Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου 2023

Ἡ εὐχαριστία


Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διακηρύσσει πὼς κοινωνοῦμε πραγματικὰ τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου (Ματθ. κστ' 26-28. Μάρκ. ιδ' 22-24. Λουκ. κβ' 15-20. Ἰω. στ' 51-56. α' Κορ. ια' 24-26). 

Δέχεται πὼς ἡ εὐχαριστία εἶναι ἀνάμνηση τοῦ πάθους τοῦ Χριστοῦ (Λούκ. κβ' 19. Α' Κορ. ια' 24-25), ἀλλὰ δὲν δέχεται πῶς εἶναι μόνο ἀνάμνηση!

Ὁ Χριστὸς ἐξετέλεσε τὴ θυσία Του «ἐφάπαξ» (Ἑβρ. ζ' 27. θ' 12.28), ἑπομένως ἡ θυσία αὐτὴ δὲν ἐπαναλαμβάνεται. Ὅμως ὁ ἴδιος ὁ Κύριος προσφέρει τὸ σῶμα Του καὶ τὸ αἷμα Του πρὶν ἀπὸ τὴ μοναδικὴ θυσία τοῦ Γολγοθᾶ (Ματθ. κστ' 26-28. Μάρκ. ιδ' 22-24. Λουκ. κβ' 19-20) καὶ δίνει ἐvτoλὴ στοὺς μαθητές Του νὰ κάνουν καὶ αὐτοὶ τὸ ἴδιο μέχρι τὴ δευτέρα Του παρουσία, δηλώνovτας πὼς ἡ «βρῶσις» τοῦ σώματός Του καὶ ἡ «πόσις» τοῦ αἵματός Του εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ τὴ σωτηρία (Ἰω. στ' 31-50. Α' Κορ. ια' 23-29).

Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ τελεσθεῖ ἡ θεία εὐχαριστία πρὶν ἀπὸ τὴ σταυρικὴ θυσία τοῦ Κυρίου; Τοῦτο καλύπτεται βέβαια ἀπὸ τὸ μυστήριο! Ὅμως ἡ θεία εὐχαριστία, ποὺ ἐτέλεσε ὁ Χριστὸς πρὶν ἀπὸ τὴ θυσία του, ἀποτελεῖ «μυστηριακὴ μετοχὴ» στὴ μία καὶ μοναδικὴ θυσία τοῦ Γολγοθᾶ. 

Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴ θεία εὐχαριστία ποὺ τελεῖ ἡ Ἐκκλησία: εἶναι μετοχὴ τῆς μιᾶς καὶ μοναδικῆς θυσίας ποὺ πρόσφερε ὁ Χριστός. Οἱ ἱερεῖς τῆς Ἐκκλησίας, οἰκονόμοι τῶν μυστηρίων Του, εἶναι διάκονοι τοῦ Χριστοῦ, (Α' Κορ. Δ), προσφέρουν ἀληθινὴ θυσία πάνω στὸ θυσιαστήριο τῆς Ἐκκλησίας (Ἑβρ. ιγ' 10), ποὺ ὀνομάζεται μάλιστα καὶ «τράπεζα τοῦ Κυρίου», ἡ ὁποία ἀντιπαραβάλλεται μὲ τὸ ἰουδαϊκὸ καὶ τὸ εἰδωλολατρικὸ θυσιαστήριo (Α' Κορ. ι' 16-21).

Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἀποδεικνύεται πὼς ἡ τέλεση τῆς θείας εὐχαριστίας τὴν ὁποία παρήγγειλε ὁ Χριστὸς νὰ τελοῦμε πάνω στὸ Χριστιανικὸ θυσιαστήριo (Ἑβρ. ιγ' 10), εἶναι ἡ «θυσία καθαρά», ἡ ὁποία προφητεύτηκε (Μαλαχ. α' 11). Δὲν εἶναι ἐπανάληψη τῆς θυσίας τοῦ Χριστoῦ, ἀλλὰ μυστηριακὴ μετοχὴ στὴ μία καὶ μοναδικὴ θυσία, ὥστε τὰ ἐπὶ μέρους μέλη (Ρωμ. ιβ' 5. Ἐφεσ. δ' 25) νὰ ἑνώνονται καὶ νὰ συγκροτοῦν τὸ ἕνα σῶμα (Ἐφεσ. δ' 4. Α' Κορ. ι' 17).

