Δευτέρα 15 Απριλίου 2024

Θεία Λειτουργία, Θεία Ευχαριστία, Θεία Κοινωνία (μέρος δ')


Για μια ακόμη φορά παρακαλούμε για την «ενότητα της πίστεως και την κοινωνίαν του Αγί­ου Πνεύματος» γιατί διαφορετικά δεν μπορούμε να γίνουμε ομοτράπεζοι, συνδειπνούντες στη βασιλική τράπεζα. Ο ιερεύς εύχεται για τη προ­σέλευση όλων στα θεία μυστήρια μετά του κατά το δυνατόν «καθαρού συνειδότος», ώστε αυτά να γίνουν προς «άφεσιν αμαρτιών, συγχώρησιν πλημμελημάτων, εις Πνεύματος Αγίου κοινωνίαν, εις βασιλείαν ουρανών κληρονομίαν, εις παρρη­σίαν την προς σε, μη εις κρίμα ή εις κατάκριμα». 

Μεταλαμβάνοντας, κοινωνούμε Χριστό, κοινωνούμε, επικοινωνούμε, ενωνόμαστε με το Άγιον Πνεύμα, μπορούμε να λάβουμε το θάρρος και να λέμε τον Θεό μας «πατέρα». Ο ιερεύς ειρηνεύοντάς μας για μια ακόμη φορά είναι σαν τον Αναστηθέντα Χριστό που εμφανίζεται και ειρηνεύει και χαροποιεί τους μαθητές Του. Η ακολουθούσα κεφαλοκλισία σημαίνει ταπείνωση, υπακοή, υπομονή, ευχαριστία κι ευγνωμοσύνη στον Απα­θή που έπαθε για μας τους εμπαθείς σταυρικό θάνατο κι έχυσε το πανάχραντο αίμα Του για να πλύνει τις αμαρτίες μας.

Πριν τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων ομο­λογήσαμε την πλήρη πενία μας λέγοντας πως δεν έχουμε τίποτε να Σου προσφέρουμε δικό μας και Σου δίνουμε ότι μας έδωσες Εσύ. Ο διάκονος μάς προτρέπει να προσέξουμε καλά. Ο ιερεύς εκφωνεί πως τ’ άγια δίνονται μόνο στους αγίους. 

Ο ψάλτης εκ μέρους του λαού, όλου του εκκλη­σιάσματος, λέγει πως ένας μόνο είναι ο άγιος: ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Αφού λοιπόν δεν είμαστε άγιοι πώς μπορούμε να προσέλθουμε στο ποτήριο της ζωής; Άγιος είναι μόνο ο Κύριος. Είναι η πηγή της αγιότητος, η αυτοαγιότητα. Εμείς, κατά τον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα, ονομα­ζόμαστε άγιοι ως αποδέκτες της θείας αγιότητος, ως μέτοχοι και κοινωνοί του σώματος και του αίματός Του. Ο άγιος Θεός μοιράζει την αγιότητά Του στους πιστούς. Τα θεία μυστήρια είναι πηγή αγιασμού. 

Οι κατά το δυνατόν καθαροί λέγει ο άγιος Χρυσόστομος μπορούν να προσέλθουν να κοινωνήσουν. Ο καθένας ας μετρήσει τη συνείδησή του κι ας φοβηθεί τον Θεό. Ο ιερεύς λέγοντας «τα άγια τοις αγίοις» καλεί να προσέλθουν όχι όλοι, ούτε μόνο οι άγιοι -και ποιός μπο­ρεί να πει ότι είναι άγιος- αλλά όσοι αγωνίζονται, όσοι βαδίζουν την οδό της αγιότητος, ενισχυόμενοι κι αγιαζόμενοι με τ’ άγια μυστήρια. Λέγοντας οι πιστοί «είς άγιος, είς Κύριος» ομολογούν την αδυναμία ν’ αγιασθούν από μόνοι τους κι ότι η αγιότητα είναι δοτή άνωθεν και δι’ αγώνος, όπως λέγει πάλι ο ιερός Καβάσιλας.

Στη συνέχεια ο ιερεύς μελίζει τον άγιο άρτο, όπως έκανε ο Χριστός στον Μυστικό Δείπνο. Αυτό που δεν έγινε στον σταυρό, γίνεται τώρα στην αγία τράπεζα· τεμαχίζεται ο Χριστός, για ν’ αγιασθούν οι πάντες, χωρίς ποτέ να διαιρείται, να δαπανάται και να εξαντλείται. Κάθε ελάχιστο τεμάχιο είναι όλος ο Χριστός.

Λέγοντας ο ιερεύς τα «άγια τοις αγίοις» υψώνει τον άγιο άρτο, που σημαίνει κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, την ύψωση του Χρι­στού στον σταυρό. Ο τεμαχισμός του άρτου, κατά τον άγιο Ευτύχιο Κωνσταντινουπόλεως, σημαίνει τη σφαγή του. Η ένωση του σώματος και του αίματος, του άρτου και του οίνου, που σημαίνει, κατά τον άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης, ότι ο αυτός και ένας Χριστός είναι στο δισκάριο και το ποτήριο, όπου κρύπτεται «η ενότητα της φύσεως του Χριστού, η ενότητα της θυσίας και της χάριτός Του, που προσφέρεται στους πιστούς διά της κοινωνίας του αγίου Σώματος και του αγίου Αίματος» (ιερομ. Γρηγόριος).

