Ἔχει εὐτυχῶς παρέλθει ὁ καιρὸς ὅπου ἦταν συνήθεια, ἂν ὄχι ἀναγκαιότητα, νὰ ἀρχίζει κανεὶς τὴν ἀναφορά του στὸ Βυζάντιο μὲ μιὰ ἀπολογία, ἢ καὶ μὲ μιὰ συγγνώμη.
Γενεὲς ὁλόκληρες ἱστορικῶν καὶ λογίων κατάφεραν μὲ τὴν ὑπομονετική τους ἐργασία νὰ ἀποδόσουν τὴν πραγματικὴ θέση, ποὺ εἶναι σημαντική, τὴν πραγματικὴ μορφή, ποὺ εἶναι ἐπιβλητικὰ μεγαλόπρεπη, τῆς χιλιόχρονης αὐτῆς αὐτοκρατορίας, ἡ ὁποία ἐπὶ δέκα αἰῶνες ὑπῆρξε ὄχι μόνο ὁ δάσκαλος μιᾶς Εὐρώπης ἀκόμη βάρβαρης, ἀλλὰ καὶ ὁ προμαχώνας της στὴν Ἀνατολή, αὐτὸς ποὺ τὴν προστάτεψε κατὰ τὴν ἀνάπτυξή της καὶ τῆς ἐπέτρεψε νὰ φτάσει στὴν ὡριμότητα.
Ἡ Εὐρώπη, ὅμως, ἀγνώμων, ἀφοῦ θαύμασε, ζήλεψε, μιμήθηκε τὸ Βυζάντιο ἐπὶ τόσον καιρό, ἀφοῦ τὸ ἐκμεταλλεύτηκε τόσο στυγνὰ κατὰ τοὺς τελευταίους αἰῶνες (ἀναφέρομαι στὴ Γένοβα, τὴ Βενετία), τελικὰ τὸ ἐγκατέλειψε, γιατί δὲν εἶχε πιὰ τίποτε νὰ τῆς προσφέρει καὶ γιατί ἠρνεῖτο νὰ ὑποταγεῖ στὴν παπικὴ ἐξουσία• τὸ ἐγκατέλειψε, μόνο του στὶς Τουρκικὲς ἐπιθέσεις.