Η φωνή τής συνειδήσεως είναι μία σιωπηλή κραυγή, μία μυστική φωνή, τήν όποία τήν άκοϋς καί τήν καταλαβαίνεις ότι έρχεται άπό μέσα σου, άλλ’ όμως έρχεται έξω άπό σένα, άπό τόν Θεό.
Ή ίδια ή λέξις συνείδησις σημαίνει νά ξέρης μαζί, τό ίδιο. Κι αύτοί πού ξέρουν μαζί τό ίδιο πράγμα είναι ό Θεός καί ό άνθρωπος. Επομένως, ό λογισμός ή η συνείδησις είναι οφθαλμός μέ τόν όποιο βλέπει ό Θεός τόν άνθρωπο καί ό ‘ίδιος οφθαλμός είναι μέ τόν όποϊο βλέπει ό άνθρωπος τόν Θεό. Όπως Τόν βλέπω έτσι μέ βλέπει -έτσι αισθάνομαι ότι μέ βλέπει- όρασις ταυτόχρονη καί άπό τά δύο μέρη.
* * *
Ή διεστραμμένη θέλησις καί γενικά όλα τά πάθη, ιδιαίτερα ή περιφρόνησις αύτής τής φωνής, επισωρεύουν μερικά λέπια έπάνω στά αύτιά, τά όποια καλύπτουν τήν φωνή, ώστε νά μήν άκούγεται πλέον. Τότε καί ό Θεός σβήνεται άπό τόν οφθαλμό μας, ώστε νά μάς φαίνεται ότι δέν υπάρχει πλέον. Διά τών άμαρτιών μας, ή συνείδησίς μας έξησθένησε. «Ετσι καταλαβαίνουμε πώς είναι τόσο δυνατό σκοτάδι ό Θεός στά μάτια τών άμαρτωλών, ώστε νά φθάνουν άπό τήν καλή πίστι στήν πλάνη τής άπιστίας, ή όποία καί τούς κυριεύει καί νομίζουν ότι μόλις τότε έφθασαν στήν «άλήθεια».
* * *
Ή φωνή τής συνειδήσεώς μας δέν θά ήμπορή νά είναι στό ϊδιο έπίπεδο όλη τήν περίοδο τής έπί γής ζωής μας. Κάπου – κάπου άρχιζε ι νά κραυγάζει, διαπερνώντας τά λέπια τής άκοής μας καί καταγγέλοντάς μας ενώπιον τού Θεοϋ καί ενώπιον μας γιά όλες τίς άνομίες πού έπράξαμε καί, έάν δεν συμφιλιωθούμε μ’ αύτόν τόν κατήγορο μας, όσο καιρό είμεθα οδοιπόροι στήν παρούσα αύτή ζωή (Ματ. 5, 25), θά έχουμε τότε τόν Λόγο τοϋ Θεοϋ, διότι Αύτός θ’ άκούση τήν καταγγελία καί θ’ άποδώση δικαιοσύνη καί θά μάς ρίξη στά βάσανα τής κολάσεως.
* * *
Υπάρχουν άνθρωποι, οί όποιοι έπαλαιώθησαν στό κακό -μή θέλοντες νά γνωρίσουν τόν Θεό- καί πρός τό τέλος τής ζωής τους, όταν ό εγωισμός τής φύσεως μαραίνεται πλέον, θυμούνται τίς άμαρτίες τους μ’ ένα απροσδόκητο ξέσπασμα τής ασθενούς συνειδήσεώς τους.
Θέλουν τότε νά συντρίψουν όλα τά φράγματα τών ανομιών τους καί νά πετάξουν τά πάντα άπό μπροστά τους, ώστε καί ό ύπνος άκόμη τούς φεύγη, ένώ σέ μερικούς τούς φεύγει καί τό μυαλό. Διότι στ’ άλήθεια χάνει τό νού του ό άνθρωπος, ό όποιος σ’ ολόκληρη τήν ζωή του δέν έκανε τίποτε άλλο παρά μόνο νά πνίγη τήν φωνή τής συνειδήσεώς του.
Γι’ αύτό δέν θέλει ό Θεός νά έξέλθης άπ’ αύτή τήν ζωή, χωρίς νά γνωρίζης ότι έσκότωσες τήν συνείδησίν σου, αύτόν τόν καλό σύμβουλο σου, πού τόν είχες πρόχειρα παντού κοντά σου, καί δέν σ’ άφήνει ν’ άναχωρήσης, χωρίς νά ίδής, άπ’ έδώ άκόμη, πού θά ύπάγης.
* * *
Ή συνείδησις άπό τήν φύσι της ούδέποτε εγκρίνει τήν άμαρτία καί τό πάθος. Άπό τήν φύσι της δέν υποκύπτει, άκόμη κι άν ή τροχοπέδη της δέν λαμβάνεται ύπ’ όψιν άπό τόν άνθρωπο, ό όποιος πίπτει καί έπιτελεί τήν άμαρτία, παρά τήν άπαγόρευσί της.
Άπό έδώ άρχίζουν οί έλεγχοι τής συνειδήσεως -«ό κατήγορος σου» μέ τόν όποιο πρέπει νά συμφιλιωθής καθ’ όδόν- ό όποιος δέν σιωπά μέχρι νά άναθεωρήσης τίς ενοχές σου καί έπιστρέψης άπό τίς άμαρτίες σου γιά νά ήμπορέσης νά λάβης τήν συγχώρησι τού Θεού.
Σέ περίπτωσι πού οί ηθικές παρεκτροπές τού άνθρώπου τόν έχουν δεμένο σάν μέάλυσίδα μέ τήν δυναμική έπιρροή τους, άκολουθούν οί τιμωρίες τής συνειδήσεως, χειρότερες άπό τόν άπλό έλεγχο. Αύτές οί τιμωρίες είναι η άνισορροπία τού νού -έλαφρότερη ή βαρύτερη, άπό τήν όποία μπορεί νά έπανέλθη- καί οί άλλες βαρύτερες μορφές, όπως ή σχιζοφρένεια, ή παράνοια, ή επιθετική τρέλα καί τέλος ή αύτοκτονία.
Όλα αύτά είναι τά έπακόλουθα τής συνειδήσεως, ή όποία είναι πνευματικό όργανο του άνθρώπου. Τό έπόμενο βήμα είναι ή βύθισις του άνθρώπου στό σκοτάδι καί στά αιώνια βάσανα. Αύτή εΐναι ή φρικιαστική προοπτική τής ζωής στήν άμαρτία.
* * *
Όταν έχης τήν συνείδησί σου καθαρά, μή φοβάσαι ποτέ άπό τίποτε.
Από το βιβλίο: ΒΙΟΣ, ΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ ΤΟΥ ΡΟΥΜΑΝΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΥ ΜΙΙΟΚΑ (1910-1989)
(Μετάφρασις άπό τά ρουμανικά ύπό μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου)