἱ δωρεές της σὲ ὅσους τὴ χρησιμοποιοῦν καὶ σὲ ποιὰ πνευματικὴ κατάσταση τοὺς φέρνει, δὲν εἴμαστε ἐμεῖς σὲ θέση νὰ ποῦμε. Τοὺς λόγους ὅμως ἀπὸ τοὺς ὁποίους αὐτὴ ἀποτελεῖται, τοὺς βρῆκαν ἀρχικὰ οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, ποὺ δὲν τοὺς ἐπινόησαν οἱ ἴδιοι, ἀλλὰ πῆραν τὶς ἀφορμὲς ἀπὸ παλιὰ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἀπὸ τοὺς κορυφαίους Μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ ἤ, νὰ ποῦμε καλύτερα, τοὺς δέχθηκαν αὐτοὶ σὰν κάποια πατρικὴ κληρονομιὰ καὶ τοὺς μεταβίβασαν σ΄ ἐμᾶς.

Ὥστε καὶ ἀπὸ αὐτὸ γίνεται φανερό, σὲ ὅσους δὲν ἔμαθαν ἀπὸ τὴν πείρα τους ὅτι αὐτὴ ἡ ἱερὴ εὐχὴ εἶναι κάτι τὸ ἔνθεο καὶ ἕνας ἱερὸς χρησμός. Γιατί πιστεύουμε ὅτι εἶναι θεῖοι χρησμοὶ καὶ πνευματικὲς ἀποκαλύψεις καὶ λόγοι Θεοῦ ὅλα ὅσα ἔδωσε στοὺς ἱεροὺς Ἀποστόλους.

Ἔτσι, ὁ θειότατος Παῦλος, φωνάζοντας σ΄ ἐμᾶς σὰν ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ τρίτου οὐρανοῦ, λέει: «Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ Κύριε Ἰησοῦ, παρὰ μόνο μὲ Πνεῦμα Ἅγιο» (Α΄ Κορ. 12, 3). Μὲ τὴν ἀρνητικὴ λέξη «κανεὶς» φανερώνει πολὺ θαυμάσια ὅτι ἡ ἐπίκληση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ εἶναι κάτι τὸ πολὺ ὑψηλὸ καὶ ἀνώτερο ὅλων.

Ἐπίσης ὁ μέγας Ἰωάννης, ποὺ διακήρυξε σὰν βροντὴ τὰ πνευματικά, ἀρχίζει μὲ τὴ...λέξη ποὺ τελειώνει ὁ Παῦλος καὶ μᾶς δίνει τὴ συνέχεια τῆς εὐχῆς ὡς ἑξῆς: «Κάθε πνεῦμα, ποὺ ὁμολογεῖ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ὅτι ἦρθε ὡς ἀληθινὸς ἄνθρωπος, εἶναι ἀπὸ τὸ Θεὸ» (Α΄ Ἰω. 4, 4). Αὐτὸς χρησιμοποίησε βέβαια ἐδῶ κατάφαση, ἀλλὰ ἀπέδωσε, ὅπως καὶ ὁ Παῦλος, στὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὴν ἐπίκληση καὶ ὁμολογία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.


Ἂς ἔρθει τώρα τρίτος ὁ Πέτρος, ἡ ἀκρότατη κορυφὴ τῶν θεολόγων, γιὰ νὰ μᾶς δώσει τὸ ὑπόλοιπο αὐτῆς τῆς εὐχῆς. Ὅταν δηλαδὴ ὁ Κύριος ρώτησε τοὺς Μαθητές: «Ποιὸς λέτε ὅτι εἶμαι;», προλαβαίνοντας ὁ φλογερὸς μαθητὴς τοὺς ἄλλους, ὅπως τὸ συνήθιζε, εἶπε: «Σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ» (Ματθ. 16, 16-17), ἔχοντας λάβει τὴν ἀποκάλυψη αὐτή, σύμφωνα μὲ τὴ μαρτυρία τοῦ ἴδιου τοῦ Σωτήρα, ἀπὸ τὸν οὐράνιο Πατέρα ἤ, πράγμα ποὺ εἶναι τὸ ἴδιο, ἀπὸ τοῦ Ἅγιο Πνεῦμα.

