Ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα. Καὶ μάλιστα ἐπίλεκτο μέλος τῆς ἁγίας αὐτῆς ὁμάδος.
Τὴν πρώτη γνωριμία του μὲ τὸν Χριστό μᾶς τὴν παρουσιάζει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης μὲ τοῦτα τὰ λόγια: «Τῇ ἐπαύριον ἠθέλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν· καὶ εὑρίσκει Φίλιππον καὶ λέγει αὐτῷ· ἀκολούθει μοι» (Ἰωαν. α’ 44).
Ὕστερα ἀπὸ τὸ βάπτισμά Του καὶ τὴν τεσσαρακονθήμερη νηστεία Του στὴν ἔρημο καὶ τοὺς πειρασμούς Του ἀπὸ τὸν διάβολο, νικητὴς ἀποφασίζει νὰ ἀναχωρήσει ἀπὸ τὴν Ἰουδαία στὴν Γαλιλαία γιὰ τὴν ἔναρξη τοῦ ἔργου του.
Ἐκεῖ, σὰν ἔφθασε, βρῆκε μεταξὺ τῶν πρώτων τὸν Φίλιππο, ποὺ ἦταν ἀπὸ τὴ Βηθσαϊδά, τὴν ἴδια πόλη ἀπὸ τὴν ὁποία καταγόντουσαν καὶ οἱ ἄλλοι δύο Ἀπόστολοι καὶ ἀδελφοί, Ἀνδρέας καὶ Πέτρος.
Ἡ μικρὴ αὐτὴ πόλη βρισκόταν στὶς ἀνατολικὲς ὄχθες τῆς λίμνης Τιβεριάδος καὶ ἀξιώθηκε νὰ προσφέρει στὸν Κύριο ἕνα σημαντικὸ ἀριθμὸ ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους Του. Πτωχοὶ καὶ ἁπλοϊκοὶ ἄνθρωποι ἤσαν ὅλοι αὐτοί.
Ὅμως ὁ Κύριος τέτοιους ἐργάτες κατὰ κανόνα διαλέγει γιὰ τὴ διακονία Του. Ἀνθρώπους ταπεινοὺς καὶ καλοδιάθετους.
Καὶ αὐτούς, «τὰ μωρά του κόσμου... καὶ ἐξουθενωμένα» κατὰ τὸν θεῖο Ἀπόστολο Παῦλο, δηλαδὴ τοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς ποὺ ὁ κόσμος θεωρεῖ μωροὺς καὶ περιφρονημένους, μ’ αὐτοὺς ὁ Κύριος καταντροπιάζει ἐκεῖνους, πού, ὁ κόσμος πάλι, θεωρεῖ σοφοὺς καὶ μεγάλους καὶ δυνατούς.
Τὴν ἁγνὴ καὶ πρόθυμη διάθεση εἶδε ὁ Κύριος στὰ βάθη τῆς ψυχῆς τοῦ Φιλίππου καὶ αὐτὴν ἐξετίμησε καὶ ἔσπευσε νὰ τοῦ μιλήσει καὶ νὰ τοῦ ἀπευθύνει τὴν τιμητικὴ πρόσκληση: «Ἀκολούθει μοι», ἀκολούθησέ με. Πόσο διαφορετικὰ ἀλήθεια εἶναι τὰ ἀνθρώπινα κριτήρια ἀπὸ τὰ κριτήρια τοῦ πανσόφου Θεοῦ. Οἱ ἄνθρωποι συνήθως κρίνουμε «κατ’ ὄψιν». Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος ἐλέγχει τὸν τρόπο αὐτὸ τῆς κρίσεως μὲ τὸ«μὴ κατ’ ὄψιν κρίνετε παράνομοι». Ὁ πάνσοφος Θεὸς κρίνει ἀπὸ τὶς διαθέσεις ποὺ κρύβουμε ὁ καθένας στὴν ψυχή μας. Καὶ γιὰ τοῦτο ἡ κρίση του εἶναι πάντα ὀρθὴ καὶ ἀσφαλισμένη.
Τὴν ἀξία αὐτῆς τῆς κρίσεως τὴν βλέπουμε ἀμέσως στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Φίλιππος ἔσπευσε νὰ ἀνταποκριθεῖ στὴν ἱερὴ πρόσκληση τοῦ Ἰησοῦ, χωρὶς κανένα ἐνδοιασμό, ἀλλὰ μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ ζηλευτὴ προθυμία ἀφήνει τὰ πάντα καὶ ἀκολουθεῖ τὸν Κύριο.
