Στα στενά πλαίσια μιας εισηγήσεως όψεις μόνον της πλουσιότατης χριστολογίας του Αποστόλου μπορούν να παρουσιασθούν.
Οι καταλληλότεροι για να εκφράσουν πώς το Άγιον Όρος βιώνει την Παύλειο Χριστολογία είναι οι άγιοι Αγιορείται Πατέρες, πολλοί εκ των οποίων συγκαταλέγονται στην Φιλοκαλία.
Είναι αξιοσημείωτο ότι οι αναφορές των Αγιορειτών Αγίων στα Χριστολογικά χωρία του Αποστόλου Παύλου είναι συχνότατες και οι ερμηνείες που δίδονται σ’ αυτά εκφράζουν τον τρόπο που οι Άγιοι κατανοούν την Αγία Γραφή, πάντα μέσα στο πλαίσιο της εκκλησιαστικής, ασκητικής και νηπτικής εμπειρίας.
Οι Αγιορείται Άγιοι θεωρούν και προσεγγίζουν τον Απόστολο, όχι ως τον πρώτο μετά τον Ένα, διότι αυτή η θέσις ανήκει μόνο στην Κυρία Θεοτόκο, αλλ’ ως «το της εκλογής σκεύος, τον μακαριώτατον Παύλον, τον των αρρήτων μύστην, το του Χριστού στόμα, το φως του κόσμου, τον κοινόν ήλιον, τον της οικουμένης συμπάσης διδάσκαλον», «το του θείου ονόματος περιφανέστατον όχημα», «η μακάρια τω όντι και ουράνιος ψυχή τε και γλώττα», ο Μέγας και σοφός Παύλος.
Είναι γνωστό ότι ο Απόστολος Παύλος δεν συνέγραψε σύστημα Χριστολογίας. Στις Επιστολές του όμως, οι οποίες είναι τα αρχαιότερα κατηχητικά και ποιμαντικά κείμενα της Εκκλησίας, υπάρχει εγκατεσπαρμένη η διδασκαλία του περί του Προσώπου του Κυρίου Ιησού Χριστού, διδασκαλία που παρέλαβε και παρέδωσε: «Γνωρίζω δε υμίν, αδελφοί, το ευαγγέλιον ο ευηγγελισάμην υμίν, ο και παρελάβετε, εν ω και εστήκατε, δι’ ου και σώζεσθε, τίνι λόγω ευηγγελι¬σάμην υμίν ει κατέχετε, εκτός ει μη εική επιστεύσατε, παρέδωκα γαρ υμίν εν πρώτοις ο και παρέλαβον, ότι Χριστός απέθανε… και ότι ετάφη… και ότι εγήγερται τη τρίτη ημέρα κατά τας γραφάς… και ότι ώφθη Κηφά, είτα τοις δώδεκα… έσχατον δε πάντων ωσπερεί τω εκτρώματι ώφθη καμοί» (Α’ Κορ. ιε’ 1-9).
Η Χριστολογική αυτή διδασκαλία παρεδόθη στην Εκκλησία και κατέστη θησαυρός της αναφαίρετος. Αυτή την Χριστολογία βιώνει και το Άγιον Όρος κατά τρόπο ιδιαίτερο, αφού οι μοναχοί βλέποντες στον βυθό της θαλάσσης τον πολύτιμο μαργαρίτη Χριστό, κατά τον αββά Ισαάκ, απεκδύονται όλα τα ιμάτιά των (δηλαδή τις κοσμικές επιθυμίες και εξαρτήσεις) και πίπτουν στην θάλασσα για να συλλάβουν τον μαργαρίτη.
Η θεολογία στο Άγιον Όρος ήτο πάντοτε έκφρασις εμπειρίας προσωπικής κοινωνίας με τον ζώντα Θεόν. Θεολογία διανοητική είναι άγνωστη στην αγιορείτικη Παράδοσι. Κατά την γνωστή ρήσι του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, οι Πατέρες θεολογούν αλιευτικώς και όχι αριστοτελικώς.