Το ζέον, είναι το βραστό νερό, που τίθεται απαραίτητα στο άγιο ποτήριο και, κατά τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, σημαίνει την έκβλυση μετά του αίματος κατά τη σταυρική θυσία «ωσάν οπού ήτο η πλευρά εκείνη ζώσα και ζωοποιός, διά την καθ’ υπόστασιν ένωσιν της ζωοποιού θεότη­τος». Το ζέον ρίπτεται όλο και δεν μοιράζεται στον κόσμο.

Οι ευχές που λέγονται προ της Θ. Μεταλήψεως είναι μία ακόμη ομολογία πίστεως κι ελπίδος στη θεία αγάπη. Κοινωνεί ο ιερεύς του σώματος και του αίματος ξεχωριστά και κατόπιν ο διάκο­νος. Οι λαϊκοί μεταλαμβάνουν το σώμα και το αίμα μαζί. Μετά τη Θεία Κοινωνία ο ιερεύς λέγει αναστάσιμα τροπάρια. Ο άγιος Κύριλλος Ιερο­σολύμων λέγει ότι η συμμετοχή μας στη Θεία Κοινωνία είναι ομολογία της Αναστάσεως του Κυρίου. Μετέχουμε στο αληθινό Πάσχα.

Ο διάκονος παρακαλεί και προσκαλεί να προσέλθουν οι πιστοί στο ποτήριο της ζωής «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης». Αυτός είναι και ο καλύτερος τρόπος εισόδου στη θεοκοινωνία: φόβος Θεού εγκάρδιος, θερμή πίστη, ζέουσα αγάπη, τα οποία φυσικά δεν πρέπει νάναι μόνο εκείνη την ώρα, αλλά να υπάρχει ανάλογη προε­τοιμασία και μόνιμη κλίση και στάση και ύφος και ήθος και τρόπος και όλος ο βίος του ανθρώπου.

Μεταδίδοντας τη Θεία Κοινωνία ο ιερεύς λέγει το βαπτιστικό όνομα των κοινωνούντων «τα ίδια πρόβατα καλεί κατ’ όνομα». Την ώρα εκείνη συναντάται ο πιστός με τον ζώντα Κύριο, όχι συναισθηματικά και ιδεατά, αλλά πραγματικά, γίνεται ένα μ’ Εκείνον κι αγιάζεται όλος, ψυχή και σώμα. Κατά τον ιερό Χρυσόστομο: «ημείς και ο Χριστός εν εσμέν ».

Μετά τη Θεία Κοινωνία λέμε· «είδομεν το φώς το αληθινόν, ελάβομεν Πνεύμα επουράνιον, εύρομεν πίστιν αληθή, αδιαίρετον Τριάδα προσκυνούντες». Το φως το αληθινό είναι ο Χριστός, που σκήνωσε μέσα μας και φωτισθήκαμε και χαριτωθήκαμε κι ενισχυθήκαμε και διέλυσε τα σκοτάδια και προγευόμαστε από τώρα τη χαρά της ανέσπερης ατελεύτητης βασιλείας των ουρανών.

Ευχαριστούμε και δοξάζουμε στη συνέχεια τον Θεό για τα δώρα Του. Καλούμεθα ν’ αναχωρήσουμε ειρηνικά και να μεταφέρουμε την ειρήνη που λάβαμε από τον Ειρηνάρχη και Ειρηνοδότη Χριστό στον ανειρήνευτο κόσμο. Να ποιήσουμε έργο ευαγγελιστών, αποστόλων και μυροφόρων. Να γίνουμε μάρτυρες του Σταυροαναστηθέντος Χριστού.

Η ωραία οπισθάμβωνη λεγόμενη ευχή ονομά­ζει τον πιστό λαό, εκκλησιαζόμενο, «πλήρωμα» του πλοίου της Εκκλησίας, που καραβοκύρης είναι ο Χριστός. Το πλοίο αυτό περνάει από τις φουρτούνες του κόσμου τούτου και καταλήγει στον εύδιο λιμένα της ουράνιας βασιλείας.

Το «είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον» είναι ψαλμός που πιθανώς ψάλθηκε και στο τέλος του μυστικού Δείπνου. Το ψάλλουμε και μείς ξανά δοξολογικά οι νέοι μαθητές του Κυρίου.

Η τελευταία ευχή του ιερέως λέγει μεταξύ άλλων «πλήρωσον χαράς και ευφροσύνης τας καρδίας ημών πάντοτε νυν και αεί». Αναχωρούμε τελικά με χαρά από τον ναό. Χαρά του Χριστού, υπερουράνια, χαρισματική, καρδιακή, δυνατή και μεγάλη.

Τέλος, ο ιερεύς ευλογεί τον λαό. Να φύγει ευλογημένος, φωτισμένος, ειρηνικός, ελεημένος, αποφασισμένος για συνέχιση του πνευματικού αγώνος κι ολοκλήρωση της μετάνοιας, επικαλού­μενος προς βοήθεια όλους τους αγίους παλαιούς και τωρινούς, τους σήμερα εορταζόμενους και ιδιαίτερα την Παναγία.

Τέλος, κατά την ονομασία του αντί των τιμίων δώρων παρέχεται, μοιράζεται με ησυχία το αντίδωρο στους εκκλησιαζόμενους ασπαζόμενοι μ’ ευλάβεια το δεξί χέρι του ιερέα, που μόλις άγγι­ξε το πανάχραντο σώμα του Χριστού, λέγοντας «ευλογία Κυρίου», δίχως άλλους χαιρετισμούς.


(Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Η εύλαλη σιωπή, εκδ. Εν πλω, σσ. 151-178)