Κυριακή Θ΄ Λουκᾶ
«Ἀνθρώπου τινός πλουσίου ἐφόρησεν ἡ χώρα»
Ὁ πλούσιος τῆς σημερινῆς παραβολῆς, ἀγαπητοί ἀδελφοί, εἶχε ἀμέρτητα ἀγαθά. Τά πολλά του κτήματα ἔφεραν καλή σοδειά, εἶχαν μεγάλη παραγωγή. Ὁ ἴδιος ὅμως ἦταν ἀχόρταγος, ἀνικανοποίητος καί ἀνελεήμων. Οἱ ἀποθῆκες του στέναζαν κάτω ἀπό τό βάρος καί τό πλῆθος τῆς συγκομιδῆς. Στενάζει καί ὁ ἴδιος, σάν νά τόν χτύπησε μεγάλο κακό, σάν νά τόν βρῆκε δυστυχία μεγάλη. Ἀνησυχεῖ, προβληματίζεται, δέν ξέρει τί νά κάνει. Δέν ἔχει ποῦ νά συνάξει τήν παραγωγή τῶν κτημάτων του. Παραγωγή πού ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε.
Καί ὅμως τό πρᾶγμα εἶναι πολύ ἁπλό. Ἀφοῦ ἦταν γεμάτες οἱ ἀποθῆκες του, ὅ,τι περίσσευε κάλλιστα μποροῦσε νά τό δώσει στούς φτωχούς. Λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «κάθεται καί στενοχωριέται καί δέν τοῦ κολλάει ὓπνος. Νά οἱ καλύτερες ἀποθῆκες, τά στόματα τῶν πεινασμένων καί τά στομάχια τῶν φτωχῶν».
Ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε ἰδιαίτερη εὐλογία, ἀλλ᾿ αὐτός ἄπληστος καθώς ἦταν, τά ἢθελε ὅλα δικά του, μόνο γιά τόν ἑαυτό του. Μέ ἄλλα λόγια ἦταν σκληρός ἄνθρωπος, ἀφοῦ δέν τόν συγκινοῦσε καθόλου ἡ φτώχεια καί ἡ δυστυχία τῶν ἄλλων. Θά μᾶς πεῖ ὁ ἱ. Θεοφύλακτος : «Ἐνῷ εἶχε πλούσια καρποφορία, ἦταν ἄκαρπος στήν εὐσπλαχνία».
Καί ἐρωτᾶ ὁ Μέγας Βασίλειος: Γιατί «ἐφόρησεν ἡ χώρα» ἑνός τέτοιου ἀνθρώπου, πού τίποτε καλό στή ζωή του δέν ἢθελε νά κάνει; Ἀπαντᾶ ὁ ἲδιος: Γιά νά φανεῖ ἡ ἀγαθότης τοῦ Θεοῦ καί ἡ μακροθυμία Του, πού φτάνει ἀκόμη καί σέ τέτοιους ἄχρηστους ἀνθρώπους. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς εἶπε, ὅτι ὁ πανάγαθος Θεός «ἀνατέλει τόν ἥλιον ἐπί πονηρούς καί ἀγαθούς καί βρέχει ἐπί δικαίους καί ἀδίκους».
Ὃμως αὐτή ἡ ἀγαθότης τοῦ Θεοῦ πρός τόν πλούσιο, πού δέν συγκινήθηκε καθόλου, τοῦ ἑτοιμάζει τήν μεγαλύτερη κόλαση. Ἡ εὐφορία τῆς γῆς εἶναι μεγάλη εὐλογία, ἀλλ᾿ αὐτή ἡ εὐλογία πρός τούς πονηρούς γίνεται παγίδα, λόγῳ τῆς κακῆς προαιρέσεώς των. Ὃσα περισσότερα προσφέρει ὁ Θεός, τόσα περισσότερα περιμένει νά προσφέρουμε κι᾿ ἐμεῖς.
Ὁ πολυεύσπλαχνος Κύριος μᾶς δίνει τά ἀγαθά Του, μᾶς γεμίζει μέ τίς εὐλογίες Του, καί μᾶς κάνει ὂχι ἰδιοκτῆτες, ἀλλά διαχειριστές τῶν ἀγαθῶν Του. Πού σημαίνει ὃτι κι᾿ ἐμεῖς πρέπει νά φανοῦμε σπλαχνικοί στούς ἄλλους. Καί ἄν αὐτό δέν γίνει, τότε «ἔρχεται ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ ἐπί τούς υἱούς τῆς ἀπειθείας».
