Τα χείλη του μουδιασμένα ζητούσαν νερό. Είχε τρεις μέρες να φάει και να πιει κάτι. Ακολουθίες πολύωρες, μετάνοιες, μελέτη, ο κανόνας στο κελί του, η κατα μόνας αγρυπνία. Όλα μαζί του δίνανε μια μικρή γεύση από την άσκηση των μεγάλων ασκητών της ερήμου που ζούσανε έτσι όχι για μερικές ημέρες αλλά σχεδόν όλη τους την ζωή.
--------------------
Ήταν τυπικό του μοναστηριού του να κρατούνε τριήμερη -απόλυτη- νηστεία οι πατέρες μέχρι την πρώτη Προηγιασμένη. Ήταν παράδοση να κάνουνε ένα γερό ξεκίνημα στην Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή.
--------------------
Δίψα. Αυτό το αίσθημα ήταν φοβερό. Ήταν πλέον Τετάρτη απόγευμα. Η Προηγιασμένη έφτανε στο τέλος της. Έφτανε η στιγμή που μετά από σχεδόν τρεις ημέρες πλήρους νηστείας θα άνοιγε το στόμα του για να φάει. Ο ιερέας κάλεσε τους πιστούς. «Μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης προσέλθετε». Μια μικρή ζαλάδα τον έκανε να πιάσει την κολόνα του ναού. Ένας ένας οι μοναχοί σαν πουλάκια άνοιγαν το στόμα τους περιμένοντας την μάνα τους Εκκλησία να τα ταΐσει. Ήρθε η σειρά του. Άνοιξε το στόμα του.