Όποιος βγαίνει από την Ορθόδοξη Εκκλησία και εισέρχεται στην αίρεση, χάνει το δρόμο της σωτηρίας. Οι αιρετικοί, εκτός από τη λανθασμένη διδασκαλία για το Θεό, αρνούνται ή παραποιούν τα Μυστήρια, που ίδρυσε ο Χριστός.
Οι «μάρτυρες του Ιεχωβά» δε δέχονται την Αγία Τριάδα. Πολλοί προτεστάντες δε βαπτίζονται στο όνομα της Αγίας Τριάδας. Οι περισσότεροι προτεστάντες, όπως ισχυρίζονται, εξομολογούνται απευθείας στο Θεό, ενώ ο Χριστός έδωσε στους μαθητές Του τη δυνατότητα της συγχώρησης των αμαρτιών μέσω της χάρης του Αγίου Πνεύματος.
Επίσης δε δέχονται ειδική Ιεροσύνη, αλλά μόνο γενική. Όλοι δεν πιστεύουν ότι ο άρτος και ο οίνος της θείας Κοινωνίας μεταβάλλονται σε Σώμα και Αίμα Χριστού.
Όσοι γίνονται αιρετικοί, αρρωσταίνουν ψυχικά. Τους περισσότερους τους κυριεύει μεγάλος εγωισμός. Θεωρούν τον εαυτό τους άγιο και σωσμένο κι όλους τους άλλους κατώτερους και άξιους για την κόλαση.
Έξω από την ομάδα τους, λένε, υπάρχει ο διάβολος και η απώλεια. Η γκετοποίηση τους απομονώνει και τους στερεί την επικοινωνία ακόμα και με συγγενείς και με πρώην φίλους. Πολλοί αιρετικοί καταπιέζονται ιδιαίτερα από την πίεση της οργάνωσης για εξαναγκαστική ιεραποστολή, ως αναγκαία προϋπόθεση σωτηρίας.
Ο απόστολος Παύλος γράφει στον Τίτο ότι «στους αιρετικούς και στους απίστους μολύνθηκε ο νους και η συνείδησή τους»(1,15). Αυτή η διαστροφή δεν τους αφήνει να συνειδητοποιήσουν το λάθος τους, δεν διορθώνονται και παραμένουν προσκολλημένοι στην αίρεση. Σε καλύτερη θέση από έναν αιρετικό βρίσκεται ο κάθε αμαρτωλός, γιατί, αν συναισθανθεί τα λάθη του και μετανοήσει, εξομολογείται και σώζεται.
Από το βιβλίο «Νεανικές Αναζητήσεις - Α’ Τόμος: Ζητήματα πίστεως» (σελ. 193-194),
Αρχ. Μαξίμου Παναγιώτου, Ιερά Μονή Παναγίας Παραμυθίας Ρόδου