Στίς ἡμέρες μας ἒχει ἐξελιχθεῖ τόσο πολύ ἡ τεχνική καί ἡ ἐπιστήμη, ἔχει ὁ ἄνθρωπος τόσα μέσα στήν διάθεσή του καί πιό συγκεκριμένα στόν τομέα τῆς γεωργίας, ὣστε πολλές φορές, ὅταν ἔχουμε πλούσια καρποφορία, νά μή θέλουμε τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά νά τήν πετοῦμε στά σκουπίδια.
Γεμίζουν οἱ χωματερές μέ διάφορα ἀγροτικά προϊόντα, τήν στιγμή κατά τήν ὁποία καί σήμερα ὑπάρχουν ἄνθρωποι, πού πεινοῦν καί στεροῦνται, πού δέν ἒχουν νά φᾶνε καί ὑποφέρουν. Ὑπάρχουν ἱδρύματα πού ἔχουν πολλές ἐλλείψεις καί μεγάλες ἀνάγκες. Κι᾿ εἶναι μεγάλη ἁμαρτία καί προσβολή πρός τόν Θεό, νά πετοῦμε σάν ἄχρηστη τήν εὐλογία Του, τά δῶρα Του, πού τόσο πλουσιοπάροχα μᾶς δίνει.
Ὑπάρχουν ὅμως χρονιές πού ὁ Θεός μᾶς στερεῖ τήν εὐλογία Του. Ἄλλοτε ἡ ξηρασία, ἄλλοτε ἡ παγωνιά ἢ τό χαλάζι καταστρέφουν τήν παραγωγή. Ποτέ δέν εἶναι τυχαῖα αὐτά τά πράγματα. Ἄλλοτε πάλι ἔχουμε ὑπερπαραγωγή, ἀλλά μειωμένες τιμές. Τότε τά βάζουμε μέ ὅλους καί μέ ὅλα. Φταίει τό κράτος μέ τήν κακή ἀγροτική πολιτική, φταίει ὁ ἕνας, φταίει ὁ ἄλλος καί ποτέ δέν φταίμε ἐμεῖς, δηλ. οἱ γεωργοί, οἱ παραγωγοί.
Κάποτε στήν Ἀμερική ἔσφαζαν τά ζῶα καί τά ἔθαβαν, γιά νά μή πέσει ἡ τιμή τοῦ κρέατος. Στή Ρωσία πάλι ἔκαιγαν τό σιτάρι ἢ τό πετοῦσαν στήν θάλασσα, γιά νά μή μειωθεῖ ἡ τιμή του. Καί σήμερα στή Ρωσία πεινοῦν, δέν ἔχουν σιτάρι νά φᾶνε...Ἀφοῦ δέν θέλουμε, δέν δεχόμαστε τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεός μᾶς τήν στερεῖ. Δέν εἲμαστε ἄξιοι τῶν δωρεῶν Του καί παίρνει τήν χάρη Του ἀπό ἐπάνω μας. Συμβαίνει πολλές φορές αὐτό πού ψάλλουμε στήν Ἀρτοκλασία: «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καί ἐπείνασαν...».
Κάποτε ὁ γεωργός πρίν βάλει τό χέρι στό ἀλέτρι γιά νά ὀργώσει, σήκωνε τά μάτια του στόν οὐρανό. Ἔκαμνε τόν σταυρό του καί κατόπιν ἄρχιζε τήν ἐργασία του. Τώρα ξεχάσαμε τόν Θεό. Ἐργαζόμαστε μόνοι μας, μέ τά προηγμένης τεχνολογίας ἐργαλεῖα, χωρίς τήν βοήθειά Του.