Ο Αγιορείτης άγιος Φιλόθεος Κόκκινος (μετέπειτα Μητροπολίτης Ηράκλειας και Πατριάρχης Κων/λεως) σε λίγες γραμμές εκθέτει την Ορθόδοξο Χριστολογία αφορμών από σχετικά χωρία του Αποστόλου Παύλου (Α’ Κορ. α’ 24, 30• Β’ Κορ. δ’ 4- Έβρ. δ’ 12):
«Η ενυπόστατος και απαράλλακτος του πατρός εικών και σοφία, «ο ζων τε και ενεργής λόγος» και υιός ομοούσιος του Θεού και Θεός, άπειρος και απερίγραπτος ων τω παντί και χωρητός ουμενούν ουδαμού το παράπαν, διά την της θεότητος φύσιν, άνθρωπος ύστε¬ρον ευδοκήσας γενέσθαι, φιλανθρωπίας υπερβολή, διά το σώσαι τον υπ’ αυτού δημιουργηθέντα πρότερον άνθρωπον, ωκοδόμησεν εαυτώ οίκον υλικόν τε και έμψυχον, τον του ιδίου, φημί, σώματος ναόν, εκ των αχράντων αιμάτων και της σαρκός της παναγίας παρθένου και θεοτόκου, ευδοκία του ιδίου πατρός και συνεργεία του παναγίου πνεύματος, είς εκ δύο προελθών, τέλειος ο αυτός εν Θεότητι και τέλειος εν ανθρωπότητι, διττός την φύσιν, μοναδικός την υπόστασιν. Ο αυτός γαρ είς Χριστός και μονογενής και ομοούσιος υιός του Θεού και μονογενής και ομοούσιος της άγιας παρθένου υιός, τα της εκατέρας φύσεως ιδιώματα της τε θεότητος φημί και της ανθρωπότητος, αναλλοίωτα και ασύγχυτα σώζων εν εαυτώ, καθάπερ δη και τας φύσεις αυτάς. Ωκοδόμησε τοίνυν αυτός εαυτώ τον σωματικόν οίκον εκ των αιμάτων, όπερ έφην, και της σαρκός της αχράντου και παναγίας μητρός. Επειδή γαρ του τόκου και της θείας συλλήψεως εκείνης, ανδρός φυσική συνάφεια και γάμος ουκ ηγήσατο το παρά¬παν, αυτός εαυτώ τον του σώματος ωκοδόμησε θείον οίκον, ως θεός εαυτώ δηλονότι την σάρκα δημιουργήσας εκ της σαρκός της αγίας παρθένου, την υπόστασίν τε της ιδίας θεότητος υπόστασιν και τη σαρκί δεδωκώς, και ούτως εν υποστάσει μιά διπλούς προελθών την φύσιν, θεός και άνθρωπος ο αυτός καθάπερ έφθην ειπών».
Ο Χριστός, ο ενανθρωπήσας Θεός, ο Είς της Αγίας Τριάδος, είναι εκείνος για τον οποίον οι μοναχοί φεύγουν από τον κόσμο και έρχονται στο Άγιον Όρος.
Μήπως για τον Χριστό και ο ποτέ διώκτης Σαούλ δεν εξήλθε της συγγενείας του και του οίκου του πατρός του και ήλθε στην έρημο της Αραβίας; Ο Απόστολος Παύλος, αφού κατηυγάσθη από το Φως του Χριστού, επίστευσε στον Χριστό ως Υιόν του Θεού, ως τον Ένα της Τριάδος. Μία Χριστομονιστική θεώρησις του Χριστού ήτο ξένη προς τον Απόστολο Παύλο. Χριστολογία και Τριαδολογία είναι αλληλένδετοι στον Απόστολό μας.
Αυτή τήν πραγματικότητα ζη και το Άγιον Όρος. Πίστι και ευσέβεια Χριστοκεντρική και συγχρόνως Τριαδοκεντρική. Το μυστήριο του Τρισυπόστατου Θεού γνωρίζεται στον κόσμο διά του Σαρκωθέντος Λόγου. Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, όπως παρατηρεί ο μελετητής του, Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μαυρο¬βουνίου κ. Αμφιλόχιος:
«Το δε πάντων άριστον, μάλλον δε το μόνον όντως και ασύγκριτον άριστον η ενανθρώπησίς έστι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Άνευ της εκ των ουρανών ελεύσεως του Υιού του Θεού «ανέλπιδες αν ημείς ήμεν της προς ουρανόν ανόδου». Η ενανθρώπησις του Λόγου του Θεού απέδειξε την ύπαρξιν των προσώπων της Αγίας Τριάδος και δεν αφήκε τους ανθρώπους να θεωρούν τον Θεόν ως απλήν τινα ενέργειαν, μαρτυρουμένην και ενθεωρουμένην εν τοις κτίσμασιν. «Και τι δει πλείον λέγειν», σημειοί ο Παλαμάς, «ει μη εσαρκώθη ο του Θεού Λόγος, ουκ αν εδείκνυτο Πατήρ αληθώς ο Πατήρ -ουκ αν αληθώς Υιός, ο Υιός- ουκ αν το Πνεύμα το Άγιον, προϊόν και αυτό εκ του Πατρός· ουκ αν ο Θεός εν ουσία και υποστάσεσιν, αλλ’ ενέργειά τις μόνον ενθεωρουμένη τοις κτίσμασι, καθ’ άπερ οι τε μωρανθέντες έφησαν πάλαι σοφοί, και οι νυν κατά τον Βαρλαάμ και Ακίνδυνον φρονούντες»».