Ἀφήνει ἐργασία, γονεῖς, φίλους καὶ γνωστούς, σπίτι, μικρὴ ἔστω περιουσία καὶ σπεύδει νὰ γίνει ἕνας ἀκόλουθος τῆς συντροφιᾶς τοῦ Ἰησοῦ. Κάπως παράξενη ἡ σπουδή του νὰ ἀκολουθήσει τὸν Κύριο, θὰ σκεφθεῖ ἴσως κάποιος. Παράξενη μπορεῖ νὰ φαίνεται. Ἂν θελήσουμε ὅμως νὰ προσέξουμε καὶ νὰ ἐμβαθύνουμε λίγο στὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη, ἡ ἀπορία αὐτὴ θὰ διασκευασθεῖ ἀμέσως.
Ἀφήνει ἐργασία, γονεῖς, φίλους καὶ γνωστούς, σπίτι, μικρὴ ἔστω περιουσία καὶ σπεύδει νὰ γίνει ἕνας ἀκόλουθος τῆς συντροφιᾶς τοῦ Ἰησοῦ. Κάπως παράξενη ἡ σπουδή του νὰ ἀκολουθήσει τὸν Κύριο, θὰ σκεφθεῖ ἴσως κάποιος. Παράξενη μπορεῖ νὰ φαίνεται. Ἂν θελήσουμε ὅμως νὰ προσέξουμε καὶ νὰ ἐμβαθύνουμε λίγο στὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη, ἡ ἀπορία αὐτὴ θὰ διασκευασθεῖ ἀμέσως.
«Ἦν δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ Βηθσαϊδά, ἐκ τῆς πόλεως ᾿Ανδρέου καὶ Πέτρου». (Ἰωάν. α’ 45). Ὁ Φίλιππος δηλαδὴ καταγόταν ἀπὸ τὴ Βηθσαϊδά, ἀπὸ τὴν πατρίδα τοῦ Ἀνδρέα καὶ τοῦ Πέτρου. Ἰδοὺ τὸ μυστικὸ τῆς προθυμίας τοῦ Φιλίππου νὰ ἀκολουθήσει τὸν Κύριο. Ἦταν συμπολίτης τοῦ Ἀνδρέα. Καὶ ὁ Ἀνδρέας ἦταν μία ἀπὸ τὶς εὐγενικὲς ἐκεῖνες καρδιὲς ποὺ μὲ λαχτάρα περίμενε τὸν Μεσσία. Ὁ πόθος του αὐτὸς τὸν ἔσπρωξε νὰ γίνει καὶ μαθητὴς τοῦ Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστή. Καὶ αὐτὰ ποὺ ἄκουε ἀπὸ τὴν φωνὴ «τοῦ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ», φρόντιζε νὰ τὰ μεταφέρει συχνὰ καὶ νὰ τὰ κάμνει γνωστὰ καὶ στοὺς ἄλλους. Πόση καλοσύνη καὶ εὐγένεια ψυχῆς δὲν φανερώνει τοῦτο τὸ παράδειγμα! Μὰ καὶ πόσο ἱεραποστολικὸ ζῆλο γιὰ τὴν εὐτυχία καὶ τὴν σωτηρία τῶν ἄλλων!
[ ... ]
Ἔφτασε ὅμως ὁ καιρὸς νὰ ἐπικυρώσει ὁ θεῖος Ἀπόστολος τὰ ὅσα δίδασκε καὶ μὲ τὴν θυσία τῆς ζωῆς του. Ἦρθε ὁ καιρὸς νὰ μαρτυρήσει. Ἐκεῖ στὴν Ἱεράπολη τῆς Φρυγίας μία ἡμέρα ποὺ δίδασκε, μερικοὶ φανατικοὶ εἰδωλολάτρες τὸν συνέλαβαν καὶ ἀφοῦ τὸν βασάνισαν σκληρά, τὸν ὁδήγησαν στοὺς ἄρχοντες. Μιὰ ψευτοδίκη κατέληξε στὴν ἀπόφαση ὁ Ἀπόστολος νὰ θανατωθεῖ. Οἱ δήμιοι, ποὺ περίμεναν, ἅρπαξαν τὸν Φίλιππο, τοῦ ἔδεσαν τοὺς ἀστραγάλους καὶ τὸν κρέμασαν σ’ ἕνα δένδρο μὲ τὸ κεφάλι πρὸς τὰ κάτω.