Νομίζουμε πώς εἴμαστε αὐτάρκεις καί δέν ἔχουμε ἀνάγκη τόν Θεό. Ἄν τόν θυμώμαστε, εἶναι γιά νά Τόν ὑβρίσουμε καί νά Τόν βλασφημήσουμε. Ἀλλά, ἀδελφοί μου, ὅταν μέ ὕβρεις σπέρνουμε καί μέ βλασφημίες θερίζουμε, τί καρπούς θά ἔχουμε νά μαζέψουμε; Ἄν καταπατοῦμε τήν ἀργία τῆς Κυριακῆς, πού εἶναι μία μεγάλη, σπουδαία, σοβαρή ἐντολή τοῦ Θεοῦ καί μάλιστα τήν καταπατοῦμε ἐπισήμως, δηλ. μέ νόμο ψηφισμένο ἀπό τήν Βουλή Ὀρθοδόξου Κράτους, τό καλό θά ἔχουμε νά περιμένουμε; Ἀκόμη διερωτώμεθα τί φταίει;
Διαβάζουμε στήν Ἁγία Γραφή: «Ὃς καταφρονεῖ πράγματος καταφρονηθήσεται ὑπ᾿ αὐτοῦ». Καί ἄν ἐμεῖς περιφρονοῦμε τόν Θεό, τότε θά μᾶς περιφρονήσει κι᾿ Ἐκεῖνος καί τότε θά γίνει πραγματικότης αὐτό πού διαβάζουμε «θά σπέρνετε καί δέν θά θερίζετε».
Ἄς προσέξουμε τό παρακάτω, πού εἶναι καί τό τελευταῖο.
Ὃλοι αὐτοί πού διαμαρτύρονται γιά τήν κακή ἀγροτική πολιτική, καί δέν ἔχουν ἴσως ἄδικο, κατεβαίνουν σέ ἀπεργίες, σέ διαμαρτυρίες, κλείνουν τοὺς δρόμους καί δημιουργοῦν τόσα σοβαρά προβλήματα σέ πολλούς ἄλλους συνανθρώπους μας, πού στό κάτω-κάτω δέν φταῖνε σέ τίποτε.
Διαμαρτύρονται, φωνάζουν μά κανείς δέν τούς ἀκούει. Πουθενά δέν μποροῦν νά βροῦν τό δίκαιό τους οὒτε ἀπό τήν Κυβέρνηση, οὒτε ἀπό τήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση. Καί ὅμως ὑπάρχει λύσις καί εὒκολη καί σίγουρη, πολύ ἀποτελεσματική. Θά τό πῶ καί πολλοί σας θά γελάσετε. Θά τό πῶ καί θά μέ εἰρωνευτεῖτε. Θά τό πῶ καί ἄς μή τό πιστέψετε, ἄς μή τό δεχτεῖτε. Ὅλοι αὐτοί πού κατεβαίνουν στούς δρόμους εἶναι χριστιανοί, ἔτσι δέν εἶναι;
Κατεβαίνουν στούς δρόμους, φωνάζουν, διαμαρτύρονται ἀλλά δέν τούς ἀκούει κανείς. Ἄν ὅλοι αὐτοί, ἀντί νά κατέβουν στούς δρόμους, γέμιζαν τίς Ἐκκλησίες καί ἔκαμναν προσευχή, ἔκαμναν Θεία Λειτουργία καί ζητοῦσαν τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεός ἀσφαλῶς θά τούς ἂκουγε καί τότε καί καλή σοδειά θά εἶχαν καί οἱ τιμές θά ἦσαν ἱκανοποιητικές καί ὃλα θά πήγαιναν μιά χαρά. Ἄλλά δέν τό πιστεύουμε γι᾿ αὐτό καί δέν τό κάνουμε. Μέ τό νά εἲμαστε κι᾿ ἐμεῖς ἂφρονες, περιφρονοῦμε τόν Θεό, Τόν βγάζουμε ἀπό τήν ζωή μας καί ἔχουμε αὐτά τά θλιβερά ἀποτελέσματα. Δέν εἲμαστε εὐχαριστημένοι καί ἱκανοποιημένοι μέ τίποτε.
Ἀγαπητοί ἀδελφοί,
Οἱ ὑποθέσεις μας, ἄς τό καταλάβουμε ἐπί τέλους, δέν τακτοποιοῦνται μόνο μέ τήν προσωπική μας ἐργασία, ἀλλά κυρίως καί πρό πάντων μέ τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. «Οὐ τοῦ σπείροντος, οὐδέ τοῦ θερίζοντος, ἀλλά τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ».
Γι᾿ αὐτό ἄς προσκαλέσουμε τόν Θεό στή ζωή μας. Αὐτός εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς καί «ὁ θησαυρός τῶν ἀγαθῶν». Ἄς ἐργαζώμεθα πάντοτε σύμφωνα μέ τό Ἅγιο θέλημά Του, γιά νά στέλνει σέ ὅλους μας πλούσια τήν χάρη Του καί τήν εὐλογία Του. Ἀμήν.