Παρασκευή 12 Απριλίου 2024

Θεία Λειτουργία, Θεία Ευχαριστία, Θεία Κοινωνία


Με την έναρξη της Θείας Λειτουργίας μπαί­νουμε στη βασιλεία του Τριαδικού Θεού. Η παρουσία του Χριστού στη Θεία Λειτουργία μεταμορφώνει τη γη σε ουρανό. Ο πρώτος λόγος της Θείας Λειτουργίας είναι η ευλογία και η πρώ­τη πράξη της ο σταυρός. Ο ιερεύς σταυρώνει το ευαγγέλιο πάνω στην αγία τράπεζα. Ο τίμιος σταυρός είναι σύμβολο οδύνης και δόξας, ταπεινώσεως οδός και προάγγελος της αναστάσιμης βασιλείας. 

Λέγοντας οι ψάλτες εκ μέρους του λαού «αμήν» διαβεβαιώνουν την αλήθεια, συμ­μετέχουν ενεργά στο μυστήριο. Ο ιερεύς ποτέ δεν μπορεί να τελέσει τη Θεία Λειτουργία μόνος του, δίχως την παρουσία του λαού, έστω κι ενός πιστού.

Η προσευχή αρχίζει πάντοτε με ειρήνη. Ο διάκονος λέγει τις αιτήσεις, τα ειρηνικά. Ο Ειρηνοδότης Χριστός μεταδίδει την όντως και υπέρ πάντα νουν ειρήνη στους ανειρήνευτους ανθρώπους. Το κυρίως ζητούμενο είναι η ειρήνη και η σωτηρία της αθάνατης ψυχής μας. Με αγά­πη και ειρήνη παρακαλούμε όχι μόνο για μας, αλλά για όλους τους αδελφούς μας, όπου κι αν βρίσκονται. 

Καρπός της αγάπης και της ειρήνης είναι η πολυπόθητη ενότητα. Η ειρήνη δίνει την ευστάθεια της Εκκλησίας. Ζητώντας την ειρήνη, τον Χριστό ζητούμε, αφού αυτός είναι ο μόνος Ειρηνάρχης και Ειρηνοδότης. Μέσα στον ιερό ναό είμαστε στον άγιο οίκο του Θεού-Πατέρα μας δεχόμενοι την ευλογία και χάρη του Αγίου Πνεύματος. Ο ναός είναι σαν ένα σκάφος. Κοιτά πάντα ανατολικά, προς τον παράδεισο, εκεί που είναι η κατάληξη της πορείας μας. Προσευχόμα­στε και γι’ αυτούς που συνταξιδεύουμε για την άνω Ιερουσαλήμ, τους συμπροσευχόμενους, συνεκκλησιαζόμενους αδελφούς.

Κατόπιν προσευχόμεθα για τον οικείο επίσκοπο και ποιμενάρχη, τον διάδοχο των αποστόλων, που με την ευλογία του λειτουργούμε, κι είναι απαραίτητη η μνημόνευσή του. Προσευχόμεθα ακόμη για όλο τον κλήρο και τον λαό, το χωριό, την πόλη, τη χώρα, όλο τον κόσμο. Για ευκρασία αέρων, για ευφορία καρπών και για ειρηνικούς καιρούς δεόμεθα στον κυβερνήτη του σύμπαντος. Στη συνέχεια παρακαλούμε για όσους ταξι­δεύουν ή είναι ασθενείς ή είναι κουρασμένοι ψυχικά και σωματικά ή είναι αιχμάλωτοι. 

Ο Χρι­στός, ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων, να γίνει η ζωή και η ανάπαυση, η παράκληση και το φως, ο συνέκδημος, συνοδός και συνοδοιπόρος όλων των αναγκεμένων. Στη Θεία Λειτουργία παρακαλούμε για όλους και για όλα, απλά, ταπεινά, εγκάρδια, πραγματικά, ρεαλιστικά. Παραδεχόμαστε την αδυναμία μας. Δεν είμεθα άτρωτοι, υπεράνθρωποι, πάντα δυνατοί και γεν­ναίοι. Παρασυρόμαστε από τη θλίψη, τη στενο­χώρια, την οργή και τον κίνδυνο. Ας ταπεινωνό­μαστε λοιπόν, ας παραδεχώμεθα την ήττα μας κι ας καταθέτουμε στον θυσιαζόμενο Χριστό τα δάκρυα των θλίψεων για να μας τα σφουγγίσει.

Θα επιτύχουμε απόλυτα μόνο αν βιώσουμε τον λόγο της επόμενης αιτήσεως: «και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα». Μέχρι τότε θα ταλαιπωρούμεθα. Κατόπιν θάμαστε άνε­τοι, ελεύθεροι, άφοβοι, αισιόδοξοι, εμπιστευμέ­νοι στην πρόνοια και την αγάπη του Θεού. Ζητάμε να δώσουμε τον εαυτό μας στον Χριστό για να γίνει κατοικία Του. Έτσι λέμε. Το εννο­ούμε; Το θέλουμε τελικά αληθινά; Δεν μπορούμε να πούμε πως είναι εύκολο αυτό. Γι’ αυτό ζητάμε τις σωστικές και δυνατές πρεσβείες κυρίως της Υπερευλογημένης Θεοτόκου, αλλά και όλων των αγίων που το κατάφεραν, το πέτυχαν.