Ὕστερα πῆραν καὶ τὸν Βαρθολομαῖο καὶ ἀφοῦ τὸν βασάνισαν καὶ αὐτόν, τὸν κρέμασαν. Τὸν Ἀπόστολο Φίλιππο τὸν σταύρωσαν. Ἡ ἀδελφή του Μαριάμνη μὲ πόνο ψυχῆς παρακολουθεῖ τὸ μαρτύριο τοῦ ἀδελφοῦ της καὶ τοῦ ἄλλου Ἀποστόλου καὶ προσεύχεται νὰ τοὺς δώσει ὁ Θεὸς δύναμη καὶ ὑπομονή. Ἕνας σεισμὸς ποὺ ἔγινε τὴν ὥρα ἐκείνη ἔδειξε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στοὺς ἐργάτες τοῦ Εὐαγγελίου.
Οἱ ἀλλεπάλληλες δονήσεις ποὺ ἔγιναν σὲ ὁλόκληρη τὴν χώρα κατατρόμαξαν τὰ πλήθη ποὺ ἔτρεξαν μὲ δάκρυα νὰ ζητήσουν συγχώρηση ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους. Ὁ Κύριος στὶς παρακλήσεις τῶν ἐργατῶν του σταμάτησε τὸ σεισμὸ καὶ μὲ μία θαυμαστὴ ὀπτασία τοὺς ἔδωκε μία ἀκόμη ἀπόδειξη τῆς θείας του δυνάμεως. Μιὰ σκάλα παρουσιάστηκε ἐκεῖ νὰ ἑνώνει τὴν γῆ μὲ τὸν Οὐρανό. Τὰ πλήθη ἔτρεξαν καὶ κατέβασαν τὸ Βαρθολομαῖο ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ ἦταν κρεμασμένος.
Ὅταν θέλησαν νὰ κατεβάσουν καὶ τὸν Φίλιππο ἀπὸ τὸν Σταυρό, αὐτὸς δὲν δέχθηκε, ἀλλὰ συνέχισε νὰ διδάσκει τὰ πλήθη ποὺ ἦσαν γύρω καὶ νὰ τὰ προτρέπει νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ βαπτισθοῦν. Διδάσκοντας ἄφησε τὴν ἁγία του ψυχὴ νὰ πετάξει στὸν οὐρανό, στὴ χώρα τῆς αἰωνιότητας.
Ὁ Ἀπόστολος Βαρθολομαῖος καὶ ἡ Μαριάμνη πῆραν τὸ τίμιο λείψανο καὶ τὸ ἔθαψαν μαζὶ μὲ ἐκείνους ποὺ πίστεψαν καὶ βαφτίστηκαν, μὲ σεβασμὸ καὶ εὐλάβεια ραίνοντάς το μὲ τὰ δάκρυα τῆς ἀγάπης τους. Τὸ σεπτὸ σκήνωμα τοῦ Ἀποστόλου γιὰ πολλὰ χρόνια στόλισε τὸν ἱερὸ ναὸ ποὺ εἶχε κτισθεῖ στὴν Ἱεράπολη πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου. Ἡ δὲ ἁγία κάρα του τιμήθηκε ἀπὸ διάφορους αὐτοκράτορες, ὅπως τὸν Θεοδόσιο, τὸν Ἡράκλειο καὶ ἄλλους μὲ τὶς βασιλικὲς σφραγίδες τους.
Μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Βασιλίδος τῶν πόλεων ἀπὸ τοὺς Λατίνους κατὰ τὸ 1204 τὸ σεπτὸ λείψανο μεταφέρθηκε στὴν Κύπρο καὶ γιὰ πολλὰ χρόνια φυλασσόταν στὸ χωριὸ Ἄρσος, τὸ χωριὸ αὐτὸ λέγεται ἐπίσημα καὶ Ἀρσινόη τῆς Πάφου, στὸν ἱερὸ ναὸ ποὺ κτίστηκε ἐκεῖ πρὸς τιμὴ τοῦ Ἀποστόλου.