Πρόσεξε λοιπὸν αὐτοὺς τοὺς τρεῖς ἱεροὺς Ἀποστόλους πῶς ἀκολουθοῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο σὰν σὲ κύκλο, παίρνοντας ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλο αὐτὰ τὰ θεία λόγια, ἔτσι ποὺ τὸ τέλος τοῦ λόγου τοῦ προηγουμένου νὰ γίνεται ἀρχὴ γιὰ τὸν ἑπόμενο. Ὁ ἕνας δηλαδὴ λέει «Κύριον Ἰησοῦ», ὁ ἄλλος «Ἰησοῦ Χριστό», ὁ τρίτος «Χριστό, Υἱὸ τοῦ Θεοῦ», καὶ τὸ τέλος συνάπτεται στὴν ἀρχὴ σὰν σὲ κύκλο, ὅπως εἴπαμε, ἐπειδὴ δὲν ἔχει καμμία διαφορὰ νὰ πεῖ κανεὶς Κύριο καὶ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, γιατί καὶ τὰ δύο αὐτὰ φανερώνουν τὴ θεότητα τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ καὶ παριστοῦν ὅτι εἶναι ὁμοούσιος καὶ ὁμότιμος μὲ τὸν Πατέρα.

Ἔτσι αὐτοὶ οἱ μακάριοι Ἀπόστολοι μᾶς παρέδωσαν νὰ ἐπικαλούμαστε καὶ νὰ ὁμολογοῦμε ἐν Πνεύματι τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, Υἱὸ τοῦ Θεοῦ· αὐτοὶ εἶναι καὶ τρεῖς καὶ πιὸ ἀξιόπιστοι ἀπ΄ ὅλους – ἐφόσον κάθε λόγος, σύμφωνα μὲ τὴ θεία Γραφή, βεβαιώνεται μὲ τρεῖς μάρτυρες.

Ἀλλὰ καὶ ἡ σειρὰ τῶν Ἀποστόλων, ποὺ τὰ εἶπαν, δὲν εἶναι χωρὶς σημασία: ἀπὸ τὸν Παῦλο δηλαδή, τὸν πιὸ τελευταῖο χρονικὰ ἀπὸ τοὺς Μαθητές, ἀρχίζει ἡ μυστικὴ παράδοση τῆς εὐχῆς καὶ διὰ τοῦ μεσαίου, τοῦ Ἰωάννη, προχωρεῖ στὸν πρῶτο, τὸν Πέτρο, ποὺ μὲ τὴν ἀγάπη πλησίαζε τὸν Ἰησοῦ περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Τοῦτο συμβολίζει, νομίζω, τὴν προκοπή μας μὲ ὀρθὴ σειρὰ καὶ τὴν ἄνοδό μας καὶ τὴν ἕνωσή μας μὲ τὸ Θεὸ μέσα στὴν ἀγάπη διὰ τῆς πράξεως καὶ τῆς θεωρίας. Γιατί βέβαια ὁ Παῦλος εἶναι εἰκόνα τῆς πράξεως, καθὼς εἶπε ὁ ἴδιος: «Κοπίασα περισσότερο ἀπ΄ ὅλους» (Α΄ Κορ. 15, 10), ὁ Ἰωάννης τῆς θεωρίας, καὶ τῆς ἀγάπης ὁ Πέτρος, γιὰ τὸν ὁποῖο μαρτυρεῖ ὁ Κύριος πὼς ἀγαποῦσε περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους (Ἰω. 21, 15).

Πέρα ἀπὸ αὐτά, θὰ μποροῦσε νὰ δεῖ κανεὶς πὼς τὰ θεία λόγια της εὐχῆς ὑποδηλώνουν τὸ ὀρθὸ δόγμα τῆς πίστεώς μας καὶ ἀπορρίπτουν κάθε αἵρεση τῶν κακοδόξων.

-Μὲ τὸ «Κύριε», ποὺ φανερώνει τὴ θεία φύση, ἀποκηρύττονται ἐκεῖνοι, ποὺ φρονοῦν πὼς ὁ Ἰησοῦς εἶναι μόνο ἄνθρωπος.
-Μὲ τὸ «Ἰησοῦ», ποὺ φανερώνει τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἀποδιώχνονται ἐκεῖνοι ποὺ Τὸν θεωροῦν μόνο Θεὸ ποὺ ὑποδύθηκε κατὰ φαντασίαν τὸν ἄνθρωπο.
-Τὸ «Χριστέ», ποὺ φανερώνει καὶ τὶς δύο φύσεις, ἀναχαιτίζει ἐκείνους ποὺ Τὸν πιστεύουν Θεὸ καὶ ἄνθρωπο μὲ χωρισμένες ὅμως τὶς ὑποστάσεις τὴ μία ἀπὸ τὴν ἄλλη· τέλος,
-Τὸ «Υἱὲ τοῦ Θεοῦ» ἀποστομώνει ἐκείνους ποὺ τολμοῦν νὰ διδάσκουν τὴ σύγχυση τῶν δύο φύσεων, ἐπειδὴ φανερώνει πὼς ἡ θεία φύση τοῦ Χριστοῦ δὲν συγχέεται μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση Του, ἀκόμη καὶ μετὰ τὴν ἕνωσή τους. Ἔτσι οἱ τέσσερις αὐτὲς λέξεις, ὡς λόγοι Θεοῦ καὶ μάχαιρες πνευματικές, ἀναιροῦν δύο συζυγίες αἱρέσεων, οἱ ὁποῖες, ἐνῶ εἶναι κακὰ ἐκ διαμέτρου ἀντίθετες, εἶναι ὁμότιμες στὴν ἀσέβεια.

-Τὸ «Κύριε», ἀνατρέπει τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ Παύλου Σαμοσατέα.
-Τὸ «Ἰησοῦ», τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ Πέτρου Κναφέα.
-Τὸ «Χριστέ», τοὺς Νεστοριανούς.
-Τὸ «Υἱὲ τοῦ Θεοῦ», τοὺς Μονοφυσίτες, ὀπαδοὺς τοῦ Εὐτυχῆ καὶ τοῦ Διοσκόρου.

Ἔτσι λοιπὸν μᾶς παραδόθηκαν αὐτὰ τὰ θεία λόγια, τὰ ὁποία δικαίως θὰ τὰ ὀνόμαζε κανεὶς μνημεῖο προσευχῆς καὶ ὀρθοδοξίας. Αὐτὰ καὶ μόνα τους εἶναι ἀρκετὰ γιὰ ὅσους προχώρησαν στὴν κατὰ Χριστὸν ἡλικία καὶ ἔφτασαν στὴν πνευματικὴ τελείωση· αὐτοὶ ἐνστερνίζονται καὶ καθένα ἀπὸ τὰ θεία τοῦτα λόγια, χωριστά, ὅπως δόθηκαν ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς Ἀποστόλους, δηλαδὴ τὸ «Κύριε Ἰησοῦ – Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ» (κάποτε μάλιστα καὶ μόνο γλυκύτατο ὄνομα «Ἰησοῦ»), καὶ τὸ ἀσπάζονται ὡς ὁλοκληρωμένη ἐργασία προσευχῆς. Καὶ μὲ αὐτὴ γεμίζουν ἀπερίγραπτη πνευματικὴ χαρά, γίνονται ἀνώτεροι τῆς σάρκας καὶ τοῦ κόσμου καὶ ἀξιώνονται νὰ λάβουν θεῖες δωρεές.

Αὐτὰ τὰ γνωρίζουν, λένε, οἱ μυημένοι. Γιὰ τοὺς νηπίους ὅμως ἐν Χριστῷ καὶ ἀτελεῖς στὴν ἀρετή, παραδόθηκε ὡς κατάλληλη προσθήκη τὸ «ἐλέησόν με», ἡ ὁποία τοὺς δείχνει ὅτι ἔχουν ἐπίγνωση τῶν πνευματικῶν τους μέτρων καὶ ὅτι χρειάζονται πολὺ ἔλεος ἀπὸ τὸ Θεό. Μιμοῦνται ἔτσι τὸν τυφλὸ ἐκεῖνο πού, ποθώντας νὰ βρεῖ τὸ φῶς του, φώναζε στὸν Κύριο καθὼς περνοῦσε: «Ἰησοῦ, ἐλέησόν με» (Μάρκ. 10 47).

