~ Μιά νύκτα ἐμφανίσθηκε ὁ ὅσιος Ἰωάννης ο Χοζεβίτης σ᾿ ἕνα Δόκιμο μοναχό τῆς Μονῆς τοῦ Χοζεβᾶ, πού καταγόταν ἀπό τήν Ρουμανία. Ὁ Ἀδελφός αὐτός εἶχε τό διακόνημα τοῦ βοηθοῦ ἐκκλησιαστικοῦ.
Εἶδε στόν ὕπνο του ὅτι ἐπήγαινε νά προσκυνήσει τό Λείψανο τοῦ Ὁσίου, ἀλλά ὁ Ὅσιος δέν ἦτο μέσα στήν θήκη του, ἀλλά ἦτο ντυμένος καί ἕτοιμος ν᾿ ἀναχωρήσει. Τότε κλαίγοντας αὐτός ὁ Ἀδελφός, ἐφίλησε τό χέρι του καί τοῦ εἶπε:
-Γιά ποῦ ἀναχωρεῖς, ὅσιε Ἰωάννη; Πιστεύω ὅτι γιά τίς πολλές ἁμαρτίες μου δέν θέλεις πλέον νά μείνεις μαζί μας!
Καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης τοῦ ἀπήντησε:
-Δέν θά πάω πουθενά, διότι εἶμαι ξυπόλυτος καί μόνο ἐσύ γνωρίζεις ποῦ εἶναι οἱ ἀρβῆλες μου. Νά πᾶς καί νά μοῦ τίς φέρεις!
Πράγματι, οἱ ἀρβῆλες τοῦ Ὁσίου δόθηκαν σέ μία ρουμᾶνα, ὀνόματι Μαρία, ἡ ὁποία εἶχε ἐργασθῆ παλαιότερα στό πατριαρχεῖο καί ἀπό εὐλάβεια, ἐζήτησε ἀπό τόν τότε ἡγούμενο Συνέσιο νά τῆς δώσει τίς ἀρβῆλες του. Ὅταν τίς ἐπῆρε ἡ Μαρία, ὁ ἡγούμενος τῆς εἶπε:
-Ἐάν ἔχεις κουράγιο, μπορεῖς νά τίς βγάλεις, ἀλλά ἐγώ δέν τολμῶ νά βάλω τά χέρια μου νά τίς πάρω, διότι φοβοῦμαι.
Ὁ ἡγούμενος ἄνοιξε τήν θήκη καί ἡ Μαρία ἐπῆρε τίς ἀρβῆλες ἀπό τά πόδια τοῦ Ὁσίου, μέ τίς ὁποῖες ἐτάφη στήν κηδεία του, πρίν ἀπό 20 χρόνια. Ἡ Μαρία έπιθυμοῦσε νά μεταφέρει τίς ἀρβῆλες στήν Ρουμανία.
Ὅταν ὁ ἅγιος ἐμφανίσθηκε στόν ὕπνο τοῦ Δοκίμου καί τοῦ εἶπε γιά τίς ἀρβῆλες του, ὁ Δόκιμος ἀνέφερε τήν παρουσία τοῦ ἁγίου στόν ἡγούμενο καί τήν ἐπιστροφή τῶν ἀρβηλῶν του. Κατόπιν μαζί μέ τόν ἡγούμενο ἀνεχώρησαν ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ.
Ὁ ἡγούμενος ἔμεινε στό πατριαρχεῖο, ἐνῶ ὁ Δόκιμος μετέβη στό σπίτι τῆς Μαρίας στήν Ρουμανία καί τῆς εἶπε ὅτι τόν ἔστειλε ὁ Ἅγιος νά τοῦ ἐπιστρέψει τίς ἀρβῆλες του. Αὐτή δέν ἀντέδρασε καθόλου καί τοῦ ἔδωσε τίς ἀρβῆλες. Κατόπιν ὁ Ἀδελφός ἐπῆγε στήν μοναχή Μαγδαληνή, ὅπου ἦλθε καί ὁ ἡγούμενος Ἀντώνιος. Ὅταν ἔφθασε ἐκεῖ, ὁ π.Ἀντώνιος τόν ἐρώτησε:
-Σοῦ ἔδωσαν τίς ἀρβῆλες;
Ὅταν τίς εἶδε, τίς ἀσπάσθηκε καί κλαίγοντας μέ δάκρυα, πού ἔτρεχαν στά γένεια του, εἶπε:
-Ἔχουμε μεγάλη εὐλογία καί πολλά θαύματα εἶδα μέ τά μάτια μου! Καί ὅλοι ἔκλαιγαν.
Ἔπειτα ὁ ἡγούμενος ἐπῆρε ἕνα ταξί καί άνεχώρησε γιά τό Χοζεβᾶ μαζί μ᾿ ἕναν ἄλλον δόκμο ρουμᾶνο καί μέ τίς ἀρβῆλες τοῦ Ὁσίου στά χέρια του. Ὅταν ἔφθασαν στόν δρόμο πού ὁδηγεῖ στό μοναστήρι, εἶπε ὁ ἡγούμενος στόν Ἀδελφό:
-Ἐσύ περίμενε ἐδῶ κι ἐγώ πηγαίνω στό μοναστήρι νά εἰπῶ νά κτυπήσουν τίς καμπάνες, ἀλλά ἐσύ νά μέ περιμένεις ἐδῶ μέχρις ὅτου ἐπιστρέψω ὀπίσω.
Ὅταν ἐπέστρεψε ὁ ἡγούμενος εἶχε στά χέρια του μία καθαρή πετσέτα καί ἕνα ὕφασμα βελούδινο. Ὁ Ἀδελφός ἔβγαλε τίς ἀρβῆλες τίς ἔβαλε στό καινούργιο ὕφασμα, ἀκούσθηκε ὁ ἦχος τῶν καμπάνων καί οἱ δύο Ἀδελφοί μέ τίς ἀρβῆλες στό χέρια κατέβαιναν στήν μονή. Ἐκεῖ περίμεναν οἱ ἄλλοι Ἀδελφοί μαζί μέ τόν π. Εὐθύμιο Κουμαρέλο, ὁ ὁποῖος ἦλθε τυχαῖα ἀπό τό Πατριαρχεῖο στήν μονή.
Ὁ π. Εὐθύμιος θυμιάτισε τίς ἀρβῆλες, μετά ἔκανε τρεῖς μετάνοιες, τίς προσκύνησε καί κατόπιν ὅλοι οἱ ἄλλοι μέ τήν σειρά ψάλλοντας τό τροπάριο τοῦ ἁγίου: «Ἐν σοί πάτερ ἀκριβῶς διεσώθη…». Μετά κτύπησε τό τάλαντο καί τό σιδεράκι καί οἱ πατέρες μπῆκαν στήν ἐκκλησία. Οἱ ἀρβῆλες τοποθετήθηκαν σ᾿ ἕνα τραπεζάκι, ὅπου ἔμειναν 40 ἡμέρες καί μετά τίς ἐφόρεσαν στά ἅγια πόδια τοῦ Ὁσίου.
Μετά ἀπό λίγο διάστημα ἀπ᾿ αὐτό τό γεγονός ὁ π. Ἀντώνιος μετέβη στήν αἰωνιότητα.
από το βιβλίο: «Θαυμαστές ιστορίες για μικρούς και μεγάλους»
– Μετάφραση Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης – 2010