Τετάρτη 10 Μαΐου 2023

Φώτης Κόντογλου: Πόσο θα ήθελα να κάθομαι στην Ιερά Σκήτη της Αγίας Άννης πούνε στο Άγιονόρος!


Πόσο θα ήθελα να κάθομαι στην Ιερά Σκήτη της Αγίας Άννης πούνε στο Άγιονόρος!

Μέσα στα άγρια κράκουρα, ξεχασμένος από τον κάθε άνθρωπο, κι’ εγώ να τους έχω ξεχασμένους όλους, εξόν από τους λιγοστούς πατέρας που θα ζούνε μαζί μου.

Να τρυπώσω στο κελλί μου, σα να με κυνηγάνε ληστάδες, να κρυφτώ, να δοξάζω τον Θεό που βρήκα καταφύγιο.

Να απομείνω μοναχός να κάνω την προσευχή μου βαθειά από τα έγκατά μου, να χορτάσω να πίνω από την παρηγορητική πηγή, να μιλώ με τον Θεό όπως μιλά το παιδί στον πατέρα του, «ἑσπέρας καὶ πρωΐ καὶ μεσημβρίας, ἑπτάκις τῆς ἡμέρας».

Να σηκώνομαι τη νύχτα να λέγω το Ψαλτήρι, και να πετώ στον ουρανό.

Να με βρίσκει η χαραυγή δακρυσμένον για τις αμαρτίες μου.

Να ξεχάσω τις μικρολογίες του κόσμου να ζω μέσα στην αθανασία.

Κι’ ας καταγίνονται οι άλλοι με τις δουλειές τους, με τις ματαιότητες, με τα λεφτά, με τις δόξες, με τις λογής λογής φαντασίες.

Να δουλεύω το εργόχειρό μου για να βγάζω το ψωμί μου, να κάθουμαι στο τρίποδο να ζωγραφίζω αγιασμένα εικονίσματα, και κεί που δουλεύω να σιγοψέλνω και να τρέχουνε τα μάτια μου γλυκά δάκρυα της παρηγοριάς και της ειρήνης.

Είτε να σκαλίζω σφραγιστήρια, είτε να σκαλίζω με το τσαπί το λιγοστό χώμα πούνε ανάμεσα στα βράχια.

Πόσο θα τ’ αγαπώ όλα αυτά τα φτωχά πράγματα της ερημιάς, πιο πολύ και πιο αληθινά απ’ όσο αγαπά ο κόσμος τα χρυσάφια και τα παλάτια του!

Θα ζω ξαλαφρωμένος απ’ αυτά τα βαρειά χαρχάλια, θα νιώθω τον εαυτό μου σαν το ρημοδένδρι που κάθεται μέρα νύχτα στον αγέρα.

Τί χαρά μεγάλη, νάμαι ένας ασκητής μαζί με κείνους τους λίγους ασκητάδες τους φτωχούς!

Να μη με λογαριάζει κανείς για ζωντανόν, παρά να με κοιτά μονάχα το μάτι του Θεού!

Φώτιος Κοντόγλου

*Σημείωση: Από κάρτα, την οποία χάρισε ο Κόντογλου στον αείμνηστο Καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ, Αντώνιο-Αιμίλιο Ταχιάο, με χειρόγραφο σημείωμα και ζωγραφιές, που επιγράφεται «Η Σκήτη της Αγίας Άννης», βλ. Αντώνιος-Αιμίλιος Ταχιάος, Στην Σκιά του Άθω, εκδόσεις Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2016, σσ. 102-103 και 107-108.