Τρίτη 21 Μαρτίου 2017

Η αθέατη της ιερωσύνης όψη


Είναι βέβαιο πως ο κόσμος μας θεω­ρεί εμάς τους κληρικούς ως προνο­μιούχους και σ’ αυτό, πιστεύω, πως δεν έχει άδικο. Διότι το μέγα προνόμιο της Ιερωσύνης είναι η άρση του Σταυρού, η σιωπηλή άρση, κι ας νομίζει ο κόσμος πως η βιοτή και η διακονία ενός συνει­δητού παπά είναι ταυτισμένη με την πο­λυτέλεια, την ευμάρεια, την ηρεμία και την ξεκούραση. Βλέπεις, η άγνοια με την ιεροκατηγορία συμβαδίζουν πάντοτε.

Ωστόσο, το βασικό έδρανο, πάνω στο οποίο υψώνεται και στηρίζεται η Ιερωσύνη είναι, και θα παραμείνει να είναι έως της συντελείας, ο μαρτυρικός λόφος του Γολγοθά. Εκεί που υψούται κι ο σταυρός του κάθε κληρικού που με εύορκο συνείδηση και θεοπειθή μαρτυ­ρία διακονεί «τον Κύριον των Πάντων». 

Γιατί, τι άλλο είναι η Αγία Τράπεζα, η στολισμένη με ματωμένα λείψανα Α­γίων και στεφανωμένη με την παρουσία του Εσταυρωμένου; Ένας νοητός Γολ­γοθάς, που οφείλει, κάθε γιορτή και κά­θε Κυριακή (γιατί όχι και κάθε μέρα;) να ανεβεί ο κάθε κληρικός, οποιασδήποτε ιερατικής βαθμίδος, μορφώσεως και υπεροχής αν είναι. Διότι μπροστά Του «διάκονοι πάντες εσμέν».


Και τι διάκονοι... Ο κάθενας με τον σταυρό του, αυτόν που προτίμησε να λάβει, αυτόν που η θεία Χάρις του επέδωσε γνωρίζοντας πολύ καλά το γιατί: Ένα γιατί φαρμακωμένο και επαχθές κάπο­τε, όπως της Μ. Εβδομάδας οι μέρες, οι οποίες, ωστόσο, οδηγούν αλάνθαστα στην Ανάσταση, την έκρηξη αυτή της χαράς και της αγαλλιάσεως.

Της ειρήνης και του ανασασμού της ψυχής που ανα­μένει, όπως οι νεοσσοί στις φωλιές περι­μένουν την προσφορά των γονιών τους. Και για τον κάθε συνειδητό κληρικό ο Θεός είναι ο γονιός που τον υπεραγαπά, κάποτε περισσότερο από τους σαρκι­κούς του γονείς. 

Γιατί, κακά τα ψέματα, πόσοι και πόσοι των κληρικών δεν πι­κράθηκαν από την αρνητική στάση και τον απαξιωτικό λόγο των γονιών τους όταν θέλησαν ν’ ακολουθήσουν τον δρό­μο της Ιερωσύνης...

Στο περιθώριο όλων αυτών που προειπώθησαν, απομένει ως φωτεινός αστήρ, που οδηγεί όπως ο άλλος αστέ­ρας κάποτε (Μτθ. 2, 10), στη σωτηρία, ο Σταυρός του Κυρίου.

Το καύχημα του Απ. Παύλου (Γαλ. 6, 14), αλλά και του κάθε κληρικού. Και πιστεύω, πως δίπλα στον Εσταυρωμένο μοναχό που ζωγρά­φισαν, πρέπει να τοποθετηθεί κι ο σταυ­ρωμένος κληρικός: Έγγαμος ή άγαμος. Γιατί δεν είναι και λιγοστά τα βέλη που δέχονται, μήτε και άλλης αξίας από εκείνη των μοναχών. Και μη λησμονούμε πως το τροπάριο που ψάλλεται κατά την Εξόδιο Ακολουθία των κληρικών στα ευλογητάρια, συμπυκνώνει όλη την σταυρική πορεία τους και δικαίως ο υμνωδός αναφέρει: «Οι τον Σταυρόν ως ζυγόν αράμενοι και εμοί ακολουθήσαντες εν πίστει, δεύτε απολαύετε ά ητοίμασα υμίν βραβεία και στέφη τα ουράνια». 

Το γιατί μας το επεξηγεί θαυμά­σια ο ι. Χρυσόστομος, ο οποίος και αναφέρει για τον συνειδητό και αφιερωμένο κληρικό, που αγόγγυστα ανεβαίνει τον προσωπικό του Γολγοθά αίροντας τον σταυρό του και ακολουθώντας τα χνά­ρια της πορείας Εκείνου που διακονεί και παράλληλα δέχεται την άφατο φι­λανθρωπία Του.

«Προσπίπτω και δέομαι δάκρυσι και στεναγμοίς ίνα εσοπτρίσωμαι εις τούτον τον θησαυρόν της ιερωσύνης, τοις αυτόν φυλάττουσιν αξίως και οσίως» (ι. Χρυσόστομος).

Όπως το κάθε νόμισμα έχει δύο όψεις, μία εκ των οποίων είναι πάντα ορατή, έτσι κι η Ιερωσύνη: πίσω από τα βαρύτιμα άμφια, τον διάκοσμο και τα όσα άλλα εντυπωσιάζουν υπάρχει η αθέατη πλευρά της, η σταυρωμένη Ιε­ρωσύνη, με το πλήθος των ματωμένων πληγών, που ξέρει πολύ καλά να τις φροντίζει και θεραπεύει η Αγάπη Του.


Πρωτ. Κωνσταντίνου Καλλιανού,
Εφημ. Ι. Ν. Αγίου Παντελεήμονος Σκοπέλου, Ι. Μ. Χαλκίδος
Αναδημοσίευση από το περιοδικό «ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ» τεύχος 9 - Σεπτέμβριος 2014