Τὰ θεία τώρα ὀνόματα (Κύριος, Ἰησοῦς, Χριστός), μὲ τὰ ὁποία μᾶς δόθηκε ἡ ἀκρίβεια τῶν δογμάτων, θὰ μποροῦσε νὰ βρεῖ κανεὶς ὅτι χρονικὰ ἀναφάνηκαν μὲ αὐτὴ τὴ σειρὰ καὶ τάξη καὶ ὅτι κι ἐμεῖς τὰ λέμε ὅπως αὐτὰ φανερώθηκαν ἀπὸ τὴν ἀρχή. Γιατί παντοῦ ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κηρύττει Κύριο τὸν Θεὸ Λόγο, καὶ πρὶν καὶ μετὰ τὴν παράδοση τοῦ Νόμου, ὅπως ὅταν λέει: «Ὁ Κύριος ἔβρεξε φωτιὰ ἀπὸ τὸν Κύριο» (Γεν. 19, 24), καί: «Εἶπε ὁ Κύριος στὸν Κύριό μου» (Ψαλμ. 109, 1). Καὶ ἡ Καινὴ Διαθήκη, κατὰ τὴ σάρκωσή Του, παρουσιάζει τὸν Ἄγγελο νὰ τοῦ δίνει τὸ ὄνομα λέγοντας στὴν Παρθένο: «Θὰ τὸν ὀνομάσεις Ἰησοῦ» (Λουκ. 20, 31), ὅπως καὶ ἔγινε, καθὼς λέει ὁ ἱερὸς Λουκᾶς. Γιατί ὄντας, ὡς Θεός, Κύριος τῶν πάντων, θέλησε μὲ τὴν ἐνανθρώπησή Του νὰ γίνει καὶ σωτήρας μας – ἔτσι μεταφράζεται τὸ ὄνομα «Ἰησοῦς».

Τὸ ὄνομα πάλι «Χριστός, τὸ ὁποῖο φανερώνει τὴ θέωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως ποὺ προσέλαβε, ὁ ἴδιος ἐμπόδιζε τοὺς Μαθητὲς πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος νὰ τὸ λένε σὲ ὁποιονδήποτε, ὕστερα ὅμως ἀπὸ τὸ Πάθος καὶ τὴν Ἀνάσταση ὁ Πέτρος ἔλεγε μὲ παρρησία: «Νὰ τὸ γνωρίζει ὅλος ὁ Ἰσραήλ, ὅτι ὁ Θεὸς τὸν ἀνέδειξε καὶ Κύριο καὶ Χριστὸ» (Πράξ. 2, 36).

Καὶ τοῦτο ἦταν εὔλογο γιατί ἡ ἀνθρώπινη φύση μας ποὺ προσέλαβε ὁ Θεὸς Λόγος, χρίσθηκε παρευθὺς ἀπὸ τὴ θεότητά Του, ἔγινε ὅμως ὅ,τι καὶ αὐτὸς ποὺ τὴν ἔχρισε, δηλαδὴ ὁμόθεος, ἀφοῦ ὁ Ἰησοῦς μου δοξάστηκε μὲ τὸ Πάθος καὶ ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν. Τότε λοιπὸν ἦταν καιρὸς νὰ ναδειχθεῖ ἡ ὀνομάσια «Χριστός»· τότε δηλαδὴ ποὺ Αὐτὸς δὲν μᾶς εὐεργέτησε ἁπλῶς, ὅπως ὅταν μᾶς ἔπλασε στὴν ἀρχὴ ἢ ὅταν μετὰ τὴ συντριβὴ μᾶς ἀνέπλασε καὶ μᾶς ἔσωσε, ἀλλὰ ποὺ ἀνέβασε καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύση μας στοὺς οὐρανοὺς καὶ τὴ συνδόξασε μὲ τὸν ἑαυτό Του καὶ τὴν ἀξίωσε νὰ καθίσει στὰ δεξιὰ τοῦ Πατέρα. Τότε ἀκριβῶς ἄρχισε νά κηρύττεται Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸς ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους, στοὺς ὁποίους πρωτύτερα, στὶς ἀρχὲς τοῦ κηρύγματος, προκαλοῦσε δέος αὐτὴ ἡ ὀνομασία καὶ σπάνια τὴ χρησιμοποιοῦσαν, ἔπειτα ὅμως τὴν κήρυτταν φανερὰ πάνω ἀπὸ τοὺς ἐξῶστες, ὅπως τοὺς προεῖπε ὁ ἴδιος ὁ Σωτήρας (Ματθ. 10, 27).