Ἔτσι μὲ τὴ θεία εὐχαριστία, μὲ τὴ μετοχὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴ θεία Ζωὴ (Ἰωάν.. ιδ' 6. Β' Πέτρ. α' 4), ἐκπληρώνεται ὁ σκοπὸς τῆς θείας οἰκονομίας, δηλαδὴ ἡ ἐν Χριστῷ κοινωνία, ποὺ εἶναι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου (Ἰωάν. στ' 53-54. ια' 52. ιζ' 21-23). 

Ἡ συμμετοχὴ στὴ θεία εὐχαριστία δὲν εἶναι μέσο γιὰ ἑνότητα, ἀλλὰ ἔκφραση, φανέρωση τῆς ἑνότητας στὸ ἕνα σῶμα τοῦ Χριστoῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ τὰ σχίσματα ἀποτελοῦν τραύματα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἐκφράζουν τὸ ἀληθινὸ νόημα τῆς θείας εὐχαριστίας (Α' Κορ. α' 13. ι' 16-18. 18-23).

Αὐτὸ εἶναι τὸ δόγμα τῆς ἁγίας Γραφῆς στὸ θέμα τῆς θείας εὐχαριστίας. Τοῦτο μαρτυριέται ἀπὸ τὸν ἀλάνθαστo ἑρμηνευτὴ τῆς ἁγίας Γραφῆς, τὴν Ἐκκλησία (Α' Τιμ. γ' 15) στoὺς μεταπoστoλικoὺς χρόνους, ὅπως ἀποδεικνύουν τὰ πρωτοχριστιανικὰ κείμενα.

Ἡ «Διδαχὴ» (90-110 μ.Χ.) ἀναφέρεται στὴ «θυσία καθαρά» του Μαλαχίου (α' 11) καὶ τὴν ταυτίζει μὲ τὴν εὐχαριστία (Διδαχὴ XIV,1). Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος (†110) προτρέπει: «Σπουδάσατε οὒν μιᾷ εὐχαριστίᾳ χρῆσθαι· μία γὰρ σὰρξ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστoῦ, καὶ ἕν ποτήριον εἰς ἕνωσιν τοῦ αἵματος αὐτοῦ, ἕν θυσιαστήριoν ὡς εἷς ἐπίσκοπος ἅμα τῷ πρεσβυτερίῳ καὶ τοῖς διακόνοις, τοῖς συνδούλοις μου, ἵνα ὅ ἐὰν πράσσητε, κατὰ Θεὸν πράσσητε» (Ἰγν., Φιλαδ. 4).

Ὁ Ἰoυστῖνoς (†163/167) συνδέει τὴν θεία εὐχαριστία μὲ τὴν «θυσίαν καθαρὰν» (Μαλαχ. α' 11. Ἰoυστ., Διάλ. πρὸς Τρύφ. 41,2-3) καὶ ὑπογραμμίζει πὼς δὲν εἶναι κοινὸς ἄρτος καὶ «κοινὸ πόμα», ἀλλὰ «δι’ εὐχῆς λόγου» ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος γίνονται «αἷμα καὶ σάρκες κατὰ μεταβολὴν» (Ἰoυστ., Ἀποκ. 66,2). Μάλιστα προσθέτει: «ἐκείνου τοῦ σαρκοποιηθέντος Ἰησοῦ καὶ σάρκα καὶ αἷμα ἐδιδάχθημεν εἶναι», δηλαδὴ αὐτὸ δὲν εἶναι ἄποψη τοῦ Ἰoυστίνoυ, ἀλλὰ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ Εἰρηναῖος (†220) ἀναφέρει ἀκόμη καὶ τὴν «ἐπίκληση» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γιὰ τὴ μεταβολὴ τοῦ ἄρτου σὲ σῶμα καὶ τοῦ οἴνου σὲ αἷμα τοῦ Χριστoῦ. «Ἐὰν λοιπὸν τὸ περιεχόμενο τοῦ ποτηρίου καὶ ὁ ἑτοιμασμένος ἄρτος δεχθοῦν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ εὐχαριστία γίνει σῶμα Χριστoῦ, ὥστε ἡ οὐσία τῆς σάρκας μας νὰ ἀνυψώνεται καὶ νὰ στηρίζεται, πῶς μποροῦν νὰ λέγουν ὅτι ἡ σάρκα δὲν μπορεῖ νὰ λάβει τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ συνίσταται στὴν αἰώνιο Ζωή, ἀφοῦ τρέφεται ἀπὸ τὸ αἷμα καὶ τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου καὶ γίνεται μέλος;» (Εἰρην., Κατὰ αἱρ. V, 2.3).