Ἀργότερα ἕνα μέρος τῶν λειψάνων γιὰ εὐλογία διανεμήθηκε σὲ διάφορα μέρη. Ἡ θήκη δὲ μὲ τὴν ἱερὴ κάρα πρὸ τοῦ 1788 γιὰ μεγαλύτερη, τάχατες, ἀσφάλεια μετακομίσθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Σταυροῦ στὸ Ὅμοδος. Ἐκεῖ φυλάσσεται μέχρι σήμερα.
Σὲ χρόνια περασμένα, ποὺ τὸ νησί μας μέσα στὰ τόσα ἄλλα τὸ ἔδερνε καὶ ἐπιδημία ἀκρίδων, οἱ πατέρες μας μετέφεραν τὴν θήκη μὲ τὴν ἁγία κάρα μέχρι τὴ Μεσαορία καὶ ἔκαμναν ἁγιασμό, καὶ ἐράντιζαν τὰ σπαρτὰ καὶ τὰ δένδρα, γιὰ νὰ τὰ ἀπαλλάξουν ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ αὐτὴ μάστιγα.
Θαύματα πολλὰ γίνονται καὶ στὶς ἡμέρες μας σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ μὲ βαθιὰ πίστη καταφεύγουν στὸν Κύριο καὶ μὲ εὐλάβεια ἐκζητοῦν τὴ μεσιτεία τοῦ πνευματέμφορου Ἀποστόλου.
Ἡ χάρις τοῦ Τριαδικοῦ θεοῦ, διὰ τῶν πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου ἐνδόξου Ἀποστόλου Φιλίππου, τοῦ ὁποίου ἡ θήκη τῶν λειψάνων χρόνια τώρα ἁγιάζει τὸ εὐλογημένο νησί μας, νὰ χαρίσει στὴν Κύπρο μας τὸ ταχύτερο τὴν ποθητὴ ἐλευθερία. Ναί! τὴν ἐλευθερία. Καὶ μαζὶ μ’ αὐτὴν στοὺς ἀγνοούμενούς μας τὴν ἐπιστροφὴ στὶς οἰκογένειές τους, στοὺς πρόσφυγές μας τὴν χαρὰ τοῦ γυρισμοῦ στὰ σπίτια τους καὶ τὰ χωριά τους καὶ στὸν φιλόθρησκο λαό μας πλούσιες τὶς δωρεὲς καὶ εὐλογίες Του.
Ἀμήν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείαν ἔλλαμψιν, τοῦ Παρακλήτου, εἰσδεξάμενος, πυρὸς ἐν εἴδει, παγκοσμίως ὡς ἀστὴρ ἀνατέταλκας, καὶ τῆς ἀγνοίας τὸν ζόφον διέλυσας, τῇ θείᾳ αἴγλῃ Ἀπόστολε Φίλιππε. Ὅθεν πρέσβευε, Χριστῷ τῷ Θεῷ δεόμεθα, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὁ μαθητὴς καὶ φίλος σου, καὶ μιμητὴς τοῦ πάθους σου, τῇ οἰκουμένῃ Θεόν σε ἐκήρυξεν, ὁ θεηγόρος Φίλιππος. Ταῖς αὐτοῦ ἱκεσίαις, ἐξ ἐχθρῶν παρανόμων τὴν Ἐκκλησίαν σου, διὰ τῆς Θεοτόκου συντήρησον Πολυέλεε.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ἐν τῷ Υἱῷ τῷ Πατρικῷ φωτὶ ἑώρακας
Πατρὸς τὴν δόξαν ὡς τοῦ Πνεύματος κειμήλιον
Πατρὸς τὴν δόξαν ὡς τοῦ Πνεύματος κειμήλιον
Καθὰ ᾔτησας Ἀπόστολε θεορρῆμον.
Ἀλλ’ ὡς μύστης τῆς Χριστοῦ συγκαταβάσεως
Πολύτροπον συμφορῶν ἡμᾶς ἀπάλλαξον
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις ἔνδοξε Φίλιππε.
Μεγαλυνάριον.
Φίλος καὶ Ἀπόστολος εὐκλεής, τοῦ καὶ μέχρι δούλου, κενωθέντος ἀναδειχθείς, Φίλιππε θεόπτα, ἐκήρυξας ἐν κόσμῳ, τὴν τούτου ὑπὲρ λόγον, ἄρρητον κένωσιν.