Ἑπομένως τὰ θεία λόγια τῆς εὐχῆς τοποθετήθηκαν σὲ σειρὰ ἀντίστοιχη μὲ τὴ χρονικὴ ἀνάδειξη τῆς πίστεως. Ἔτσι ἀπὸ παντοῦ φανερώνεται σαφέστατα ἡ θεία σοφία ἐκείνων ποὺ τὰ συνέταξαν καὶ μᾶς τὰ παρέδωσαν: κι ἀπὸ τὸ ὅτι αὐτὰ ἀκολουθοῦν ἐπακριβῶς τὶς ἀποστολικὲς ὁμολογίες καὶ παραδόσεις, κι ἀπὸ τὸ ὅτι ἀναδεικνύουν τὸ ὀρθόδοξο δόγμα τῆς πίστεώς μας, κι ἀπὸ τὸ ὅτι μᾶς ὑπενθυμίζουν τοὺς χρόνους κατὰ τοὺς ὁποίους ἐκδηλώθηκε μὲ διάφορους τρόπους ἡ Οἰκονομία τοῦ Θεοῦ γιά μᾶς, ὁδηγώντας μας στὴ θεοσέβεια μὲ κατάλληλα κάθε φορᾶ ὀνόματα.

Αὐτὰ λοιπὸν προσφέραμε ἐμεῖς, κατὰ τὴ δύναμή μας σχετικὰ μὲ τὰ λόγια τῆς εὐχῆς, σὰν νὰ κόψαμε ἄνθη ἀπὸ κάποιο δένδρο ὄμορφο καὶ μεγάλο· τὸν καρπὸ ὅμως ποὺ αὐτὰ περιέχουν, ἂς τὸν μαζέψουν ἄλλοι, ὅσοι δηλαδὴ μὲ τὴ μακρὰ μελέτη καὶ ἄσκηση τὸ ἀξιώθηκαν αὐτὸ μὲ τὸ νὰ γίνουν δεκτικοὶ καὶ νὰ πλησιάσουν τὸ Θεό.

Ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικὸς σημειώνει: «Μερικοὶ δείχνουν περισσότερη ἀγάπη καὶ διατυπώνουν τὴν εὐχὴ στὸν πληθυντικό, προσφέροντάς την ὡς ἑξῆς: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεὸς ἠμῶν, ἐλέησον ἠμᾶς»· κι αὐτό, ἐπειδὴ ξέρουν πὼς ἡ ἀγάπη εἶναι τὸ πλήρωμα τοῦ Νόμου καὶ τῶν Προφητῶν (7. Ρωμ. 13, 10), καθὼς περιέχει καὶ ἀνακεφαλαιώνει μέσα της κάθε ἐντολὴ καὶ κάθε πνευματικὴ πράξη. Συνάμα παίρνουν μαζί τους ἀπὸ ἀγάπη καὶ τοὺς ἀδελφοὺς σὲ κοινωνία τῆς προσευχῆς καὶ παρακινοῦν περισσότερο τὸ Θεὸ σὲ ἔλεος μὲ τὸ νὰ Τὸν ἀναγνωρίζουν κοινὸ Θεὸ ὅλων καὶ νὰ Τοῦ ζητοῦν κοινὸ ἔλεος γιὰ ὃλους. Καὶ βέβαια τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἔρχεται σ΄ ἐμᾶς μὲ τὴν ὀρθὴ πίστη στὰ δόγματα καὶ μὲ τὴν ἐκπλήρωση τῶν ἐντολῶν, πού, ὅπως δείξαμε, ὁ σύντομος αὐτὸς στίχος τῆς προσευχῆς περιέχει καὶ τὰ δύο».


Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἀρχιμανδρίτου πατρὸς Παύλου Ντανὰ
«Θεολογία καὶ θαύματα τῆς Νοερᾶς Προσευχῆς»
Ἁγίου Μάρκου Ἐφέσου τοῦ Εὐγενικοῦ
Περὶ τῶν λόγων ποὺ περιέχει ἡ θεία εὐχή, 
δηλαδὴ τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με»