Κατά τον ίδιο Ιεράρχη: «Ως ων «εγγύτερος» εις ημάς κατά την υπόστασιν, ένεκα της Ενσαρκώσεως, ο Υιός τυγχάνει και γνωριμώτερος του Πατρός και του Πνεύματος· ως τοιούτος δε και απόδειξις των υποστατικών ιδιωμάτων των. Αυτός αποκαλύπτει «το όνομα του οικείου Πατρός», διδάσκει δε και την διάφορον παρά του Πατρός ύπαρξιν του Πνεύματος. Όθεν και το Άγιον Πνεύμα «δι’ Υιού έγνωσται». Διά τούτο ομιλεί ο αγιορείτης μύστης της Αγίας Τριάδος περί της «εκφαντορικής θεολογίας της αυτοαληθείας Χριστού» ως μόνης δυνατής αληθείας περί του εαυτού Του, περί του Αγίου Πνεύματος. Η φανέρωσις του Θεού, είναι «άπαξ» φανέρωσις διά του Υιού· «φανερούται δε διηνεκώς διά των εκ της αυτού χάριτος θεουργουμένων» ».
Και συνεχίζει: «Ο Χριστός είναι το κέντρον, το θεμέλιον της Αποκαλύψεως του Τριαδικού Θεού και το νόημα αυτής. Διά της φανερώσεως της υποστάσεως Αυτού ο Λόγος μαρτυρεί όχι μόνον τον Θεόν ως πρόσωπον, αλλά και τας ενεργείας Αυτού ως προσωπι¬κάς και ουχί απροσώπους ενεργείας. Μαρτυρεί εισέτι ότι το φως τούτο είναι, συμφώνως προς τον άγιον Μάξιμον, «αγέννητόν τε και ενυπόστατον φως τοις αξίοις», φανερούμενόν τε και ουχί γινόμενον κατά την φανέρωσιν. Τούτο φανερούται ως απόρρητον, άκτιστον, απρόσιτον, ως δόξα Χριστού, δόξα Πνεύματος».
Είναι εκ των ανωτέρω φανερόν ότι ο Καινοδιαθηκικός και Παύλειος αρμονικός συνδυασμός Χριστολογίας και Τριαδολογίας αποτελεί και το βίωμα των Αγιορειτών Πατέρων, όπως την εξέφρασε θεόπνευστα ο Άγιος Παλαμάς.
Η αδιάλειπτος προσευχή των Αγιορειτών με την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν», σύμφωνη και με την συμβουλή του Αποστόλου Παύλου «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α’ Θεσ. ε’ 17), συντελεί ώστε ο Χριστός να είναι το κέντρο της ζωής των μοναχών και ο Χριστός να κατοική μόνιμα στον νου και στις καρδιές των, ώστε και αυτοί να έχουν ως ο Παύλος «νουν Χριστού» (Α’ Κορ. 6′ 16).
Η προσφιλής αυτή στους Αγιορείτας ευχή ανάγει διά του Ιησού στον Τριαδικό Θεό. Διά του «Υιέ του Θεού» αναγόμεθα στον Πατέρα, ενώ διά του «Χριστέ» στο Πνεύμα το Άγιον, που αποτελεί το Χρίσμα του Υιού. Εξ άλλου «ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν, ει μη εν Πνεύματι Αγίω» (Α’ Κορ. ιβ’ 4).
Συνεχίζεται…
Γέροντας Γεώργιος Καψάνης, Προηγούμενος Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου († 2014)