«Ὁ ἄρτος ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴ γῆ, ἂν λάβει τὴν ἐπίκληση τοῦ Θεοῦ, δὲν εἶναι πλέον ἄρτος, ἀλλὰ ὅπως ἡ εὐχαριστία συνίσταται ἀπὸ δύο στoιχεῖα, ἕνα γήινο καὶ ἕνα οὐράνιο, ἔτσι καὶ τὰ σώματά μας, ἐὰν μεταλάβουν τὴν εὐχαριστία, δὲν ἀνήκουν πλέον στὴ φθορά, ἀλλὰ ἔχουν τὴν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως» (Εἰρ. Κατὰ αἱρ. IV, 18,15. Πρβλ. καὶ Ἀποσπ. 37, ΒΕΠ 5,183).

Αὐτὴ ἡ διδαχὴ προσφερόταν στὴν πρώτη Ἐκκλησία στoὺς «φωτιζομένους» καὶ «νεoφωτίστoυς», ὅπως μαρτυροῦν οἱ μυσταγωγικὲς κατηχήσεις τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων (†386): «Ὁ ἄρτος τῆς εὐχαριστίας», ἀναφέρει, «μετὰ τὴν ἐπίκλησιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, οὐκ ἔτι ἄρτος λιτός, ἀλλὰ σῶμα Χριστoῦ» (Κατηχ. Γ' 3), δηλαδὴ εἶναι σῶμα Χριστoῦ καὶ ὄχι ἁπλὸς ἄρτος. 

«Ὥστε μετὰ πάσης πληροφορίας», δηλαδὴ μὲ κάθε βεβαιότητα, «ὡς σώματος καὶ αἵματος μεταλαμβάνομεν Χριστοῦ. Ἐν τύπῳ γὰρ ἄρτου δίδοταί σοι τὸ σῶμα, καὶ ἐν τύπῳ οἴνου δίδοταί σοι τὸ αἷμα», εἰς τύπον ἄρτου σοῦ δίδεται τὸ σῶμα καὶ εἰς τύπον οἴνου σοῦ δίδεται τὸ αἷμα, «διὰ νὰ γίνης, ἀφοῦ μεταλάβης τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, σύσσωμος καὶ σύναιμος αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ. Διότι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον γινόμεθα χριστοφόροι, μὲ τὸ νὰ διαδίδεται σὲ ὅλα μας τὰ μέλη τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα Του, καὶ μέτοχοι θείας Φύσεως, καθὼς λέγει ὁ μακάριος Πέτρος» (Κατηχ. Δ' 3).

Ὁ ἅγιoς Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ρωτᾶ: «Ποιὸς ποιμένας τρέφει τὰ πρόβατα μὲ τὰ ἰδικὰ του μέλη;», ὑπάρχουν μητέρες ποὺ δίνουν τὰ παιδιά τους σὲ ἄλλες τροφούς, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς «μᾶς τρέφει ὁ ἴδιος μὲ τὸ δικό Του αἷμα καὶ σὲ ὅλα μᾶς συνδέει ἄρρηκτα μὲ τὸν ἑαυτό Του. Ἐκεῖνος συμφύρει τὸν ἑαυτό Του μὲ τὸν καθένα διὰ τῶν μυστηρίων». Ἐκείνους ποὺ ἀναγέννησε «τοὺς ἐκτρέφει μὲ τὸν ἑαυτό Του καὶ δὲν τοὺς δίνει σὲ ἄλλον καὶ μὲ αὐτὸ πάλι γιὰ νὰ σὲ πείσει ὅτι ἔλαβε τὴ δική σου σάρκα... Δὲν βλέπετε τὰ βρέφη μὲ πόση προθυμία ἁρπάζουν τὸν μαστό;» (Χρυσ., Ὁμιλ. ΠΒ' 5 εἰς τὸ κατὰ Ματθ.).

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία λοιπὸν ἀπορρίπτει τὴν Προτεσταντικὴ διδαχὴ πὼς ἡ εὐχαριστία εἶναι «συμβολικὴ καὶ ἀναμνηστικὴ τελετή». Καὶ στηρίζεται στὴν ἁγία Γραφή, ὅπως τὴν ἑρμήνευσε ἡ Ἐκκλησία μέσῳ τῶν ποιμένων της.


Ἀλεβιζόπουλος Ἀντώνιος (Πρεσβύτερος (+))