
Ὁ πατὴρ Πορφύριος, ὅταν μᾶς μιλοῦσε γιὰ τὸν ἄνθρωπο, γιὰ τὸ Θεό, γιὰ τὸν κόσμο, γιὰ τὴν ἀγάπη, γιὰ τὴν προσευχή, γιὰ τὴ δημιουργία ὁλόκληρη, μιλοῦσε μὲ θεολογικὰ κριτήρια (πτυχιοῦχος τῆς Β´τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου).
Εἶχε ὄντως τὸ χάρισμα τῆς Θεολογίας, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴ ζῶσα πηγή, τὴ νοερά, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ μάλιστα τῆς Μυστικῆς Θεολογίας, ὅπου βλαστάνει ἡ κατὰ Χριστὸν φιλοσοφία. Ἦταν ἕνας Μυστικὸς Θεολόγος χωρὶς κοσμικὲς σπουδές, παρὰ μόνο μὲ τὶς σπουδὲς τῆς ἀσκήσεως, τῆς ἡσυχίας, τῆς νοερᾶς ἐργασίας.
Ἔλεγε: «Εἴθε νὰ μποῦμε ὅλοι στὴν ἐπίγεια Ἄκτιστη Ἐκκλησία, γιατί, ἂν δὲν μποῦμε σ᾿ αὐτήν, δὲν θὰ μποῦμε καὶ στὴν οὐράνια». «Μποροῦμε νὰ ἑνωθοῦμε, ἂν κάνουμε μυστικὴ ζωή…». «Ἡ καλὴ δύναμη πάει πλούσια, ἀλλὰ ἁπαλὰ ὡς “θρούς”, ὅπως λέει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη·». «Νὰ γίνεσθε ἅγιοι…». [Ἰ 101]