Στην πρώτη ευχή ο ιερεύς επικαλείται την άφατη φιλανθρωπία του Θεού. Στο πρώτο τρο­πάριο ζητάμε πάλι τις ισχυρές πρεσβείες της Υπεραγίας Θεοτόκου προς τον Σωτήρα Χριστό. Το «έτι και έτι», το ξανά και ξανά δηλαδή, δεν είναι μια στείρα κι ανούσια επανάληψη, αλλά σταθερός ανοδικός βηματισμός για τη συνάντη­ση του ζώντος Θεού, ανακάλυψη νέων εμπειριών. Ζητάμε συνεχώς το έλεος του Πανάγαθου Θεού, του Σταυροαναστηθέντος Μονογενούς Υιού και Λόγου του Ουρανίου Πατρός.

Η μικρά Είσοδος κατά τον άγιο Γερμανό Κωνσταντινουπόλεως φανερώνει την παρουσία του Χριστού στον κόσμο και την είσοδό του σε αυτόν. Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες έτσι άρχιζε η Θεία Λειτουργία. Έμπαινε στο ναό ο λαός κι ακολουθούσαν οι ιερείς κι ο αρχιερεύς. Κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, η είσοδος των πιστών σημαίνει τη μετάθεσή τους από την κακία στην αρετή. Αλλάζει τώρα ο ανθρώπινος προσανατολισμός. 

Η πυξίδα του πιστού ως κέντρο πάντα δείχνει το ιερό θυσιαστήριο. Εισερχόμενος ο πιστός στον ναό εισέρχεται, στη ζωή του Χριστού. Ο ιερεύς βαστώντας το ευαγγέλιο στο ύψος του προσώπου του το καλύπτει. Ο εισοδευόμενος είναι ο Χριστός. Η λαμπάδα που προηγείται σημαίνει το φως του κηρύγματος μετανοίας του Τιμίου Προδρόμου. 

Η ευχή της εισόδου αναφέρεται στο μυστήριο της αγγελοφάνειας και συλλειτουργίας, όπως διαβάζουμε στα συναξάρια. Οι άγγελοι ψάλλουν συνεχώς το «άγιος ο Θεός» στον ουρανό και τώρα οι πιστοί υμνούντες ολόψυχα τον Τριαδικό Θεό. Ο ουρα­νός και η γη συμπαρίστανται, συγχορεύουν, συνδοξολογούν, συγχαίρουν.

Την ώρα του τρισάγιου ύμνου ο λειτουργός πηγαίνει προς την αγία Πρόθεση, τον τόπο που συμβολίζει τη Βηθλεέμ. Τον ευχαριστούμε που σαρκώθηκε για μας. Δεν τον ευλογούμε, μάς ευλογεί. Κατόπιν πηγαίνει προς την «άνω καθέδρα», όπου η θέση του επισκόπου, που συμβολί­ζει τον θρόνο του Θεού, και τον μακαρίζει και υμνεί: «Ευλογημένος ει ο επί θρόνου δόξης της βασιλείας σου».

Στη μικρή είσοδο το ευαγγέλιο είναι κλειστό. Ο Χριστός εισέρχεται στον κόσμο σιωπηλός. Τα ιερά αναγνώσματα, του Αποστόλου πρώτα και του Ευαγγελίου κατόπιν, δηλώνουν τη φανέρω­ση του Λόγου, το κήρυγμά Του στον κόσμο. Έχουμε Θεολογία, Λόγο Θεού από τα ιερά αναγνώσματα και Θεουργία, έργο Θεού, από την αγία Αναφορά. «Με το θείο Λόγο και με το θείο έργο -με ολόκληρη τη θεία Λειτουργία -ακούμε τον Χριστό, βλέπουμε τον Χριστό, κοινωνούμε τη θεία ζωή Του» (ιερομόναχος Γρηγόριος Αγιορείτης).

Το «αλληλούια» είναι επιφώνημα χαράς κι ευχαριστίας για τον ερχόμενο Υιό και Λόγο του Θεού στη σύναξη των πιστών. Κατά τον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα, ο Χριστός είναι η μόνη πηγή της αληθινής χαράς. Με την προ της αναγνώσεως του Ευαγγελίου ευχή ο ιερεύς ζητά το φως της θεογνωσίας, που θα έλθει με την καταπάτηση του κοσμικού φρονήματος και των σαρκικών επιθυ­μιών, με τον φόβο του Θεού και την τήρηση των θείων εντολών. 

Το ευαγγέλιο μπορεί να τ’ ακούμε από τον διάκονο ή τον ιερέα, αλλά ουσιαστικά το λέει ο ίδιος ο Χριστός, όπως τότε στη Γαλιλαία. Η αίσθηση της πίστεως είναι πιο αληθινή από τις πέντε σωματικές αισθήσεις. Αυτή η πίστη μας διαβεβαιώνει την παρουσία του Χριστού.

Το «Σοφία Ορθοί» δεν σημαίνει απλά ν’ ακού­σουμε το Ευαγγέλιο όρθιοι, αλλά να υψώσουμε τη διάνοια πάνω από τα γήινα και να δεχθούμε τον θείο σπόρο προς αγαθή καρποφορία. Μ’ εγρήγορση, προθυμία, φιλοτιμία, φιλοπονία κι ένθεο ζήλο.